Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
Φέτος (2018) συμπληρώθηκαν 43 χρόνια από την ανάρρηση στον Αρχιεπισκοπικό Θρόνο της Αυστραλίας του Σεβ. Στυλιανού (Χαρκιανάκη). Το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξέλεξε τον μέχρι τότε τιτουλάριο Μητροπολίτη Μιλητουπόλεως, Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας.
Δύο χρόνια μετά την ανάληψη της πηδαλιουχίας του σκάφους της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας της Αυστραλίας, δηλ. το 1977, ο Σεβ. Στυλιανός προσκάλεσε στην Αυστραλία τον Γέροντα Παΐσιο, τον προσφάτως ανακηρυχθέντα Άγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας από την Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Ο Γέροντας ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του Αρχιεπισκόπου και συνοδευόμενος από τον π. Βασίλειο Γοντικάκη, ηγούμενο τότε της Μονής Σταυρονικήτα του Αγίου Όρους, επισκέφθηκε την Αυστραλία για να στηρίξει πνευματικά τους ομογενείς.
Είναι αξιοσημείωτο ότι το πέρασμα του Γέροντος Παϊσίου από την Αυστραλία υπήρξε αθόρυβο, γιατί δεν ήταν τότε γνωστός στους πολλούς. Ήταν όμως γνωστός στον Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας Στυλιανό, ο οποίος έσπευσε να τον προσκαλέσει στην Αυστραλία, δύο μόλις χρόνια μετά από την εκλογή του.
Ο Αρχιεπίσκοπος, μάλιστα, συχνά επισκεπτόταν τον Γέροντα στο Άγιον Όρος και συζητούσε μαζί του διάφορα πνευματικά θέματα.
Ο Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας είχε διαγνώσει πολύ νωρίς την βαθιά πνευματικότητα του Γέροντος Παϊσίου, η οποία δεν έχει καμία σχέση με όσα του «καταμαρτυρούν» οι σύγχρονοι οπαδοί του. Και ο άγιος Παΐσιος σεβόταν τον Αρχιεπίσκοπο Στυλιανό, διατηρούσε πνευματική σχέση μαζί του γι’ αυτό και ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση για επίσκεψη στην μακρινή ήπειρο.
Ο Γέρων Παΐσιος, μάλιστα, είχε εκφράσει το ενδιαφέρον του να παραμείνει στην πέμπτη ήπειρο, σε μοναστήρι που είχε προτείνει ο ίδιος ν’ ανεγερθεί μεταξύ Σίδνεϋ και Καμπέρας, όπως αποκαλύπτει (μεταξύ άλλων) σε αποκλειστική συνέντευξή του στο Ελληνικό Πρόγραμμα της Ραδιοφωνίας SBS ο Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός. Είναι γεγονός ότι μετά την προτροπή του Γέροντος Παϊσίου για ίδρυση Μονών στην Αυστραλία, ο Αρχιεπίσκοπος προχώρησε στην ανάπτυξη του μοναχισμού.
Ο Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός σημειώνει τα εξής: “Όποιος είχε την αγαθή τύχη να συναντήσει ένα άγιο – όχι σαν οπτασία, αλλά σαν άνθρωπο απλό και καθημερινό – δεν μπορεί να πιστέψει ότι υπάρχει «φυσικότερο» χαρακτηριστικό για τον άνθρωπο από την αγιότητα. Και ένα παρήγορο μήνυμα θέλει να το πει κανείς σ’ όλους τους ανθρώπους».
Αυτή την «αγαθή τύχη» είχα και εγώ με το να συναντήσω όντως, μεταξύ των άλλων αγίων Γερόντων, και το Γέροντα Παΐσιο. Άνθρωπο απλό, αληθινό, χωρίς επιτηδεύσεις και ψευδοταπεινώσεις, με ένθεο ζήλο σαν νέος, με αγάπη και ενδιαφέρον για το κάθε πρόσωπο. Μας αποκάλυπτε ένα κόσμο που αγνοούσαμε αλλά ποθούσαμε. Ένα κόσμο που δεν γνωρίσαμε στα Κατηχητικά και στα Πανεπιστήμια. Στην αρχή διερωτάσαι αν είναι αληθινός, μετά τον ερευνάς και μετά αφήνεσαι. Γιατί ο κόσμος της αγιότητας είναι φυσικός, ανθρώπινος, ωραίος. Είναι ο κόσμος για τον οποίο πλαστήκαμε και για τον οποίο πορευόμαστε.”
Όταν πλησίαζε η ημέρα που θα έφευγαν, ο Γέροντας Παΐσιος και ο π. Βασίλειος Γοντικάκης, ο Αρχιεπίσκοπος κάλεσε στην Αρχιεπισκοπή τους ιερείς και τις κοινοτικές αρχές, για να τους αποχαιρετίσουν. Αφού τους ευχαρίστησε και είπε και ο ηγούμενος λίγα λόγια, κάλεσε τον Γέροντα Παΐσιο να πει και αυτός κάτι, αλλά εκείνος δεν απάντησε· έκανε μόνο μία ελαφρά υπόκλιση, φέρνοντας το δεξί του χέρι στο στήθος. Ύστερα από λίγο ο Αρχιεπίσκοπος επανέλαβε την παράκληση του, αλλά και ο Γέροντας επανέλαβε την ίδια κίνηση και έμεινε σιωπηλός, σκυμμένος, οπότε ο Αρχιεπίσκοπος είπε: «Βλέπετε, οι αγιορείτες πατέρες μιλούν με την σιωπή τους».
Παραθέτουμε στη συνέχεια την σχετική, από καρδιάς, συνέντευξη του Αρχιεπισκόπου, στην οποία αναφέρεται και στον νέο, επίσης, άγιο της Εκκλησίας μας Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη.