Τοῦ Ἀριστείδη Πανώτη
Ἡ ἀνάγκη νὰ θεσπιστεῖ «Πρῶτος» καὶ στήν Ἑκκλησία τῆς Ἀνατολῆς
Οἱ ἐπίγονοι τοῦ Ἰσαπόστολου Κωνσταντίνου λησμόνησαν τὸν σύνδεσμό του μὲ τὴ ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἐπί μία καὶ πλέον γενεά, γιατὶ δέχθηκαν τὶς ἐπιρροές τῶν ἀντιτριαδικῶν τάσεων τοῦ ἡμιαρειανισμοῦ καὶ τὸν σφαδασμὸ τοῦ παγανισμοῦ ποὺ ἒρεπε πρὸς τὸν Πανθεϊσμό. Ὃλοι αὐτοὶ ἐπιδίωξαν νὰ διχάσουν τὴν ἑνότητα τῆς αὐτοκρατορίας καὶ νὰ διαταράξουν τὴν ὁμόνοια τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καταδιώκοντας τοὺς ὀρθοδόξους ἐπισκόπους ποὺ παρέμεναν πιστοὶ στὴν Τριαδικὴ Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας καὶ πρὸς δικαίωση κατέφευγαν στὸν θρόνον «τῶν διαδόχων τοῦ Ἁποστόλου Πέτρου» τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης. Τὀτε ὁ Ρώμης Ἰούλιος μὲ τὴν περὶ αὐτὸν Σύνοδό του θέλησε νὰ περιστείλει τὴν καταδίωξη τῶν πρoμάχων τῶν πρώτων ἂρθρων τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως», ὃπως τοῦ Μ. Ἀθανασίου καὶ ἂλλων, ἀποφάσισε τὸ 343 τὴ σύγκληση Μεγάλης Συνόδου στὴ Σαρδικὴ (Σόφια) τῆς Μοισίας τοῦ τότε Ἰλλυρικοῦ κατὰ τῶν δρώντων ἡμιαρειανῶν, οἱ ὁποῖοι διὰ τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας αὐθαίρετα ἐξεδίωκαν ἀπὸ τοὺς θρόνους τους ὃσους παρέμεναν πιστοὶ στὴν «Ὁμολογία τῆς Νικαίας». Γιὰ νὰ περιστείλει ὁ Ρώμης τὴν αὐθαίρετη παρέμβαση τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας στὶς ἐκκλησιαστικὲς ὑποθέσεις καὶ κυρίως τὰ τετελεσμένα τῶν ἐκδιώξεων τῶν ὀρθοφρονούντων ἐπισκόπων, θεσπίστηκαν οἰ κανόνες 3ος, 4ος, 5ος, γιὰ τὴν ἂσκηση τῆς «Ἐκκλήτου» δηλαδὴ τῆς κανονικῆς ἐφέσεως ἐνώπιον τοῦ «Πρώτου» ἀρχιεπισκόπου τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἦταν τότε ὁ ἐπίσκοπος τῆς Παλαιᾶς Ρώμης. Ἡ θεολογικὴ καὶ κανονικὴ ἑδραίωση τῆς ἱεραρχήσεως τοῦ καθήκοντος τοῦ «Πρώτου» ἐπισκόπου τῆς Ἐκκλησίας φαίνεται πὼς ἀπετέλεσε ὲκ τῶν πρώτων μελημάτων τῆς συνοδικῆς συνειδήσεως τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν εἶναι τυχαῖο γεγονὸς γιὰ τὴ περιφρούρηση τῆς συνοχῆς τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας ὃτι μετὰ δεκαοκταετία ἀπὸ τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τοῦ 325 γίνεται καὶ πάλι ἀπόπειρα νὰ συνταχθεῖ καὶ πάλι «Οἱκουμενικὴ» Σύνοδος στὴν ἀνατολικότερη πόλη τοῦ Ἰλλυρικοῦ, τὴ Σαρδικὴ (Σόφια) πρὸς ἐπίσημη διευκρίνιση τοῦ δικαστικοῦ «πρωτείου τῆς ἀγάπης» τῆς ἐφέσεως «τῆς Ἐκκλήτου» τοῦ πρώτου ἐπισκόπου στὴν Ἱεραρχίας τῆς «καθ’ ὃλου» Ἐκκλησίας, δηλαδὴ ἐνώπιον τοῦ τότε «Πρώτου» τῆς «Μίας Ἁγίας Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας» (Α.Π. «Συνοδικὸν».τ.Α, σσ.138-139). Μὲ τοὺς κανονικοὺς αὐτοὺς ὁρισμούς ὁ ἁρμόδιος ὓπατος κριτὴς πάσης «δωσιδικίας» καὶ «παλινδικίας» καθορίζεται νὰ εἶναι ὁ ἀσκῶν τὴν «Ἒκκλητον» ὡς ὁ θεσμικὸς «Πρῶτος» ἐντεταλμένος στὴ διαφύλαξη τῆς ἀρχέτυπης ευαγγελικῆς πίστεως καὶ ἀποστολικῆς παραδόσεως στὴν ἀνὰ τὴν Οἰκουμένη Ἐκκλησία, σύμφωνα μὲ τὸν 34ο κανόνα «τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων».. Ὃμως ἡ ἀνάθεση τοῦ προνομίου αὐτοῦ ἦταν διακονία διενεργούμενη «μετ’ἀγάπης» ὡς τοῦ κατ’ἐξοχὴν Ἀρχιερέως Χριστοῦ κεφαλῆς τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὂχι κάποια ἂτεγκτη κοσμικὴ ἐξουσία χωρίς κανονικὴ φειδώ διότι ἡ εὐθύνη αὐτὴ ἦταν κανονικό προνόμιο μόνον τοῦ ἐπισκόπου τῆς τότε πρωτευούσης Ρώμης ( Πρβλ. καὶ κανόνα 57ον της Καρθαγένης (419) καὶ τὸν 56ον τῆς Πενθέκτης εν Τροὐλλω (691). Αὐτὸ τὸ εἰδικὸ προνὀμιο τοῦ «Πρώτου» τὴς Ἐκκλησίας τὸ ἀσκεἰ μετά τὸ 1054 στούς Ὀρθοδόξους καὶ ὀ Νέας Ρώμης ὡς ο κατὰ τὴν Τάξη στὴν Ὀρθοδοξία δευτερεύων Πατριάρχης. Τήν Τάξη γιὰ τὶς δικαιοδοσίες στὴν Ἐκκλησία τὴν καθὠρισε ἡ Α΄ Οίκουμενική (325) μέ τὸν 6ον κανόνα της ποὺ συμπληρώθηκε καὶ μέ τὶς ἀποφάσεις τῶν ἑπόμενων Οἰκουμενικῶν Συνόδων ( Β΄. β΄, γ΄. τῆς Γ΄ η΄. τῆς Δ΄ κη΄, τῆς ΣΤ΄ λ΄καὶ λστ΄) καὶ κατ’αυτόν τον τρόπον διαμορφώθηκε τὸ μέχρι σἠμερα έδαφος τῶν δικαιοδοσιῶν στήν διοίκηση «τῆς ἀνά πάντα τὸν κόσμο διαχυνόμενης Ἐκκλησίας».
