Του Αριστείδη Πανώτη
Άρχοντος Μ. Ιερομνήμονος της Μ.τ.Χ.Ε. – Ιστορικού
Ἡ συλλογικὴ θρησκευτικὴ ταυτότητα τῆς πλειονότητας τοῦ πληθυσμοῦ τῆς Τουρκίας παρ’ ὃτι ἦταν ἰσλαμικὴ ὁ Μουσταφᾶ Κεμάλ ἐνδιαφερόταν νὰ ὑπερβεῖ ὃ,τι θεωροῦσε πὼς ἐμπόδιζε τὴν πορεία τῆς χώρας του νὰ συμβαδίσει μὲ τὴν Δύση καὶ νὰ καταλάβει τὴ θέση ποὺ δικαιούταν ἡ νέα Τουρκία μεταξὺ τῶν πολιτισμένων λαῶν τῆς Εὐρώπης. Οἱ ἐπάλληλες μεταρρυθμίσεις ποὺ ἐπιβλήθηκαν μὲ τὶς «Διαρρυθμίσεις» ἀπὸ τοὺς Εὐρωπαίους πρὸς τοὺς σουλτάνους δὲν ἀπέδωσαν, γιατὶ οἱ οὐλεμᾶδες ποὺ ἐπηρέαζαν τὴν σουλτανικὴ ἐξουσία κατευθύνονταν ἀπὸ τὸν ἱερὸ νόμο τῆς σεριάτ ποὺ δὲν ἐπιτρέπει προσαρμογὲς στὶς ἐξελίξεις τοῦ Δικαίου ποὺ ἀναγνωρίζει πλέον ἀνθρώπινα καὶ ἐθνικὰ δικαιώματα στοὺς λαούς. Μετὰ τὴν κατάργηση τοῦ Χαλιφάτου στὶς 3 Μαρτίου 1924 καὶ τὴν ἀποπομπὴ τοῦ χαλίφη στὴν Ἑλλάδα ἀφαιρέθηκε ὁ θεοκρατικὸς χαρακτῆρας τοῦ τουρκικοῦ κράτους. Τότε ὁ ἐκφραστὴς τῆς ἐθνικιστικῆς ἰδεολογίας Μουσταφᾶ Κεμάλ, ἀφοῦ εἶχε ξεκληρήσει τοὺς χριστιανοὺς τῆς ἐπικράτειάς του ὡς ἀκατάλληλα στοιχεῖα πρὸς ἐκτουρκισμὸ ὑποβάθμισε καὶ τὸν ρόλο τοῦ Ἰσλάμ στὴ χώρα του καὶ προσπάθησε νὰ τὸ περιορίσει στὴν ἰδιωτικὴ ζωή τῶν Τούρκων. Ὃταν μάλιστα καταστάθηκε ἀπόλυτος κυρίαρχος τῆς ἐξουσίας ἦταν ἐπικριτικὸς καὶ αὐτῶν τῶν ἂρθρων 2 καὶ 26 τοῦ τουρκικοῦ Συντάγματος «περὶ θρησκείας» καὶ ἀφοῦ σταδιακὰ ἐνσωμάτωσε τοὺς οὐλεμᾶδες τῶν πόλεων στὶς κρατικὲς δομὲς, γιὰ νὰ ἐλέγχονται ἀπόλυτα ἀπὸ τήν «δεσποτεία» του, ἂρχισε τὴν καταδάφιση τῶν δεσμῶν μὲ τὸ παρελθόν γιατὶ πίστευε στὸν καθοδηγητικὸ ρόλο τῆς ἐξουσίας γιὰ τὴν ἀποδέσμευση τῆς ἰσλαμικῆς τροχοπέδης πρὸς ἐκσυγχρονισμὸ τοῦ κρατικοῦ θεσμοῦ. Στόχοι του ἦταν νὰ τεθοῦν οἱ βάσεις: α) Πολιτικῆς ἑνότητας, β) Γλωσσικῆς ἑνότητας, γ) Εδαφικῆς ενότητας, δ) Φυλετικῆς ἑνότητας, ε) Ἱστορικῆς ἑνότητας καὶ τέλος στ) Κοινῆς ἠθικῆς ἑνότητας ὃλων μέσα ἀπὸ τὸν «κεμαλικὸ ἐθνικισμό», ποὺ ἒγινε ἡ μοναδικὴ ἐπιτρεπτὴ ἰδεολογία τοῦ κράτους. Ὃλα αὐτὰ τέθηκαν κάτω ἀπὸ τὴ σκεπὴ μιᾶς νέας «Μεγάλης Ἰδέας», τοῦ «κεμαλικοῦ τουρκισμοῦ», γιὰ νὰ πετὐχει τὴν ἐθνικὴ ἀνεξαρτησία καὶ νὰ ματαιώσει τὸν ἐγκλωβισμὸ τῶν Τούρκων στὴν Ἀνατολία προκειμένου ἡ χώρα τους νὰ ἐνταχθεῖ στὰ ἀναπτυγμένα ἒθνη.
