Μ. Γ. ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ
Καθηγητής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, Άρχων Προστάτης των Γραμμάτων της Μ.τ.Χ.Ε.
ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΠΑΝΩΤΗΣ (1931 – 2024) ΜΕΓΑΣ ΑΡΧΩΝ ΙΕΡΟΜΝΗΜΩΝ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ: Ο ΠΡΕΣΒΥΓΕΝΗΣ ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΘΡΟΝΟΥ
Μεσούντος του θέρους επλήρωσε το κοινόν χρέος πλήρης ημερών ο πρεσβυγενής Άρχων Μέγας Ιερομνήμων του Οικουμενικού Θρόνου Αριστείδης Πανώτης, αφοσιωμένος Οφφικίλαος, θεολόγος εμβριθής και συγγραφέας περινούστατος. Η κοίμησή του στερεί τα θεολογικά μας γράμματα από κάλαμον οξυγράφον, το δε σώμα των Αρχόντων του Θρόνου από μέλος σεβαστό, καθώς ο εκλιπών υπήρξε πλήρης εμπειριών αλλά και διακονίας προς την Εκκλησία και ιδιαίτερα την Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία.
Σύμφωνα με το βιογραφικό του σημείωμα (βλ. https://panotis.gr/viografiko/), ο αείμνηστος πολυσέβαστος Άρχων γεννήθηκε στην Αθήνα το 1931. Σπούδασε θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πραγματοποίησε στο Παρίσι μεταπτυχιακές σπουδές στην Ιστορία των θρησκευμάτων και ειδικά του Χριστιανισμού, αλλά και για τις Λειτουργικές Τέχνες της Εκκλησίας. Διετέλεσε Καθηγητής στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία, στη μέση εκπαίδευση και στην ανώτερη και στη μέση εκκλησιαστική εκπαίδευση ως λυκειάρχης. Υπήρξε ο αρχισυντάκτης της μεγαλύτερης ορθόδοξης εκδόσεως του 20ού αιώνα, της Θρησκευτικής και Ηθικής Εγκυκλοπαίδειας (1962−1968), με την οποία μορφώνονται οι νεώτερες γενεές των κληρικών και των θεολόγων και ο εκδότης του πανορθοδόξου περιοδικού Ορθόδοξος Παρουσία (1965−1967).
Ο μακαριστός Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας τον κατέστησε στενό σύμβουλό του από το 1964 μέχρι το 1972 και το 1967 τον τίμησε με το οφφίκιο του Μεγάλου Ιερομνήμονα και έτσι σήμερα είναι ο αρχαιότερος των αξιωματούχων του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Με την ίδια τιμή τον περιέβαλε ο διάδοχός του μακαριστός Πατριάρχης Δημήτριος, αλλά και ο νυν Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο οποίος τον τίμησε με το τίτλο του «συγγραφέως» του Οικουμενικού θρόνου.
Ασχολήθηκε με θέματα των σχέσεων των Πατριαρχείων της Παλαιάς και της Νέας Ρώμης και συνέγραψε τον ιστορικό τόμο των Ειρηνοποιών, όπου τα σχετικά με την ιστορική προσέγγιση της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, με την άρση των αμοιβαίων αναθεμάτων και την συνάντηση των δύο προκαθημένων τους. Επίσης μελέτησε τις αρχαίες Εκκλησίες της Ανατολής. Ο πάπας Παύλος Στ΄ τον τίμησε για τη γαλλική έκδοση των Ειρηνοποιών με το παράσημο του ανώτερου Ταξιάρχη Γρηγορίου του Μεγάλου, που αναγνωρίσθηκε με διάταγμα του ελληνικού κράτους.
Ο Αριστείδης Πανώτης υπήρξε εμπειρογνώμων στα εκκλησιαστικά θέματα, στις διορθόδοξες και διεκκλησιαστικές σχέσεις, αλλά και στην ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Από το 1976 είναι τακτικό μέλος Συνοδικών Επιτροπών της και υπήρξε τακτικός συνεργάτης της Εκκλησιαστικής Αληθείας των Αθηνών και επί δεκαετία εκ των ιδρυτικών στελεχών του Ραδιοσταθμού της Εκκλησίας της Ελλάδος. Συνδέθηκε από το 1946 με πρόσωπα και γεγονότα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και συνεργάσθηκε στην εικονογράφηση του νέου πατριαρχικού οίκου, που ως γνωστόν οικοδομήθηκε με την μεγάλη δωρεά του αειμνήστου Άρχοντος Μεγάλου Λογοθέτου Παναγιώτου Αγγελοπούλου και της οικογένειάς του.