Ἡ Ἐκκλησία τῆς βασιλεύουσας Πόλεως μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἂρχισε νὰ συγκεντρώνει ὃλες ἐκεῖνες τίς ἐκκλησιαστικὲς προϋποθέσεις γιὰ τὴν αὐτοτέλειά της, οἱ ὁποῖες καὶ τὴν ἀνέδειξαν σὲ συνεκτικὸ δεσμὸν ὃλων τῶν ἐπισκοπῶν τῆς Ἀνατολῆς. Ἡ καθιέρωση τοῦ μητροπολιτικοῦ διοικητικοῦ συστήματος στὴν κάθε περιοχὴ, κατέστησε ἀναγκαῖο τὸ συντονιστικὸ κέντρο καὶ στὴν κατ’ Ἀνατολὰς Ἐκκλησία. Ὃμως ὁ ἀρχιεπίσκοπος τῆς νέας πρωτευούσης δὲν εἶχε ἀρχικὰ ἐκλεκτορικὸ σῶμα. Τὸ κατάλληλο πρόσωπο ὑποδεικνυόταν ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας ἢ σὲ περίπτωση μὴ ἀνευρέσεως ἀναζητεῖτο ἀλλοῦ ἡ χαρισματοῦχος προσωπικότητα ποὺ ἐνδείκνυτο νὰ ἀσκήσει αὐτὸ τὸ λειτούργημα τοῦ ὓπατου διαιτητὴ καὶ κριτή. Αὐτὸν τὸν ἐνέκρινε καὶ ὁ πολιτειακὸς παράγων καὶ μετὰ ἐκαλοῦντο οἱ ὃμοροι μητροπολίτες νὰ τὸν ἐκλέξουν ἐν συμφωνία καὶ νὰ τὸν χειροτονήσουν. Ὁ νέος «Πρῶτος» ἐπιφορτιζόταν τὴν εὐθύνη προστασίας τῆς ἀποστολικῆς παρακαταθήκης τῶν «στύλων» τῆς Ἐκκλησίας Ἀνδρέου, Παύλου καὶ Ἰωάννη, ἀλλὰ καὶ τὴν κατατεθεῖσα στὰ πρῶτα ἱεραποστολικὰ κέντρα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ τῆς Θράκης καὶ τὴν ὁποία διατηροῦσε ἐκατοντάδα καὶ πλέον ἐπισκόπων ἀπὸ γενεὰ σὲ γενεὰ καὶ συνδέθηκαν μὲ τὴ νέα βασιλεύουσα Πόλη τῆς Ἀνατολῆς. Τὸ συνοδικὸ σῶμα αὐτῶν τῶν ἱεραρχῶν θέλησε νὰ ὁλοκληρώσει καὶ στερεώσει τὸ «Σύμβολο τῆς Πίστεως» τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἂρχισε νὰ διατυπώνεται στὴ Νίκαια καὶ μὲ τὴ στήριξη τοῦ Μ. Θεοδοσίου, πραγματοποιοῦν τὴ Γενικὴ Σύνοδο τῆς ἀνατολικῆς αὐτοκρατορίας μεταξὺ τοῦ Μαΐου καὶ Ἰουλίου τοῦ 381 πρὸς ὁριστικὴ καταδίκη τοῦ ἐπικίνδυνου ἡμιαρειανισμοῦ ποὺ εἶχε εἰσχωρήσει καὶ στὸ ἐπισκοπικὸ σῶμα καὶ γι’αὐτὸ χρειάστηκε:
α) Νὰ συμπληρωθεῖ τὸ «Σύμβολο Πίστεως» τῆς Νικαίας καὶ νὰ ἀποσαφηνιστοῦν τὰ: «Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ἑνὸς βαπτίσματος , τῆς προσδοκίας τῆς Ἀναστάσεως καὶ τέλος τῆς αἰώνιας μελλοντικῆς ζωῆς» γιὰ νὰ ἀσφαλιστεῖ γιὰ πάντα ἡ βάση τῆς ἐν Χριστῷ Ἀποκαλύψεως.
β) Νὰ ἐκλεγεῖ ὁ κανονικὸς «Πρῶτος» στὴν ἐκεῖ ἀρχιεπισκοπὴ καὶ ἡ Σύνοδος νὰ συγκροτεῖται πλέον ἀπὸ ὁμόδοξους καὶ κανονικοὺς ἐπισκόπους.
