14.4 C
Athens
Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου, 2024

Η “Ηροστράτεια” δοξομανία του Μόσχας Κυρίλλου δυναμιτίζει την Ορθοδοξία

Του πολιού Άρχοντος, καθηγητή Αριστείδη Πανώτη

Η  Ιστορία μας διέσωσε το όνομα του πλέον ματαιόδοξου  εμπρηστή των  αιώνων, του Ηρόστρατου! Αυτός για να πετύχει την «αθανασία» του ονόματός του, πυρπόλησε την νύκτα του 356 π.Χ., ένα των επτά θαυμάτων του αρχαίου κόσμου, τον ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο. Για την χείριστη αυτή εγκληματική πράξη και ενέργεια του τον τιμώρησαν όχι μόνον οι συμπατριώτες του με την εσχάτην των ποινών, αλλά και απαγόρευσαν την κάθε μνεία του ονόματός του από τους μεταγενέστερους ιστορικούς και σεβάστηκαν αυτή την απόφαση με μοναδική εξαίρεση τον μαθητή της ρητορικής Σχολής του Ισοκράτη και περίφημο Αλεξανδρινό ιστοριογράφο Θεόπομπο τον εκ Χίου. Αυτός μόνος χάρη της Ιστορίας, κατ’ εξαίρεση, διέσωσε το γεγονός για να φρονηματίζει ανά τους αιώνες τις συνέπειες της  ασύδοτης δοξομανίας και τον σύνδεσμό του με τον κακουργότερο των εγκληματών που αφάνισε το περικαλλές αριστούργημα, θεωρούμενο ενός των επτά θαυμάτων της ανθρωπότητος! Λέγεται μάλιστα από μερικούς ότι αυτή την τραγική νύκτα που συνέβηκε αυτή η αισχρή και ματαιόδοξη ύβρις του πυρομανούς Ηρόστρατου ήταν η αρχή της καταστροφής του Ιωνικού πολιτισμού.

Κατά στην Ρωσική Επανάσταση του 1917 ο Λένιν και οι στρατευθέντες οπαδοί Μπολσεβίκοι θεώρησαν ένοχη και την Εκκλησία στην κρατούσα τότε στη Ρωσία κοινωνική κακοδαιμονία και εφήρμοσαν απηνή διωγμό της Εκκλησίας από το 1918 μέχρι το 1930.

Η Ιστορία είναι γεμάτη από φαντασμένους οιηματίες που άφησαν στίγμα καταστροφέα λαών και πολιτισμών και βύθισαν  σε ατερμάτιστη  θλίψη  την ανθρωπότητα. Ένας από αυτούς ασφαλώς υπήρξε στα χρόνια μας και ο Χίτλερ που νόμιζε πως θα επιβάλλει στα ελεύθερα έθνη τον φυλετικό   «Ναζισμό» του, όπως έπραξαν το ίδιο και οι μηδενιστές του «Μαρξισμού», με εκατομμύρια  θύματα μοχθηρής εξοντώσεως κληρικών και λαϊκών πιστών. Όμως κατάλαβαν γύρο από το 1930 ότι ο διωγμός με το μαρτυρικό αίμα ποτίζει καλύτερα τις ρίζες της θρησκευτικότητας και το 1934 ο Στάλιν  με τον Μολότωφ βρίσκουν τρόπο επικοινωνίας με τρείς Ρώσους ιεράρχες για κάποιο ιστορικό συμβιβασμό του κρατούντος την εξουσία  καθεστώτος και της διωκόμενης εν Ρωσία Εκκλησίας που  επικεφαλής τότε ήταν ο ελληνομαθής Μόσχας Σέργιος, άλλοτε προϊστάμενος της ρωσικής ενορίας των Αθηνών και δύο ακόμη μητροπολίτες. Στην πραγματικότητα αυτή η «συμφωνία καταλλαγής μεταξύ των άθεων εξουσιαστών  του  Κρεμλίνου με την  τριανδρία των Ιεραρχών» ήταν αντιεκκλησιαστικός εμπαιγμός για να υπάρξει ο Σέργιος νέος πατριάρχης μετά τον Τύχωνα, με την ρητή προϋπόθεση της παραδόσεως την εσωτερική ζωή της Εκκλησίας, για να δρά ποιο αποτελεσματικά κατά της ζωής της Εκκλησίας το αθεϊστικό κράτος. Από τότε η Εκκλησία στην Ρωσία έπεσε στο χέρια των εχθρών της, γιατί οι πολλές Μητροπόλεις της δευθύνονται από πρόσωπα υποδυόμενα τους ιερωμένους ως «ηθοποιοί», πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, προς εμπέδωση των αθεϊστικών θέσεων του σοβιετικού κράτους. Παράδειγμα από την τελευταία «Πανορθόδοξη Διάσκεψη» στη Ρόδο, όπου σε μια κρίση συνειδήσεως ο Λένινγκραν Νικόδημος με κλαυθμούς και δάκρυα απεκάλυψε στον πρόεδρο της Διασκέψεως Χαλκηδόνος Μελίτωνα τις κομματικές πιέσεις του σύντροφου Γεώργιου Καρπώφ για τις παρεμβάσεις των αθεϊστών του Κρεμλίνου στα της Εκκλησίας. Αυτά τα ακούσαμε με κάθε ακρίβεια από το στόμα του γέροντα, ο Ρόδου Σπυρίδων και η ταπεινότητά μου. Φαίνεται ότι τον Σεπτέμβριο του 1978 όταν επισκέφθηκε επίσημα στο Βατικανό τον νέο πάπα Ιωάννη-Παύλο Α΄ παρόμοια του είπε και ευθύς κατέρρευσε δραματικά ενώπιόν του, συμπαρασύροντάς τον, μάλιστα, μετά 33 ημέρες!