Ὁ Κεμάλ, μέ τὸ ἐπιτακτικὸ του ὓφος τῆς ἰδιοφυΐας του ξεκίνησε τολμηρές παρεμβάσεις γιὰ νὰ ὀργανώσει τὴ νέα Τουρκία. Ἐγνώριζε ἀπὸ τὰ γεγονότα τῶν τελευταίων δεκαετιῶν πὼς τὸ ἐθνικὸ καὶ θρησκευτικὸ κίνητρο Ἑλλήνων, Βουλγάρων καὶ Ρώσων ἦταν ἡ λύτρωση τῆς Κων/πόλεως ἀπὸ τοὺς ἐτερόθρησκους λαοὺς τῆς Ἀνατολίας καὶ ὃτι τὸ κάλλιστο οἰκοδόμημα τῆς Ὀρθοδοξίας ἦταν ἡ Ἰουστινιάνεια τρουλλαία βασιλικὴ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας. Αὐτὴ ὑπῆρξε στὴν ὑπέρχιλιετία τῆς χριστιανικῆς αὐτοκρατορίας τὸ κέντρο τῆς πανορθόδοξης πολιτιστικῆς ταυτότητας τῶν Ὀρθοδόξων καὶ γύρω του ὑφάνθηκε ἡ οἰκουμενικὴ συνείδηση τῆς Ρωμιοσύνης καὶ ὃτι ὁ εὐαγγελισμός τῶν λαῶν τῆς Βαλκανικῆς καὶ τοῦ Βορρᾶ συνἐπιπτε με τὸν «ἀπολυτρωτισμὸ» της Βασιλεύουσας καὶ τὸ ζωντανό διαχρονικὸ σύμβολο αὐτῆς τῆς προθέσεως ἦταν καὶ εἶναι ὁ ναὸς τῆς Σοφίας τοῦ Θεοῦ. Τὰ συμβάντα κατὰ τὴν περίοδο τῆς Κατοχῆς τῆς Κων/πόλεως ἀπὸ τοὺς Συμμάχους γιὰ τὴ μελλοντικὴ τύχη αὐτοῦ τοῦ μνημείου, οδήγησαν τον Κεμάλ νὰ καταλάβει ὃτι ἡ διεκδίκηση τῆς βασιλικῆς προἐρχεται ὂχι μόνον ἀπὸ τοὺς Ὂρθοδόξους ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν Ἁγία Ἓδρα, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ μἐγιστο μέρος τῆς Χριστιανοσύνης. Τότε ἡ Ρώμη παρενέβη μήπως τελικὰ ὁ ναὸς περιέλθη στὸν τσάρο κατὰ τὶς συμφωνίες τοῦ Λονδίνου τοῦ 1914, ἀφοῦ γιὰ νά συμμετέχει ἡ Ρωσία στὴν Δυτικὴ Συμμαχία τῆς Ἀντάντ καὶ ἒναντι τῆς προσφορᾶς της ἡ αντιπροσφορὰ ἦταν ἡ Θράκη καὶ ἡ Κων/πολη, κάτι ποὺ δυσαρέστησε τὸν Ἑλληνα Ἂνακτα μέχρι διχασμοῦ του μὲ τὸν Πρωθυπουργὸ Βενιζέλο.
