«Ἀστράπτει καί λάμπει ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ». Τον λόγο αυτό, από το στιχηρό των Αίνων της Κυριακής της Ορθοδοξίας, απέδωσε η Α.Θ. Παναγιότης ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος στη λαμπρά και πανηγυρική ατμόσφαιρα που επικρατούσε το πρωί του Σαββάτου, 5 Οκτωβρίου, κατά την επίσημη Δοξολογία επί τη υποδοχή Του στην Αυστραλία, η οποία τελέστηκε στον ιστορικό Ιερό Καθεδρικό Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, στην «καρδιά» του Σύδνεϋ. Της Δοξολογίας προηγήθηκε η τέλεση των θυρανοιξίων του άρτι ανακαινισθέντος περικαλλούς Ι. Ναού.
Τόσο το εσωτερικό του Καθεδρικού Ναού, όσο και ο περιβάλλων χώρος και οι παρακείμενες οδοί, είχαν κατακλειστεί από χιλιάδες ευσεβείς χριστιανούς, οι οποίοι έσπευσαν να καλωσορίσουν τον Παναγιώτατο, να καταθέσουν την αγάπη και τον σεβασμό τους και να λάβουν την ευλογία Του. Κατά την άφιξή Του, συνοδεία του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας κ. Μακαρίου, ο Πατριάρχης έγινε αποδέκτης ενθουσιωδών επευφημιών και παρατεταμένων χειροκροτημάτων, ενώ μαθητές και μαθήτριες Τον έραναν με ροδοπέταλα υπό τους ήχους χαρμόσυνων κωδωνοκρουσιών.
Την τελετή προς τιμήν της ιστορικής, αποστολικής επισκέψεως του Προκαθημένου της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην πέμπτη ήπειρο, τίμησαν με την παρουσία τους η Κυβερνήτρια της Νέας Νοτίου Ουαλίας κ. Margaret Beazley, ο Ομοσπονδιακός Πρωθυπουργός της Αυστραλίας κ. Anthony Albanese και ο Υφυπουργός Πολιτισμού της Ελλάδος κ. Ιάσων Φωτήλας, ως εκπρόσωπος της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Από πλευράς της τοπικής Εκκλησίας, τον Σεβασμιώτατο Αρχιεπίσκοπο κ. Μακάριο πλαισίωναν οι Θεοφιλέστατοι Επίσκοποι, μέλη της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου. Παρέστησαν, επίσης, οι Ιεράρχες και Κληρικοί, μέλη της Πατριαρχικής Συνοδείας, ο Ιερός Κλήρος και οι Μοναστικές Αδελφότητες της Νέας Νοτίου Ουαλίας, Πρέσβεις και Πρόξενοι, Αυστραλοί Υπουργοί, Βουλευτές και Γερουσιαστές, Άρχοντες της Μ.τ.Χ.Ε., Καθηγητές της Θεολογικής Σχολής του Αποστόλου Ανδρέου, Πρόεδροι των Ενοριών-Κοινοτήτων και των ευαγών Καθιδρυμάτων, μέλη των Φιλοπτώχων Αδελφοτήτων, Διευθυντές, εκπαιδευτικοί και μαθητές σχολείων, κ.ά..
Τον Παναγιώτατο καλωσόρισε εν εκκλησία ο Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος κ. Μακάριος, ο οποίος στην εισαγωγή της προσφωνήσεως του, δανειζόμενος έναν στίχο από την ακολουθία της Αναστάσεως: «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καὶ γῆ, καὶ τὰ καταχθόνια», σημείωσε χαρακτηριστικά ότι «η χαρά, η ευφροσύνη και η αγαλλίαση των πνευματικών σας τέκνων εδώ στην Ωκεανία, είναι πασχάλια και αναστάσιμη και ο ενθουσιασμός τους παραπέμπει πραγματικά στο κενό μνημείο της Αναστάσεως και στο υπερώο της Πεντηκοστής».
Στη συνέχεια, ο Αρχιεπίσκοπος περιέγραψε συνοπτικά την ιστορική πορεία της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας, μνημονεύοντας έναν προς έναν τους αοιδίμους προκατόχους του και σημειώνοντας ότι από το 2019 κι έκτοτε, προσπάθησε και ο ίδιος να βαδίσει επί των ευλογημένων βημάτων τους, «βημάτων ειρήνης, ενότητος, καταλλαγής, ιάσεως των συντετριμμένων, ανορθώσεως των κατερραγμένων και συναρμόσεως των διεστώτων». Συμπερασματικά δε, εξέφρασε την πεποίθηση πως η εκατόχρονη πορεία της Ι. Αρχιεπισκοπής Αυστραλίας «δικαίωσε την απόφαση του Πατριαρχείου μας να την ιδρύσει, αφού κατά τη διαρρεύσασα εκατονταετία φάνηκε αντάξια των προσδοκιών της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως».
