«Εισπηδήσεις» και «Κανονικά εδάφη»
Απορίες και σχόλια στον απόηχο του Ουκρανικού Αυτοκεφάλου
Του Μ. Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Τσέτση
Δεν θα είναι υπερβολή αν λεχθεί ότι στο πολύκροτο ζήτημα της Ουκρανικής Αυτοκεφαλίας, η Εκκλησία της Ρωσίας έπεσε στο λάκκο τον οποίο έσκαβε εδώ και πολύ καιρό, προκειμένου να θάψει, ευκαιρίας δοθείσης, το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Και εξηγούμαι.
Είναι γνωστό πως, καλώς ή κακώς, μια νέα διαδικασία απονομής Αυτοκεφαλίας σε μια τοπική Ορθόθοξο Εκκλησία είχε ξεκινήσει το 1976 ήδη και εγκριθεί το 2009, με ομόφωνο Διορθόδοξο απόφαση, κατόπιν πολλών κόπων και μόχθων. Αλλά, να μη λημονηθεί, και με την φιλάδελφη και θυσιαστική χειρονομία της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, η οποία, προκειμένου να διασφαλίσει την Πανορθοδόξο ενότητα, έστρεξε να αναστείλει το επί αιώνας ολόκληρους ισχύσαν και λειτουργήσαν κανονικό της προνόμιο, βάσει του οποίου, κατακερματίζοντας το εαυτής σώμα, είχε προβεί κατά διαστήματα στην χειραφέτηση των Ορθοδόξων λαών που διαβιούσαν βορείως και δυτικώς της Κωνσταντινουπόλεως, χορηγώντας σ’ αυτούς Αυτοκεφάλο καθεστώς.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αν, κατά την καρκινοβατούσα προπαρασκευαστική φάση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου περί τα τέλη του 20ου και τις αρχές του 21ου αιώνος, δεν υπήρχε η ατέρμον και σχολαστική εκείνη συζήτηση περί του «τρόπου υπογραφής» του εκδοθησομένου Τόμου Αυτοκεφαλίας, τουτέστιν αν οι Προκαθήμενοι των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών «συναποφαίνονται» ή «αποφαίνονται» όπως ο Οικουμενικός Πατριάρχης, το θέμα περί του «Τρόπου Ανακηρύξεως Αυτοκεφάλου» θα εντασσόταν στην Ημερησία Διάταξη της Συνόδου, η δε χορήγηση Αυτοκεφαλίας στην Εκκλησία της Ουκρανίας θα ελάμβανε μιαν εντελώς άλλη διάσταση και δεν θα είχαμε την νοσηρή κατάσταση που βιώνουμε τον τελευταίο καιρό.
Η επιμονή των ρώσων αντιπροσώπων, και μερικών συνοδοιπόρων τους, στη χρήση του ρήματος «αποφαίνομαι» αντί του «συν-αποφαίνομαι», δεν ήταν καθόλου αθώα. Ηλίου φαεινότερον ήταν πως αποσκοπούσε στην αμφισβήτηση και τον υποβιβασμό του ρόλου του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως στα Διορθόδοξως δρώμενα, με υπόβαθρο την νεοφανή, ισοπεδοτική και αιρετίζουσα εκκλησιολογική αντίληψη του Μητροπολίτου Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνος, (την οποία συχνά-πυκνά επαναλαμβάνει), σύμφωνα με την οποία η Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Ορθόδοξος Εκκλησία, που ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως, είναι απλώς μία «Ομοσπονδία» (sic) τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών, επικεφαλής της οποίας δεν ευρίσκεται καμιά υπεροχική Αρχή.
Πολύς λόγος έγινε επ’εσχάτων αν το Πρωτόθρονο Οικουμενικό Πατριαρχείο, Μήτηρ Εκκλησία όλων των μη Πρεσβυγενών κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, είχε ή όχι το κανονικό δικαίωμα να δεχθεί το Έκκλητον του πάλαι ποτέ Μητροπολίτου Κιέβου Φιλαρέτου Ντενισένκο και των συν αυτώ, και να προβεί εν συνεχεία στη χορηγήση Αυτοκεφαλίας σε ένα ευρύ τμήμα του Ορθοδόξου Ουκρανικού λαού, ο οποίος από πολύ καιρό αποζητούσε τον απογαλακτισμό του από την Εκκλησία της Ρωσίας. Ως εκ τούτου, παρέλκει οποιαδήποτε ανάφορα στην πτυχή αυτή του ζητήματος. Έπειτα μάλιστα από την δημοσίευση σειράς όλης εμπεριστατωμένων μελετών που εκπόνησαν διακεκριμένοι ιστορικοί και κανονολόγοι.