Ἒτσι ἡ κυβέρνηση τῆς Ἂγκυρας ἀποφασἰζει νὰ ἀπαλλοτριώσει τὰ γύρω πρόσθετα ξύλινα κτίσματα γιὰ νὰ διενεργηθοῦν ἐκεῖ ἀνασκαφές και νὰ ἐνοποιηθεῖ τὸ ἱστορικὸ κέντρο ποὺ κάποτε ὑπῆρξε ἡ καρδιὰ τῆς αὐτοκρατορίας τους. Μὲ τὸ κύρος τοῦ ἐθνικοῦ Γαζῆ, ὁ ἲδιος ὀ Κεμάλ ἀνέλαβε νὰ ἐγκαινιάσει τὴν ἒναρξη τῶν ἐργασιῶν αὐτῶν στὴν περιοχὴ καὶ ἒφθασε ἀπὸ τὴν Ἂγκυρα γιὰ κάποιο ἐπετειακὸ ἑορτασμὸ στὴν Κων/πολη τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1926. Εἰδοποιεῖ τὸν διευθυντὴ τοῦ ἀρχαιολογικοῦ μουσείου τῆς Πόλεως Ἀζίζ Ὀγκάν καὶ τὸν βαλὴ- Χαϊδὰρ μπέη ὃτι ἐπιθυμεῖ νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν «Ayasófya», ὃπως ἀποκαλοῦσαν οἱ Ὀθωμανοἰ τὸ ἱερὸ καθίδρυμα τοῦ Ἰουστινιανοῦ. Τὴν ἐπομένη ἡμέρα συνοδευόμενος ἀπὸ τὸν ὐπασπιστἠ του φθάνει ἒξω ἀπὸ τὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ἐκεῖ τὸν περίμενε ὁ Ὀγκάν ἀνέλαβε νὰ τὸν ξεναγήσει καὶ ἀναφέρθηκε στὴν ἱστορικὴ διαδρομὴ τοῦ ναοῦ ποὺ ἒγινε τέμενος τὀ 1453 καὶ ἐπισήμανε πὼς ἡ «Ἂϊ Σόφια» ἒγινε πηγὴ ἐμπνεύσεως τῆς γνωστῆς ἀρχιτεκτονικῆς Σχολῆς τῆς σουλτανικῆς περιόδου μέχρι τὰ μέσα τοῦ 19ου αἰώνα. Ὁ σουλτάνος Ἀβδούλ Μετζίτ ἀνέθεσε τὴν ἐπισκευή του τὸ 1847-49 στοὺς Ἐλβετοὺς ἀρχιτέκτονες Γκάσπαρ καὶ Ἰωσήφ Φασσάτι, ποὺ εἶχαν φθάσει στὴν Πόλη τὸ 1841 γιὰ νὰ οἰκοδομήσουν τὸ νέο κτίσμα στὸν καέντα ναὸ Πέτρου καὶ Παύλου τῶν Καθολικῶν. Ὃταν οἱ δύο ἀδελφοὶ κλήθηκαν ἀνέλαβαν νὰ μελετήσουν τὴν εὐστάθεια τοῦ κτίσματος καὶ τὰ συμπεράσματά τους ἦταν ἀπογοητευτικὰ καὶ ο σουλτᾶνος ἀποφάσισε τήν ἐπείγουσα στήριξη τοῦ μνημείου καὶ τὴν ἀνακαίνισή του. Κατὰ τὶς γενόμενες τότε ἐργασίες τους διαπιστώθησε ὅτι κάτω ἀπὸ τοὺς ἀσβεστομένους τοίχους μὲ κάποιο μεῖγμα γύψου καλύπτονταν ψηφιδωτὰ μερικά τῶν ὁποίων ἀποτελοῦσαν ἒργα μεγάλης ἱστορικῆς καὶ αἰσθητικῆς ἀξίας. Οἱ ἐργασίες ποὺ τότε ἒκαναν ἦταν τόσο καλές ποὺ ὃταν συνέβη ὁ μεγάλος σεισμὸς τὸ 1894 ὑπέστη ὁ ναὸς ἐλάχιστες ζημιές, ἐνῶ μεγάλο μέρος τῆς Κλειστῆς Ἀγορᾶς καὶ πολλὰ τεμένη κατέρρευσαν μὲ πολλὰ θύματα. Βέβαια τὸ μεγαλεῖο τοῦ μνημείου τὸ ζημίωναν οἱ ἐξωτερικὲς ὑποστυλώσεις καὶ τὰ γύρω του πρόσθετα σουλτανικὰ μαυσωλεῖα, καθώς καὶ οἱ δεκαπέντε αἰῶνες τῆς ἱστορίας του ποὺ ὃλα τὰ πρόσεξε ὁ Κεμάλ.
