Ίμβρος: Εκεί που ο ουρανός ποτέ δεν ξεχνά
Το νέο βιβλίο του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Χριστουπόλεως κ. Μακαρίου
Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γρηγόρη το νέο βιβλίο του Θεοφιλεστάτου Επισκόπου Χριστουπόλεως κ. Μακάριου με τον τίτλο: «Ίμβρος: Εκεί που ο ουρανός ποτέ δεν ξεχνά».
Το βιβλίο αυτό αναφέρεται στο πονεμένο νησί της Ίμβρου, στην ομορφιά του τόπου, στα παθήματα των ανθρώπων, στις μνήμες και τα γεγονότα αλλά και στις ευοίωνες προοπτικές για το μέλλον της – κυρίως μετά το άνοιγμα των Ελληνικών σχολείων – που δεν αφήνουν την ελπίδα να σβήσει.
Ο τίτλος του βιβλίου «Ίμβρος: Εκεί που ο ουρανός ποτέ δεν ξεχνά», δίνει ένα μήνυμα σχετικό με την ιστορία και την τραγικότητά της. Πολλοί σήμερα αναφέρονται σ’ αυτήν σαν να έχει τελειώσει. Μα η ιστορία της Ίμβρου δεν τελείωσε ακόμη. Το τέλος το θέλουν αυτοί που έχουν μια παρηκμασμένη πορεία και βιάζονται να προχωρήσουν στην επόμενη ημέρα, αποποιούμενοι τα πάθη και τα λάθη του παρελθόντος. Δυστυχώς, δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι το τέλος της ιστορίας κάπου αλλού γράφεται και κάποιος άλλος το σχεδιάζει. Η προσδοκία του τέλους της ιστορίας που άρχισε για την Ίμβρο αλλά δεν τελείωσε ακόμη, περιγράφεται στη φράση του τίτλου: «ο ουρανός ποτέ δεν ξεχνά».
Τα κείμενα του βιβλίου είναι απλά περιγραφικά και κατανοητά. Περισσότερο καρδιακά παρά εγκεφαλικά γι’ αυτό γεμίζουν με συγκίνηση τον αναγνώστη. Το βιβλίο προλογίζει ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης μας κ. κ. Βαρθολομαίος, ενώ είναι διανθισμένο με φωτογραφίες από το φακό του γνωστού σε όλους μας δημοσιογράφου – φωτογράφου Νίκου Μαγγίνα.
Ακολουθούν μερικά αποσπάσματα του βιβλίου:
«Ἔγραψα τοῦτο τό βιβλίο, χωρίς νά εἶμαι Ἴμβριος… Καθώς τό ἔγραφα ἀντιμετώπισα μιά ἀναπόφευκτη δυσκολία: ἐνῶ ξεκίνησα μέ τήν ἱστορία τοῦ νησιοῦ, δέν μπόρεσα τελικά νά ἀπαλλαγῶ ἀπ᾽ αὐτήν στά ὑπόλοιπα κεφάλαια πού ἀναφέρονται στόν τόπο, στούς ἀνθρώπους, στή σχέση τους μέ τήν Ἐκκλησία, στίς μνῆμες καί τήν ξενιτιά. Δέν κατάφερα, δηλαδή, νά μήν γράψω καί ξαναγράψω γιά τά παθήματα καί τά δεινά τῆς Ἴμβρου, γιατί, ὅταν μελετήσει κάποιος τήν ἱστορία της καί κυρίως τήν πρόσφατη, τόν πνίγει τό παράπονο γιά τήν ἀδικία. Καί ὅταν τήν ἐπισκεφτεῖς, σέ κάθε βῆμα πού κάνεις ἀκοῦς ἕνα ὀδυνηρό «γιατί», πού καταφτάνει ἀπό κάθε κατεύθυνση και διαπερνᾶ τήν ὑπαρξή σου. Ἀλλά ἐμεῖς οἱ Ρωμιοί δέν θά πάψουμε ποτέ νά μιλοῦμε γιά τήν ἱστορία μας, ὄχι ἀσφαλῶς ἐπειδή τήν εἰδωλοποιοῦμε ἤ τή θεοποιοῦμε, ἀλλά γιατί μέ τόν τρόπο αὐτό καλούμαστε νά ὑπάρξουμε ὡς λαός. Δέν θά σωθοῦμε οὔτε θά χαθοῦμε ἀπό τήν ἱστορία. Δέν προσπαθοῦμε νά τήν ἑρμηνεύσουμε. Διακαής πόθος τοῦ Ρωμιοῦ εἶναι νά συνδράμει κυρίως στή σωτηρία της, γιατί ἔχουμε κι αὐτή τήν τάση σήμερα, νά παραποιοῦμε τήν ἱστορία μας καί μάλιστα μέ «ἐπιστημονικές ἀποδείξεις». Αὐτό συμβαίνει συχνά στή γείτονα χώρα. Ὅσα, λοιπόν, περιλαμβάνονται σέ τοῦτο τό μικρό πόνημα εἶναι ξεχείλισμα ἀγάπης ἑνός μή Ἰμβρίου γιά τήν πονεμένη Ἴμβρο καί τούς ἀνθρώπους της καί ἕνα μικρό λιθαράκι, μιά ταπεινή συνδρομή στή σωτηρία τῆς ἱστορίας».
«Ἔγραψα τοῦτο τό βιβλίο, χωρίς νά εἶμαι Ἴμβριος… Καθώς τό ἔγραφα ἀντιμετώπισα μιά ἀναπόφευκτη δυσκολία: ἐνῶ ξεκίνησα μέ τήν ἱστορία τοῦ νησιοῦ, δέν μπόρεσα τελικά νά ἀπαλλαγῶ ἀπ᾽ αὐτήν στά ὑπόλοιπα κεφάλαια πού ἀναφέρονται στόν τόπο, στούς ἀνθρώπους, στή σχέση τους μέ τήν Ἐκκλησία, στίς μνῆμες καί τήν ξενιτιά. Δέν κατάφερα, δηλαδή, νά μήν γράψω καί ξαναγράψω γιά τά παθήματα καί τά δεινά τῆς Ἴμβρου, γιατί, ὅταν μελετήσει κάποιος τήν ἱστορία της καί κυρίως τήν πρόσφατη, τόν πνίγει τό παράπονο γιά τήν ἀδικία. Καί ὅταν τήν ἐπισκεφτεῖς, σέ κάθε βῆμα πού κάνεις ἀκοῦς ἕνα ὀδυνηρό «γιατί», πού καταφτάνει ἀπό κάθε κατεύθυνση και διαπερνᾶ τήν ὑπαρξή σου. Ἀλλά ἐμεῖς οἱ Ρωμιοί δέν θά πάψουμε ποτέ νά μιλοῦμε γιά τήν ἱστορία μας, ὄχι ἀσφαλῶς ἐπειδή τήν εἰδωλοποιοῦμε ἤ τή θεοποιοῦμε, ἀλλά γιατί μέ τόν τρόπο αὐτό καλούμαστε νά ὑπάρξουμε ὡς λαός. Δέν θά σωθοῦμε οὔτε θά χαθοῦμε ἀπό τήν ἱστορία. Δέν προσπαθοῦμε νά τήν ἑρμηνεύσουμε. Διακαής πόθος τοῦ Ρωμιοῦ εἶναι νά συνδράμει κυρίως στή σωτηρία της, γιατί ἔχουμε κι αὐτή τήν τάση σήμερα, νά παραποιοῦμε τήν ἱστορία μας καί μάλιστα μέ «ἐπιστημονικές ἀποδείξεις». Αὐτό συμβαίνει συχνά στή γείτονα χώρα. Ὅσα, λοιπόν, περιλαμβάνονται σέ τοῦτο τό μικρό πόνημα εἶναι ξεχείλισμα ἀγάπης ἑνός μή Ἰμβρίου γιά τήν πονεμένη Ἴμβρο καί τούς ἀνθρώπους της καί ἕνα μικρό λιθαράκι, μιά ταπεινή συνδρομή στή σωτηρία τῆς ἱστορίας».
«Ὡς νησιῶτες καί μέ νησιώτικη συνείδηση, οἱ Ἴμβιοι διέφεραν ἀπό τούς στεριανούς, γιατί ὁ νησιώτης ἔχει μέσα του κάτι ἀπό αὐτό τό ἀεικίνητο τῆς θάλασσας, εἶναι ἄνθρωπος εὐμετάβολος ἀλλά καί εὔστροφος, μέ ὁρίζοντες ἀνοιχτούς σάν τόν Ὀδυσσέα. Ἡ ἀπομόνωση, ἰδιαίτερα κατά τούς χειμωνιάτικους μῆνες, ἔκανε τούς Ἰμβρίους ἐφευρετικούς καί ἀνοιχτούς ἔναντί του πλησίον, διότι ἔπρεπε νά εἶναι ἕτοιμοι νά ἀντιμετωπίσουν ἀπό κοινοῦ δύσκολες καταστάσεις. Στό νησί οἱ ἄνθρωποι ἤξεραν πώς ἡ μοῖρα τοῦ ἑνός εἶναι δεμένη μέ αὐτήν τοῦ ἄλλου καί πώς δέν μπορεῖ νά εἶναι εὐτυχισμένος ὁ ἕνας, ὅταν ὁ γείτονας καί συγχωριανός του πεινᾶ καί δυστυχεῖ. Ἡ Ὀρθοδοξία, ἐξάλλου, τούς εἶχε ἐμφυσήσει τήν πίστη ὅτι κανείς δέν σώζεται μόνος του».
«Ἐξάλλου, στή σημερινή Ἴμβρο τῆς πλειονότητας τῶν Τούρκων καί τῆς μειονότητας τῶν Ρωμιῶν, αἰσθάνεσαι νά δεσπόζει καί νά ἐπιβάλλεται διαρκῶς ἡ ρωμαίικη ψυχή τοῦ νησιοῦ, πού μέ μιά ἀκατανόητη ἡσυχία καί ὑπομονή ἱερουργεῖ τό μυστήριο τῆς ἱστορίας. Κι ὅλα αὐτά πού γίνονται «μετά σπουδῆς» ἤ ἔγιναν στό παρελθόν, καί τά καινούργια τζαμιά καί οἱ πολλές σημαῖες καί ὁ ἐποικισμός καί πολλά ἄλλα, δείχνουν ἀκριβῶς ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά μείνει ἀδιάφορος μπροστά στό ἀνερμήνευτο μεγαλεῖο τῆς ρωμαίικης ψυχῆς τῆς Ἴμβρου. Καί ἡ Ἴμβρος μένει σιωπηλή. Δέν ἐνοχλεῖ, δέν τιμωρεῖ, δέν ἐκδικεῖται. Μόνο φωτίζει, παρηγορεῖ, ἀνέχεται καί περιμένει».