Ωστόσο, θα ήθελα να αναφερθώ στους όρους «εισπήδηση» και «κανονικό έδαφος» που κατά κόρον χρησιμοποιούνται από ρωσικής πλευράς στην αντιπαράθεση αυτή, και ακολούθως να θίξω την πολιτική διάσταση του Ουκρανικού ζητήματος με το οποίο βρισκόμαστε σήμερα αντιμέτωποι.
Περί «εισβολής» της Κωνσταντινουπόλεως σε κανονικά εδάφη της Εκκλησίας Ρωσίας, αρχικά είχε κάμει λόγο ο Μητροπολίτης Αγίας Πετρουπόλεως Βαρσανούφιος, τον Σεπτέμβριο του 2018 στα Ιεροσόλυμα, όπου βρισκόταν ως προσκυνητής. «Μετά την επανάσταση (του 1917)», έλεγε, «η Κωνσταντινούπολις μας άρπαξε (sic) τη Φινλανδία, την Πολωνία, την Εσθονία, και τώρα πλέον αγωνίζεται να αποσπάσει την Ουκρανία», δηλώνοντας συνάμα ότι το Πατριαρχείο Μόσχας δεν θα επιτρέψει τις αντικανονικές ενέργειες της Κωνσταντινουπόλεως, του «Πάπα της Ανατολής», δοθέντος ότι «όλες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες είναι ισότιμες, όπως ισότιμοι κατά την εξουσία τους είναι όλοι οι Πατριάρχες και συνεπώς αδυνατούν να παρεμβαίνουν στα των κατά τόπους Εκκλησιών». (βλ. «Bήμα Ορθοδοξίας» 20.9.2018)
Στα ίδια μήκη κύματος, και με την ίδια σχεδόν ορολογία, είχε ομιλήσει τον Δεκέμβριο του ιδίου έτους και ο Πατριάρχης Μόσχας Κύριλλος, δηλώνοντας ότι «η δημιουργία Αυτοκέφαλης Εκκλησίας στην Ουκρανία, αποτελεί αντικανονική και επιθετική παρέμβαση της Κωνσταντινούπολης στην εσωτερική ζωή της Ρωσικής Εκκλησίας», προσθέτοντας ότι «τον καιρό που η Ρωσία αντιμετώπιζε αθεϊστικές διώξεις, η Κωνσταντινούπολη έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να «αρπάξει»(sic) τμήματα που της ανήκαν: Εσθονία, Φινλανδία, Πολωνία και Λετονία» (βλ. «Ρομφαία», 21.12. 2018)
Από την πλευρά του, ο εκ των σημαντικοτέρων παραγόντων της Ρωσικής Ιεραρχίας Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ Ιλαρίων έσπευσε να χαρακτηρίσει ως «άνομη πράξη» την απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείο να παράσχει Αυτοκεφαλία στην Εκκλησία Ουκρανίας. Κατά την άποψή του, «η απόφαση του Φαναρίου, παραβιάζει κατάφορα τους ιερούς κανόνες, περιφρονεί την ενότητα της παγκόσμιας Ορθοδοξίας και τεκμηριώνει την “εισβολή” του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο κανονικό έδαφος της Ρωσικής Εκκλησίας». (βλ. «Ρομφαία», 11.10.2018)
Έπειτα από τις ανωτέρω αιτιάσεις, γεννάται ένα εύλογο ερώτημα. Από πότε και με ποια Κανονική Εκκλησιαστική Πράξη η Πολωνία, η Φιλλανδία, η Λεττονία και η Εσθονία κατέστησαν «κανονικό έδαφος» της Εκκλησίας της Ρωσίας; Τα όρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ρωσίας είχαν καθορισθεί το 1593 από την Μείζονα Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως και ταυτίζονταν προς εκείνα του Ρωσικού κράτους. Κατά συνέπεια, ο Προκαθήμενός της αναγνωριζόταν μόνον ως «Πατριάρχης Μοσχόβου και πάσης Ρωσίας και των υπερβορείων μερών». Και καθώς είναι γνωστό, στα υπερβόρεια αυτά μέρη δεν συμπεριλαμβάνονταν ούτε η Πολωνία, ούτε η Φιλλανδία, ούτε οι χώρες της Βαλτικής. Να μη λησμονείται ότι την εποχή κατά την οποία η Εκκλησία της Ρωσίας αποκτούσε την Αυτοκεφαλία της, το ήμισυ του Εσθονικού χώρου ανήκε στην Σουηδία και το έτερο ήμισυ στην Πολωνία.
