Γράφει ο Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου π. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ
«Εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω» (Ιω 7,37)
Με την φράση αυτήν ο ίδιος ο Θεάνθρωπος διανοίγει για χάρη της ανθρωπότητας, πενήντα μέρες μετά την Ανάστασή Του, δρόμο ευθύτατο προς το μέρος Του, υποδεικνύοντάς μας απλά και σταράτα τον μονόδρομο που πρέπει να διέλθουμε για να κατασιγάσουμε την υπαρξιακή μας δίψα, αφού είναι πλέον πραγματικότητα αναμφισβήτητη ότι ο άνθρωπος διψάει κάθε μέρα όλο και περισσότερο.
ΔΙΨΑΕΙ ΓΙΑ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ. Λαχταρά οι σχέσεις με τον συνάνθρωπο να είναι σχέσεις αδελφών, αλλά συνήθως η μοναξιά τον κυριεύει. Μια έρημος αχανής, με ορατότητα μηδέν, περισφίγγει έως ασφυξίας τον καθένα από εμάς κι ας αναπνέουμε τόσο κοντά ο ένας στον άλλον. Ο καθένας ορθώνει τείχη γύρω του και οχυρώνεται μέσα κατάμονος και συχνά αυτοκαταδιωκόμενος. Έχει εύστοχα γραφεί ότι «ποτέ οι στέγες των ανθρώπων δεν ήταν, τόσο κοντά η μια στην άλλη και ποτέ οι καρδιές τους τόσο μακριά» (Μενέλαος Λουντέμης).
ΔΙΨΑΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΙΚΗ ΗΡΕΜΙΑ. Κυρίως στις δικές μας ημέρες ο άνθρωπος κλονίζεται υπαρξιακά. Δεν τα βρίσκει με τον εαυτό του, γιατί, απλούστατα βρίσκεται σε διάσταση με τον Ουρανό. Πλείστες όσες αντικρουόμενες δυνάμεις τον ρίχνουν από την αμφιβολία στη θλίψη, στην απογοήτευση, από εκεί στα ψυχοφάρμακα και ύστερα στα ψυχιατρεία, άρα βιώνει ολοένα τη φρικαλέα γεύση του μηδενός, η οποία τον εξωθεί από τα τιμαλφή της ουσιαστικής ζωής.
ΔΙΨΑΕΙ ΓΙΑ ΥΓΕΙΑ, αγαθό πολυτιμότατο, αλλά που τόσο μας λείπει… Κάθε μέρα γινόμαστε μάρτυρες νέων δραμάτων. Λησμονώντας ο άνθρωπος ότι ο θάνατος δεν σημαίνει την υπαρξιακή ή πνευματική κατάληξή του, τον φοβάται, ενώ «θρηνεί και οδύρεται», απελπιζόμενος. Τρέμει στην ιδέα της φθοράς. Χρησιμοποιώντας μάλιστα την εύκολη μέθοδο τής στρουθοκαμήλου, αρνείται ν’ αποδεχθεί την βεβαιότητα της εξόδου του από το βιολογικό σχήμα του, μη δεχόμενος να κατανοήσει τις ορθόδοξες προοπτικές αυτής της εξόδου.
ΔΙΨΑΕΙ ΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ (έγινε κι αυτή λέξη του συρμού), μα –αλίμονο– ετοιμάζει και πολέμους και πραγματοποιεί αλληλοσπαραγμούς, κατά το αρχαίο (ατυχώς όμως και σύγχρονο) σχιζοφρενικό δόγμα «Si vis pacem, para bellum» [εάν επιθυμείς ειρήνη, προετοίμαζε πόλεμο]. Εξοπλίζεται πυρηνικά, προοδεύοντας έτσι σε επιστημονικές κατακτήσεις, όχι τόσο για ν’ απαλύνει φιλάνθρωπα τον πόνο, που μας κυκλώνει, αλλά κυρίως για να προξενεί ευκολότερα κι ευστοχότερα τον θάνατο. Οπότε, μιαν ανύποπτη μέρα, κάποιο πυρηνικό ατύχημα – σε κάποιο σημείο του πλανήτη (δεν έχει σημασία πού, μια και ο θάνατος δεν γνωρίζει οριοθετήσεις ή πατρίδες) δηλητηριάζει τα πάντα: την περιβάλλουσα φύση και τον άνθρωπο ως αναπόσπαστο μέλος της.
ΔΙΨΑΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ, αλλά η τραγική ειρωνεία είναι ότι αυτός ο ίδιος στις καθημερινές συναναστροφές του αποδεικνύεται τύραννος και καταπιεστής πρώτου μεγέθους. Πώς να θεραπευτεί τον όλον, ενώ το μέρος ασθενεί;
ΔΙΨΑΕΙ ΓΙΑ ΓΝΩΣΗ, γνώση των πάντων. Γυρνά τα μάτια και αναζητά τον εαυτό του, αλλά χάνεται σε λαβύρινθους αχανείς τής ψυχής. Η εγωπάθεια είναι πολύ συχνά τόσο συμπαγής, ώστε συντρίβεται πάνω της. Στρέφει τα μάτια στο Σύμπαν και αγωνίζεται να το ερμηνεύσει, να το κατακτήσει και να το υπερβεί. Ίσως μερικοί και να προσπαθούν να δουν με την χωματένια – αισθητή όρασή τους τον ίδιο τον Θεό, μα συνθλίβονται στο Αδιέξοδο του Απείρου. Οι «τσίμπλες» εμποδίζουν καταστροφικά την απλότητα της εσωτερικής όρασης, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει άμεσα –χωρίς περιστροφές – στην απειρόκαλη θέαση του Θεού.
ΔΙΨΑΕΙ ΓΙΑ ΠΟΛΛΑ, πάρα πολλά…
Ποιο είναι όμως το νερό, το οποίο πράγματι θα τον ξεδιψάσει; Χωρίς άλλο, εκείνο που απεγνωσμένα ζητά είναι το «ύδωρ το ζων» (Ιω 4,11). Ο Χριστός το λέει ξεκάθαρα: «Εάν τις διψά ερχέσθω προς με και πινέτω» (Ιω 7,37). Περί του ιδίου πρόκειται. Εκείνος είναι και η Πηγή και το Νερό. Είναι ξεκάθαρο: «Ος δ’ αν πίη εκ του ύδατος ου εγώ δώσω αυτώ, ου μη διψήση εις τον αιώνα, αλλά το ύδωρ ό δώσω αυτώ, γενήσεται εν αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον» (Ιω 4,14).
Η αποδοχή αυτής της πρόσκλησης – πρόκλησης στοιχειοθετεί σωτηρία. Με τον τρόπο αυτόν γινόμαστε, ή μάλλον ξαναγινόμαστε, φίλοι Του. Τον καθιστούμε Κύριο της ύπαρξής μας κι Εκείνος τότε μεταγγίζει στις αναιμικές φλέβες μας την ίδια τη Ζωή. Ζωή απ’ τη Ζωή, που ο Ίδιος ΕΙΝΑΙ. Τότε σίγουρα ξεδιψάμε, διότι Εκείνος μόνος μάς παρέχει την αυθεντική γνώση του εαυτού μας και του κόσμου, μάς κατακλύζει ελεητικά με την Αγάπη και την στοργή Του. Εντέλει μάς ειρηνεύει. Ο πόνος εξαλείφεται, η θλίψη μεταποιείται σε αγαλλίαση και ηρεμία, η μοναξιά ή το κάθε προσωπικό και κοινωνικό πρόβλημά μας αντιμετωπίζεται ήπια έως και νικηφόρα.
Ο άνθρωπος, ο οποίος έχει την εμπειρία της συνάντησης με το Χριστό, ο θεωμένος πιστός, δεν διψάει πλέον. Είναι πλήρης, διότι έχει δεχθεί μέσα του το «ζωντανό νερό». Ζει στον κόσμο ετούτον, μα ταυτόχρονα είναι πολίτης μιας άλλης πολιτείας, της ουράνιας. Αναπνέει Χριστό και κατέχει τα πάντα. Φέρει μέσα του το Άγιο Πνεύμα, το οποίο, σύμφωνα με την ποιητική έξαρση του Υμνωδού της Πεντηκοστής, «πάντα χορηγεί (…), βρύει προφητείας, ιερέας τελειοί, αγραμμάτους σοφίαν εδίδαξεν, αλιείς θεολόγους ανέδειξεν, όλον συγκροτεί τον θεσμό της Εκκλησίας».
Κλείνοντας αυτές τις εισοδικές σκέψεις μας στο μυστήριο της Πεντηκοστής είναι αναγκαίο να εντείνουμε την προσευχή μας, ώστε Αυτό το Πνεύμα, το τρίτο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, το «ομότιμον, ομοούσιον, και ομόδοξον τω Πατρί και τω Υιώ», να χαριτώνει τον καθένα μας και να μάς θωρακίζει, ούτως ώστε ν’ ανταποκρινόμαστε αποτελεσματικά στη θεία πρόσκληση – πρόκληση για ξεδίψασμα από το «ζωντανό νερό», το Οποίο αντλείται μονάχα μέσ’ από την Εκκλησία.
«Δεύτε λαοί… εορτάσωμεν φαιδρώς… το φως επέστη, του Παρακλήτου, και τον κόσμον εφώτισεν»!