Το περιλάλητο Μαρξιστικό «Συνέδριο της Μόσχας» το 1948 είχε σκοπεύσει πώς θα καταστρέψει την Πανορθόδοξο ενότητα οι Ρώσοι:

α) Να αποδείξουν ότι έχουν «αυτοκεφαλία» ήδη από το 1448 και πρό της Αλώσεως, που είναι ιστορικό ψεύδος μη επιβεβαιωμένο από καμμιά σχετική πηγή  επιστημονικά, αλλά σύγχρονη απάτη διεστραμμένων εγκεφάλων μήπως τονώσουν την ανεξαρτησία τους από την Κων/πολη.

β) Είναι απαύγασμα της διεστραμμένης αντιλήψεως  του «Εθνοφυλετισμού» το οποίο θέλει να επιβάλει στην κατ’ Ανατολάς Εκκλησία το μύθευμα  ότι ο δυτικός Χριστιανισμός  μάχεται τον «Ορθόδοξον  Ρωσικόν πολιτισμόν». Αυτόν τον ύφαναν ευρωπαίοι καλλιτέχνες στους οποίους μαθήτευσαν Ρώσοι, όπως και ο Μ. Πέτρος. 

γ) Αυτό το δήθεν «Πανορθόδοξο Συνέδριο» που στην πραγματικότητα συγκάλεσε το 1948 το καθεστώς του Κρεμλίνο απεκάλυψε την αιρετική «Εκκλησιολογία» των Μαρξιστών που ανέλαβαν την εσωτερική ζωή της  Εκκλησίας στη Ρωσία μετά το 1943.