Ο Αρχιεπίσκοπος κ. Μακάριος περιέγραψε, επίσης, τις παρεμβάσεις που εκτελέστηκαν κατά την ανακαίνιση του Ι. Καθεδρικού Ναού του Σύδνεϋ, ενώ εμφανίστηκε αισιόδοξος για το μέλλον της τοπικής Εκκλησίας, υπό την πνευματική πάντοτε σκέπη του Ιερού Κέντρου της Ορθοδοξίας. «Η ιεροκανονική αναφορά της πέμπτης ηπείρου στο ωμοφόριό Σας αποτελεί τη μεγαλύτερη ευλογία και εγκαύχησή μας εν Κυρίω», δήλωσε χαρακτηριστικά απευθυνόμενος στον Οικουμενικό Πατριάρχη, ενώ κατέκλεισε με λόγους από καρδιάς για το σεπτό πρόσωπό Του: «Η Πατριαρχία Του δεν κλείστηκε σε σχέδια ανθρώπινα, δεν περιορίστηκε στην κοινή λογική και δεν προωθήθηκε από φθαρτές δυνάμεις του κόσμου τούτου. Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος έλκεται από μια δύναμη που συνεχώς αυξάνει. Είναι μια ξεχωριστή μορφή με μια ιδιαίτερη αποστολή, κάτι που δεν συμβαίνει συχνά στην ανθρώπινη ιστορία»».
Ακολούθως, απηύθυναν χαιρετισμούς η Κυβερνήτρια ΝΝΟ, κ. Margaret Beazley, και ο Πρωθυπουργός κ. Anthony Albanese, οι οποίοι, αμφότεροι, εξήραν τη συνεισφορά του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας στο Αυστραλιανό Έθνος. Ειδικότερα, ο κ. Albanese ανακοίνωσε την έμπρακτη στήριξη του σχεδίου αναπτύξεως της Ιεράς Αρχιεπισκοπής, το οποίο περιλαμβάνει την πλήρη ανακαίνιση των κεντρικών εγκαταστάσεών της στο Redfern του Σύδνεϋ, συμπεριλαμβανομένης της ανακαινίσεως της Θεολογικής Σχολής του Αποστόλου Ανδρέου και της δημιουργίας Μουσείου του Ελληνισμού της Αυστραλίας. Για τον σκοπό αυτό, η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση της χώρας θα διαθέσει χρηματοδότηση ύψους 25 εκατομμυρίων δολαρίων.
Κατά την αντιφώνησή του, ο Οικουμενικός Πατριάρχης εξέφρασε καταρχάς την πατρική ευαρέσκειά του, διότι «διαπιστούμεν ότι εδώ η Ρωμιοσύνη “ανθεί και φέρει κι άλλο” – κατά την λαϊκήν μούσαν – ώδε και η εκλεκτή εκλογάς του Συνταγματίου του Θρόνου, η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας, πεφιλημένη θυγάτηρ της Μεγάλης Εκκλησίας, την οποίαν ιθύνει και πηδαλιουχεί αξίως και θεοφιλώς ο Ιερώτατος Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας και αγαπητός εν Χριστώ αδελφός και φίλος κ. Μακάριος, και της οποίας τέκνα πολυτίμητα και ηγαπημένα είσθε άπαντες, σεις τα αποδημητικά πτηνά της Ρωμηοσύνης, οι οποίοι εις καιρούς δυστήνους και δυσχειμέρους αφήκατε τη Μητέρα Πατρίδα, με την επιθυμίαν καλυτέρων συνθηκών ζωής, αλλά και με τον νόστον της επιστροφής εις τα μύχια των καρδιών σας».
