Ήταν μια από τις ευγενέστερες και ταυτόχρονα τραγικότερες φυσιογνωμίες του Βυζαντίου.
Ο καθηγητής Τωμαδάκης λέει πως δια του κορυφαίου υμνογραφικού του έργου, του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα, «επί αιώνας αντηχεί η πονεμένη κραυγή του».
Ακούστε τον ειρμό εδώ.
Στη συνέχεια ο ανεπανάληπτος άρχων πρωτοψάλτης της Μ.τ.Χ.Ε. Θρασύβουλος Στανίτσας στην Μεγάλη Παράκληση.
Ἀκούοντας κανεὶς ἐπιπόλαια τὶς στροφὲς τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος, ἔχει τὴν ἐντύπωση ὅτι κάποιος ἀνώνυμος ὑμνογράφος διατραγῳδεῖ κοινὰ σὲ ὅλους τοὺς πιστοὺς δεινοπαθήματα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος. Γιατί πράγματι δὲν ὑπάρχει χριστιανὸς ποὺ νὰ μὴν ἔζησε κατ’ ἐπανάληψη, «τῶν παθῶν του τὸν τάραχον» ἤ νὰ μὴν αἰσθάνθηκε ποτὲ «πολλοῖς συνεχόμενος πειρασμοῖς».
Διαβάζοντας ὅμως προσεκτικότερα καὶ ἐμβαθύνοντας περισσότερο σ’ αὐτὰ τὰ ἱερὰ στιχουργήματα, διαπιστώνουμε ὅτι ἐδῶ δὲν πρόκειται γιὰ περιγραφὴ καὶ ἐξιστόρηση τῶν ἐν γένει περιπετειῶν τοῦ ἀνθρώπου στὸν καθημερινὸ ἀγώνα τῆς τελειώσεώς του. Πρόκειται γιὰ σπαρακτικὲς κραυγὲς «ἐκ τοῦ φυσικοῦ», γιὰ ὀδύνη καὶ πόνο ποὺ μᾶς ἔρχεται «ἀπὸ πρῶτο χέρι».
Ἑπομένως ἔχομε νὰ κάνωμε μὲ τελείως προσωπικὸ δρᾶμα ποὺ βιώθηκε ἀπὸ πρόσωπο ἱστορικὸ καὶ ἐπώνυμο κάτω ἀπὸ συνθῆκες πραγματικὲς καὶ συγκεκριμένες. Πόσοι ἄραγε ἀπὸ τοὺς ἀνυποψίαστους πιστούς μας ποὺ ψάλλουν κάθε τόσο τὴν παράκληση γνωρίζουν ποιὸ εἶναι τὸ πρόσωπο αὐτό;
Θὰ περίμενε κανεὶς ὁ ὑμνογράφος τοῦ Μεγάλου Παρακλητικοῦ Κανόνος νὰ εἶναι κάποια εὐαίσθητη γυναικεία ὕπαρξη σάν τὴν Κασσιανή ἤ κάποιος ὑπέργηρος Μοναχός τῆς ἐρήμου. Κι ὅμως μήτε τὸ ἕνα μήτε τὸ ἄλλο. Ὁ συντάκτης αὐτοῦ τοῦ δακρύβρεκτου ὑμνολογικοῦ κειμένου ἦταν ἕνας ἄνδρας στὴν πλήρη ἀκμή του, καὶ μάλιστα ἐστεμμένος.
Ἦταν ὁ Βυζαντινὸς Αὐτοκράτορας τῆς Νικαίας, Θεόδωρος Β’ ὁ Λάσκαρις (1222-1258), ποὺ λίγο πρὸ τοῦ θανάτου του ἔκαρη Μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Θεοδόσιος. Σύμφωνα μὲ τοὺς βιογράφους του, ἦταν ἰδιαίτερα λεπτὸς καὶ εὐγενικὸς ἄνθρωπος, εἶχε δὲ τὴν εὐκαιρία νὰ ἀποκτήσει σπουδαία μόρφωση γιὰ τὴν ἐποχή του. Ἔζησε ὅμως σὲ πολὺ δύσκολους καιρούς. Οἱ Φράγκοι εἶχαν πάρει τὴν Κωνσταντινούπολη, οἱ Βούλγαροι καὶ τὸ Δεσποτάτο τῆς Ἠπείρου ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπισθοῦν καταλλήλως, οἱ δὲ Μουσουλμάνοι στὴν Μικρὰ Ἀσία ἦταν μία ἄμεση καὶ μόνιμη ἀπειλή.
Ἔχοντας φύση καλλιτεχνικὴ ὁ τραγικὸς αὐτὸς Αὐτοκράτορας, δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἀνταποκριθεῖ σὲ τέτοιες σκληρὲς εὐθύνες χωρὶς νὰ κλονισθεῖ ἡ ὑγεία του. Γι’ αὐτὸ πέθανε σὲ ἡλικία μόλις 36 ἐτῶν.
Ἡ ζωὴ του χαρακτηριζόταν ἀπὸ πολλὲς ἀντινομίες, ποὺ δὲν ἦταν βέβαια πρωτοφανεῖς μήτε στὰ Βυζαντινὰ Ἀνάκτορα μήτε στὴν ἐν γένει ἀνώτερη γύρω τους κοινωνία. Ὅμως αὐτὸ ἀκριβῶς στάθηκε τὸ μεγαλύτερο θαῦμα τοῦ Βυζαντίου πρὸς τὴν ἀνθρωπότητα. Τὸ ὅτι δηλ. οἱ ἀντινομίες τοῦ βίου δὲν ἔκλεισαν ποτὲ στὸ πρόσωπο τὴν θέα πρὸς τὴν αἰωνιότητα καὶ τὴν σωτηρία, ἐφ’ ὅσον ὑπῆρχε ἡ μετάνοια.
Ἔκαναν καὶ τότε φρικαλέα κάποτε ἐγκλήματα οἱ ἄνθρωποι, ἄλλα μετὰ μὲ ποταμοὺς εἰλικρινῶν δακρύων ἐξαγνίζονταν στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων.
Ὁλόκληρος ὁ Χριστιανικὸς Μεσαίωνας, σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση σ’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ χαρακτηριστικότατο σημεῖο διαφέρει ἀπὸ τοὺς νεωτέρους χρόνους. Οἱ νεώτεροι χρόνοι φροντίζουν — ἀπὸ ἀνθρωπισμὸ ὅπως ἰσχυρίζονται — νὰ διαμορφώσουν ἕνα πολίτη νομοταγῆ καὶ ἔντιμο, ἀλλὰ δὲν ἐνδιαφέρονται γιὰ τὶς βαθύτερες πεποιθήσεις του, γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐν γένει πνευματική του ἀγρύπνια. Ἔτσι, αὐτὸς ὁ πολίτης μπορεῖ μὲν ν’ ἀποφεύγει προσεκτικότερα σήμερα τὸ ἄμεσο καὶ πρωτογενὲς ἔγκλημα στὶς σχέσεις του μὲ τοὺς συνανθρώπους — πρᾶγμα ποὺ ἀσφαλῶς τὸν ἀναδεικνύει δικονομικὰ τουλάχιστον δικαιότερο ἀπὸ τὸν Χριστιανὸ τοῦ Μεσαίωνα — ὅμως ὁ πολίτης αὐτὸς τῶν νεωτέρων χρόνων καὶ τοῦ ἀνθρωπισμοῦ ναρκισσευόμενος γιὰ τὴν «αὐτόνομη» καὶ αὐτονομημένη ἠθική του, δὲν ἔχει ποτὲ γνωρίσει τὴν συντριβὴ καὶ τὴν κάθαρση, τὴν μετάνοια καὶ τὸν ἁγιασμὸ ποὺ ἐπιφέρουν τὰ μετὰ τὴν ἁμαρτία δάκρυα.
Καὶ ἐρωτᾶται: Τί σχέση μπορεῖ νά ἔχουν αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ πολῖτες μὲ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ: Ἐμεῖς γνωρίζομε δτὶ ὁ Χριστὸς διεκήρυξε: «οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν» (Μάρκ. 2,17)’ ποὺ σημαίνει ὅτι τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν τὴν κατοικοῦν οἱ ἄψογοι νάρκισσοι ποὺ δὲν ἐράγισαν ποτὲ μπροστὰ στὰ ἀνεξερεύνητα μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ἄλλα οἱ διὰ τῆς μετανοίας ἀναγεννημένοι ἄνθρωποι.
Αὐτὲς ἀκριβῶς τὶς σωτηριώδεις ἀλήθειες γνωρίζοντας καὶ ὁ Αὐτοκράτορας Θεόδωρος Β’ Λάσκαρις, ἐνῷ περιγράφει τὸν ἑαυτόν του ὅτι ἦταν «παντοίως τῇ λύπῃ τρωθείς καὶ τιτρωσκόμενος», δὲν ἀπογοητεύεται ἀλλὰ πιστεύει καὶ ἀγρυπνεῖ. Πιστεύει καὶ ἐλπίζει ὅτι μ’ ὅλες τὶς συμφορὲς του ὁ Θεὸς ἀπεργάζεται τὴν σωτηρία του: «Οἴμοι, ὅτι οὐκ ἐμοί γέγονεν οὐδὲν ἄλλο εἴποιμι ἤ ὅτι πάντως κάθαρσις ψυχικὴ καὶ ταπείνωσις σαρκική, ἵνα σώσῃ ὁ πλάστης τὸ συναμφότερον».
Τοῦ μακαριστοῦ Αὐτοκράτορος Θεοδώρου Β’ τοῦ Λασκάρεως, ποὺ μᾶς ἐδίδαξε τὸν Παρακλητικὸ Κανόνα, αἰωνία ἡ μνήμη!