Οι σκοπεύσεις αυτές των σοβιετικών αθεϊστών κατά της Εκκλησίας έχουν και βιβλιογραφία. Την απέκτησα όταν μετεκπαιδευόμουν στο Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου των Παρισίων (1956-1958). Τότε κυκλοφόρησαν γαλλιστί και τα πλαστά πρακτικά του δήθεν Πανορθοδόξου Συνεδρίου της Μόσχας στο Παρίσι, που μόλις τα διάβασαν οι Ευρωπαίοι κατάλαβαν την επιθετικότητά των σοβιετικών και στα των Εκκλησιών και  γι’ αυτό διέκοψαν κάθε επικοινωνία μαζί τους και δεν εδέχοντο αντιπροσώπους του Πατριαρχείου Μόσχας ακόμη και  ούτε στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών στη Γενεύη και σε άλλες διεθνείς Οργανώσεις και ξέρω καλά ότι μετά χρόνια επενέβη ο πατριάρχης Αθηναγόρας και με πολλή προσοχή τους δέχθηκαν. Ο Θυατείρων Γερμανός που  συμμετείχε ως εκπρόσωπος του Φαναρίου προ πολλών ετών μου δώρισε το εκδοθέν φωτογραφικό λεύκωμα εκείνης της δόλιας «Συνάξεως της Μόσχας» και ξέρω και εξ «αυτοψίας» σχεδόν τα γεγονότα  της κομμουνιστικής αυτής πρωτοβουλίας. Μετά το ψευτοσυνέδριο αυτό, ο ελεύθερος κόσμος της Δύσεως κατάλαβε τι ήταν στην πραγματικότητα ο «συμβιβασμός» Κράτους και Εκκλησίας στο σοβιετικό σατραπισμό. Αυτός  έφθασε το 1985  στα πρόθυρα της αυτοκαταστροφής μετά μία εξηκονταετία εφαρμογής του (1924-1985) και για να  αποφευχθεί η κατάρρευσή του επιβλήθηκε η Περεστρόϊκα, η ανασυγκρότηση την δεκαετία του 1990, μήπως τερματιστεί η οικονομική στασιμότητα και καχεξία  του λεγόμενου  «Υπαρκτού Σοσιαλισμού». Όμως και αυτή απέτυχε και εμφανίστηκαν και πάλι οι παλαιοί πολέμαρχοι που έστησαν ένα νέο τυχοδιωκτικό καθεστώς στο  Ρωσικό λαό. Αυτό   διεκδικεί όλα τα εδάφη των  γειτονικών λαών που κάποτε ζήτησαν την προστασία του Τσάρου. Το σημερινό ολοκληρωτικό καθεστώς της Ρωσίας κατασκεύασε το εφαλτήριο ερέθισμα που προκάλεσε διέγερση της κατακτητικής μανίας της κάποτε ορδής των Σλάβων και με πρόφαση τον κίνδυνο απειλής «της ρωσικής ιστορίας και παραδόσεως» διεξάγει ολοκληρωτικό και  εξοντωτικό πόλεμο καταστροφής με τις ευλογίες του Βλαδίμηρου Γκουντιάγιεφ. Γι’ αυτόν «η φωνή αίματος του αδελφού του» βοά εκ της γης προς Κύριον τον Θεόν εξήλθεν από προσώπου του Θεού και είναι» (Γένεσις δ΄. 10-16.) επικατάρατος…». Αυτός καταστρέφει την Πανορθόδοξη ενότητα της Εκκλησίας μας δεδομένου ότι είναι  ο νέος πυρομανής Ηρόδοτος της σύγχρονης Εκκλησιαστικής Ιστορίας.

Ο ίδιος ο Χριστός όταν προκαλείται αποφασιστικά να απαντήσει «ποίος είναι στην πραγματικότητα»; τότε θα απαντήσει ο Πέτρος και γίνεται ο εκφραστής της ομοφωνίας των Αποστόλων, που δείχνει πώς εκφράστηκε η ομόθυμη έκφραση στα πλαίσια της «συνοδικότητας» ότι: «σύ εἶ ὁ Χριστός ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος» (Μαρκ. η΄ 29) απόφανση που το πνεύμα της αποτυπώθηκε στον 34ον Ἀποστολικὸ κανόνα (Περιοδικό Θεολογία, τόμ. 80, 2009, σ. 41).

Η τσαρική διπλωματία μετά τον «Κριμαϊκό Πόλεμο» (1853-1856) υιοθετεί το 1860  την κακοδοξία του «Εθνοφυλετισμού» για να ελέγχει διπλωματικά διά των κρατικών αρχών τις τοπικές Εκκλησίες στην Ανατολική Ευρώπη, είτε εξαγοράζοντας συνειδήσεις κληρικών, είτε παρεμβαίνοντας, ως αριθμητικά η μεγίστη στην Ορθοδοξία, συμπλέουσα με τα κοσμικά συμφέροντα των εκάστοτε κυριάρχων του Κρεμλίνου. Αυτή την κακοδοξία η Μεγάλη Σύνοδος του 1872 καταδίκασε ως «Εθνοφυλετισμό», δηλ. ως διαιρετική μέθοδο του κρατισμού, προκειμένου να διασπάσει και διαιρέσει την ενότητα της Εκκλησίας του Χριστού για να αυξήσει τον χώρο επιρροής των κοσμικών συμφερόντων του. Η απόφαση αυτή  συνετέλεσε ώστε η περιώνυμη «Βουλγαρική Εξαρχία» να παραμείνει «ακοινώνητη» για ογδόντα τέσσερα (84) χρόνια με τα λοιπά πρεσβυγενή Πατριαρχεία και η τσαρική διπλωματία ενεπλάκη στον εκμαυλισμό στην διαιρετική αίρεση των «αραβοφώνων» Αντιοχειανών, ώστε να στραφούν κατά των ελληνικών μορφωτικών καταβολών τους και ιδίως κατά της μέριμνας του Οικουμενικού Θρόνου ως απόλυτα «ισοδύναμου» με την Πέτρεια ευθύνη του «δευτερεύοντος» εκκλησιαστικού κέντρου προς προστασία της ενότητος της Εκκλησίας στην Ανατολή.

Μετά την πτώση το 1917 του Τσαρισμού ο τότε επαναστατικός οίστρος των Μπολσεβίκων στράφηκε κατά της  «Αυτοκρατορικής» Εκκλησίας και σε μισό αιώνα διωγμού τον 20ο αιώνα είναι αμέτρητα τα θύματα των μυριάδων Ρώσων  νεομαρτύρων.   

Κατά την εισβολή των Ναζί στην Ανατολική Ρωσία τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι διωκόμενοι ορθόδοξοι τους θεωρούν «ελευθερωτές» από το στυγνό καθεστώς των προλεταρίων. Όταν όμως αυτοί φθάνουν στα πρόθυρα του Λένινγκραντ και της  Μόσχας τότε το σοβιετικό καθεστώς αλλάζει τακτική και   επικαλείται τον πατριωτισμό του πιστού λαού. Το δε 1943 ο Στάλιν με τον Μολότωφ συναντούν σιωπηρά τους ιεράρχες των δύο πόλεων Αλέξιο και Νικόλαο για να ομαλοποιηθούν οι σχέσεις του κράτους με την Εκκλησία και συμφωνείται με ανταλλάγματα ο  λεγόμενος «Ιστορικός Συμβιβασμός». Πρώτη προϋπόθεση ήταν η αναγνώριση του κρατούντος καθεστώτος  και δεύτερον ως εχέγγυο της νομιμοφροσύνης προς το καθεστώς ήταν  η πλήρης παράδοση της Εκκλησίας στις μυστικές υπηρεσίες του Κρεμλίνου, όπως γινόταν και επί του τσαρισμού. Έτσι επιτράπηκε στις 8 Σεπτεμβρίου 1943 η εκλογή ως Πατριάρχη του τοποτηρητή Σέργιου Στραγκορόντσκη, ο οποίος ήταν  από το  1894 μέχρι το 1899 εφημέριος στη Ρωσική Πρεσβεία στην Αθήνα και έμαθε τα ελληνικά. Ο πλήρης έλεγχος της ζωής της  Εκκλησίας της Ρωσίας ανατέθηκε τον στενό φίλο του Στάλιν Αλέξιον Σιμάνσκυ, που ανέλαβε τα εσωτερικά ζητήματα της Εκκλησίας το 1944 και μετά την εκδημία του Σεργίου τον διεδέχθη στην πατριαρχία, ο δε Νικόλαος Γιαρούσεβιτς ήταν αξιωματούχος της KGB και κρίθηκε πλέον ακατάλληλος για τις Διορθόδοξες σχέσεις και από το 1945 επιστατούσε  στις διεθνείς σχέσεις μέχρι το 1960, που άρχισαν τότε να αναπτύσσονται μετά επίσκεψη του Αλεξίου Α΄ στο Φανάρι, στάλθηκε να «εφησυχάσει»  (ναπακόϊ) κατά το επικρατούν εκεί σύστημα παροπλισμού των Ιεραρχών!  Μετά το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Εκκλησία στη Ρωσία είναι πάλι πολιτικοποιημένη, όπως επί τσάρων. Έτσι απώλεσε και πάλι την εκκλησιαστικότητά της ακόμη και την  αξιοπιστία της και το γνήσιο πλήρωμά της κατέφυγε στις μονές και στα δάση ως η «Εκκλησία των Κατακομβών» με διάφορες αντικανονικές μορφές και υπό τον συνεχή διωγμό, ενώ η διοίκησή της είχε ταυτιστεί με την σοβιετική εξουσία μέσα στο «Σιδηρούν Παραπέτασμα». Και όπου απλώθηκε την περίοδο του «Ψυχρού Πολέμου» ο Ερυθρός Στρατός εγκαταστάθηκαν κυβερνήσεις ιδεολογικής συγγένειας με την Μόσχα και εκεί  εγκλώβισαν τις Ορθόδοξες Εκκλησίες στην επικράτηση του υπαρκτού σοσιαλισμού, αφού αντικατέστησαν τους Προκαθημένους και στις καθέδρες του εγκατέστησαν φιλικά προσκείμενους στην ιδεοληψία του Κρεμλίνου, όπως έγινε  στην Σερβία, στην Ρουμανία, στην Πολωνία, στην Τσεχία και στην Γεωργία.