Στη συνέχεια, έκανε εκτενή αναφορά στην οικουμενική ευθύνη και διακονία της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, ενώ σε άλλο σημείο τόνισε πως Αυτή είναι, εξ αντικειμένου, ο θεματοφύλακας και εγγυητής της δισχλιετούς Παραδόσεως της Εκκλησίας. «Ταύτην την καλήν μαρτυρίαν, την παρακαταθήκην της πίστεως, την αποστολικήν δηλονότι Παράδοσιν», επεσήμανε, «ως εκλεκτή θυγάτηρ του Αποστολικού Οικουμενικού και Πατριαρχικού Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως, διεφύλαξεν η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας από της ιδρύσεώς της έως και σήμερον». Αφού σημείωσε την καθοριστική προς αυτήν την κατεύθυνση συμβολή των αοιδίμων Ποιμεναρχών της πέμπτης ηπείρου, επαίνεσε την ποιμαντορία του νυν Αρχιεπισκόπου, «Μακαρίου του Κρητός, του σεσοφισμένου και εχέφρονος Αρχιερέως, όστις εισοδεύει την Ιεράν Αρχιεπισκοπήν Αυστραλίας εις την δευτέραν εκατονταετίαν αυτής εν χρησταίς ελπίσι και προσδοκίαις μεγάλαις». «Και είναι τω όντι άξιος επαίνων και συγχαρητηρίων ο Ποιμενάρχης σας», υπογράμμισε, «διότι υπείκων τη Αγία του Χριστού Μεγάλή Εκκλησία και τω Πατριάρχη, ήλθεν εδώ εις την μακρινήν πέμπτην ήπειρον το 2019 και από της πρώτης στιγμής της αφίξεώς του έδωκε, κατά το δη λεγόμενον, τα δείγματα της γραφής του, προσκαλών και περικρατών τον λαόν πλησίον της Εκκλησίας και εργαζόμενος αόκνως και ανυστάκτως υπέρ της ενότητος, ήτις διεσπάσθη εις μερικάς περιπτώσεις κατά το παρελθόν, αλλά χάριτι Θεού και δια της υπερπροσπαθείας του Αρχιεπισκόπου όλα βαίνουν προς την αισίαν έκβασιν. Χαιρόμεθα ιδιαιτέρως, διότι η μέριμνα και η φροντίς του Αρχιεπισκόπου σας είναι η “επανεκκλησιοποίησις” και η ανακαίνισις της ζωής της Ιεράς Αρχιεπισκοπής, ήτις δεν περιορίζεται μόνον εις τα έργα υποδομής και ευποιίας, διά τα οποία δικαίως πρέπει να είναι υπερήφανος ο εκλεκτός αδελφός Μακάριος, αλλά κυρίως διότι χάρις εις τας ρηξικελεύθους επιλογάς του και την μακρόπνοον προοπτικήν του έθεσε την Αρχιεπισκοπήν εις νέας και στερράς βάσεις διά να εισέλθη εις την δευτέραν εκατονταετίαν του βίου αυτής με ακόμη μεγαλυτέραν δυναμικήν και περισσότερον ελπιδοφόρους προοπτικάς. Φρονούμεν ότι την δυναμικήν αυτήν δεικνύει εξόχως και η ανακαίνισις και η αγιογράφησις του περικαλλούς Καθεδρικού τούτου Ναού, ήτις αποτελεί μικρογραφίαν της αλλαγής και της ανακαινίσεως που συντελούνται εν τη Ιερά Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας απ᾽ άκρου εις άκρον».
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του, ο Οικουμενικός Πατριάρχης ανέτρεξε με συγκίνηση στην προηγούμενη επίσκεψή του στην πέμπτη ήπειρο, προ τριών σχεδόν δεκαετιών, διακρίνοντας ότι πολλά έκτοτε έχουν αλλάξει, παρά μόνο «η αγάπη και η αφοσίωσις των Ελλήνων της Αυστραλίας εις την Μεγάλην Εκκλησίαν και εις την Μητέρα Πατρίδα, η προσήλωσίς των εις τα ιδεώδη και τας παραδόσεις του Γένους, η νοσταλγία της επιστροφής εις τα άγια χώματα των προγόνων». «Όμως, οι Έλληνες απέκτησαν στερεάς βάσεις εδώ, εις την ευλογημένην γην της Ωκεανίας», παρατήρησε ακολούθως, «και έγιναν σημαντικόν και αναπόσπαστον τμήμα της κοινωνίας, εις τρόπον ώστε είναι παντελώς άτοπον και αδύνατον να ομιλή κανείς περί της συγχρόνου αυστραλιανής πραγματικότητος, χωρίς να αναφερθή διεξοδικώς εις τους Έλληνας Ομογενείς και εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν».