Χαιρετισμός τοῦ Κοσμήτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΕΚΠΑ κ. Ἐμμανουὴλ Καραγεωργούδη στὸ Συνέδριο «Ἡ Ὀρθόδοξη Θεολογία στὸν 21ο αἰώνα. Προκλήσεις καὶ προοπτικές».
Εξοχότατη κ. Πρόεδρε τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας,
Παναγιώτατε,
Μακαριώτατε,
Kύριε Πρύτανη,
“Τα θεμέλιά μου στα βουνά και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους και πάνω τους η μνήμη καίει άκαυτη βάτος,” γράφει ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης, σὲ μιὰ ποιητικὴ πρόταση ποὺ ἀναδύεται ὡς λυρικὴ ἑρμηνεία τῆς ἄρρηκτης σύνδεσης τῆς θεολογίας μὲ τὸν κόσμο καὶ τὶς ρίζες τοῦ λαού, ἐκεῖ ὅπου τὸ θεῖο συναντᾶ τὴν ἱστορικὴ μνήμη καὶ ἡ πνευματικότητα διαμορφώνεται ἀπὸ τὴ συλλογικὴ ἐμπειρία. Ἡ θεολογία, ὅπως ἡ «ἄκαυτη βάτος» τοῦ στίχου, ἀντλεῖ τὸ νόημά της ἀπὸ τὴ διαχρονία, ἀπὸ τὴ φωτιὰ τῆς μνήμης, ποὺ παραμένει ζωντανή, ἀκέραιη καὶ ἀνεξίτηλη στὸν χρόνο. |
Σὲ μία ἐποχὴ ὅπου ἡ ἀνθρώπινη γνώση καὶ οἱ δυνατότητες τοῦ νοῦ ἐπεκτείνονται ραγδαία, ἡ θεολογία καλεῖται νὰ ἀναστοχαστεῖ τὴ μέθοδο καὶ τὴν αὐτοσυνειδησία της. Δὲν ἀρκεῖ πλέον ἡ ἁπλὴ ἐπανάληψη παραδεδομένων θέσεων ἢ ἡ στείρα ἀντιπαράθεση μὲ τὴ νεωτερικότητα. Χρειαζόμαστε τὴ βαθύτερη κατανόηση τῆς ἴδιας τῆς θεολογικῆς γνώσης καὶ τῶν προϋποθέσεών της.
Ἡ θεολογικὴ γνώση δὲν εἶναι στατικὴ συλλογὴ προτάσεων, ἀλλὰ δυναμικὴ διαδικασία ποὺ ἐμπλέκει ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο. Περιλαμβάνει τὴν προσεκτικὴ παρατήρηση τῆς ἐμπειρίας, τὴν κατανόηση τῶν βαθύτερων σχέσεων, τὴν κριτικὴ ἀξιολόγηση καὶ τέλος τὴν ὑπεύθυνη δράση. Αὐτὴ ἡ πορεία δὲν εἶναι γραμμική, ἀλλὰ σπειροειδής, καθὼς κάθε νέα γνώση ὁδηγεῖ σὲ βαθύτερη κατανόηση καὶ νέα ἐρωτήματα.
Ἡ αὐθεντικὴ θεολογικὴ γνώση προϋποθέτει τή μεταμόρφωση τοῦ ὑποκειμένου. Δὲν ἀρκεῖ ἡ διανοητικὴ κατανόηση· ἀπαιτεῖται η ἐσωτερικὴ μεταστροφή, ἡ ἀλλαγὴ ὁρίζοντα ποὺ ἐπιτρέπει τὴν ὑπέρβαση τῶν προκαταλήψεων καὶ τὴν ὑποδοχὴ τῆς ἀλήθειας. Αὐτὴ ἡ μεταστροφὴ εἶναι ταυτόχρονα διανοητική, ἠθικὴ καὶ ἐκκλησιαστική.
Στὸ φῶς αὐτῆς τῆς κατανόησης, τὸ παρὸν Συνέδριο ἐπιχειρεῖ νὰ διερευνήσει τὶς προκλήσεις καὶ τὶς προοπτικὲς τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας στὸν 21ο αἰώνα. Πῶς μπορεῖ ἡ θεολογία νὰ παραμείνει πιστὴ στὴν παράδοσή της καὶ ταυτόχρονα νὰ ἀνταποκριθεῖ δημιουργικὰ στὰ νέα ἐρωτήματα; Πῶς μπορεῖ νὰ συμβάλει στὴν ἀνανέωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ στὸν διάλογο μὲ τὸν σύγχρονο κόσμο;
Ἡ ἀπάντηση σὲ αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα ἀναδύεται μέσα ἀπὸ τὴν ἀδιάσπαστη ἑνότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας καὶ τῆς θεολογικῆς δημιουργίας. Πρόκειται γιὰ μία ζωντανὴ παράδοση ποὺ συνεχῶς ἀνακαινίζεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, διατηρώντας τὴν ταυτότητά της ἀλλὰ καὶ γονιμοποιώντας κάθε νέα ἱστορικὴ στιγμή. Χρειαζόμαστε μία θεολογία ποὺ θὰ εἶναι ταυτόχρονα ἀναστοχαστικὴ καὶ μεθοδική, πιστὴ στὶς πηγές της καὶ ἀνοικτὴ στὸ μέλλον. Μία θεολογία ποὺ θὰ μπορεῖ νὰ διακρίνει τὸ οὐσιῶδες ἀπὸ τὸ ἐπουσιῶδες καὶ νὰ ἀρθρώσει τὴν αἰώνια ἀλήθεια μὲ τρόπο ποὺ θὰ μεταμορφώνει τὴν ὑπαρξιακὴ ἀγωνία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου σὲ θεολογικὴ ἐλπίδα.
Ὑπάρχουν στιγμὲς ποὺ ἡ θεολογικὴ σκέψη καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ διακονία συναντῶνται μὲ τρόπο τόσο ἁρμονικό, ὥστε νὰ θυμίζουν τὴ συμφωνία οὐρανοῦ καὶ γῆς στὴ Θεία Λειτουργία. Μία τέτοια σπάνια σύνθεση ἐνσαρκώνει ἡ προσωπικότητα τῆς Αὐτοῦ Θειοτάτης Παναγιότητος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου. Στὸ πρόσωπό του, ἡ ἀκαδημαϊκὴ ἐμβρίθεια συναντᾶ τὴν ποιμαντικὴ σοφία, ἡ θεολογικὴ διάνοια ἑνώνεται μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἐμπειρία, καὶ ἡ πατερικὴ παράδοση διαλέγεται γόνιμα μὲ τὶς προκλήσεις τῆς σύγχρονης ἐποχῆς.
Ὡς “Πράσινος Πατριάρχης” ἀνέδειξε τὴν οἰκολογικὴ διάσταση τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας πολὺ πρὶν ἡ κλιματικὴ κρίση γίνει παγκόσμια ἀνησυχία. Ὡς θεολόγος τοῦ διαλόγου γεφύρωσε τὸ χάσμα μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσης, χωρὶς νὰ θυσιάσει τὴν Ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία. Ὡς πρωτεύθυνος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας συνέδεσε τὴν πατερικὴ παράδοση μὲ τὶς ἀγωνίες τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου.
Ἡ θεολογικὴ του σκέψη διακρίνεται γιὰ τὴν εὐρύτητα καὶ τὴ δημιουργικότητά της. Εἶναι μία θεολογία ποὺ ἀναπνέει τὸν ἀέρα τῆς οἰκουμένης, ποὺ συνομιλεῖ μὲ τὴν ἐπιστήμη καὶ τὸν πολιτισμό, ποὺ ἀγκαλιάζει τὴν κτίση ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ταυτόχρονα, εἶναι μία θεολογία βαθιὰ ριζωμένη στὴν εὐχαριστιακὴ ἐμπειρία καὶ τὴν ἀσκητικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἡ παρουσία του στὸ συνέδριό μας δὲν εἶναι ἁπλῶς τιμητική· εἶναι προγραμματική. Ὑποδεικνύει τὴν κατεύθυνση μιᾶς θεολογίας ποὺ εἶναι ταυτόχρονα πιστὴ καὶ δημιουργική, παραδοσιακὴ καὶ προφητική, τοπικὴ καὶ οἰκουμενική.