Ὃταν προχώρησαν στὸ νάρθηκα καὶ ἒφθασαν στὸ κατώφλι τῆς βασιλικῆς πύλες της ὁ Κεμάλ ἐντυπωσιάστηκε ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο τοῦ χώρου καῖ ὁ Ὀγκάν τοῦ εἶπε πὼς οἱ Μικρασιᾶτες ἀρχιτέκτονες συνδύασαν τὸ περίκεντρο καὶ τὸ κατά μῆκος κτίσμα ὑπὸ ἓνα αἰωρούμενο νευρώδη τροῦλλο μὲ τὰ 40 παράθυρα ποὺ ἐπικρέμαται φωταγωγούμενος ἀπὸ ὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ «ἀναγελᾶ ἀεὶ ἡ ἠμέρα»» κατὰ τὸν ἱστορικὸ Προκόπιο. Αὐτὸς ὁ τροῦλλος ὑπενθύμιζε τὸν «θόλο» τοῦ σύμπαντος καὶ κάλυπτε τὸν χῶρο τῶν προσευχόμενων ποῦ πρέπει ἀριθμοῦσαν 14.000 πιστούς. Ἀλλὰ καὶ οἱ διάτρητες ἐπιφάνειες τῶν μαρμαρώσεων τῶν τοίχων θύμιζαν τὰ παραπετάσματα τῶν βήλων ποὺ κρέμονταν καὶ κάλυπταν τὸ δάσος τῶν κιονοστοιχιῶν! Τοῦ ἒδειξε καὶ τὰ ὑπερῶα μὲ τὰ ψηφιδωτὰ ποὺ ἦταν ἐν μέρει γνωστὰ σὲ παλαιοὺς περιηγητὲς ἀπὸ τὸ 1738 καὶ τώρα ἂρχισαν νὰ ἐμφανίζονται μόνα τους καὶ πάλι ἀφοῦ ἒπεφταν τὰ πρόσθετα ἀσβεστοκονιάματα ἀπὸ τὸν γύψο! Ἡ ἐντύπωση ὅλων αὐτῶν ἦταν συγκλονιστική γιὰ τὸν Κεμάλ. Σκεπτόταν πὼς ἦταν εὐλογη ἡ γοητεία ποὺ ἀσκοῦσε στοὺς πολιτισμένους λαοὺς ἡ Ἁγία Σοφία καὶ ἒπρεπε αὐτὸ νὰ συντελέσει στὴν ἀναθεώρηση τῶν ἀντιλήψεων τῆς διεθνοῦς κοινῆς γμώμης γιὰ τὴν Τουρκία. Ἐξ αὐτοῦ ἡ ἀξιοποίηση αὐτὴ τοῦ μνημείου ἐπέβαλε τὴν ἀρχαιολογικὴ καὶ καλλιτεχνικὴ ἒρευνά του γιὰ τὴν ἀνάδειξη τοῦ μνημείου ποὺ θαυμάζει ὃλη ἡ ἀνθρωπότητα!
Γιὰ νὰ περιέλθει πλήρως τὸ κτίσμα στὴν ἁρμοδιότητα τῆς άρχαιολογικῆς ὑπηρεσίας καὶ νὰ ἀρχίσουν σ’ αὐτὸ μελέτες καὶ οἱ ἐργασίες μὲ ἐντολὴ τοῦ Κεμάλ, εὐθὺς ἀμέσως παραδόθηκαν τὰ κλειδιὰ τοῦ τεμένους στὸν Ἀζίζ Ὀγκάν, ὁ ὁποῖος μὲ σειρὰ μυστικῶν ἐνέργειῶν ἀπέσπασε τὴν «Ἂϊ Σόφια» ἀπὸ τὸ κτηματολόγιο τῶν «ἐβκαφίων», τὰ Βακούφια καὶ τὸ ἐνέταξε σὲ ἐκεῖνο τῆς ἀρχαιολογικῆς ὑπηρεσίας καὶ ἀνέθεσε τὴ φύλαξή του σὲ ὑπαλλήλους τῆς ὑπηρεσίας του. Τὸ τέμενος ποὺ διεξαγόταν ἐκεῖ ἡ ἰσλαμικὴ λατρεία ἀπὸ τὸ 1453 ἒπαυσε προοδευτικὰ νὰ χρησιμοποιεῖται. Ἡ ἐντολή του Κεμάλ ἦταν τότε νόμος καὶ κανεὶς δὲν τόλμησε ἀπὸ τοὺς μουσουλμάνους νὰ ἀμφισβητήσει τὴν ὠφελιμότητα της πρωτοβουλίας του γιὰ τὴ νέα Τουρκία. Ἡ φωνὴ τοῦ μουεζίνη δὲν ἀκούστηκε μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό γιατὶ τὸ αἲτημα γιὰ «ναμάζι» στὸ χῶρο του πάντα ἀναμειγνυόταν μὲ τὸν ἀντικεμαλισμὸ ἠ καὶ μὲ τὸν φονταμενταλισμὸ καὶ ἀπορριπτόταν δεδομένου ὃτι γιὰ τοὺς ἐπιθυμοῦντες νὰ προσευχηθοῦν μουσουλμάνους ὑπάρχει πλησίον τὸ τέμενος Σουλτάν Ἀχμέτ. Ὁ διευθυντὴς τοῦ ἀρχαιολογικοῦ Μουσείου Ὀγκάν ἀπήλλαξε τὶς μοναδικὲς ὀρθομαρμαρώσεις τῶν πλευρῶν τοῦ κεντρικοῦ κλίτους ἀπὸ τοὺς πέντε πελώριους δίσκους μὲ ἐπιγραφὲς τῶν ἰερῶν προσώπων τοῦ Ἰσλάμ ποὺ ἒγιναν τ[ο 18ον αιὠνα ἀπὸ τὸν καλλιγράφο Τεκνετζὶ ζαντὲ Ἰμπραήλ καὶ παραχώρησε τὰ χαλιὰ καὶ τὰ κινητὰ ἒπιπλα σὲ ἂλλα γύρω τεμένη. Τότε ἂρχισαν οἱ μελέτες γιὰ τὴν κατάσταση τοῦ μνημείου καὶ οἱ ἒρευνες ποὺ ἐπεκτάθηκαν καὶ στὴν περιοχὴ τοῦ Μιλλίου καὶ τοῦ Ἰπποδρόμου γιὰ νὰ ἐπισημανθεῖ ἡ ὃλη Ἱστορία τῆς περιοχῆς.