γ) Γιὰ νὰ στηριχθεῖ ἡ εὐστάθεια τῆς Ἐκκλησίας στὴν Κωνσταντίνου Πόλη ἀποφασίστηκε ὁ δευτερόθρονος θρόνος νὰ περιβληθεῖ μὲ τὸ θεσμικὸ κύρος τοῦ Πρώτου ἀρχιεπισκόπου τῆς Παλαιᾶς Ρώμης καὶ ὁ τῆς Νέας Ρώμης ἀρχιεπίσκοπος μὲ τὰ: «Ἳσα πρεσβεῖα τιμῆς» ὡς τὸ ἀποστολικό κέντρο στὴν Ἀνατολή.
δ) Τὰ «ἱσότιμα πρεσβεῖα» ἀκολουθούμενα ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς «Προγενέσεως» διαμοιράζουν τὴν κληρονομία τῆς «Προκαθήμενης Ἀρχῆς» σὲ ἑκάτερες τῶν περιοχῶν τῆς Οἰκουμένης, ἀπὸ τὴν ἀρχαιοπαράδοτη Παλαιὰ Ρώμη τῆς Δύσεως καὶ στὴν Νέα Ρώμη τῆς Ἀνατολῆς.
ε) Ἑπομένως ὁ θεσπιστής γ΄ κανόνας θέτοντας τὴν «ἀρχὴ τῆς «Προγενέσεως» τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς παραδίδει καὶ τὴν ὃλη ἱερὴ ἐμπειρία τῆς ἀποστολικῆς κληρονομίας περὶ τῆς ἀκριβοῦς πίστεως τῆς Έκκλησίας ποὺ γίνεται καὶ ἡ γενεσιουργὸς αἰτία τῆς «Τάξεως τῶν Θρόνων», αὐτῆς ποὺ ἐγκρίθηκε ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους ποὺ ἀκολούθησαν. Ἡ ἀνύψωση καὶ ἐπέκταση τοῦ κύρους τοῦ Θρόνου τῆς Βασιλεύουσας δὲν εἶναι ἀπλὴ χορηγία δευτεροτόκιων μέσα στὰ Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας γιὰ λειτουργικοὺς λόγους. Ἡ σύνδεσή της μὲ τὴν σημαντικὴ ἀρχὴ τῆς «Προγενέσεως» στηρίζει ἐκ παλαιοῦ τὰ ὑφιστάμενα προνόμια του «Πρώτου» τῆς κατά τόπους Έκκλησίας γιὰ νὰ προστατεύει τὴν εὐαίσθητη ἑνότητα τοῦ σώματός της ἀπὸ τὸν μερισμόν γιὰ ἀλλότριους στόχους ἀπὸ τὴ Σωτηρία τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὴν ἀποστολικὴ ἐντολὴ «πάντα εὐσχημόνως καὶ κατὰ τάξιν γινέσθω» (Α΄Κορ.ιδ΄40). Αὐτὸ πόρρω ἀπέχει ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι ἐκδήλωση κάποιου «παπικοῦ» αὐταρχισμοῦ μεσαιωνικῆς ἐκδόσεως. Ἡ παρέμβαση αὐτὴ ἐπιβάλλεται ἀπὸ τὴ ρητὴ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν Πέτρο: «καὶ σύ ποτὲ ἐπιστρέψας στήριξον τοὺς ἀδελφοὺς σου» (Λουκ.κβ΄32).