Ἡ ἱεραρχία εἶναι «τάξις ἱερὰ καὶ ἐπιστήμη καὶ ἐνέργεια πρὸς τὸ θεοειδὲς ὡς ἐφικτὸν ἀφομοιουμένη», διακηρύσσει ὁ Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης, ὑπογραμμίζοντας τὴν τριπλὴ διάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακονίας: τὴν εὐταξία ποὺ ἀντανακλᾶ τὴν οὐράνια ἁρμονία, τὴ γνώση ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῶν θείων μυστηρίων, καὶ τὴν πράξη ποὺ μεταμορφώνει τὸν κόσμο. Αὐτὴ ἡ τριπλὴ διάσταση ἀποτυπώνεται μὲ ξεχωριστὸ τρόπο στὴν πρωθιεραρχικὴ διακονία τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἱερωνύμου Β΄. Ὑπάρχει μία θεολογία ποὺ δὲν ἐκφράζεται μόνο μὲ λόγια, ἀλλὰ μὲ τὴ σιωπηλὴ μαρτυρία τῆς διακονίας. Μία θεολογία ποὺ ἀναδύεται ἀπὸ τὴν καθημερινὴ συνάντηση μὲ τὸν πάσχοντα ἄνθρωπο, ἀπὸ τὴν προσεκτικὴ διαφύλαξη τῆς ἱστορικῆς μνήμης, ἀπὸ τὴ διακριτικὴ ἄσκηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακυβέρνησης. Ἡ θεολογικὴ μαρτυρία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου εἶναι σὰν τὸ ψηφιδωτὸ ποὺ συνθέτει τὴν εἰκόνα τῆς Ἐκκλησίας: κάθε ψηφίδα -εἴτε πρόκειται γιὰ τὴν ἀρχαιολογικὴ ἔρευνα, τὴν ἱστορικὴ τεκμηρίωση, τὴν κοινωνικὴ πρόνοια ἢ τὴν ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση- τοποθετεῖται μὲ προσοχὴ καὶ σεβασμό, ὥστε νὰ ἀναδειχθεῖ ἡ ἑνότητα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Εἶναι μία θεολογία ποὺ δὲν ἐξαντλεῖται στὴν ἀκαδημαϊκὴ θεωρία, ἀλλὰ μεταμορφώνεται σὲ ἔργο ἀγάπης καὶ εὐθύνης.
Ἡ παρουσία τῆς Προέδρου τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας κυρίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου στὸ Συνέδριό μας σηματοδοτεῖ τὴ θεσμικὴ συνάντηση Πολιτείας καὶ Ἐκκλησίας. Ὑπενθυμίζει, πρωτίστως, τὴν ἀδιάρρηκτη σχέση μεταξὺ τοῦ θεολογικοῦ στοχασμοῦ καὶ τῶν μεγάλων προκλήσεων τῆς ἐποχῆς μας – τῆς προστασίας τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας, τῆς ἰσότητας, τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς οἰκολογικῆς εὐθύνης. Ἡ ἴδια, ὡς νομικὸς μὲ βαθιὰ ἀνθρωπιστικὴ παιδεία καὶ εὐαισθησία, γνωρίζει ὅτι ὁ διάλογος μεταξὺ θεολογίας καὶ σύγχρονου πολιτισμοῦ δὲν εἶναι πολυτέλεια ἀλλὰ ἀναγκαιότητα γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῶν ὑπαρξιακῶν καὶ ἠθικῶν διλημμάτων ποὺ θέτει ἡ ραγδαία ἐξέλιξη τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς τεχνολογίας.
Τὸ Συνέδριό μας ἀρθρώνεται σὲ ὀκτὼ θεματικοὺς κύκλους, οἱ ὁποῖοι ἀντανακλοῦν τὶς κρίσιμες προκλήσεις ποὺ ἀντιμετωπίζει ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία στὸν 21ο αἰώνα. Ὁ πρῶτος κύκλος, “Ἐκκλησία, Θεολογία, Πανεπιστήμιο, Κοινωνία”, διερευνᾶ τὴ σχέση τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ τὶς κοινωνικὲς προκλήσεις. Δὲν πρόκειται γιὰ ἁπλὴ χαρτογράφηση σχέσεων, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀναζήτηση μιᾶς νέας σύνθεσης μεταξὺ θεωρίας καὶ πράξης.
Ὁ δεύτερος κύκλος, “Ὀρθόδοξη Θεολογία καὶ σύγχρονα θεολογικὰ ρεύματα”, ἐξετάζει τὸν διάλογο τῆς Ὀρθόδοξης παράδοσης μὲ τὰ σύγχρονα φιλοσοφικὰ καὶ θεολογικὰ ρεύματα. Ἐδῶ, ἀναδεικνύεται ἡ δυνατότητα μιᾶς δημιουργικῆς πρόσληψης τῶν σύγχρονων προβληματισμῶν χωρὶς ἀπώλεια τῆς Ὀρθόδοξης ταυτότητας.