Αποτελεί φαιδρότητα το να κατηγορείται σήμερα το Οικουμενικό Πατριαρχείο για «εισπήδηση» σε ξένα κανονικά εδάφη από μια σχετικά νεοφανή Αυτοκέφαλο Εκκλησία, η οποία κατά τον ρου τής βραχύχρονης, σε σύγκριση με τα πρεβυγενή Πατριαρχεία, ιστορίας της, διηύρυνε με κάθε ευκαιρία τα από τον Τόμο Αυτοκεφαλίας της θεσπισθένα όριά της, εισπηδώντας σε εδάφη άλλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, ελέω Τσαρικών στρατευμάτων ή Σοβιετικών τεθωρακισμένων.
Τι άλλο, αν όχι εισπήδηση, αποτελούσε η κατάργηση το 1811 της από τον τέταρτο αιώνα υφιστάμενης Εκκλησίας της Γεωργίας και η ενσωμάτωσή της στο Πατριαρχείο Μόσχας, έπειτα από την κατοχή της χώρας αυτής του Καυκάσου από τον Τσαρικό Στρατό; Αλλά και σήμερα, τι άλλο από εισπήδηση είναι η μετά τον Ρωσο-Γεωργιανό πόλεμο του 2008 εξ απόστασεως διαποίμανση από τον ρώσο Αρχιεπίσκοπο Μαϊκόπ και Αδιγένι Τύχωνα της χηρεύουσας Επαρχίας Αμπχαζίας, που από αρχαιοτάτων χρόνων είναι κανονικό έδαφος της παλαίφατης Γεωργιανής Εκκλησίας;
Τι έτερο από στυγνή εισβολή ήταν η ενσωμάτωση των Ορθοδόξων Ρουμάνων της Μολδαβίας-Βεσσαραβίας στο Πατριαρχείο Μόσχας, μάλιστα δις στην ιστορία, το 1812 (Τσαρική κατοχή) και το 1944 (Σοβιετική κατοχή), με συνέπεια η Επισκοπή Κίσιναου και πάσης Μολδαβίας να λειτουργεί σήμερα ως ένα είδος αυτόνομης Μητροπόλεως της Εκκλησίας της Ρωσίας; (Να σημειωθεί ότι η Μητρόπολις Μολδαβίας είχε συσταθεί το 1386, με αναφορά στην Κωνσταντινούπολη, τρεις αιώνες προτού χορηγηθεί το Αυτοκέφαλο στην Εκκλησία της Ρωσίας!)
Δεν αποτελούσε, άραγε, ένα είδος εισπηδήσεως και η οικειοποίηση ή μάλλον αρπαγή (για να χρησιμοποιήσω την Βαρσανούφειον ορολογία) από το Πατριαρχείο Μόσχας τού από έλληνες Εθνικούς Ευεργέτες ανεγερθέντος Ιερού Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Βουδαπέστη (τον 18ο αιώνα), έπειτα από την Συμφωνία της Γιάλτας και την υπαγωγή της Ουγγαρίας στο Σοβιετοκρατούμενο «Ανατολικό Μπλοκ»;
Η Κωνσταντινούπολις δεν εισέβαλε σε κανένα ξένο κανονικό έδαφος. Ούτε δικές της Επαρχίες ίδρυσε, ούτε και Θυσιαστήρια έπηξε. Απλώς, ασκώντας τα από Οικουμενικές Συνόδους θεσπισθέντα δικαιώματά της ως Πρωτοθρόνου Εκκλησίας, ανταποκρίθηκε σε αιτήματα τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών που ταλαιπωρούνταν από έριδες και κανονικές αταξίες, και της ζητούσαν να κομίσει ειρήνη και να θεραπεύσει τα κακώς έχοντα στην Εκκλησία τους.
