ὑπὸ
Γέροντος Χαλκηδόνος Ἀθανασίου
Ἐκεὶ στὸν μαγευτικὸ κόλπο τοῦ Sarıgerme Park ὅπου ἄλλοτε θησαυροὶ χρυσοῦ (sarı) τῶν ἐνδόξων προγόνων τεθαμμένοι καὶ ὄχι μόνον, κοντὰ στὴν Μάκρη (Fethiye) καὶ στὸ γνωστὸ ξενοδοχεῖο Blue Tui, πρότερον Iberotel, ποὺ ἄρχισε κι αὐτὸ νὰ ὑφίσταται τὶς ὀδυνηρὲς συνέπειες τῆς τουριστικῆς κρίσεως μὲ τὴν λιγοστὴ προσέλευση τῶν στιφῶν ἀσκεριῶν τῶν χαχόλων καὶ τῶν λοιπῶν Βαράγκων τοῦ Βορρᾶ, τὴν πανδαιμονικὴ αὔξηση τῶν κακοανατεθραμμένων ἀνθρωπίσκων καὶ τοῦ μουσικοῦ ὑπερποντίου μπρουϊτισμοῦ, πῆγε καὶ ἐφέτος διὰ περισυλλογὴν ὁ γράφων, ὁπότε ἐνεφανίσθη καὶ ἡ ἀνάγκη λυτρώσεως ἀπὸ τοὺς πόνους ὀνύχων ἁπαλῶν, ὁδηγήσασα αὐτὸν στὸ κομμωτήριο τοῦ Spa τοῦ συγκροτήματος καὶ εἰσῆλθεν “ὅπου ἢν κῆπος” (Ἰω. 18, 1) συναντήσας τὴν Παράδεισον (Cennet) φέρουσαν εἰς τὸν νοῦν ἑτέραν τοιαύτην ἥτις πρὸ καιροῦ ἀπεβίωσεν, μητέρα τοῦ γνωστοῦ Ali, ὅστις φαγὼν τῆν κεφαλὴν πλήρως (Kafayı yemiş) ἐνεκλείσθη, τὴν φορὰν αὐτὴν πιθανῶς ὑπὸ τῆς χωροφυλακῆς, εἰς ψυχιατρικὴν νοσοκομείου κλινικήν. Βεβαίως ἐδῶ τίθεται τὸ ἐρώτημα ἐὰν ἡ Παράδεισος ἠμπορεῖ νὰ ἐμποδίσει τὴν ἔγκλεισιν εἰς τὴν κόλασιν, ὑπαρχόντων τῶν Οὐρί (τοῦ παραδείσου): οὐχὶ κατὰ σοφὸν φίλον ἡγούμενον.
Ἢν δὲ ἡ Cennet μανικιουρίστα κ.ἄ. ἐν ταὐτῷ ἀνακαλοῦσα τὰς μοδιστρούλας τῶν Παρισίων τῆς Belle Epoque, τάς ὀποίας ἀπηθανάτησεν ὁ μεγάλος Toulouse Lautrec εἰς τὰ ἔργα του.
Ἐγεννήθη εἰς Ἱεράπολιν (Denizli), ἐμεγάλωσε δὲ καὶ ζεῖ εἰς τὴν κωμόπολιν Ortaca τῆς Καρίας (Muğla). Ἦτο μικρὴ τὸ δέμας μὲ ἔξυπνα ματάκια καὶ γυαλιά –ματάκια ἔχω καὶ κόσμο δὲν βλέπω (Στέης)–, καὶ εἶχεν τρία ἀδέλφια. Ἀπεφοίτησε ἀπὸ τὸ Λύκειον ἐργαζομένη, καὶ μέχρι δεκατεσσάρων ἐτῶν ἐπεσκέπτετο τὰ μαθήματα τοῦ Κορανίου (Kuran Kursu) τῆς περιοχῆς. Μετὰ πῆγε στὴν Ἀλικαρνασσό (Bodrum). Ἐκεῖ ἐργάσθηκε στὰ ξενοδοχεῖα Mandolin –καὶ αὐτὸ θύμισε τό “φέρτε μου ἕνα μαντολῖνο, γιὰ νὰ δεῖτε πῶς πονῶ”– καὶ Vuk, περιποιούμενη αἰσθητικὰ τὶς νεράϊδες πάμπλουτων μεγιστάνων τῆς ἀραπιᾶς , ὅμως τόσα ἦταν τὰ καπρίτσια καὶ ἡ καταφρόνηση αὐτῶν, ὥστε ἡ Cennet καίτοι ἀμειβόταν πλουσιοπάροχα, δὲν ἄντεξε πολὺ καὶ δραπέτευσε μόλις μετὰ δυὸ μήνας, ὅπερ ἀξιοσημείωτο γιὰ τὴν σημερινὴ ἐποχὴ καὶ δι’ ἄλλης ὁδοῦ “ἀνεχώρησε εἰς τὴν χώραν αὐτῆς” (Ματθ. 2, 12). Ἔτσι εἶναι ἄλλωστε τὰ ρόδα τῆς ὑψηλῆς κοινωνίας (Sosyete Gülü). Βρῆκε δὲ καταφύγιο στὸ κομμωτήριο τοῦ ξενοδοχείου Blue Tui. Περιποιήθηκε ἐπίσης καὶ ἄλλα ὑψηλὰ ἱστάμενα πρόσωπα, ὅπερ εἶναι ἐνδεικτικὸ τῆς ποιότητος τῆς δουλειᾶς της. Συγχρόνως ὅμως ἄρχισε νὰ σπουδάζει ξενοδοχειακὰ στὸ Πανεπιστήμιο ποὺ ἦταν κοντὰ στὸ σπίτι της (Otelcilik ve Turizm Okulu) στὸ Ortaca.
Ἡ Cennet εἶναι ἕνας συμπαθὴς ἄνθρωπος μὲ ἀνοικτὸ μυαλό, εἰλικρινής, ποὺ λέει τὰ σῦκα σῦκα καὶ τὴν σκάφη σκάφη, σωστὴ στὸ μετερίζι της, καλόψυχη καὶ πάντα πρόσχαρη. Καὶ αὐτὰ συνετέλεσαν στὴν δημιουργία τῆς εὐχάριστης αὐτῆς στιχομυθίας κατὰ τὴν δουλειά της, ἡ ὁποία ἁπάλυνε κάπως, παρὰ τὴν προσοχὴ καὶ τὴν ὑπομονή της, στὴν μικρὴ αὐτή “ἐγχείρηση”, τὸν πόνο τοῦ κράζοντος γοερῶς συνήθως “θυσιαζομένου κριοῦ”. Καὶ γι’ αὐτὸ ὀφείλονται εὐχαριστίες σ’ αὐτήν.