Ἰδιαίτερη σημασία ἔχει ὁ τρίτος κύκλος, “Ὀρθόδοξη Θεολογία καὶ Πολιτισμός”, ὅπου διερευνᾶται ἡ σχέση τῆς θεολογίας μὲ τὴν τέχνη, τὴ λογοτεχνία καὶ τὴν παιδεία. Διαφαίνεται ὁ ρόλος τῆς θεολογίας στὴ διαμόρφωση ἑνὸς νέου πολιτισμικοῦ ὁράματος.
Ὁ τέταρτος κύκλος, “Διεπιστημονικὸς Διάλογος”, ἀποτελεῖ, ἴσως, τὴν πιὸ τολμηρὴ πρόκληση: τὴ συνάντηση τῆς θεολογίας μὲ τὶς φυσικὲς ἐπιστῆμες, τὴ βιοτεχνολογία καὶ τὴν τεχνητὴ νοημοσύνη. Δὲν πρόκειται γιὰ διάλογο εὐγενείας, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἀναζήτηση ἀπαντήσεων στὰ κρίσιμα ἠθικὰ διλήμματα τῆς ἐποχῆς μας.
Ὁ πέμπτος κύκλος ἀντιμετωπίζει εὐθέως τὰ “μεγάλα προβλήματα τοῦ 21ου αἰώνα”: τὴν κλιματικὴ κρίση, τὸ προσφυγικό, τὴν οἰκονομικὴ ἀνισότητα. Ἐδῶ ἡ θεολογία καλεῖται νὰ προσφέρει ὄχι μόνον θεωρητικὴ ἀνάλυση ἀλλὰ καὶ προτάσεις γιὰ συγκεκριμένη δράση.
Ὁ ἕκτος κύκλος, “Ἐθνικισμὸς καὶ Ἐκκλησιολογία”, θίγει ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ εὐαίσθητα ζητήματα τῆς σύγχρονης Ὀρθοδοξίας. Ἡ σχέση μεταξὺ ἐκκλησιαστικῆς καὶ ἐθνικῆς ταυτότητας ἐπανεξετάζεται ὑπὸ τὸ φῶς τῆς ἐκκλησιολογικῆς παράδοσης καὶ τῶν σύγχρονων προκλήσεων.
Ὁ ἕβδομος κύκλος ἀφορᾶ τὸν “Διαχριστιανικὸ καὶ Διαθρησκειακὸ Διάλογο”, ἀναδεικνύοντας τὴν οἰκουμενικὴ διάσταση τῆς Ὀρθόδοξης μαρτυρίας. Ἀποτυπώνεται στὸν κύκλο αὐτὸν ἡ πορεία ἑβδομήντα πέντε ἐτῶν οἰκουμενικῆς παρουσίας καὶ διαλόγου.
Τέλος, ὁ ὄγδοος κύκλος, “Ποιμαντικὴ Θεολογία”, ἐπιχειρεῖ νὰ γεφυρώσει τὸ χάσμα μεταξὺ θεωρίας καὶ πράξης, προτείνοντας συγκεκριμένες ἀπαντήσεις στὶς ποιμαντικὲς προκλήσεις τῆς ἐποχῆς μας.
Οἱ θεματικοὶ αὐτοὶ κύκλοι δὲν εἶναι στεγανὰ διαχωρισμένοι, ἀλλὰ συνυφαίνονται σὲ ἕνα ἑνιαῖο ὅραμα γιὰ τὴν ἀνανέωση τῆς Ὀρθόδοξης θεολογικῆς σκέψης. Στόχος μας εἶναι ἡ θεολογία νὰ ἀναδειχθεῖ ὄχι ὡς ἕνα κλειστὸ σύστημα ἀληθειῶν, ἀλλὰ ὡς ζωντανὸς διάλογος μὲ τὸν Θεό, τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν κτίση.
Τὸ Συνέδριο ἐπιδιώκει νὰ διερευνήσει τὶς βαθύτερες δομὲς τῆς θεολογικῆς γνώσης καὶ κατανόησης. Πρόκειται γιὰ μιὰ πολυεπίπεδη προσέγγιση ποὺ ἐπιτρέπει στὴ θεολογία νὰ διατηρεῖ τὴν ἑνότητα θεωρίας καὶ πράξης.