Είναι ενδιαφέρουσα η διαπίστωση ότι μετά την εξάντληση των ιστορικο-κανονικών επιχειρημάτων της Εκκλησίας της Ρωσίας σχετικά με τους πνευματικούς δεσμούς και την κανονική σχέση της Κωνσταντινουπόλεως με την Ουκρανία και την Ρωσία, εγκαινιάσθηκε από την Μόσχα μια επιχείρηση αποσκοπούσα στην «πλύση εγκεφάλου» της κοινής γνώμης, στην παρότρυνση (ενίοτε με υπονοούμενες απειλές) των Ορθοδόξων Εκκλησιών να μη αναγνωρίσουν το Ουκρανικό Αυτοκέφαλο, αλλά και στην εμπλοκή του Αγίου Ὀρους στο Ουκρανικό imbroglio. (Σημειωθήτω ότι άριστη ήταν, η προ ημερών τοποθέτηση της Αθωνικής Πολιτείας ότι «η Ιερά Κοινότητα έχει τη σοφία και την εμπειρία, ώστε το Άγιον Όρος να μην γίνει εργαλείο και μοχλός πίεσης για αλλότριους σκοπούς». Η Αθωνική αυτή κατάθεση ήταν μια άμεση αντίδραση στα προπετώς λεχθέντα από τον Μητροπολίτη Βολοκολάμσκ στο Jesus–portal.ru, ότι ελπίζει το Άγιον Όρος να λάβει την ορθή απόφαση όσον αφορά στο θέμα της Ουκρανικής Αυτοκεφαλίας).
Στην επιχείρηση αυτή επιστρατεύθηκαν Ιεράρχες, κληρικοί και λαϊκοί, όχι μόνο από την Ρωσία και την Ουκρανική Εξαρχία της, αλλά και από άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, (Αντιοχείας, Σερβίας, Βουλγαρίας, Πολωνίας, Τσεχίας/Σλοβακίας, ενδεχομένως δε και της Ελλάδος), προκειμένου να καυτηριάσουν την πρωτοβουλία του Φαναρίου, να προβάλουν την πολιτική, κυρίως, διάσταση των εκκλησιαστικών ανακατάξεων στην Ουκρανία και να συνηγορήσουν υπέρ της συγκλήσεως μιας Πανορθοδόξου Συνόδου προς επίλυση του Ουκρανικού προβλήματος. Χωρίς, βεβαίως, να διευκρινίζουν ποίος θα είναι ο συγκαλών την Σύνοδο!
Χαρακτηριστική επί του προκειμένου ήταν η δήλωση του Πατριάρχου Αντιοχείας Ιωάννου ότι δηλ. «οσάκις η πολιτική επεμβαίνει στο εσωτερικό της εκκλησιαστικής ζωής, τότε δυστυχώς, έχουμε αυτό που συμβαίνει στην Ουκρανία. Η πολιτική παρέμβαση δεν είναι αποδεκτή. Πρέπει να αναζητήσουμε μια εκκλησιαστική λύση σ’ όλα τα προβλήματα» (βλ. «Sputnik», 5.2.2019). Παράδοξη όντως δήλωση. Ωσάν να μην έχουν πολιτική χροιά και διάσταση η συμπόρευση του Πατριαρχείου Αντιοχείας με την «δυναστεία» Ασάντ επί 45 ολόκληρα χρόνια, ή ο προσφατος εναγκαλισμός της με την «Συριοσώτειρα» Ρωσία, έπειτα απὀ την έναρξη του πολυδιάστατου και αιματηρού πολέμου στην Συρία.
