13.1 C
Athens
Κυριακή, 10 Νοεμβρίου, 2024

Θεολογία και φιλοσοφία. Αντίθεση ή σύγκραση;

Με αφορμή τον θάνατο του φιλοσόφου Χρήστου Γιανναρά

Πρεσβυτέρου Ηρακλή Φίλιου

Θεολόγου, Βαλκανιολόγου

Κληρικού της Ιεράς Μητροπόλεως Σταγών & Μετεώρων

Εισαγωγή.

Υπάρχει διάχυτη η άποψη πως η φιλοσοφία και η θεολογία βρίσκονται σε αντίθεση. Ο ισχυρισμός μάλιστα πως είναι εκ διαμέτρου αντίθετες δεν αφήνει κανένα περιθώριο για αναζήτηση όλων εκείνων των στοιχείων που ενδεχομένως να αναδείξουν μία άλλη οπτική και θεώρηση των πραγμάτων. Μάλιστα έχει ειπωθεί πως, για παράδειγμα, ο φιλόσοφος Χρήστος Γιανναράς, ο οποίος έφυγε από την επίγειο ζωή πρόσφατα, υπήρξε καθόλα ένας σπουδαίος φιλόσοφος, κοινωνιολόγος, όχι όμως θεολόγος. Είναι όμως έτσι;

Εξ όψεως, πράγματι, διαφαίνεται πως δεν υπάρχει κάποιος συσχετισμός ανάμεσα στα δύο μεγέθη. Ακόμη και η ερμηνεία των ίδιων των όρων φαίνεται να αποκλείει το ενδεχόμενο να υφίσταται κάποια σχέση ανάμεσα στη θεολογία και στη φιλοσοφία. Είναι άλλο το πεδίο με το οποίο ασχολείται η θεολογία και άλλο εκείνο της φιλοσοφίας [1]. Η φιλοσοφία δείχνει να αποτελεί μία έννοια και μία επιστήμη που δεν σχετίζεται με τον Θεό. Μάλιστα, όσοι ισχυρίζονται κάτι τέτοιο ομολογούν πως η φιλοσοφία αναφέρεται στον στοχασμό και στην λατρεία εθνικών θεών, ενώ η θεολογία αναφέρεται στην πίστη του Τριαδικού Θεού. Επομένως, αυτά τα δύο είναι ασυμβίβαστα μεταξύ τους.

Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Η θεολογία αντιτίθεται στη φιλοσοφία και η δεύτερη στην πρώτη; Υπάρχει κάποιος ανταγωνισμός μεταξύ τους; Μήπως τα σημεία του επιστητού, τόσο της θεολογίας όσο και της φιλοσοφίας αντιμάχονται μεταξύ τους σε μία αέναη διαλεκτική, επιστημονική και υπαρξιακή σύγκρουση; Είναι διαφορετικά τα πεδία που ερευνούν, επιστημονικά, η θεολογία και η φιλοσοφία;

Εύκολα λοιπόν διερωτάται κανείς, αυτό που είχε διερωτηθεί ο Τερτυλλιανός: ‘’Quoi de commun entre Athènes et Jèrusalem?’’ [2]. Δηλαδή, ‘’τί σχέση έχει η Αθήνα με την Ιερουσαλήμ;’’. Στο έργο του ο Τερτυλλιανός κάνει λόγο για δύο εκ διαμέτρου διαφορετικούς χώρους, όπου υφίσταται ένας ισχυρός ανταγωνισμός ανάμεση στην πίστη και στη λογική [3]. Και στις μέρες μας όμως πολλοί, είτε από ημιμάθεια, είτε από άγνοια, είτε από αμάθεια, ισχυρίζονται πως δεν υφίσταται καμία σχέση ανάμεσα στη θεολογία και στη φιλοσοφία, αντιμετωπίζοντας τη φιλοσοφία υποτιμητικά.

Η φιλοσοφία.

Η φιλοσοφία δεν είναι κάτι αφηρημένο. Επίσης, οι φιλόσοφοι δεν είναι αλλοπαρμένοι και περίεργοι άνθρωποι, μήτε προέρχονται από κάποιον άλλο πλανήτη. Ο καθένας μπορεί να αναζητήσει και να φιλοσοφήσει. Εξάλλου, τί σημαίνει φιλοσοφία; Αγαπώ τη σοφία [4]. Δεν την κατέχω, την αναζητώ όμως, την αγαπώ. Η φιλοσοφία σημαίνει την αναζήτηση και όχι την κατοχή ενός πράγματος. Επίσης, η φιλοσοφία δεν είναι αποπαίδι της θεολογίας. Και φυσικά δεν είναι απόβλητη προς την τεκνογονία της αρετής, όπως μας λέει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης [5]. Ως όρος δηλώνει την έλλειψη της γνώσης, την οποία αναζητούμε, αλλά δεν κατέχουμε. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός δίνει έξι ορισμούς για τη φιλοσοφία. Στον έκτο ορισμό σημειώνει πως ‘’φιλοσοφία ἐστί φιλία σοφίας· σοφία δέ ἀληθής ὁ θεός ἐστιν’’ [6]. Αγαπώ την σοφία, μας λέει ο Δαμασκηνός, αλλά συνάμα σημειώνει πως αληθινή σοφία είναι ο Θεός. Έχουμε λοιπόν με τον Δαμασκηνό έναν συσχετισμό της φιλοσοφίας με τη θεολογία και ταυτόχρονα την οριοθέτηση της αληθινής σοφίας, η οποία συγκεντρώνεται στο πρόσωπο του Θεού.

Οι Πατέρες για την φιλοσοφία.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας υπεραμύνονταν της χρήσης της φιλοσοφίας στη διατύπωση του δόγματος και την χαρακτήριζαν με θετικούς χαρακτηρισμούς. ‘’Φιλοσοφία ἐστί τέχνη τεχνῶν καί ἐπιστήμη ἐπιστημῶν. Ἡ γάρ φιλοσοφία ἀρχή ἐστι πάσης τέχνης· δι’ αὐτῆς γάρ πᾶσα τέχνη εὕρηται καί πᾶσα ἐπιστήμη’’ [7]. Κι ο άγιος Γρηγόριος Θεολόγος τί αναφέρει; ‘’Φιλοσόφει μοι περί κόσμου ἢ κόσμων, περί ὕλης, περί ψυχῆς, περί λογικῶν φύσεων βελτιόνων τε καί χειρόνων, περί ἀναστάσεως, κρίσεως, ἀνταποδόσεως, Χριστοῦ παθημάτων’’ [8]. Ο Μ. Βασίλειος όταν γράφει κατά των Σαβελλιανών, του Αρείου και των Ανομοίων [9], δεν επιτίθεται στο γεγονός ότι οι ίδιοι χρησιμοποιούν τη φιλοσοφική σκέψη, αλλά στο ότι προσπαθούν να ερμηνεύσουν το μυστήριο του Θεού, κατεξοχήν μέσα από τα φιλοσοφικά σχήματα, τα οποία και εξωθούν στα άκρα, ελλείψει των αγιοπνευματικών κριτηρίων.