Τότε ἀναζητήθηκαν καὶ οἰ καλύτεροι μελετητὲς τῶν ψηφιδωτῶν ποὺ θὰ ἀνελάμβαναν τὴν ἒρευνα στὸ ναὸ καὶ τὴ συντήρηση καὶ ἀποκάλυψή τους. Τὸ 1930 τὸ ἒργο αὐτὸ τὸ ἀνέλαβε τὸ Ἀμερικανικὸ Tεχνολογικὸ Ἰνστιτοῦτο Βυζαντινολογίας τοῦ Princeton μὲ διευθυντὴ τὸν Θωμᾶ Οὐϊτμωρ (†1950). Καὶ οἱ δύο Ἰταλοὶ ψηφιδογράφοι Γκρεγκορίνη καὶ Μπενβενούτη προσέλαβαν ὠς ἐργᾶτες καὶ Ρωμιοὐς καὶ ἐργάστηκαν στὴν ἀποκάλυψη τῶν ἐντοίχιων ψηφιδωτῶν τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1932 ἀπὸ τὸν ἐσωνάρθηκα καὶ προχώρησε στὸ ναὸ καὶ στὰ ὑπερώα ποὺ συνεδρίαζε ἠ Μεγάλη Σύνοδος τῆς Κωνπόλεως. Ἂς σημειωθεῖ ὃτι ἂπὸ ἐκεῖ εἰσέρχονταν στὸ παρακείμενο Πατριαρχεῖο με τὰ δύο τρίκλινα καὶ τὰ πολλὰ σεκρέτα καὶ τὴν Βιβλιοθήκη τῶν Πατριαρχείων ὃπου καὶ ἡ πατριαρχικὴ κατοικία ὃπου σήμερα μόνον ἡ ἀρχὴ τοῦ διαδρόμου ἒχει διασωθεῖ μὲ τοιχογραφίες Πατριαρχῶν καὶ παραμένει κλειστή. Τὰ καθαρισθέντα ψηφιδωτὰ ἀπὸ τὴν τελευταία κάλυψή τους τὸ 1786 εἶναι ὃλα τῆς Μεταεικονομαχικῆς περιόδου, γιατὶ τὰ Ἰουστινιάνεια ποὺ ἱστορήθηκαν κατὰ τὴν οἰκοδόμηση τοῦ ναοῦ καταστράφηκαν ἢ ἀποσβέστηκαν κατὰ τὴν Εἰκονομαχία καὶ εἶχαν ἀντικατασταθεῖ μὲ γυμνοὺς Σταυροὺς στὸ χρυσό φόντο! Ἡ ποιότητα τῶν ἀρχικῶν ψηφιδωτῶν ἦταν ἰσάξιας τέχνης μὲ τὰ ψηφιδωτὰ τῆς Ραβέννας τῆς ἲδιας προελεύσεως καὶ περιόδου. Τὰ ἀποτελέσματα ἐθεωρήθηκαν σπουδαία γιὰ τὴν ἱστορικὴ καὶ ὑψηλὴ ποιότητα τῆς τέχνης τους καὶ εὐθὺς ἀπέκτησαν παγκόσμιο ἐπιστημονικὸ ἐνδιαφέρο!
Μόλις τελείωσε αὐτὸς ὁ κύκλος τῶν ἐργασιῶν τὸ ὑπουργικὸ συμβούλιο τῆς Ἂγκυρας στὶς 24 Ὀκτωβρίου 1934 συζήτησε τὸ ζήτημα καὶ μὲ ἐντολὴ τοῦ Κεμάλ ἐξέδωσαν Διάταγμα στὶς 4 Νοεμβρίου 1934, Ὑπ’ἀρίθμ 24/1589. μὲ τὸ ὁποῖο μετατρέπεται στὸ μέλλον ἡ «Ayasófya», σὲ μουσεῖο. Ἀπὸ τὴν 1η Φεβρουαρίου 1934 ἀνοίγουν οἱ πύλες της γιὰ τὸ κοινό καὶ τότε τὸ ἐπισκέπτεται ἐπίσημα ὁ Μουσταφᾶ Κεμάλ ὡς πρόεδρος τῆς Τουρκικῆς Δημοκρατίας καὶ θαυμάζει τὸ ἀναδειχθὲν μὲ τὴν πρωτοβουλία του μεγαλεῖο τοῦ μνημείου.
Α.Π.
*
Πλήρης ἓλληνικὴ καὶ διεθνὴς βιβλιογραφία μέχρι τὸ 1983 περὶ τῆς Ἁγίας Σοφίας καὶ τῶν ψηφιδωτῶν της βλ. στὸ ἐπανεκδοθὲν ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Β. Γρηγοριάδη καὶ τὸ «Συμπλήρωμα» τῶν τριῶν τόμων καὶ Στέφ. Παπαδόπουλου, Ἀναμνήσεις ἀπὸ τὴν Πόλη, Ἀθῆναι 1978 , σσ. 117-124, 191-193