Μετὰ τὴν ἀπόφανση αὐτὴ τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀρχίζει προοδευτικὰ καὶ ἡ διακονία τοῦ δευτερεύοντος θρόνου στὸ νὰ ἐπιβλέπει ὃπου ἁπλωνόταν καὶ ἠ δικαστικὴ κρίση καὶ συμβολή του γιὰ τὴν ἐπίλυση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων. Ἡ ἀπόφανση αὐτὴ τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἂρχισε νὰ ἐφαρμόζεται εὐθύς ἀμέσως ἀπὸ τὸν διάδοχο τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου στὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριο (381-397), ὁ ὁποῖος λόγω τῆς ὁμόφωνης ἀμέσου ἐκλογῆς του, εὐθὺς τιμήθηκε καὶ μὲ τὴ προεδρία τῆς Συνόδου παρουσία μάλιστα τοῦ πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Τιμόθεου τοῦ Ἀκτήμονα (381-385) – (Ράλλη καὶ Ποτλῆ. «Σύνταγμα Θείων καὶ Ἱερῶν Κανόνων».τ.Β΄, σ.173). Οἱ μεταβαίνοντες ἐπίσκοποι στὴ Πόλη κατὰ τὴν τάξη ἐνημέρωναν τὸν ἀρχιεπίσκοπό της γιὰ τοὺς λόγους τῆς ἀφίξεώς τους καὶ ζητοῦσαν τὴ συμβουλὴ καὶ μεσολάβησή του νὰ συναντήσουν τον αὐτοκράτορα καὶ τοὺς ἁρμόδιους παραγόντες καὶ γι’ αὐτὸ πολλοὶ παρέτειναν τὴν ἐκεῖ παραμονή τους μέχρι τὴν ἐπίλυση τῶν ζητημάτων τους (Ρ.καὶ Π. «Σύνταγμα» τ.Α΄ σελ.149-151). Ἡ διαμονή αὐτὴ συντέλεσε στὶς μεταξύ τους γνωριμίες γιὰ τὴν ἀνταλλαγὴ ἀπόψεων καὶ τὴ διαμόρφωση τῆς «διαγνώμης» πρὸς ἐπίλυση τῶν προβλημάτων τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ τὰ χρόνια αὐτὲς οἱ ἂτυπες συναντήσεις ἀπέδειξαν τὴ χρησιμότητα συστάσεως ἱεροῦ συμβουλευτικοῦ σώματος συνεργασίας περὶ τὸν Πατριάρχη τῶν ἒμπειρων ἀρχιερέων καὶ καθιερωθηκε ὡς ἒθος ἡ σύσταση τῆς «Ἁγίας καὶ Ἱερᾶς Πατριαρχικῆς Ἐνδημοῦσης Συνόδου» γιὰ νὰ εἶναι καὶ ὁ κανονικὸς ἐκφραστὴς τῆς σοφίας καὶ κληρονομίας τῆς «Προγενέσεως» τοῦ Θρόνου. Ἡ ἐκλογὴ τῶν συνδιοικητῶν αὐτῆς τῆς Πατριαρχικής Συνόδου εἶναι ἀναφαίρετο προνόμιο τοῦ Πατριάρχου της καθὼς καὶ ὁ χαρακτήρας της γιά νὰ στηρίζει τὴν ὑπευθυνότητά του στὴν ἐκτἐλεση τῶν καθηκόντων του δεδομένου ὃτι τὸ σεπτὸν πρόσωπό του εἶναι ἡ «Πηγὴ τῆς Εὐσεβείας μας» κατὰ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση.