Δεν πρέπει να αγνοούμε πως ο σπερματικός λόγος (η έμφυτη δύναμη του Λόγου του Θεού που ενυπάρχει και ενεργεί σε κάθε άνθρωπο ανεξαιρέτως) [10] είναι εκείνος που επιτρέπει και στους φιλοσόφους να γνωρίσουν τις αλήθειες του Θεού. Γι’ αυτό και ο άγιος Ιουστίνος ο απολογητής και φιλόσοφος καταλήγει αβίαστα στο συμπέρασμα: «ὅσα οὖν παρά πᾶσι καλῶς εἴρηται, ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν ἐστι» [11]. Στους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους υπήρχαν σπερματικές αλήθειες περί του Θεού και της διδασκαλίας του ευαγγελικού λόγου [12]. Είναι θεμιτό να μιλούμε για έναν ‘’χριστιανικό Ελληνισμό’’ [13], όπου ο λόγος και το δόγμα συναντούνται δημιουργικά και συμπληρωματικά, όπου έχουμε μία έλλογη διατύπωση του βιβλικού μηνύματος στην μορφή του δόγματος αλλά και έκφραση της ιστορικότητας της Θείας Οικονομίας [14].

Ο τρόπος των Πατέρων.

Ας μην ξεχνάμε πως οι Πατέρες της Εκκλησίας και ιδίως οι Καππαδόκες Πατέρες (Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος, Γρηγόριος Νύσσης) χρησιμοποίησαν φιλοσοφική γλώσσα για να διατυπώσουν το ορθόδοξο δόγμα και να πολεμήσουν τους αιρετικούς. Το ορθόδοξο δόγμα διατυπώθηκε με όρους που προέρχονταν από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία [15]. Όπως αναφέρει ο π. Γεώργιος Μεταλληνός, η ελληνικότητα περιλαμβάνει στοιχεία, τα οποία ο χριστιανισμός «ενσωμάτωσε στη δική του ύπαρξη, μεταβάλλοντας τα σε θεία ζωή» [16]. Αυτό συνέβη σε επίπεδο μορφολογικό, όχι σε επίπεδο περιεχομένου. Οι φιλοσοφικές έννοιες, ‘’έντυσαν’’ τον θεολογικό λόγο και ανέδειξαν την αλήθεια του. Λέξεις όπως πρόσωπο, υπόσταση, φύση, ουσία, ενέργεια, άτομο, επίνοια, που χρησιμοποιούν ιδίως οι Καππαδόκες Πατέρες στα κείμενα τους, προέρχονται από την αρχαιοελληνική φιλοσοφία. Ο Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας επαινούσε τους Καππαδόκες Πατέρες για το σθένος τους να ‘’καινοτομούν τα ονόματα’’, δίδοντας νέο περιεχόμενο σε αυτά [17].

Καππαδόκες Πατέρες και φιλοσοφία.

Ας έλθουμε τώρα στους Καππαδόκες Πατέρες του 4ου αιώνα και στη θέση τους απέναντι στη φιλοσοφία. Ο Μ. Βασίλειος στο έργο του ‘’Εξαήμερος’’, στο οποίο αναφέρεται στη δημιουργία του κόσμου από τον Θεό, παρουσιάζει μέσα από τους λόγους του με επιστημονικό τρόπο το γεγονός της θεϊκής δημιουργίας, τη στιγμή που θα περίμενε κανείς με αμιγώς θεολογικό τρόπο να αναφερθεί αποκλειστικά στη θεολογική σημασία της δημιουργίας. Μάλιστα, παρουσιάζει τις φιλοσοφικές και επιστημονικές αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων. Ιδιαίτερα στις ομιλίες του Α’ και Β’ χρησιμοποιεί φιλοσοφικό λόγο και σκέψη [18]. Όταν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης απαγόρευσε με διάταγμα του στους χριστιανούς διδασκάλους να διδάσκουν την κλασική φιλολογία, την ρητορική και τη φιλοσοφία [19], ο Μ. Βασίλειος εκφώνησε την ομιλία του ‘’Ὅπως ἄν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων’’, στην οποία συμβουλεύει τους νέους της εποχής του να μελετούν τους αρχαίους συγγραφείς, ρήτορες, ποιητές, φιλοσόφους, ιστορικούς και να παίρνουν από αυτούς κάθε τι πολύτιμο για την ωφέλεια της ψυχής τους [20].

Μην ξεχνάμε πως ο Μ. Βασίλειος είχε φίλους, ρήτορες και φιλοσόφους, στους οποίους μάλιστα απηύθυνε επιστολές, οι οποίες διασώζονται [21]. Γράφει στον φίλο του Ευστάθιο, που υπήρξε εθνικός καθηγητής: ‘’Κατά ένα θαυμαστό τρόπο με ψυχαγώγησες και με παρηγόρησες με τα γράμματά σου, όταν είχα απογοητευθεί πλέον από τους επηρεασμούς της τύχης’’ [22]. Επιστολή απευθύνει και στον φίλο του Μάξιμο φιλόσοφο, ο οποίος ήταν χριστιανός, τον οποίο επαινεί για την αγάπη του προς τον Θεό και τον πλησίον, αλλά και για τον ζήλο του για τη θεία γνώση [23]. Και στον λόγιο Μάξιμο, ο οποίος πρόσφατα είχε προσχωρήσει στον χριστιανισμό, αποκαλώντας τον ‘’φίλτατον τέκνον’’ [24], σημειώνει: ‘’…η ρητορεία έχει χάρη μόνο μέχρι της ακοής. Αντιθέτως η άσκηση της αρετής, διά μεν τον κατέχοντα είναι πολύτιμο απόκτημα, διά δε τους συναντώντας αυτήν γλυκύτατο θέαμα’’ [25].

Κι ο Γρηγόριος ο Θεολόγος χρησιμοποιεί τη φιλοσοφία στη θεολογική του σκέψη. Στον επιτάφιο λόγο του για τον Μ. Βασίλειο γράφει απαντώντας στους χριστιανούς που έλεγαν ότι δεν πρέπει να διαβάζονται τα ελληνικά κείμενα (φιλοσοφία), ώστε να μην αλλοιωθεί η πίστητους: ‘’Νομίζω πως έχει γίνει παραδεκτό απ’ όλους τους συνετούς ανθρώπους ότι η παιδεία είναι το πρώτο από τα αγαθά που έχουμε. Και όχι μόνο η χριστιανική μας παιδεία… Αλλά και η εξωχριστιανική παιδεία, την οποία πολλοί χριστιανοί, έχοντας σχηματίσει λανθασμένη αντίληψη γι’ αυτήν, την περιφρονούν, επειδή, λέγουν, κρύβει δόλιους σκοπούς, είναι επικίνδυνη και απομακρύνει από τον Θεό… Μάλιστα από την εξωχριστιανική παιδεία έχουμε και ωφεληθεί στην ευσέβεια και στη λατρεία του Θεού, γιατί γνωρίσαμε καλά το ανώτερο από το χειρότερο και έχουμε κάνει δύναμη της διδασκαλίας μας τις αδυναμίες εκείνης. Λοιπόν δεν πρέπει να περιφρονούμε την παιδεία, επειδή μία τέτοια περιφρόνηση φαίνεται καλό σε μερικούς. Αντίθετα πρέπει να θεωρούμε αμαθείς και αμόρφωτους τους ανθρώπους που έχουν αυτή την αντίληψη’’ [26].

Όπως έπραξε ο Μ. Βασίλειος στο ζήτημα του Ιουλιανού Παραβάτη, ο οποίος τελευταίος είχε απαγορέψει στους χριστιανούς να διδάσκουν φιλοσοφία, αντέδρασε εντονότατα με τους δύο στηλιτευτικούς λόγους του. ‘’Τίνος τοῦ ἑλληνίζειν εἰσίν οἱ λόγοι;’’, θα ρωτήσει τον Αυτοκράτορα, δηλαδή, ποιος έχει το δικαίωμα να διδάσκει και να μελετά τα αρχαία ελληνικά κείμενα; Για να απαντήσει ο ίδιος: ‘’Δεν είναι δικαίωμα μόνο των οπαδών της αρχαίας θρησκείας η διδασκαλία των ελληνικών’’ [27]. Αν και η Εκκλησία του προσέδωσε το όνομα ‘’θεολόγος’’, στα συγγράμματά του είναι διάχυτη η χρήση της φιλοσοφικής σκέψης. Σε έναν λόγο του, μάλιστα, περί του αγίου Πνεύματος κάνει λόγο για ‘’θεολογικώτερους εκ των Ελλήνων ειδωλολατρών’’ [28]. Τέλος, αναφορικά με τον Γρηγόριο Θεολόγο, ο ίδιος σε ένα θαυμάσιο λόγο του επαινεί τον φίλο του χριστιανό φιλόσοφο Ήρωνα [29] (ο οποίος πριν τη μεταστροφή του στον χριστιανισμό υπήρξε κυνικός φιλόσοφος, και τον οποίο αποκαλεί στο λόγο του ‘’άριστο και τελειότατο των φιλοσόφων’’ [30]. Γράφει λοιπόν τα εξής: ‘’Θα επαινέσω τον φιλόσοφο, αν και είμαι κουρασμένος σωματικώς∙ διότι είναι φιλόσοφος… Διότι η πρέπει να φιλοσοφούμε, κατά την αντίληψη μου, ή να τιμούμε τη φιλοσοφία, εάν δεν θέλουμε να πέσουμε εντελώς έξω από το καλό, ούτε να κατηγορηθούμε δι’ απερισκεψία, αφού έχουμε δημιουργηθεί λογικοί και σπεύδουμε με το λόγο προς τον Λόγο…’’ [31]. Και παρακάτω σημειώνει, αναφερόμενος στις ευεργεσίες της φιλοσοφίας: ‘’Πρώτη δε από τις ευεργεσίες της φιλοσοφίας είναι να επαινούνται τα καλά∙ διότι ο έπαινος προκαλεί ζήλο, ο ζήλος αρετή, η αρετή μακαριότητα, η δε μακαριότης είναι το υψηλότερο από τα επιθυμητά και εκείνο προς το οποίο κατευθύνεται κάθε σπουδαίου κίνηση’’ [32].

Τελευταίος Καππαδόκης Πατέρας ο Γρηγόριος Νύσσης. Ο φιλοσοφικώτερος των δύο άλλων Καππαδοκών Πατέρων [33]. Χαρακτηρίζοντας τη φιλοσοφία ‘’ιατρική της ψυχής’’ [34], θα επηρεαστεί ιδιαίτερα από τον πλατωνικό λόγο [35] και τον Ωριγένη [36]. Ιδιαίτερα στη θεωρία του περί αποκατάστασης των πάντων θα επηρεαστεί από τον Ωριγένη [37]. Ο Νύσσης δεν εγκλωβίζεται στα στενά όρια του δόγματος. Γράφει για εκείνον ο Δρ. Φιλοσοφίας και Θεολογίας Ιωάννης Πλεξίδας: ‘’Η ιδιομορφία, όμως, της σκέψης του Γρηγορίου δεν βρίσκεται στο ότι αντλεί εικόνες και λέξεις από τη φιλοσοφική ορολογία και μεθοδολογία, ώστε να διατυπώσει τις αλήθειες της πίστης και να εμβαθύνει με λογικά επιχειρήματα στη χριστιανική αλήθεια…’’ [38]. Ο Νύσσης, για παράδειγμα, προσεγγίζει το ζήτημα του κακού μέσα από μία γνωσιολογική θεώρηση που είναι αρχαιοελληνική [39]. Θα πει χαρακτηριστικά ο Νύσσης πως ‘’τό γάρ κακόν ἀνυπόστατον, ὅτι ἐκ τοῦ μη ὄντος τήν ὑπόστασιν ἔχει…’’ [40]. Για τους Πατέρες υπάρχει το αγαθό (π.χ. το καλό, το φως) και το μη αγαθό λειτουργεί ως απουσία του αγαθού, ως ‘’αλλοτρίωση του αγαθού’’, όπως θα πει ο Νύσσης [41]. Γι’ αυτό ο Ιωάννης Δαμασκηνός που συγκεφαλαιώνει την σκέψη των προγενέστερων Πατέρων θα γράψει σε διάλογο του με έναν μανιχαίο: ‘’Επομένως, η κακία δεν είναι ον, αλλά στέρηση του όντος και μη ον, και ως στέρηση είναι αντίθετη προς το αγαθό κατά την κατοχή [42].

Κι ο Πλωτίνος;

Είναι τόσα πολλά τα παραδείγματα Πατέρων που επηρεάστηκαν στα συγγράμματά τους από τη θύραθεν παιδεία και φιλοσοφική σκέψη. Ένα άλλο παράδειγμα σύγκρασης της θεολογίας με τη φιλοσοφία συναντούμε στον άγιο Γρηγόριο Παλαμά. Στο έργο του ‘’Κεφάλαια φυσικά, θεολογικά, ηθικά τε και πρακτικά 150’’ προσπαθώντας να παραστήσει εικονικά τις αΐδιες υπαρκτικές σχέσεις των προσώπων της Αγίας Τριάδας (μέσα από το σχήμα νους – λόγος – πνεύμα),  επηρεάζεται από το αυγουστίνειο μοντέλο και συγκεκριμένα από το 15ο κεφάλαιο του ‘’De Trinitate’’ [43] του ιερού Αυγουστίνου. Στο ‘’De Trinitate’’ ο Αυγουστίνος επηρεάζεται με τη σειρά του από τις τριάδες του Πλωτίνου, ο οποίος τελευταίος κάνει λόγο για τρεις υποστάσεις (εν – νους – ψυχή).

Ο Παύλος και ο Πλάτων.

Πώς λοιπόν δεν σχετίζεται η φιλοσοφία με τη θεολογία; Αξίζει να σημειωθεί πως ακριβώς εκεί εντοπίζεται η ευφυΐα των Καππαδοκών Πατέρων· στην πρόσληψη κατά μορφολογικό τρόπο των εννοιών της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας και στην θεολογική μεταποίηση τους. Αυτό συνέβη αφενός μεν για να αντιμετωπίσουν τις αιρέσεις της εποχής τους, οι οποίες ξεπηδούσαν ακριβώς επειδή γινόταν κακή χρήση της φιλοσοφίας στη θεολογία, αφετέρου δε για να αναδειχθεί η οικουμενικότητα του ευαγγελικού λόγου και το άνοιγμα του σε μορφές και σχήματα από άλλες θρησκείες. Τοιουτοτρόπως, έχουμε σύγκραση της θεολογικής και φιλοσοφικής σκέψης σε πολλά ζητήματα. Για παράδειγμα, σε έργο του ο Μ. Βασίλειος, αναφερόμενος στο ζήτημα των ηδονών, συνδέει τον λόγο του αποστόλου Παύλου με εκείνον του Πλάτωνος: ‘’Με μία δε λέξη, αυτός που δεν θέλει να παραχωρηθεί σαν στο βόρβορο μέσα στις ηδονές, πρέπει να περιφρονεί παντελώς το σώμα, ή τόσο μόνο πρέπει να το φροντίζει, όσο λέγει ο Πλάτων [44], να το έχουμε βοηθό στη φιλοσοφημένη ζωή· λέγων σχεδόν παρόμοια με τον Παύλο, ο οποίος συμβουλεύει ότι δεν πρέπει να φροντίζουμε καθόλου για το σώμα σε αφορμή προς επιθυμίες [45]’’ [46].

Πώς φιλοσοφούμε;

Χρησιμοποιούσαν όμως αμιγώς τη φιλοσοφική σκέψη και τον φιλοσοφικό λόγο οι Πατέρες στα θεολογικά τους συγγράμματα; Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος θα αναδείξει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να φιλοσοφούμε· ‘’ἁλιευτικῶς ἀλλ’ οὐκ ἀριστοτελικῶς’’ [47]. Ο τρόπος πρέπει να είναι αλιευτικώς, όχι αμιγώς φιλοσοφικώς [48]. Οι Πατέρες επιλεκτικά ενεργούσαν σχετικά με την φιλοσοφία. Δεν δέχονταν όλα τα σημεία της. Στους φιλοσόφους είχαν προσάψει πολλά αρνητικά. Οι περισσότεροι φιλόσοφοι επιδίδονταν κυρίως στην κομψότητα του λόγου, κάτι που αποτελούσε καύχημα για εκείνους, ενδιαφερόμενοι λιγότερο για την αλήθεια [49]. Μάλιστα ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, σημειώνει: ‘’ποῦ νῦν εἰσιν οἱ τους τρίβωνας ἀναβεβλημένοι καί τό βαθύ γένειον δεικνύντες… οἱ ἔξωθεν φιλόσοφοι, τά κυνικά καθάρματα’’ [50]. Κι ο Μ. Βασίλειος στο έργο του, όπου απευθύνεται στους νέους της εποχής του, απορρίπτει από την κλασική παιδεία παντελώς την περί θεών μυθολογία [51]. Μάλιστα, κι ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ενώ επαινεί, όπως είδαμε τον φιλόσοφο Ήρωνα, δεν διστάζει στον λόγο του να στηλιτεύσει τα αρνητικά της φιλοσοφίας: ‘’Κατάστρεφε μεν και την δεισιδαιμονία των Ελλήνων, όπως και πριν, και την πολύθεο αθεΐα τους και τους παλαιούς θεούς και τους νέους και τους αισχρούς μύθους και τις ακόμη πιο αισχρές θυσίες…’’ [52].

Η φιλοσοφία εις βάρος της θεολογίας.

Κρίνεται απαραίτητο, στο σημείο αυτό, να σταθούμε σε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, το οποίο δείχνει τη λανθασμένη χρήση της φιλοσοφίας στη θεολογία. Ο Άρειος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο (325 μ.Χ.) δεν καταδικάστηκε ως αιρετικός γιατί είχε λιγότερες γνώσεις από τον Μ. Αθανάσιο (δεν υπολειπόταν εξάλλου σε γνωστικό επίπεδο από τον Μ. Αθανάσιο), αλλά επειδή ακριβώς χρησιμοποίησε αμιγώς τη φιλοσοφία στη διατύπωση των θεολογικών θέσεων. Ο Άρειος επειδή προερχόταν από τη σχολή της Αντιόχειας, στην οποία γινόταν ευρεία χρήση της διαλεκτικής του Αριστοτέλη, σύμφωνα με την αριστοτελική θεώρηση περί κατηγοριών ταύτιζε το ‘’ἀγέννητον’’ με το ‘’γένητον’’ και το ‘’γεννητόν’’ με το ‘’γενητόν’’ [53]. Με απλά λόγια ταύτιζε το ‘’γεννᾶσθαι’’ με το ‘’γίγνεσθαι’’. Επομένως, αφού, με βάση το αριστοτελικό σχήμα, ο Υιός γεννάται, άρα και γίνεται, δηλαδή είναι κτίσμα και όχι Θεός. Τι έπραξε λοιπόν ο Άρειος; Εξώθησε στα άκρα το αριστοτελικό σχήμα, και προσέγγισε το μυστήριο του Θεού αμιγώς φιλοσοφικά. Κι επειδή θεώρησε τον Υιό και Λόγο του Θεού ως ‘’τέλειο κτίσμα του Θεού’’ [54], που δεν είχε τη θεότητα, γι’ αυτό και χαρακτηρίστηκε ορθά από τους θεοφόρους Πατέρες ως αιρετικός.

Η έννοια του προσώπου.

Ο όρος ‘’πρόσωπο’’ διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας. Αναζητώντας την ετυμολογία του όρου ‘’πρόσωπο’’ θα διαπιστώσουμε πως πρόκειται για ένα σύνθετο όρο που σημαίνει ‘’τό προς τον ὠπα ὄν’’ [55]. Ο όρος αυτός δεν προέρχεται από την πατερική γραμματεία. Είναι ένας όρος, τον οποίο οι Πατέρες [56] και συγκεκριμένα οι Καππαδόκες Πατέρες [57] δανείστηκαν από την αρχαιοελληνική φιλοσοφία [58] προκειμένου να αναφερθούν στον Πατέρα, στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα.. Κάτι τέτοιο όμως δεν ήταν εύκολο, αν λάβουμε υπόψη μας πως ο Σαβέλλιος χρησιμοποιούσε τον όρο πρόσωπο με την αρχαία ελληνική έννοια του προσωπείου [59]. Αναντίρρητα, η χρήση του όρου ‘’πρόσωπο’’ αποτελεί πραγματική επανάσταση στα θεολογικά γράμματα και πράγματα. Μάλιστα, κατά τον π. Γεώργιο Φλορόφσκυ ‘’η έννοια του προσώπου καθ’ εαυτή υπήρξε πιθανώς η μεγαλύτερη χριστιανική συμβολή στη φιλοσοφία’’ [60]. Έννοια, η οποία βέβαια αποτέλεσε για τη θεολογική σκέψη σημείο αιρετικών αποκλίσεων [61].

Να σημειωθεί πως σε μία γενικότερη αντίληψη και στάση οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν φοβήθηκαν καθόλου τις λέξεις, που προέρχονταν από την αρχαιοελληνική φιλοσοφία και τις οποίες χρησιμοποίησαν στα κείμενά τους. Εξάλλου, η αλήθεια δεν βρίσκεται στις λέξεις, αλλά στα πράγματα [62]. Η φιλοσοφία δεν αποτελούσε απαγορευμένο καρπό για τη θεολογία της Εκκλησίας.

Ο όρος ‘’πρόσωπο’’ προέρχεται από την αρχαία ελληνική τραγωδία [63] και συνδέεται με τον όρο προσωπείο [64]. Ο Τερτυλλιανός [65] στην Δύση ήδη χρησιμοποιεί τον όρο στην τριαδολογία. Υπήρξε ανάγκη στους Πατέρες να εκφραστεί η πίστη στον Τριαδικό Θεό. Επίσης, έπρεπε να αντιμετωπιστούν οι αιρέσεις των πρώτων χριστιανικών χρόνων [66]. Γι’ αυτό και οι Πατέρες άντλησαν από την αρχαιοελληνική φιλοσοφία όρους όπως πρόσωπο, υπόσταση, φύση, ουσία, ενέργεια [67] για να εκφράσουν στη δογματική διδασκαλία την πίστη της Εκκλησίας. Έτσι, αναφέρονται στα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.

Αυτή η καινοτομία ήταν ένα πραγματικά μεγάλο τόλμημα [68] για την εποχή των Πατέρων, δεδομένου του πολιτιστικού περιβάλλοντος τους. Όμως, δεν έγινε σε σύντομο χρόνο, καθότι έπρεπε να αντιμετωπιστεί η καχυποψία ως προς το περιεχόμενο λέξεων από τη θύραθεν παιδεία [69]. Έτσι, χρειάστηκε να δοθεί προσοχή από τους Πατέρες στην μεταποίηση των όρων, ώστε να αποφευχθεί οποιαδήποτε αιρετική απόκλιση μιας και οι όροι όπως ο όρος ‘’πρόσωπο’’ είχε χρησιμοποιηθεί με την έννοια του προσωπείου [70]. Τέλος, να σημειωθεί πως επανάσταση αποτελεί και η ταύτιση των όρων υπόσταση και πρόσωπο από τους Πατέρες και ιδιαίτερα από τον Μ. Βασίλειο [71].

‘’Ἡ Χριστολογία, ὅπως διεμορφώθη τελικά ἀπό τούς Πατέρας, ἀποβλέπει εἰς ἕνα μόνον σκοπόν καθαρά ὑπαρξιακῆς σημασίας: εἰς τό νά δώσει εἰς τόν ἄνθρωπον τήν βεβαιότητα ὅτι τό πρόσωπον, ὄχι ὡς προσωπεῖον καί ‘’πρόσωπον τραγικόν’’ ἀλλά ὡς ὄντως πρόσωπον, δέν εἶναι μία μυθική ἤ νοσταλγική ἀναζήτησις· εἶναι ἱστορική πραγματικότης», σημειώνει ο Μητροπολίτης Γέρων Περγάμου Ιωάννης Ζηζιούλας [72] στο περίφημο του έργο ‘’Από το προσωπεῖον εἰς τό πρόσωπον’’.

Για το τέλος…

Οι Πατέρες της Εκκλησίας εμφορούμενοι ενός ανοιχτού πνεύματος που αγκαλιάζει κάθε τι διαφορετικό και το εγκολπώνει στη θεολογική σκέψη υπό άλλες αφετηρίες και προοπτικές, κατάφεραν να διαλεχτούν με την εποχή τους και με τα φιλοσοφικά σχήματα του εθνικού κόσμου. Σωστά επισημαίνει σχετικώς ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος: ‘’… οι Πατέρες ευρίσκοντο σε ένα διαρκή και σοβαρό διάλογο με την εποχή τους και τα προβλήματά της. Οι Πατέρες γνώριζαν όλα τα φιλοσοφικά ρεύματα των χρόνων τους και κατόρθωναν με μία δημιουργικότητα να τα μεταμορφώσουν σε πολιτισμό. Οι Πατέρες κινήθηκαν στο επίπεδο των ιδεών και των πολιτιστικών ρευμάτων της εποχής τους, τόλμησαν και διαλέχθηκαν με αυτά και συνέβαλαν με τον τρόπο αυτό μεταμορφωτικά στην διαμόρφωση ενός άλλου πολιτισμού της ανθρωπότητας’’ [73].

Υποσημειώσεις:

[1] Βλ. Strauss, L., Jewish Philosophy and the Crisis of Modernity, State University of New York Press, New York 1997, p. 123.

[2] Tertullianus, De praescriptione haereticorum, Picard, Paris 1907, p.17.

[3] Ό.π.

[4] M. Μπακούνιν, Περί της φιλοσοφίας, 1840, ανατύπωση Μόσχα 2000, σσ. 31-34

[5] Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τό Ἆσμα τῶν Ἀσμάτων, GNO VIII.I, σ. 43.21-25: ‘’Ἔστι γάρ τι καί τῆς ἔξω παιδεύσεως πρός συζυγίαν ἡμῶν εἰς τεκνογονίαν ἀρετῆς οὐκ ἀπόβλητον. Καί γάρ ἡ ἠθική τε καί φυσική φιλοσοφία γένοιτο ἄν πότε  τῷ ὑψηλοτέρῳ βίῳ σύζυγός τε καί φίλη καί κοινωνός τῆς ζωῆς’’.

[6] Ιωάννη Δαμασκηνού, Πίναξ σύν θεῷ τῶν φιλοσόφων κεφαλαίων τοῦ Δαμασκηνού, PG 96, 66Α.

[7] Ιωάννη Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, Διαλεκτικά, Κεφάλαια Φιλοσοφικά, Γ’ Περί Φιλοσοφίας, PG 94, σ. 533

[8] Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος θεολογικός πρώτος, Die fünf theologischen Reden, Joseph Barbel Düsseldorf, 1963, σ. 60.15-19.

[9] Βλ. σχετικά Μ. Βασιλείου, Κατά Σαβελλιανών κα Αρείου και Ανομοίων, ΕΠΕ 7.

[10] Ο Ιουστίνος υποστηρίζει την άποψη ότι όλες οι αλήθειες, στις οποίες οδηγήθηκε η προχριστιανική ανθρωπότητα είναι ουσιαστικά προϊόντα της φωτιστικής ενέργειας και παρουσίας του σπερματικού θείου Λόγου που ενεργεί αδιάκριτα σ’ όλους τους ανθρώπους, εφόσον βέβαια δεν συσκοτίζεται από τα πάθη και τις επιθυμίες τους. Έτσι όχι μόνο οι αλήθειες της Π. Διαθήκης, αλλά και οι αλήθειες της ελληνικής αρχαιότητας είναι στενότατα συνδεδεμένες με την αποκαλυπτική παρουσία και επενέργεια του Λόγου. Ενώ όμως στην εποχή της Π. Διαθήκης ο Λόγος ενεργούσε αποκαλυπτικά και άμεσα στους Πατριάρχες και τους Προφήτες ως άσαρκος Λόγος, στην περίοδο της ελληνικής αρχαιότητας ενεργούσε έμμεσα ως σπερματικός λόγος μέσω των διαφόρων φιλοσόφων, ποιητών και συγγραφέων. Γι’ αυτό και όλες οι αλήθειες που διατυπώθηκαν από τους Έλληνες φιλοσόφους, ποιητές και συγγραφείς, επειδή ακριβώς οφείλονται στην επενέργεια του σπερματικού θείου λόγου μπορούν να θεωρηθούν σε τελευταία ανάλυση ως αλήθειες χριστιανικές.

[11] Ιουστίνου, Ἀπολογία Β΄ 13, 1-6, έκδ. Goodspeed. [Κριτική έκδοση]

[12] Βλ. Μάριου Μπέγζου, Διόνυσος και Διονύσιος, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, σειρά: Θρησκειολογία, αρ. 25, Αθήνα 2000, σσ. 115-131, ιδ. σ. 121: ‘’Γενικά γίνεται απολύτως αποδεκτός ο προπαιδευτικός ρόλος της φιλοσοφίας που θεωρείται ως ένα είδος ‘’ευαγγελικής προπαρασκευής’’ συστοιχώντας προς τη θεωρία του ‘’σπερματικού λόγου’’ ή απομακρυνόμενη από αυτήν, για να ακολουθήσει τα ίχνη του βασιλειανού λόγου προς τους νέους, ‘’ὅπως ἄν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων’’, ο οποίος εκλαμβάνεται ως ο ωριμότερος καρπός του πατερικού εκλεκτισμού’’.

[13] Βλ. ενδεικτικά Γ. Φλωρόφσκυ, Πατερικές σπουδές και σύγχρονη θεολογία, μτφρ. Ι. Κουτσουρίδη, Γρηγόριος ο Παλαμάς, 73: τ. 735, 1990, σ. 808.

[14] Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου, Πρόσωπο, Εὐχαριστία καί Βασιλεία τοῦ Θεοῦ σε ὀρθόδοξη καί οἰκουμενική προοπτική, Σύναξις Εὐχαριστίας πρός τιμήν τοῦ Μητροπολίτη Περγάμου Ἰωάννη Δ. Ζηζιούλα, Εκδοτική Δημητριάδος, Βόλος 2016, σσ. 33-58, ιδ. σσ. 41-42.

[15] Βλ. σχετικά Ιω. Δ. Ζηζιούλα, Ἀπό τό προσωπείον εἰς τό πρόσωπον.  Ἡ συμβολή της πατερικῆς θεολογίας εἰς τήν ἔννοιαν τοῦ προσῶπου, Χαριστήρια εἰς τήν μνήμη τοῦ Μητροπολίτου Χαλκηδόνος Μελίτωνος, Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη, 1977.

[16] π. Γεωργίου Μεταλληνού, Χριστιανισμός και ελληνικότητα στη συνάντηση τους, Ελληνορθόδοξη παράδοση, Επιμέλεια εκδόσεως Κωνσταντίνος Ι. Χολέβας, Αθήνα 2003, σ. 63.

[17] Ιω. Δ. Ζηζιούλα, Μαθήματα Χριστιανικής Δογματικής, Μέρος Πρώτο, Πανεπιστημιακές παραδόσεις 1985-1986, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 77.

[18] Μ. Βασιλείου, Εξαήμερος, ΕΠΕ 4, σ. 18.

[19] Π. Χρήστου, Μεγάλου Βασιλείου έργα, ΕΠΕ 1, σ. 23-24.

[20] Μ. Βασιλείου, Προς τους νέους, πως ἄν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων, ΕΠΕ 7, σ. 321: ‘’… καί ποιηταῖς καί λογοποιοῖς καί ῥήτορσι και πᾶσιν ἀνθρώποις ὁμιλητέον, ὅθεν ἄν μέλλῃ προς την τῆς ψυχῆς ἐπιμέλειαν ὠφέλειἀ τις ἔσεσθαι’’.

[21] Μ. Βασιλείου, Ἐπιστολαί Γ΄, ΕΠΕ 3.

[22] Ό.π. 266, Ἐπιστολή 1, σσ. 373-377.

[23] Ό.π. 267, Ἐπιστολή 9, σ. 377.

[24] Ό.π. 269, Ἐπιστολή 277, σ. 387.

[25] Ό.π.

[26] Γρηγόριος ο Θεολόγος,  Επιτάφιος στον Μέγαν Βασίλειον, PG 36, 493-605.

[27] Γρηγορίου Θεολόγου, Στηλιτευτικός, PG 36, 508-509.

[28] Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΛΑ’, ΕΠΕ 4, σ. 203.

[29] Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, αναφερόμενος στα όσα περιφρόνησε ο Ήρων από την κυνική φιλοσοφία, σημειώνει: ‘’Από δε την Κυνική φιλοσοφία περιφρόνησε την αθεΐα, επαίνεσε την απλότητα αυτής και έγινε αυτό που τώρα βλέπετε, σκύλος εναντίον των πραγματικών σκύλων και φιλόσοφος εναντίον των ασόφων και Χριστιανός για όλους’’. Βλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΚΕ΄, ΕΠΕ 3, Σ.261. 

[30] Ό.π. σ. 253.

[31] Ό.π. σ. 251.

[32] Ό.π.

[33] Jaeger Werner, Early Christianity and Greek Paideia, Cambridge, Massachsetts-London, Harvard University Press 1962, p. 92.

[34] Γρηγορίου Νύσσης, Περί παρθενίας, GNO, VIII, σ. 335. 15-16.

[35] Meredith Anthony, Gregory of Nyssa. The early Church Fathers, London and New York, Routledge, Early Christian Studies/Religion 1999.

[36] Quasten Johannes, Patrology, Vol. III, The Golden Age of Greek Patristic Literature From the Council of Nicaea to the Council of Chalcedon, Utrecht/Antwerp, Spectrum Publishers 1960, p. 289.

[37] Βλ. σχετικά Ιωάννου Γρ. Πλεξίδα, Η ανθρωπολογία του κακού. Μια ανάγνωση του Γρηγορίου Νύσσης, Εκδόσεις λογεῖον, Τρίκαλα 20142, 181-191.

[38] Ό.π. σ. 23.

[39] Την ίδια οδό ακολουθεί αιώνες μετά ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός στο έργο του ‘’Κατά Μανιχαίων διάλογος’’. Βλ. σχετικά Ιωάννου Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων διάλογος, Φιλοσοφική και Θεολογική Βιβλιοθήκη, Αριθ. 8, Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 38-39. Επίσης, ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής και ο άγιος Διονύσιος Αρεοπαγίτης στο ζήτημα του κακού, θα πουν ότι το κακό δεν έχει υπόσταση, αλλά παρυπόσταση. Βλ. σχετικά ό.π.

[40] Γρηγορίου Νύσσης, Εἰς τόν Ἐκκλησιαστήν, GNO V, p. 300.21-22, 301. 1-2.

[41] Γρηγορίου Νύσσης, Κατηχητικός Λόγος, PG 45, 37D.

[42] Βλ. σχετικά Ιωάννου Δαμασκηνού, ό.π. σσ. 41-42.

[43] Βλ. Αὐγουστίνου, De Trinitate IX, 4, 4, PL 42, 963. Μ. Παπαθωμόπουλου – Ἰ. Τσαβάρη – G. Rigotti (=Μ. Παπαθωμόπουλου – Ἰ. Τσαβάρη – G. Rigotti, Αὐγουστίνου Περί Τριάδος βιβλία πεντεκαίδεκα ἅπερ ἐκ τῆς Λατίνων διαλέκτου εἰς τήν Ἑλλάδα μετήνεγκε Μάξιμος ὁ Πλανούδης, Εἰσαγωγή, ἑλληνικό καί λατινικό κείμενο, γλωσσάριο, Editio princeps, ἐκδ. Κέντρου ἐκδόσεως ἔργων Ἑλλήνων συγγραφέων, Ἀθῆναι 1995, σ. 520.

[44] Πλάτωνος, Πολιτεία, 411 Α.

[45] Ρωμ. 13, 14· Γαλ. 5,16

[46] Μ. Βασιλείου, Προς τους νέους, πως ἄν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων, ΕΠΕ 7, σ. 349.

[47] Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΚΓ΄, PG35, 1164.

[48] Ανάλογη είναι και η θέση του Μ. Βασιλείου, ο οποίος αναφέρει: ‘’Αυτά λοιπόν που μας βοηθούν προς αυτήν την ζωή λέγουμε ότι πρέπει και να τα αγαπούμε και να τα επιδιώκουμε με όλη μας την δύναμη· αυτά όμως που δεν φθάνουν προς εκείνη την ζωή, να τα περιφρονούμε ως ανάξια λόγου’’. Βλ. σχετικά ό.π. σ. 319.

[49] Γρηγορίου Θεολόγου, Εισαγωγή, ΕΠΕ 3, σ. 14.

[50] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς ἀνδριάντας, PG 49, 173.

[51] Μ. Βασιλείου, Προς τους νέους, πως ἄν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων, ΕΠΕ 7, σ. 23.

[52] Ό.π. σ. 281.

[53] Βλ. ενδεικτικά, Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου, Οὐσία καί ἐνέργειαι τοῦ Θεού κατά τόν Μ. Βασίλειον, Η υπερβατικότητα της θείας ουσίας, σσ. 30 – 31.

[54] Αρείου, Ἐπιστολήν πρός Αλέξανδρον. Επιφανίου, Κατά Αιρέσεων, 69, 7.

[55] Μέγα ετυμολογικόν Λεξικόν, Τόμος Δ’, Αθήνα 2004, σ. 194.  Στις ανθρωπιστικές επιστήμες με τον όρο πρόσωπο δηλώνεται ο άνθρωπος, πρβλ. Θεοδόσης Πελεγρίνη, Λεξικό της Φιλοσοφίας, Αθήνα 2004, σ. 501, αλλά και ως ον με νοημοσύνη και αυτοσυνειδησία που μπορεί να καθορίζει τον εαυτό του ως ον σε σχέση, πρβλ. Λεξικό Τριανταφυλλίδη, πρβλ. Αριστοτέλους, Περί ζώων ιστ. 1,8, σ. 491b, 9, πρβλ. Δ. Δημητράκου, Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Τόμος Θ’, σ. 8056.

[56] Για την εισαγωγή του όρου πρόσωπο στην πατερική γραμματεία βλ. Χρήστου Γιανναρά, Το πρόσωπο και ο έρως, Τέταρτη έκδοση, Εκδόσεις Δομός, σσ. 31-32.

[57] Ιδιαίτερα οι Καππαδόκες Πατέρες (Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος, Γρηγόριος Νύσσης) ανέπτυξαν την τριαδολογία στα κείμενά τους, στα οποία κάνουν ευρεία χρήση του όρου πρόσωπο για να καθορίσουν τις σχέσεις των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος.

[58] Βλ. σχετικά Ιω. Δ. Ζηζιούλα, Ἀπό τό προσωπείον εἰς τό πρόσωπον.  Ἡ συμβολή της πατερικῆς θεολογίας εἰς τήν ἔννοιαν τοῦ προσῶπου, Χαριστήρια εἰς τήν μνήμη τοῦ Μητροπολίτου Χαλκηδόνος Μελίτωνος, Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη, 1977.

[59] Βλ. σχετικά Ιω. Δ. Ζηζιούλα, Ἀπό τό προσωπείον εἰς τό πρόσωπον.  Ἡ συμβολή της πατερικῆς θεολογίας εἰς τήν ἔννοιαν τοῦ προσῶπου, Χαριστήρια εἰς τήν μνήμη τοῦ Μητροπολίτου Χαλκηδόνος Μελίτωνος, Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη, 1977.

[60] π. Γεωργίου Φλορόφσκυ, Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας, εκδ. Άρτος Ζωής, Αθήνα 1989, σ. 154.

[61] Βλ. Chitescu N., The Christology of St. John of Damascus, περιοδικό Εκκλησιαστικός Φάρος, τεύχος ΝΗ’, 1976, σσ. 302-356, μτφ. στα αγγλικά Fr. Alexandru Stan.

[62] Γρηγορίου Παλαμά, Τῷ πάντα καλῷ καγαθώ καί σοφῷ νομοφύλακι Συμεών, Συγγράμματα, τόμος Β΄, επιμέλεια – εισαγωγή Παναγιώτης Χρήστου, κείμενο Νίκος Ματσούκας, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1994, σ. 395-396.

[63] Βλ. Ιω. Δ. Ζηζιούλα, Ἀπό τό προσωπείον εἰς τό πρόσωπον.  Ἡ συμβολή της πατερικῆς θεολογίας εἰς τήν ἔννοιαν τοῦ προσῶπου, Χαριστήρια εἰς τήν μνήμη τοῦ Μητροπολίτου Χαλκηδόνος Μελίτωνος, Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη, 1977, σσ. 290-291.

[64] Στον Αριστοτέλη συναντούμε τη φράση τραγικά πρόσωπα. Πρβλ.  Αριστοτέλους, Περί ζώων ιστ. 31,7, σ. 958, α,17.

[65] Τερτυλλιανού, Adversus Praxeam, 11-12, PL 2, 167cd.

[66] Βλ. Χρήστου Γιανναρά, Το πρόσωπο και ο έρως, Τέταρτη έκδοση, Εκδόσεις Δομός, σ. 31.

[67] Για τη χρήση των όρων στην πατερική γραμματεία βλ. Prestige G.L., God in Patristic thought, London, εκδόσεις S.P.C.K., 1964, σσ. 157-196.

[68] Ζηζιούλα Ιωάννη, Τί ελπίζει η εκκλησία από τη θεολογία;, Περιοδικό Εκκλησιαστικός Κήρυκας, τόμος Ζ’, Λάρνακα 1995, σσ. 173-174: ‘’…γιατί εγώ σήμερα να μη χρησιμοποιήσω μια καινούργια λέξη; Γιατί πρέπει σώνει και καλά τη λέξη αυτή να τη βρω στους Πατέρες;’’.

[69] Για παράδειγμα, είναι γνωστό πως οι Καππαδόκες Πατέρες ταύτισαν τους όρους υπόσταση και πρόσωπο. Ο όρος υπόσταση όμως είναι συνώνυμος με τον όρο ουσία στον Μ. Αθανάσιο. Βλ. Μ. Αθανασίου, PG 26, 1036 B: «Ἡ γάρ ὑπόστασις καί οὐσία ἐστί καί οὐδέν ἄλλο σημαινόμενον ἔχει ἤ αὐτό τό ὄν». Πρβλ. Βασιλ. Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Γ’ Έκδ., Αθήνα, Εκδ. Αστήρ – Παπαδημητρίου, 1970, σ. 193.

[70] A. HARNACK, Dogmengeschichte, I. 18942, σ. 764

[71] Βλ. J.S. Martins, The teaching of the 2nd Ecumenical Council in the Holy Spirit in historical and ecumenical perspective, Rome, Libreria Editrice Vaticana, 1983, σ. 38, σημείωση 18, πρβλ. Γρηγορίου Νύσσης ΕΠΕ 1, σ. 149.

[72] Ιω. Δ. Ζηζιούλα, Ἀπό τό προσωπείον εἰς τό πρόσωπον.  Ἡ συμβολή της πατερικῆς θεολογίας εἰς τήν ἔννοιαν τοῦ προσῶπου, Χαριστήρια εἰς τήν μνήμη τοῦ Μητροπολίτου Χαλκηδόνος Μελίτωνος, Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 308.

[73] Χρυσοστόμου Σαββάτου, Μητροπολίτη Μεσσηνίας, Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ἐκκλησία καί Κοινωνία. Ὁ διάλογος θά ἑνώσει τόν κόσμο καί τήν κοινωνία, Ἔκδοση Ἱερᾶς Μητρόπολης Μεσσηνίας, Καλαμάτα 2017, σ. 294.

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