Ἡ θεολογικὴ γνώση ἀναβλύζει μέσα ἀπὸ μία διαδικασία ἐσωτερικῆς μεταμόρφωσης. Στόχος τοῦ Συνεδρίου εἶναι νὰ διερευνήσει πῶς αὐτὴ ἡ μεταμορφωτικὴ διάσταση τῆς θεολογίας μπορεῖ νὰ συμβάλει στὴν ἀντιμετώπιση τῶν σύγχρονων προκλήσεων. Ἡ διανοητικὴ μεταστροφὴ ὁδηγεῖ στὴν ὑπέρβαση τῶν προκαταλήψεων, ἡ ἠθικὴ μεταστροφὴ στὴν ἀνάληψη εὐθύνης, καὶ ἡ πνευματική νήψη στὴν ἀγαπητικὴ αὐτοπαράδοση.
Ἡ θεολογικὴ κατανόηση προϋποθέτει διαρκὴ διαλεκτικὴ μεταξὺ ἐμπειρίας καὶ θεωρίας, παρελθόντος καὶ παρόντος, τοπικοῦ καὶ οἰκουμενικοῦ. Τὸ Συνέδριο στοχεύει στὴν ἀνάδειξη αὐτῆς τῆς διαλεκτικῆς πορείας, ἡ ὁποία ἐπιτρέπει στὴ θεολογία νὰ εἶναι ταυτόχρονα πιστὴ στὶς πηγές της καὶ δημιουργικὰ ἀνοικτὴ στὸ μέλλον.
Ἡ ἀλήθεια πηγάζει μέσα ἀπὸ τὴ σύγκλιση πολλαπλῶν προοπτικῶν καὶ μαρτυριῶν. Τὸ Συνέδριο ἐπιδιώκει νὰ καλλιεργήσει αὐτὴ τὴ σύγκλιση μέσα ἀπὸ τὸν διάλογο μὲ τὶς ἐπιστῆμες, τὸν πολιτισμό, τὶς ἄλλες χριστιανικὲς παραδόσεις καὶ θρησκεῖες. Στόχος δὲν εἶναι ὁ συγκρητισμὸς ἀλλὰ ἡ βαθύτερη κατανόηση τῆς ἀλήθειας μέσα ἀπὸ τὴν πολυφωνία τῆς ἀνθρώπινης ἐμπειρίας.
Ἡ θεολογικὴ γνώση ὁλοκληρώνεται στὴν ἀγάπη καὶ τὴ διακονία. Τὸ Συνέδριο ἐπιδιώκει νὰ καταδείξει πῶς ἡ θεολογικὴ κατανόηση μεταμορφώνεται σὲ πράξη ἀγάπης καὶ εὐθύνης γιὰ τὸν κόσμο. Ἡ θεολογία καλεῖται νὰ συμβάλει στὴν οἰκοδομὴ μιᾶς κοινωνίας δικαιοσύνης καὶ εἰρήνης, στὴ διαφύλαξη τῆς κτίσης, καὶ στὴν προστασία τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας.
Καθὼς ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία διανύει τὴν τρίτη δεκαετία τοῦ 21ου αἰώνα, η διαλεκτικὴ σχέση μεταξὺ θεολογικῆς παράδοσης καὶ σύγχρονης ἀκαδημαϊκῆς ἔρευνας διανοίγει νέες προοπτικές γιὰ τὴ συστηματικὴ ἀνάπτυξη τῆς θεολογικῆς σκέψης. Ὅπως ὁ Μέγας Βασίλειος στὴν Ἑξαήμερο ἀνέδειξε τὴ θεολογικὴ ἑρμηνεία τῆς δημιουργίας καὶ ὁ Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς ἀνίχνευσε τὴν κρυμμένη λογικότητα τοῦ σύμπαντος, ἔτσι καὶ ἐμεῖς σήμερα καλούμαστε νὰ διακρίνουμε τὰ “σημεῖα τῶν καιρῶν” καὶ νὰ νὰ διαμορφώσουμε τὶς ἐπιστημολογικὲς προϋποθέσεις καὶ τὰ μεθοδολογικὰ ἐργαλεῖα γιὰ μία συστηματικὴ θεολογικὴ ἀνάγνωση τῶν σύγχρονων προκλήσεων.