Το 1947 ο Μόσχας Αλέξιος εξέρχεται σε περιοδεία στη Μέση Ανατολή και επιδιώκει να προσεταιριστεί με χορηγίες τους Προκαθημένους τους. Τον επόμενο χρόνο τον Ιούλιο του 1948 διοργανώνει στη Μόσχα ένα δήθεν εορτασμό για τα 500 χρόνια της αμάρτυρης ιστορικά και κανονικά δήθεν «Ανεξαρτησίας» (γράφε αυτοκεφαλίας) της εν Ρωσία Εκκλησίας προ της Αλώσεως του 1453. Αυτά αν συνέβαιναν δεν θα γραφόταν το πολυπαθές μαρτύριο στη Ρωσία του Μαξίμου του Γραικού από τον Μόσχας Δανιήλ στο πρώτο μισό του 16ου  αιώνα.

Η  σύναξη αυτή ήταν η πρώτη Μοσχόβια προσπάθεια αμφισβητήσεως των κανονικών δικαιωμάτων  και ιστορικών προνομίων της Μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Όμως όλες οι Εκκλησίες εκτός του «Παραπετάσματος» αντιδρούν.

Τότε ο μόνος επιζών του πολέμου Κύπριος Ιεράρχης από Πάφου αρχιεπίσκοπος Λεόντιος, που σπούδασε Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετά στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και στη Θεολογική Ακαδημία της Νέας Υόρκης, απηύθυνε προς τον συγκαλέσαντα, τον Μόσχας Αλέξιο Α΄ το καυστικό ερώτημα: «Μακαριώτατε, εν ποία εξουσία ταύτα ποιείς;».

Και το «Συνέδριο» αποδείχθηκε από τα πορίσματα που διατύπωσε για «το καπιταλιστικό θρησκευτικό κατεστημένο της Δύσεως», ότι προκάλεσε ρήγμα «ακοινωνησίας» με την Χριστιανοσύνη του ελεύθερου κόσμου και προς παραπλάνηση  το καθεστώς συνέστησε και την «Κίνηση για την Ειρήνη», που έδρασε κυρίως ως διαθρησκειακός κράχτης στον φιλοσοβιετικό χώρο!  Αυτή η αθεϊστική πρόκληση ξύπνησε τις κυβερνήσεις των ελεύθερων χωρών και απομόνωσαν την Εθνοφυλετική Εκκλησία της Μόσχας από φιλανθρωπικά δρώμενα του Π. Σ. Εκκλησιών, αναγκάζοντάς την να επικοινωνήσει τον Δεκέμβριο 1960 με το Φανάρι και να ζητήσει την συμπαράσταση του πατριάρχη Αθηναγόρα στην επίλυση του προβλήματος της επικοινωνίας με την  Γενεύη.

Εξ αυτού και άνοιξε το 1961 η περίοδος των Διορθοδόξων συναντήσεων για να τονιστεί η ανάγκη της ενότητος των Ορθοδόξων Εκκλησιών και με την σύγκληση στη Ρόδο της «Α΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως» από την 20η Σεπτεμβρίου μέχρι την 1η Οκτωβρίου 1961, μετά από κανονική πρόσκληση του αρχιεπισκόπου Κων/πόλεως Αθηναγόρα προς διαμόρφωση «Καταλόγου θεμάτων» προς μελέτη και επίλυση υπό μελλοντικής Προσυνόδου.