Στην χορεία εκείνων που έδωσαν έμφαση στην πολιτική διάσταση του Ουκρανικού Αυτοκεφάλου δεν δίστασε να προστεθεί και ο Ρώσος Πρόεδρος Βλαδίμηρος Πούτιν, για να φανεί προφανώς αλληλέγγυος του Πατριαρχείου Μόσχας, αλλά κυρίως για να υπομνήσει urbi et orbi πως για την Ρωσία, η Ουκρανία έχει μείζονα γεωπολιτική σπουδαιότητα και συνεπώς η μελλοντική της υφή και πορεία στην διεθνή σκακιέρα δεν είναι ζήτημα διαπραγματεύσιμο. Έτσι, κατά την 14η ετήσια Συνέντευξη Τύπου τον παρελθόντα Δεκέμβριο, ενώπιον 1700 δημοσιογράφων ο Πρόεδρος Πούτιν ανεφέρθη στο ζήτημα της Ουκρανικής Αυτοκεφαλίας, παρατηρώντας ότι αυτή σχετίζεται με τις προεδρικές εκλογές στην Ουκρανία. «Οι λόγοι είναι καθαρώς πολιτικοί» δήλωσε. «Το γεγονός ότι ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών σχολίασε θετικά την χορήγηση Αυτοκεφαλίας, είναι κάτι αδιανότητο και εντελώς ανεπίτρεπτο» (βλ. «Sputnik», 26.12. 2018).
Η τοποθέτηση αυτή του Ρώσου Προέδρου δεν αποτελούσε κεραυνόν εν αιρθία. Εντασσόταν στα πλαίσια των όσων είχαν διαδραματισθεί ευθύς μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ενώσεως και την δημιουργία, τον Δεκέμβριο του 1991, της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Να μη λησμονηθεί ότι στις 15 Μαρτίου 1996, η Ρωσική Βουλή είχε επικυρώσει την νομιμότητα ενός δημοψηφίσματος τον Μάρτιο του 1991, το οποίο είχε ταχθεί υπέρ της διατηρήσεως, θεωρητικά τουλάχιστον, των συνόρων της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ενώσεως. Τούτο σημαίνει ότι, παρά την ίδρυση της Ρωσικής Ομοσπονδίας, η Ρωσική Βουλή θεωρούσε πως στη συνείδηση του ρωσικού λαού, η Σοβιετική Ένωση δεν καταργήθηκε, αλλά συνεχίζει να υπάρχει!
Θα ήθελα να ολοκληρώσω την σύντομη αυτή αναδρομή με μια περίεργη τοποθέτηση του Αρχιεπισκόπου Νιζίνσκι Κλήμεντος, που είναι ενδεικτική του κομπασμού και της νοοτροπίας των ρώσων αδελφών. Σε συνέντευξή του με τον Ανδρέα Λουδάρο, υπεύθυνο της ιστοσελίδας «Ορθοδοξία.info», ο Αρχιεπίσκοπος Κλήμης, αφού πρώτα κατηγορούσε τον Οικουμενικό Πατριάρχη για υποκρισία και προσωπικές φιλοδοξίες, τον καλούσε με περισσή έπαρση «να θυμηθεί πως Βυζάντιο δεν υπάρχει εδώ και 500 χρόνια και πως τα προνόμια του είναι αυτά μιας ανύπαρκτης αυτοκρατορίας» (βλ. «Ορθοδοξία.info» 5.11.2018).
Ασφαλώς, «η Πόλις εάλω» και με την πτώση της εξέλιπε από προσώπου της γης η κραταιά Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Αγνοεί, όμως, η Πανιερότης του ότι οι Ιεροί Κανόνες, όπως και οι αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων, που διέπουν σήμερα, και θα διέπουν εσαεί, την οικουμενική Ορθοδοξία, έχουν διαχρονική αξία και ισχύ; Λησμονεί πως η Εκκλησία της Ρωσίας έλαβε αυτοκέφαλη υπόσταση 140 χρόνια μετά την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως, χάρις στα διά μέσου των αιώνων συνεχιζόμενα και Συνοδικώς κατοχυρωμένα προνόμια του Οικουμενικού Πατριάρχου; Προφανώς, ναι! Αλλά τι να περιμένει κανείς από μια Εκκλησία που δεν έχει βιώσει την Συνοδική εμπειρία της πρώτης μ.Χ. χιλιετίας και η οποία νομίζει πως η ιστορία της Ορθοδοξίας αρχίζει από τότε που απέκτησε αυτή Αυτοκέφαλη υπόσταση και ο Προκαθήμενός της περιεβλήθη την Πατριαρχική αξία;
.