Ἡ θεολογία τοῦ μέλλοντος θὰ εἶναι ἡ δημιουργικὴ οἰκείωση τῆς Πατερικῆς ἐμπειρίας, η σύνθεση ποὺ θὰ ἀναζητᾶ τὸ αἰώνιο πνεῦμα πίσω ἀπὸ τὸ ἱστορικὸ γράμμα. Δὲν πρόκειται γιὰ ἁπλὴ ἐπανάληψη τῶν Πατερικῶν διατυπώσεων, ἀλλὰ γιὰ ζωντανὴ συνέχεια τῆς Πατερικῆς ἐμπειρίας καὶ μαρτυρίας, ἡ ὁποία θὰ ἀπαντᾶ στὰ ἐρωτήματα τῆς ἐποχῆς μας μὲ τὴν ἴδια προφητικὴ τόλμη καὶ πνευματικὴ διάκριση. Θὰ εἶναι μία θεολογία τῆς μεταμόρφωσης – μεταμόρφωσης τοῦ νοός, τῆς καρδίας καὶ τῆς κτίσης. Ὅπως στὸ ὄρος Θαβὼρ τὸ φῶς τῆς θεότητος δὲν κατέλυσε ἀλλὰ μεταμόρφωσε τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἔτσι καὶ ἡ θεολογικὴ σκέψη καλεῖται νὰ μεταμορφώσει, ὄχι νὰ καταλύσει, τὴν ἀνθρώπινη γνώση καὶ ἐμπειρία.
Ἡ θεολογία τοῦ μέλλοντος θὰ εἶναι θεολογία τῆς κοινωνίας – κοινωνίας μὲ τὸν Θεό, μὲ τὸν συνάνθρωπο, μὲ τὴν κτίση. Θὰ εἶναι θεολογία εὐχαριστιακή, ποὺ θὰ ἀναγνωρίζει σὲ κάθε δημιούργημα τὴν παρουσία τοῦ Λόγου καὶ θὰ μεταμορφώνει τὸν κόσμο σὲ προσφορὰ ἀγάπης πρὸς τὸν Δημιουργό.
Ἡ πραγματοποίηση τοῦ Διεθνοῦς Συνεδρίου ἀποτελεῖ καρπὸ μιᾶς εὐρύτατης συνέργειας ὑπὸ τὴν πολυειδὴ στήριξη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Τὸ ἀπόθεμα ἀγάπης καὶ προσφορᾶς τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, τῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ἱδρυμάτων καὶ τῶν χορηγῶν, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀκούραστη ἐργασία τῆς Ὀργανωτικῆς Ἐπιτροπῆς καὶ τῶν ἐθελοντῶν, μετέτρεψε τὸ πολιτιστικὸ κεφάλαιο τῆς θεολογικῆς μας παράδοσης σὲ ἕνα σύγχρονο γεγονὸς διαλόγου καὶ προβληματισμοῦ. Ἰδιαίτερες εὐχαριστίες ὀφείλονται στὸν Πρόεδρο τῆς Βουλῆς τῶν Ἑλλήνων κ. Κωνσταντίνο Τασούλα, στον Πρύτανη τοῦ Ἐθνικοῦ καὶ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Καθηγητὴ κ. Γεράσιμο Σιάσο, καὶ τὸ Συμβούλιο Διοίκησης γιὰ τὴ θερμὴ φιλοξενία τοῦ Συνεδρίου μας στοὺς χώρους εὐθύνης τους, καθὼς καὶ σὲ ὅλους τοὺς διακεκριμένους ὁμιλητὲς ποὺ ἀνταποκρίθηκαν στὸ κάλεσμά μας, συμβάλλοντας στὴ διαμόρφωση ἑνὸς πλούσιου καὶ πολυφωνικοῦ θεολογικοῦ διαλόγου.
Καθὼς ξεκινοῦμε τὶς ἐργασίες τοῦ Συνεδρίου, ἂς θυμηθοῦμε τὰ λόγια τοῦ Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου: “τοῖς κεκαθαρμένοις τῇ καρδίᾳ Θεός ἀεί ἐπιφαίνεται”. Ἡ θεολογικὴ ἀναζήτηση δὲν εἶναι μόνον διανοητικὴ ἄσκηση ἀλλὰ πορεία κάθαρσης καὶ φωτισμοῦ. Εἴθε τὸ Συνέδριό μας νὰ συμβάλει στὴν ἀνάδειξη μιᾶς τέτοιας θεολογίας – θεολογίας τῆς μεταμόρφωσης, τῆς κοινωνίας, τῆς ἐλπίδας καὶ τοῦ φωτός.