Μετά από χίλια χρόνια εισηγήθηκε την αποκατάσταση της παλαιοχριστιανικής τάξεως στη λειτουργία του αγίου Ιακώβου. Για την πολύχρονη, συνεπή και αυτοθυσιαστική εκκλησιαστική διακονία του τιμήθηκε με πολλά παράσημα, από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, Αρχιεπισκοπές και Μητροπόλεις, στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Υπήρξε ευρύτατα γνωστός στην ημεδαπή και την αλλοδαπή, από συμμετοχές του σε συνέδρια, τις μελέτες και τα δημοσιεύματα του στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο, από τις διαλέξεις του και την εν γένει παρουσία του παλαιότερα στη ραδιοφωνία και τηλεόραση της Ε.Ρ.Τ., με δικές του εκπομπές και για τη συμμετοχή του στα σύγχρονα Μ.Μ.Ε.
Ο Άρχων Αριστείδης Πανώτης, λόγω των γνώσεων και της προσφοράς του, υπήρξε από τους πλέον έγκυρους και αξιόπιστους γνώστες των εκκλησιαστικών πραγμάτων και των σχετικών με τη ζωή και την ιστορία της Εκκλησίας, με αντικειμενικές και θαρραλέες θεολογικές και εκκλησιαστικές θέσεις. Έγγαμος και πατέρας τέκνων και εγγονών, ο μακαριστός Άρχων υπήρξε υπόδειγμα εκκλησιαστικής διακονίας λαϊκού μέλους της Εκκλησίας, αλλά και επιστημονικής έρευνας και τεκμηρίωσης της νεότερης και σύγχρονης εκκλησιαστικής ιστορίας μας.
Την πείρα του αυτή, η οποία είχε προέλθει από βιβλιογραφική και αρχειακή μελέτη, αλλά και βιωματική γνώση προσώπων και καταστάσεων, ο αείμνηστος Άρχων την αξιοποίησε στη συγγραφή σημαντικών πονημάτων κατά τα τελευταία χρόνια της μακράς και παραγωγικής ζωής του. Ανάμεσα σε αυτά, ορισμένα από τα οποία εκδόθηκαν με χορηγία και μέριμνα της Αδελφότητας των Οφφικιάλων του Οικουμενικού Πατριαρχείου «Παναγία η Παμμακάριστος», αξίζει να αναφερθεί το πολύτομο έργο του Το Συνοδικόν. Επίτομη ιστορία της εν Ελλάδι Εκκλησίας κυρίως ως κληματίδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου (τόμος 1: Αθήνα 2008 – τόμος 2: Αθήνα 2009 – τόμος Γ΄, τεύχος Α΄: Αθήνα 2018 – τόμος Γ΄, τεύχος Β΄: Αθήνα 2021).
Πρόκειται για έργο πολύτιμο και συνθετικό, για την συγγραφή του οποίου ο μακαριστός Άρχων ανάλωσε μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς του, προσαρμόζοντας την συγγραφική του δράση στο εκάστοτε υλικό του. Αυτό άλλωστε φαίνεται και από την μερική τροποποίηση του τίτλου του έργου, ο οποίος από τον τρίτο τόμο λαμβάνει την εξής μορφή: Το Συνοδικόν ήτοι Επίτομος Ιστορία της εν Ελλάδι Εκκλησίας του ευσεβούς Γένους μας. Το έργο αυτό είχα τη χαρά και τη τιμή να παρουσιάσω εκτενώς σε σειρά εκτενών βιβλιοκρισιών μου (για τον πρώτο τόμο, Εκκλησία 85: 6 (2008), σ. 459-461. Για τον δεύτερο τόμο, Θεολογία 80: 4 (2009), σ. 385-388 – Εκκλησιαστικός Φάρος 81 (2010), σ. 335-336 – Παρνασσός 54 (2012), σ. 395-398. Για το πρώτο μέρος του τρίτου τόμου, Εκκλησιαστικός Φάρος 89 (2018-2019), σ. 362-363 και για το δεύτερο μέρος του ίδιου τόμου, Εκκλησιαστικός Φάρος 90 (2020-2021), σ. 641-644).
Η μελέτη των πολυσέλιδων και περιεκτικών αυτών τόμων, μου έδωσε την ευκαιρία να εκτιμήσω όχι μόνο τις συγγραφικές και κειμενικές αρετές του έργου, αλλά και κυρίως την αξία του για την ιστορική μελέτη των εκκλησιαστικών πραγμάτων μας. Οι τόμοι αυτοί είναι προϊόντα άψογης τυπογραφικής ποιότητας και καλαισθησίας, καθώς κοσμούνται με διάφορες φωτογραφίες κειμηλίων, μνημείων, προσώπων και σημαντικών ή ιστορικών εκκλησιαστικών στιγμών. Ο συγγρ. αναφέρθηκε στις σελίδες τους σε άγνωστες ή ελάχιστα και ελλιπώς γνωστές πτυχές της νεότερης εκκλησιαστικής ιστορίας μας, εκκινώντας πάντα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τον ρόλο του, και εντάσσοντας την ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος στο πλαίσιο της πατριαρχικής εκκλησιαστικής ιστορίας. Χρησιμοποίησε μάλιστα κατά κανόνα εκδομένες πηγές, και σε δευτερογενή χρήση έγγραφα ή αρχειακές πηγές, παραπέμποντας στις εκδόσεις τους στη σχετική βιβλιογραφία, την οποία άριστα γνώριζε και κριτικά προσλάμβανε και χειριζόταν.
Αποτελεί κοινή πλέον παραδοχή ότι ο μακαριστός Άρχων προσέφερε με τα έργα του αυτά τα μέγιστα στην εκκλησιαστική ιστορία και την σχετική ελληνική βιβλιογραφία, καθώς ανέδειξε άγνωστες ή παραθεωρημένες πτυχές, ταυτοχρόνως δε φανέρωσε πόσο η Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως στήριξε το Γένος, την Ορθοδοξία αλλά και τη Ρωμηοσύνη σε κρίσιμες και οριακές στιγμές, χωρίς ωστόσο πάντοτε να απολαμβάνει την αντίστοιχη ευγνωμοσύνη και τον πρέποντα σεβασμό. Τα έργα του πραγματικά αναμόρφωσαν την αντίληψή μας και συμπλήρωσαν ουσιαστικά τις γνώσεις μας για την κρίσιμη και οριακή ιστορική περίοδο που πραγματεύθηκε.
Παραλλήλως αξίζει νομίζω να αναφερθούν δύο ακόμη σχετικά έργα του, τα οποία προήλθαν από την ίδια ερευνητική και συγγραφική δραστηριότητα, και παρεμβλήθηκαν της δημοσίευσης των τεσσάρων τόμων του Συνοδικού. Πρόκειται για την μελέτη του με τίτλο Η πατριαρχική προστασία των ‘Νέων Χωρών’ κατά τη β΄ δεκαετία του 20ού αιώνα (Αθήνα 2014, την οποία είχα την χαρά να παρουσιάσω κριτικά στον Εκκλησιαστικό Φάρο 85-86 (2014-2015), σ. 423-424) και την επίτομη επίσης μελέτη του με τίτλο Δοκίμιο της διορθοδόξου πορείας προς Μεγάλη Σύνοδο (1872 – 2016) (Αθήνα 2017, με κριτική παρουσίαση από τον γράφοντα στον Εκκλησιαστικό Φάρο 87-88 (2016-2017), σ. 334-335).
Στους τόμους αυτούς ο μακαριστός Άρχων ανέδειξε την ουσιαστική και συστηματική πνευματική και ποιμαντική μέριμνα της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας για τις Μητροπόλεις της δικαιοδοσίας του, τις λεγόμενες των «Νέων Χωρών», αλλά και για την οργάνωση και σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Κρήτη (17 – 26 Ιουνίου 2016, στο Κολυμβάρι Χανίων. Και βέβαια η μελέτη τους φανερώνει στον αναγνώστη την σοφία και την εμβρίθεια του συγγραφέα, ο οποίος γνώριζε λεπτομερώς και πλήρως τα σχετικά ζητήματα, και αποτύπωσε στις σελίδες του ιδέες, γνώσεις και βιώματα μιας μεστής και παραγωγικής ζωής.
Ο μακαριστός Άρχων Αριστείδης Πανώτης υπήρξε, πέραν του συγγραφικού έργου του, και ομιλητής γλαφυρός, αφηγητής προικισμένος αλλά και γεφυροποιός όπου χρειαζόταν, καθώς διακόνησε την Εκκλησία παρά τους πόδας τριών Οικουμενικών Πατριαρχών, των μακαριστών Αθηναγόρα Α΄ και Δημητρίου Α΄, και του νυν ευκλεώς οιακοστροφούντος το πηδάλιον της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Παναγιωτάτου Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου. Μπόρεσε έτσι να προσφέρει τις καλές του υπηρεσίες σε κρίσιμες στιγμές και φάσεις, μεριμνώντας πάντοτε για την ενότητα, και προμαχώντας των δικαίων της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως.
Είχα την χαρά και την τιμή να συνδεθώ με τον μακαριστό Άρχοντα, ο οποίος με τιμούσε με τη φιλία και την πατρική στοργή του, αλλά και με τις μακροσκελείς συζητήσεις μας, από τις οποίες πολλά και σημαντικά διδάχθηκα για τη νεότερη και σύγχρονη εκκλησιαστική ιστορία μας. Προικισμένος με μνήμη οξύτατη, ο Άρχων ιστορούσε από μνήμης και για ώρες γεγονότα και δράσεις, καταστάσεις και προβλήματα, λύσεις και σημαίνοντα εκκλησιαστικά πρόσωπα, προσπαθώντας πάντοτε με τον λόγο του να φρονηματίζει και να διδάσκει. Ιδιαιτέρως μάλιστα στους κόλπους της Αδελφότητος των Οφφικιάλων η σεβάσμια παρουσία του ήταν πάντοτε αισθητή και ευεργετική για τους νεωτέρους, καθώς ήταν γνήσιος φορέας του ανόθευτου φαναριώτικου φρονήματος.
Πιστός δια βίου στον Οικουμενικό Θρόνο, γνώστης και κήρυκας των ευεργεσιών της Μεγάλης Εκκλησίας στην Οικουμενική Ορθοδοξία και το Γένος, ευλαβής χριστιανός και ανήσυχος μελετητής, ο μακαριστός Άρχων Αριστείδης Πανώτης κατέλειπε μνήμη ανδρός αγαθού και πιστού. Με την κοίμησή του ο Οικουμενικός Θρόνος στερείται Οφφικιάλου πιστού και προθύμου στις διακονίες, το σώμα των Αρχόντων τον πρεσβυγενή και σοφό Άρχοντά του και τα θεολογικά μας γράμματα έναν από τους πλέον συνεπής, μελίρρυτους και παραγωγικούς διακόνους τους.
Σε όλη τη διάρκεια της μακράς και παραγωγικής ζωής του, ο Άρχων Αριστείδης Πανώτης δίδαξε θεολογικά γράμματα, εκκλησιαστική ιστορία και παράδοση, αλλά και ήθος με την προληπτική του αυστηρότητα, την εμμονή του στην ελληνορθόδοξη παράδοση, την διάθεσή του για προσφορά στην Εκκλησία. Καταγόμενος από μια παραδοσιακή οικογένεια, μετέφερε τα διδάγματα που παρέλαβε στα παιδικά του χρόνια στους πολλούς μαθητές του, και μεταλαμπάδευσε την φλόγα της αγάπης για την πατρίδα, την Εκκλησία και το Γένος.
Άφησε λοιπόν σταθερό και ευδιάκριτο το αποτύπωμά του στην κοινωνία, και κατέλειπε αξιομίμητο παράδειγμα για όλους τους επιγενομένους, αποτελώντας σχεδόν ως την τελευταία πνοή του πιστό τέκνο του Οικουμενικού Θρόνου, ενεργό εργάτη των γραμμάτων, των παραδοσιακών αξιών και της κοινωνικής προσφοράς.
Ολοκλήρωσε την πορεία του, τήρησε την πίστη του και τα πατροπαράδοτα. Ευχόμαστε και προσευχόμαστε ο Κύριος της ζωής και του θανάτου να του αποδώσει τον στέφανον, αναπαύοντάς τον εν σκηναίς δικαίων, αναγνωρίζοντάς του κόπους και μόχθους στις αυλές της Μεγάλης Εκκλησίας Του. Ας είναι αναπαυμένη η ψυχή του και ήσυχη ότι επιτέλεσε στο ακέραιο το χρέος του. Ας είναι και η μνήμη του αιώνια ενώπιον του Δικαιοκρίτη Θεού, όπως αγέραστη και διαρκής θα είναι και στην υπ’ ουρανόν Εκκλησία, ως μαρτυρία καλών έργων, προσφοράς, σθένους, και καλοκαγαθίας. Παραλλήλως δε να αναδείξει άξιους συνεχιστές του έργου του και μιμητές της αφοσιώσεώς του, που ιδίως στις μέρες μας είναι απαραίτητοι και, δυστυχώς, δυσεύρετοι.