Του ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ ΒΙΚΕΤΟΥ
Την αφορμή για την διατύπωση των σκέψεων – απόψεων του σημειώματος έδωσε η ολοκλήρωση με την χάρη του Θεού και του Αγίου και Ιαματικού Παντελεήμονος της πρώτης φάσης των έργων συντήρησης της ομώνυμης ιστορικής μονής στην Μύρτου, στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου. Η μονή σώθηκε από την πλήρη κατάρρευση, μετά την παρέμβαση της Δικοινοτικής Τεχνικής Επιτροπής για την Πολιτιστική Κληρονομιά.
Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι εδώ και 43 χρόνια, λόγω τη τουρκικής εισβολής και συνεχιζόμενης κατοχής μεγάλου τμήματος της Κύπρου, η εν Κύπρω Ορθόδοξη Εκκλησία, περιήλθε σε τραγική κατάσταση, λόγω του εκτοπισμού του ποιμνίου της από τις κατεχόμενες περιοχές, των καταστροφών και συλήσεων ναών και μονών κλπ.
Σε όλα αυτά τα χρόνια η διοικούσα Εκκλησία μαζί με την κυπριακή κυβέρνηση έκαναν και κάνουν πολλές προσπάθειες για τον επαναπατρισμό εικόνων, τοιχογραφιών, ψηφιδωτών και άλλων κειμηλίων, που βρέθηκαν στο εξωτερικό για πώληση από αρχαιοκάπηλους. Πολλά από αυτά επαναπατρίστηκαν, ενώ τα τελευταία χρόνια, μετά την διάνοιξη οδοφραγμάτων, από τα οποία γίνεται διακίνηση από τις ελεύθερες περιοχές στις κατεχόμενες και αντίστροφα, με πολύ αγώνα έχουν συντηρηθεί κάποιοι ναοί και εκκλησιαστικά μνημεία. Επίσης, με την μεσολάβηση των Ηνωμένων Εθνών και την δημιουργία σχέσεων συνεργασίας με τουρκοκυπριακές μη κυβερνητικές οργανώσεις σε ορισμένες περιπτώσεις δίνεται άδεια από το τουρκικό καθεστώς για τέλεση Θείας Λειτουργίας, άλλων Ιερών Ακολουθιών.
Πρώτος, που λειτούργησε, για πρώτη φορά από το 1974, ήταν, με ενθάρρυνση του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, ο Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος. Αυτό έγινε το 2003, στις 2 Σεπτεμβρίου, μέρα μνήμης του πολιούχου της Μόρφου Αγίου Μάμα και συνεχίζεται κάθε χρόνο. Σιγά – σιγά ο κ. Νεόφυτος πέτυχε να λειτουργεί και άλλες φορές στον Άγιο Μάμα, αλλά και σε άλλους ναούς της Μητρόπολής του στα κατεχόμενα. Θυμάμαι ότι υπήρξαν αρνητικές αντιδράσεις από κυβερνητικής και εκκλησιαστικής πλευράς. Θεωρήθηκε το ιερό καθήκον του να λειτουργήσει σε ναούς, που για περίπου τριάντα χρόνια δεν είχε ακουστεί, έστω ψαλμωδία, ως «αναγνώριση» της ούτω καλούμενης «Τουρκικής Δημοκρατίας Βορείου Κύπρου».
Ο Μητροπολίτης αψήφισε τις αντιδράσεις και τις σε βάρος του επικρίσεις και επιθέσεις , ενώ ο κόσμος –όχι μόνο οι Μορφίτες – αγκάλιασε το έργο του. Έτσι, δημιουργήθηκε μια νέα πραγματικότητα, αφού μετά από την πάροδο κάποιου χρόνου, όχι χωρίς δυσκολίες, και άλλοι Ιεράρχες (Κωνσταντίας, Καρπασίας, Μεσαορίας, Νεαπόλεως) πηγαίνουν στις κατεχόμενες περιοχές και τελούν, οσάκις εξασφαλίζεται άδεια, την Θεία Λειτουργία και κυρίως το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Είναι σημαντικό οι σταυρωμένοι και πονεμένοι ναοί, να λειτουργούνται. Γιατί, μία Λειτουργία σε ένα τέτοιο ναό, όποια μέρα γίνει «είναι Πάσχα, η δική του Ανάσταση». Για δε τους Ελληνοκυπρίους Ορθοδόξους Χριστιανούς, ιδιαίτερα τους εκτοπισμένους από τις πατρογονικές τους εστίες, είναι ένα πνευματικό γεγονός μαρτυρίας και πίστεως, που δίνει ελπίδα και θέληση για επιστροφή στον τόπο τους.