Συμμετείχαν δεκατρείς (13) τοπικές Ορθόδοξες Εκκλησίες: Οι της Κων/πόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων, Μόσχας, Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Ελλάδος, Πολωνίας, Γεωργίας, Φιλλανδίας και Τσεχοσλοβακίας και παρατηρητές από 4 Προχαλκηδόνιες Εκκλησίες, την Αγγλικανική «κοινωνία» και το Π.Σ. Εκκλησιών, με πρόεδρο τον Φιλίππων Χρυσόστομο περιβαλλόμενο από πατριαρχική Αντιπροσωπεία. Τα Πρακτικά του Συνεδρίου εκτυπώθηκαν από το Εθνικό Τυπογραφείο με την επιμέλειά μου ως αρχισυντάκτου τότε της Θ.Η.Ε. και εξ αυτού συνόδευσα με το περιοδικό μου «Ορθόδοξη Παρουσία» και τα «Χρονικά» των Διασκέψεων μέχρι το 1965. 

Με όλη αυτήν την Πανορθόδοξο πορεία αποδείχθηκε πόσον πολύτιμη εκκλησιολογική αρχή παραμένει η αδιατάρακτη από τον πειρασμό της «φιλαρχίας» ομόψυχη έκφραση της συνοδικής διαγνώμης, όταν φωτίζεται και  λειτουργεί η ορθόδοξη Συνείδηση,  μακράν των πολιτικών παρεμβάσεων και υποδείξεων. Όμως η ομοψυχία αυτή των Ορθοδόξων από την πρώτη σύναξη ενόχλησε το Σοβιετικό καθεστώς και βρήκε το τρωτό σημείο παρεμβάσεως και επέτρεψε στην Πατριαρχία της Μόσχας να εξαρθεί η «φιλαρχία» της στις επαφές  με την Πρεσβυτέρα Ρώμη. Το Φανάρι δεν είχε παραλείψει την πρόσκληση  παρατηρητών του Βατικανού για διάσκεψη αφού  εγνώριζε τις διαθέσεις του πάπα Ιωάννη ΚΓ΄ για προσέγγιση, όμως  ήθελε η στάση προς την Δυτική Εκκλησία να είναι κοινής αποδοχής. Η ρωσική πατριαρχία προσβάλλει το συλλογικό πνεύμα ενότητος που καλλιεργούσε το Φανάρι, απέστειλε αντιπροσωπεία στην Ρώμη. Αυτό το  παρατήρησε ο πατριάρχης Αθηναγόρας ως την πρώτη πράξη αντιδράσεως της Μόσχας κατά των προνομίων της Νέας Ρώμης και προκάλεσε την άμεση πρόσκληση για την σύγκληση της Β΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως για τον Διάλογο «εν ίσοις όροις» με την Ρώμη, διότι η κάθε αντικανονική ενέργεια των εκπροσώπων  που εξυφαίνετο για διορθόδοξα θέματα ρωσική πατριαρχία κατά των Ιερών Κανόνων έχει ανάλογες κανονικές αποφάνσεις υπό της Μητρός Εκκλησίας, όπως προσφάτως στην πρώτη φάση της απονομής της «Ανεξαρτησίας» (αυτοκεφαλίας) της Μητροπόλεως Κιέβου για να ανέλθει μελλοντικά  σε ανώτερη τιμή, εφ’ όσον αποδείξει σοφότερη κανονική ωριμότητα.   

Όλοι οι μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μεσολαβήσαντες πατριάρχες της Ρωσίας: ο Αλέξιος Α΄ (1945-1970),ο Ποιμήν (1971-1989)και ο Αλέξιος Β΄ (1990-2008) δεν συναντήθηκαν με τον πάπα της Ρώμης. Ο Κύριλλος Γκουντιάγεφ  που ανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο και ένιωσε μεγάλη ευγνωμοσύνη που εξεδήμησε «από ύποπτη καρδιακή προσβολή» το 2009 ο προκάτοχός του Αλέξιος Β΄, όπως πολλοί πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών όταν τελειώνει η αποστολή τους, και πρωτοτύπησε να του στήσει στην πλατεία του καθεδρικού ναού του Μίνσκ χάλκινο ανδριάντα μήπως αποσοβηθούν οι φήμες περί της εξοντώσεώς του; Μήπως γιατί δέχθηκε ο Αλέξιος Ρίντιγκερ μετά τον αιφνίδιο θάνατο στις 5 Σεπτεμβρίου 1978 ενώπιον του νεοεκλεγέντος πάπα Ιωάννου-Παύλου του Λένινγκραντ Νικοδήμου Ρότωφ, δέχθηκε να καλύψει την περίοδο της προετοιμασίας της διαδοχής του μέχρι που υπερέβη τους υπολογισμούς της φιλαρχίας του και προέκυψε ο επείγων «εφησυχασμός» του;  Μήπως όταν μετά την μακρά θητεία στις μυστικές υπηρεσίες του εξελέγη πατριάρχης Μόσχας ο Κύριλλος «επέστη ο καιρός» να δείξει το ανάστημά του και αναμετρηθεί τουλάχιστον οπτικά με τον  Πάπα ως «ίσος προς ίσον» στο  ομοιοπαθές   έδαφος της Κούβας στις 22 Σεπτεμβρίου 2015 ;

Το γεγονός αυτό ήλθε στη μνήμη μου ως συνειρμός όταν ανακάλεσα τα όσα  σπούδασα κατά την διετή μεταπτυχιακή  ζωή μου στο Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου των Παρισίων από διαπρεπείς εμιγκρέδες Ρώσους Θεολόγους, όπως ήταν ο επίσκοπος Κατάνης Κασσιανός και ο καθηγητής Αντώνιος Καρτασώφ, διατελέσαντος υπουργού Παιδείας της κυβερνήσεως Κερένσκυ. Αυτός με την βαρυσήμαντη μελέτη του «περί του Προνομίου της Εκκλήτου» έλυσε το πρόβλημα της συνοδικής αναθέσεως στους εκάστοτε Προκαθήμενους  της Πρεσβυτέρας και της Νέας Ρώμης της ανώτατης δικαστικής αυθεντίας για να επιλύουν μόνοι αυτοί τα σοβαρά προβλήματα της Εκκλησίας. Αυτή η ύπατη  ευθύνη των δύο ισότιμων «Πρώτων-Πατριαρχών» της Μίας του Χριστού Εκκλησίας αποτελεί από αιώνων βασική εκκλησιολογική αλήθεια. Δυστυχώς όμως το κράτος εξελίχθηκε στη Ρωσία από τον 16ο  αιώνα σε κακό δαίμονα της εκεί Εκκλησίας, αφού  μεταχειρίζεται την Ορθοδοξία, που αποτελεί την καλύτερη απόδοση της Αποκαλύψεως του Ιησού Χριστού, σε κοσμική ιμπεριαλιστική δύναμη σλαβικής κοπής για να κατακτήσει την οικουμένη ανατρέποντας την κανονική τάξη της Εκκλησίας που στην Ανατολή με θυσίες και αγώνες μακρούς κατόρθωσε να διασφαλίσει η Μητέρα Εκκλησία της Κων/πόλεως.

Τα γεγονότα του 1917 στην Αγία Εκκλησία της Ρωσίας έμαθα  από το στόμα του σοφού καθηγητού Αντωνίου Καρτασώφ. Την διαχρονική αυτή κανονική ευθύνη οι κατά καιρούς αδιάβαστοι και επιρρεπείς στην κανονική αταξία την διαστρεβλώνουν συνήθως με το φάντασμα του «παπισμού», προς άγρευση αμαθών και στράτευση οπαδών. Ακόμη και σήμερα  δεν κατάλαβαν την χρησιμότητα  και λειτουργικότητα των  δύο «Στύλων» στην αποστολική εποχή. 

Η πρόσφατη προσπάθεια να εφευρεθούν ιεροκρύφιοι μυστικοί δίαυλοι επεκτάσεως του Μοσχόβιου πάθους στην Εκκλησία της Κύπρου, χάρη δήθεν της ενότητος της Εκκλησίας, ανακάλεσαν στη σκέψη μου γεγονότα που έζησα κοντά στον γέροντά μου Περγάμου Αδαμάντιο Κασαπίδη και των Σάρδεων Μάξιμο, όταν το 1948 επήγαν στην Κύπρο για να ανανεώσουν με τον Κύπρου Λεόντιο την εκεί ελληνόφωνη Ιεραρχία, που όπως είδαν πρόσφατα  οι αναγνώστες μου από τον 19ο αιώνα η Αυτοκρατορική Πολιτεία των τότε Ρώσων στόχευε να αφανιστούν οι «Ελληνόφωνοι Ιεράρχες» από την Μέση Ανατολή.