Ἡ πρώτη παρέμβαση τοῦ Οίκουμενικοῦ Θρόνου σὲ ὑπόθεση παλαίφατου Πατριαρχείου συμβαίνει σὲ Σύνοδο συνελθοῦσα στὴ βασιλεύουσα τὸ 397 πρὸς ἐξέταση τῆς ἒριδας τῶν δύο ἐπισκόπων τῆς Ἀραβίας: τοῦ Ἀγαπίου καὶ τοῦ Γαβαδίου ποὺ διεκδικούσαν ἀμφότεροι τὴν κυριότητα τῆς ἐπισκοπῆς Βὀστρων ποὺ τότε ἀνῆκε στὸ Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας. Στὴ Σύνοδο αὐτὴ προεδρεύει ὁ Κων/πόλεως Νεκτάριος καὶ συμπαρίστανται ὁ Ἀλεξανδρείας Θεόφιλος (385-412) και ὁ Ἀντιοχείας Φλαβιανός Α΄(380-403). Ἀπὸ αὐτὴ τὴ Σύνοδο τότε κανονίστηκε νὰ μὴ δικάζεται ἐπίσκοπος ἢ καὶ νὰ καθαιρεῖται ὑπὸ δύο ἢ τριῶν ἐπισκόπων ἀλλὰ ἂν είναι δυνατόν ὑφ’ὃλων τῶν ἐπισκόπων τῆς αὐτῆς διοικήσεως. (Βλ. ἀνωτ: Σύνταγμα.τ.Γ΄. σ.627-28). Τότε πρὸς προστασία τῆς λειτουργίας τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ ἂξιους καί ἀνεπίληπτους ἱεράρχες, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κων/πόλεως Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (396-404) ἒχων τὴν κηδεμονία ὃλης τῆς τότε δικαιοδοσίας τῆς Νέας Ρώμης στὴ Θράκη, στὴν Ἀσία καὶ στὸν Πόντο, συγκάλεσε τὴν Ἐνδημούσα Σύνοδό του περὶ τὸ 400 καὶ πληροφορηθεὶς ὃτι οἱ Ἐκκλησίες τῆς Ἀσίας ἐκυβερνῶντο ἀπὸ ἀναξίους ἐπισκόπους ἀποφάσισε τὴ κανονικὴ παρέμβασή του. Αὐτὸ συνέβη μετὰ ἀπὸ τὸ σχετικὸ ψήφισμα τῶν Μικρασιατῶν χριστιανῶν: «Ἐπειδὴ ἐν τοῖς ἒμπροσθεν χρόνοις φύρδην οἳ τε θεσμοὶ καὶ ἡμεῖς ἐποιμάνθημεν, ἀξιοῦμεν σου τὴν τιμιότητα κατελθοῦσαν τύπον ἐπιθεῖναι θεόπεμπτον τῇ Ἐφεσίων ἐκκλησία, ἐκ μακρῶν τῶν χρόνων καταπονηθείση» (Migne P.G. 67, στ. 50). Μεταβαίνοντας μάλιστα στὴν Ἒφεσο διῆλθε ἀπὸ τὴν Νικομήδεια καὶ ὃταν διαπίστωσε τὴν ἀντικανονικὴ ἐκεῖ κατάσταση καθήρεσε τον μητροπολίτη Γερόντιο καὶ ὃταν ἒφθάσε στὴν Ἐξαρχία τῆς Ἀσίας ἐξήτασε τὴν κατηγορία ἐπὶ σιμωνία κατὰ τοῦ Ἐφέσου Ἀντωνίνου καὶ ἓξ ἐπισκόπων καὶ ἀποδειχθείσης τῆς καταγγελίας καθήρεσε καὶ ἐκεῖνον καὶ τοὺς ἐνόχους ἐπισκόπους καὶ ἐξέλεξε ἂλλους μὲ τὸ κανονικὸ κύρος Θρόνου του. (Βλ.Θεοδώρητου. Ἐκκλ. Ἱστορία σ.σ. 350-360 καὶ Σωζόμενου Ἐκκλ. Ἱστορία. βιβλ. Η΄. Κεφ. Στ΄.σ.σ.559). Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος γνώστης καὶ τῆς ἒριδας στὴν Ἱεραρχία τῆς Ἀντιόχειας συνήργησε στὴ κατάπαυσή της ὡς ἒχων την εὐθύνη τῶν ἐκκλησιαστικῶν ζητημάτων ἐφ’ ὃλης τῆς εὐρύτερης περιοχῆς στὴ Συρία καὶ στὴ Φοινίκη τῆς Μέσης Ἀνατολῆς. Οἱ διασκορπισμένοι ἀσκητὲς τῆς Νιτρίας παραπονοῦνται στὸν αὐτοκράτορα γιὰ τὴν αὐτοδικία τοῦ Ἀλεξανδρείας Θεοφίλου καὶ ἐκεῖνος παραπέμπει τὸ ζήτημα στὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἰωάννη Χρυσόστομο καὶ γι’ αὐτὴ τὴ διατεταγμένη παρέμβαση ὁ Θεόφιλος ἀργότερα στράφηκε, μέ τὴ γνωστὴ συνωμοσία, κατὰ τοῦ Χρυσοστόμου. Ὁ διάδοχος τοῦ Χρυσοστόμου Ἀττικὸς ποὺ ἐκυβέρνησε τὴν Ἐκκλησία Κων/πόλεως τὸ 404-425 ἐπεξέτεινε τὴν κανονικὴ ἐπιστασία τοῦ Θρόνου του στὴν ὃλη δικαιοδοσία του καὶ ἐχειροτόνησε ἐπίσκοπο Φιλιππουπόλεως τὸν ρήτορα Συλβανὸ, τὸν ὁποῖον μετὰ τρία χρόνια μετέθεσε στὴν Τρωάδα. Ὁ Ἀττικός περιφρούρησε τὰ δίκαια τῆς καθέδρας του σὲ ὃλες τὶς διοικήσεις τῆς Θράκης, τῆς Ἀσίας καὶ τοῦ Πόντου καὶ ἐπέκτεινε τὴν ἐπιστασία του πρὸς δυσμὰς στὸ Ἰλλυρικὸ καὶ ὁ Μέγας Θεοδόσιος προσήρτησε τὸ Ἰλλυρικὸ στὸ ἀνατολικὸ ἣμισυ τῆς Ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας καὶ ἡ ὀρθοφρονοῦσα ἐξουσία περιέβαλε τὴν ἀπόφαση τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴ νομικὴ κατοχύρωσή προκειμένου νὰ διασφαλίζεται ἡ ὁμαλότητα στὸν ἐκκλησιαστικὸ βίο. Ὃταν μάλιστα τέθηκε τὸ θέμα κανονικῆς ἐκλογῆς τοῦ Κορίνθου Περιγένους οἱ ἐπίσκοποι τῆς Ἀχαΐας δυσαρεστημένοι ἀπὸ τὴν ἀπόφαση τοῦ Ρώμης Βονιφατίου Α΄ κατέφυγαν στὸν ἀρχιεπίσκοπο τῆς Νέας Ρώμης Ἀττικὸ ὁ ὁποῖος δικαίωσε τοὺς ἑλλαδικοὺς καὶ πέτυχε τὴν ἒκδοση διατάγματος τοῦ Μ.Θεοδοσίου καὶ αὐτὸ τὸ θέμα νὰ ἐπιλυθεῖ μόνον ὑπὸ Συνόδου ἑλλαδικῶν ἐπισκόπων, κάτι ποὺ ἐνισχύει καὶ ἐπεκτείνει τὸ κύρος τοῦ θρόνου στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο! Ὃπως ὁ Ἀττικὸς ἒλυσε τὴν ὑπόθεση τῶν ἑλλαδιτῶν ἐπισκόπων ἒτσι καὶ ἒλυσε τὶς διαφορὲς μεταξὺ τῶν ἐπισκόπων τῆς Φρυγίας Ἀγαπητοῦ καὶ Θεοδοσίου. Καὶ ὁ διάδοχός του Πρὀκλος (434-446) ἒμπρακτα συνέχισε τὴ διεύρυνση τῆς διακονίας του μὲ χειροτονίες ἐπισκόπων ὂχι μὀνον πρὸς Ἀνατολὰς στὴ Μ. Ἀσία ἀλλὰ καὶ πρὸς Δυσμὰς στὸ Ἰλλυρικὸ καὶ ἀπήντησε σὲ ἒκκληση τοῦ ἀντιοχειανοῦ ἐπισκόπου Ἀθανασίου καὶ ἐξετάσθηκε ἡ ὐπόθεσή του ὑπὸ τῆς Ἐνδημούσης του Συνόδου καὶ ἡ άπόφασή της κοινοποιήθηκε στὸν Ἀντιοχείας Δόμνον (444 ἒ.) μὲ τὴν παράκληση νὰ ἀναθεωρήσει τὴν ὑπόθεση τοῦ ἐπισκόπου Ἀθανασίου. Οἱ ἀντιοχειανοὶ παρέπεμψαν καὶ ἂλλη ὑπόθεση στὸν Πρόκλο πρὸς ἐπίλυση, ὃπως ἦταν ἠ ἐκλογὴ τοῦ Τύρου Εἰρηναίου ἐπειδὴ βαρυνόταν ἀπὸ τὴν κανονικὴ κατηγορία τοῦ δίγαμου. Τὸ κανονικό κύρος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου τὸ ἀνέδειξε ὁ Πρόκλος (436-446) καὶ ὀταν ἐχειροτόνησε τὸν ἒπαρχο Θαλάσσιο ἐπίσκοπο Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας. Ὁ διάδοχός του Φλαβιανὸς (446-449) μὲ τὴν Σύνοδό του ἐξήτασε σειρὰ ὑποθέσεων ἐπισκόπων καὶ μητροπολιτῶν τῆς Μ. Ἀσίας ἀκόμη δὲ καὶ κληρικῶν ἐκ τῆς Μεσοποταμίας μὴ ἱκανοποιηθέντων ἀπὸ τὸν Ἀντιοχείας Δόμνον σὲ σχέση μέ τὶς ἑτεροδιδασκαλίες τοῦ Ἐδέσσης Ἲβα. Οἱ Ἀντιοχειανοὶ φαίνεται πώς πάντα εἶχαν πολλὰ ἐσωτερικὰ προβλήματα ποὺ ἐπιβεβαίωναν τὴν ἐμπιστοσύνη τους στὴν εὐθυκρισία τοῦ Κων/πόλεως καὶ τῆς Συνόδου του. Ὁ Βηρυττοῦ Εὐστάθιος κατὰ τὴν ἒριδά του μὲ τὸν Τύρου Φώτιο προσέφυγε στὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἀνατόλιο (449-458) καὶ τὸ θέμα τους ἀπησχόλησε καὶ τὴν Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος. Ὃλοι οἱ διατελέσαντες διάδοχοι τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου ἦταν πεπεισμένοι γιὰ τὴν κανονικὴ εὐθύνη τοῦ ἀρχιεπισκόπου Κων/πόλεως στὴ διατήρηση τῆς κανονικῆς τάξεως καὶ συνοχῆς χάριν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας. Προσέξατε τὶ λέγει γιὰ αὐτὴ τῆν εὐθύνη «οὐ γὰρ χρήματα δίδοντας ἒστι λαβείν τὴν ἀρχήν ταύτην, ἀλλά τρόπον ἐπιδειξάμενον ἂριστον», (Migne PG. τ. 61 σελ.507-12). Ποὺ νὰ εἶχαν ποτὲ συμβεῖ τὰ τρέχοντα γεγονότα γιὰ νὰ ἀθετηθεῖ τὸ καθῆκον τοῦ Πατριάρχου μας – καὶ νὰ μονιμοποιηθεῖ ἡ άταξία στην Οὐκρανία! Οἱ Μοσχοβῖτες ἐν ἀγνοία τοῦ ὀρθοδόξου ρωσικοῦ λαοῦ ἐπιχειροῦν τὸ ἒγκλημα τῆς μητροκτονίας φοβούμενοι μήπως χάσουν τὶς «ψευδοεξαρχίες» τους καὶ ἀπειλοῦν τοὺς ὁμόδοξους δωρεολῆπτες μὲ τὰ «ἂδηλα καὶ κρύφια» τῶν προσωπικῶν δεδομένων τους καὶ μὲ τὴ περικοπή τῶν χορηγιῶν τους! Ἡ Ἐκκλησία τῶν ἐθνοφυλετικῶν ψευδαισθήσεων καταρρέει.
Α.Π.