Η τελετή για την ολοκλήρωση της πρώτης φάσης συντήρησης της μονής του Αγίου Παντελεήμονα συνέπεσε με την Αναστάσιμη περίοδο, καθώς ήταν η προτελευταία μέρα, που ψαλλόταν το «Χριστός Ανέστη». Ήταν εντυπωσιακό ότι στην τελετή ήταν παρόντες αρκετοί νέοι.
Αυτό που κυρίως ξεχώρισα και θα το θυμάμαι πάντα με άφατη συγκίνηση είναι ότι η τελετή είχε και ένα στοιχείο αυθεντικής ορθόδοξης ευσέβειας και έκφρασης ευχαριστίας προς τον Άγιο Παντελεήμονα. Στον χώρο, που ήταν η Αγία Πρόθεση, είχαν τοποθετηθεί εικόνα του Αγίου και αναμμένα κεριά. Ήταν μια ενέργεια, με την οποία ο πιστός λαός έδειξε ότι αναμένει να τελεστεί Θεία Λειτουργία στο ιστορικό μοναστήρι. Και, αν θέλετε, στέλνει ένα μήνυμα στον οικείο επίσκοπο Κυρήνειας, Χρυσόστομο, ότι τον θέλει να βρίσκεται και να ιερουργεί, οσάκις είναι δυνατόν, στον Άγιο Παντελεήμονα, στον Άγιο Γεώργιο στην Πάνω Κυρήνεια, και όπου αλλού είναι δυνατό.
Δυστυχώς, ο κ. Χρυσόστομος δεν μπορεί να αφουγκραστεί και να συμβαδίσει με το ποίμνιο του. Έτσι, δεν παρέστη στην τελετή στον Άγιο Παντελεήμονα, ο οποίος μέχρι τις αρχές του 1900 ήταν έδρα της Μητροπόλεως. Άλλωστε, δεν είχε δει με συμπάθεια την έναρξη των εργασιών και είχε προσπαθήσει με διάφορα προσχήματα να την ματαιώσει. Επίσης, δεν είχε παραστεί ούτε και όταν παραδόθηκε υποστυλωμένος ο ναός της Παναγίας της Μελανδρίνας. Το χειρότερο αρνείται επίμονα να λειτουργήσει στον Άγιο Γεώργιο Πάνω Κυρήνειας, που τον διαφύλαξε η μακαρίτισσα Αγγελική. Ούτε την μέρα του ετήσιου μνημοσύνου της πηγαίνει να λειτουργήσει για να τιμήσει αυτή την ηρωίδα χριστιανή γυναίκα . Όμως ο πιστός λαός και στο μνημόσυνο πηγαίνει και στο τρισάγιο στο κοιμητήριο της Κυρήνειας.
Ο κ. Χρυσόστομος, αν και θέλει να παρουσιάζεται ως φίλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, έχει αγνοήσει τις προτροπές του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου να λειτουργεί, όπου είναι δυνατόν στην Κερύνεια. Ο Πατριάρχης θα έπρεπε να ήταν το πρότυπο του, ο οποίος με τη σοφή του στάση, την επιμονή του για αγάπη και καταλλαγή υπερβαίνει τα σοβαρά εμπόδια, που υψώνονται και τις αρνητικές συγκυρίες, και κατορθώνει να ακούγεται ο λόγος του Χριστού στις εκκλησιές, που έμειναν στη σιγή για δεκαετίες. Στις εκκλησίες αυτές λειτουργεί ο κ. Βαρθολομαίος και τελεί μνημόσυνα για τους προαπελθόντες ιεράρχες, ιερείς, πατέρες, μητέρες, αδελφούς και αδελφές οι οποίοι είτε ετελειώθησαν μαρτυρικώς είτε ξεριζώθηκαν από τα ιερά και μαρτυρικά χώματα της Μικράς Ασίας, της Καππαδοκίας, του Πόντου. Ας ελπίσουμε, ότι ο μητροπολίτης Κυρήνειας θα κάνει το γενναίο βήμα και θα μεταβεί στην κανονική έδρα της επισκοπής του, όπως κάνουν και άλλοι ιεράρχες της Εκκλησίας Κύπρου.
Τα όσα υποστηρίζω για την άρνηση του Μητροπολίτη Κυρήνειας, Χρυσόστομου, να λειτουργήσει, όπου είναι δυνατόν, στην κατεχόμενη επαρχία του, αποβλέπουν στο να τον κάνουν να αναστοχαστεί για το ΜΕΙΖΟΝ. Και αυτό, κατά την άποψή μου, είναι ότι δεν μπορούν να μένουν αλειτούργητες εκκλησίες και να μην τελούνται μνημόσυνα στα κοιμητήρια της κατεχόμενης γης μας. Πρέπει να γίνει κατανοητό, ότι παρά την συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή, η Κυρήνεια δεν είναι πάλαι ποτέ διαλάμψασα Μητρόπολη και αυτό πρέπει εμπράκτως να το διαφυλάξει ο κ. Χρυσόστομος.
Βεβαίως, μπορεί να αντιτείνει κάποιος ότι δύο –τρεις φορές τον χρόνο τελείται Θεία Λειτουργία στον Άγιο Γεώργιο Πάνω Κερύνειας από κληρικό της Μητρόπολης, πράγμα που σημαίνει ότι αυτός έχει την ευλογία και άδεια του Επισκόπου. Το να έχει πρόβλημα ο κ. Χρυσόστομος να δείξει την ταυτότητα του για να περάσει στα κατεχόμενα είναι κάτι, το οποίο θα έπρεπε να είχε ξεπεράσει. Δεν πρέπει να χάνει το δάσος για το δένδρο, όπως θα λέγαμε, μιλώντας πολιτικά. Το θέμα, χωρίς να παραγνωρίζεται η συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή, είναι, κατά την άποψη που και αυτή κρίνεται, κυρίως θεολογικό και εκκλησιαστικό. Ο Μητροπολίτης πρέπει να βάλει υπεράνω των όποιων ευαισθησιών και αισθημάτων πικρίας το Επισκοπικό του χρέος και να αναμετρηθεί με την αρχιερατική του συνείδηση. Ο κ. Χρυσόστομος, πρόσφυγας από τον Λάρνακα της Λαπήθου, χειροτονήθηκε Επίσκοπος και ενθρονίστηκε Μητροπολίτης στις 10 Δεκεμβρίου 2011. Τα οδοφράγματα είχαν ανοίξει από το 2003. Σε συνθήκες αντίξοες άλλοι Ιεράρχες άρχισαν να πηγαίνουν στα κατεχόμενα και να τελούν την Θεία Λειτουργία. Άραγε αυτοί δεν πονούν για την συνεχιζόμενη κατοχή;
Το σημαντικότερο: Γιατί ο κ. Χρυσόστομος, αφού σκέφτεται διαφορετικά από τους αδελφούς του, που μεταβαίνουν αποκλειστικά για λόγους εκκλησιαστικούς στα κατεχόμενα, έθεσε υποψηφιότητα για την Μητρόπολη Κυρήνειας; Και τί θα κάνει σε περίπτωση λύσης του Κυπριακού, δεδομένου ότι η Κυρήνεια θα υπάγεται στην τουρκοκυπριακή ομόσπονδη πολιτεία; Θα πάει να εγκατασταθεί στην φυσική και κανονική του έδρα ή θα μένει στην Λευκωσία; Αν επιλέξει το δεύτερο, θα πρέπει να παραιτηθεί και να τον διαδεχθεί άλλος, ο οποίος θα εγκατασταθεί στην Κυρήνεια.
Τέλος, σημειώνω ότι μεγάλη ευθύνη έχουν και εκείνα τα μέλη της Ιεράς Συνόδου, τα οποία με την ψήφο τους προέκριναν τον κ. Χρυσόστομο, χωρίς να γνωρίζουν κατά πόσο θα μεταβαίνει στη Κυρήνεια, ενώ υπήρχε υποψήφιος επίσκοπος, οποίος λειτουργούσε και συνεχίζει να το πράττει σε ναούς στα κατεχόμενα, οι οποίοι υπάγονται στην Αρχιεπισκοπική περιφέρεια.