Την περιπέτεια της ανασυστάσεως της «Ιεραρχίας» στην Κύπρο την έζησα από μειράκιο μέσα από τις διηγήσεις προς εμέ του Αδαμαντίου και του Μαξίμου, που υπήρξαν οι απ’ αρχής χειραγωγοί μου τότε στα εκκλησιαστικά δρώμενα του Φαναρίου και διέσωσα από μερικά έγγραφα εκ του πρώτου στο αρχείο μου. Αυτοί μου περιέγραψαν τις αντιδράσεις του Λεοντίου προς τον Αλέξιον Α΄, όταν το 1948 θέλησε να υφαρπάξει στην σύγκληση πανορθοδόξου διασκέψεως από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, που έχω περιγράψει ήδη και σε άλλο άρθρο μου.
Φαίνεται ότι έχουν πάθει ομαδική παράκρουση οι Ρώσοι κληρικοί και κυβερνητικοί διότι δεν εξηγείται αλλιώς αφού δεν περνά μέρα που να μην επιτεθούν με τρόπο δυσείμονος μικρόνοιας και λιβελλογραφίας στον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο. Μιλούμε για τρικυμία εν κρανίω, διότι δεν μπορούν να χωνέψουν την χορήγηση της Αυτοκεφαλίας στην Εκκλησία της Ουκρανίας και την επιτυχία της πρόσφατης επίσκεψης του Πατριάρχη σ’ αυτή.

Λες και δεν ήταν αρκετοί ο Πατριάρχης Κύριλλος και ο πολυπράγμων Μητροπολίτης Ιλαρίωνας και οι αυλόδουλοί τους, αλλά στο χορό μπήκε και ο Λαβρόφ των εξωτερικών κι άρχισε να παραλαλεί κι αυτός ατεκμηρίωτα και ανενδοίαστα, για να ικανοποιήσει τον αυθέντη και δεσπότη του, τον Βλαδίμηρο Πούτιν.

Το κύκλωμα συμπληρώνεται με τα διάφορα ρωσοκίνητα υποβολιμαία λαθρόβια στην Ελλάδα, τα οποία είναι κυριολεκτικά η αισχύνη του δημόσιου λόγου. Βέβαια δεν φαίνεται να καταλαβαίνουν οι προαναφερθέντες μεγαλόσχημοι και οι υποτακτικοί τους κληρικοί και λαϊκοί πως ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος δεν πτοείται ούτε ολιγωρεί μπροστά σε επιθέσεις ανίερων ρασοφόρων, ούτε σε υποβολιμαίες πολεμικές λογής-λογής βοθρώνων. Πηδαλιουχεί το σκάφος της Ορθόδοξης Εκκλησίας με πυξίδα την ιστορία, την εκκλησιολογία, τη σύνεση και τη σοφία αιώνων πολλών.

Επί τέλους οι Ρώσοι αυτοί είναι, έτσι καταλαβαίνουν την Εκκλησία, κι είναι οδυνηρά γνωστά τα όσα απεργάζονται χρόνια τώρα σε βάρος της Μητέρας Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως με περισσή δόση αγνωμοσύνης ξεχνώντας ότι από αυτή έλαβαν την Ορθόδοξη Πίστη, αλλά και από αυτή πήραν την αυτοκεφαλία με αναίσχυντο εκβιαστικό και πραξικοπηματικό τρόπο, αλλά το μεγάλο όνειδος είναι να υπάρχουν Ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδος και της Κύπρου οι οποίοι παίζουν ελαφρά τη συνειδήσει το παιγνίδι των Ρώσων. Καθαρές κουβέντες. Για δε τους ομογενείς και ομόγλωσσους προκαθημένους (ευεργετηθέντες μάλιστα) οι οποίοι εξακολουθούν να μην τάσσονται στο πλευρό του Οικουμενικού Πατριάρχη, αλλά να επιδίδονται σε παίγνια παρελκυνστίδας με περισσή υποκρισία χωρίς να σκέπτονται ότι ουσιαστικά στρέφονται εναντίον της ψυχής του Γένους, ταιριάζει πράγματι ένα δυνατό «ουαί». Η Ιστορία όμως γράφει και η υστεροφημία τους ήδη αμαυρώνεται.

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