Ιερομόναχος Αντίπας Αγιορείτης – Ιβηριτικόν Ιερόν Κελλίον Αγίας Άννης, Καρυές.
Οι σκέψεις που ακολουθούν έγιναν γνωστές σε κάποιους Πατέρες, μετά την αγιοκατάταξη των Αγιορειτών: Οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστού και Οσίου Εφραίμ του Κατουνακιώτου, οι οποίοι Πατέρες ζήτησαν επιμόνως να τις καταθέσουμε και γραπτώς.
Περισσότερο για πληροφορίες πρόκειται που προβλημάτισαν κάποιους την ώρα που πολλοί έλεγαν και έγραφαν ότι οι σχισματικοί δεν έχουν ιεροσύνη, στερούνται της αποστολικής διαδοχής και ως εκ τούτου οι χειροτονηθέντες από αυτούς δεν έχουν ιεροσύνη και παραμένουν λαϊκοί. Ίσως κάποιοι θα διαφωνήσουν και θα σπεύσουν (το γιατί σπεύδουν, οι ίδιοι το γνωρίζουν) να απαντήσουν και μάλιστα με μακροσκελή κείμενα, όπως συνηθίζουν.
Εμείς δεν θα κάνουμε διάλογο ελπίζοντας και ευχόμενοι αυτά που γράφουμε να ωφελήσουν και όχι να προκαλέσουν μεγαλύτερο πρόβλημα στους πιστούς και την Εκκλησία, για την οποία γράψαμε παλαιότερα αυτό που πιστεύουμε: «Εκκλησία ή θάνατος» ως πλέον σωστό και Ορθόδοξο από το «Ορθοδοξία ή θάνατος». Απλώς ό,τι γράψαμε, το γράψαμε αφενός γιατί έτσι έχουν τα πράγματα περί των οποίων μιλάμε και από τα οποία μπορούν να εξαχθούν αρκετά συμπεράσματα και αφετέρου μήπως κάποιοι καταλάβουν αυτό που επαναλαμβάνουμε και στο τέλος αυτών των σκέψεων: την ευθύνη μέσα στην Εκκλησία την έχει πρωτίστως η Ιεραρχία και η Σύνοδος. Αν κάποιοι γνωρίζουν καλύτερα τα θέματα, στα οποία αναφερόμαστε, καλά θα κάνουν να μας διορθώσουν. Και παράκλησή μας: όσοι προτρέπουν -ιδιαίτερα κληρικοί, που όπως είναι διαπιστωμένο, πάσχουν από οπαδολαγνεία- να μην υπακούμε στην Εκκλησία, να σταματήσουν να το κάνουν, γιατί το μόνο που καταφέρνουν είναι να βγάζουν όσους τους ακολουθούν από την Εκκλησία. Επίκαιρος, εν προκειμένω, ο λόγος του Ιερού Χρυσοστόμου:
«Απογύμνωσέ τους από τους οπαδούς και δεν θα είναι τίποτε». (Ερμηνεία προς Εφεσίους)
Ο Άγιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής (κατά κόσμον Φραγκίσκος Κόττης), από τις Λεύκες της νήσου Πάρου, προσήλθε στο Άγιον Όρος για να μονάσει το 1921, σε ηλικία 24 ετών. Τότε, στο Άγιον Όρος, όλοι οι Πατέρες ήταν ενωμένοι και αγαπημένοι και δεν υπήρχε ο λεγόμενος «ζηλωτισμός», ο οποίος δημιουργήθηκε με τη διόρθωση του Ιουλιανού Ημερολογίου το 1923 και ο οποίος ζηλωτισμός -κατά τον Άγιο Παΐσιο τον Αγιορείτη- κατέστρεψε το Άγιον Όρος.
Ο Άγιος Ιωσήφ με τους γέροντές του και με τον πατέρα Αρσένιο, τον συνασκητή του, εντάχθηκαν στη χορεία των λεγόμενων «ζηλωτών» Πατέρων, οι οποίοι δεν μνημόνευαν το όνομα του Πατριάρχη στις ακολουθίες και δεν είχαν επικοινωνία με τις Μονές του Αγίου Όρους που εξακολουθούσαν να τον μνημονεύουν κανονικά. Μετά το 1935, που οι λεγόμενοι «παλαιοημερολογίτες» της Ελλάδος απέκτησαν «Ιεραρχία», ο Άγιος Ιωσήφ εντάχθηκε στην πιο ακραία ομάδα των λεγόμενων «Ματθαιικών». Ήταν δε τόσο φανατισμένος με την παράταξη αυτή, ώστε δεν δεχόταν να του στέλνουν ονόματα νεοημερολογιτών από τον κόσμο για μνημόνευση στις Θείες Λειτουργίες που έκανε με ζηλωτές ιερείς.
Η μητέρα του Αγίου Ιωσήφ, καθώς και οι δύο αδελφές του, εκάρησαν μοναχές από παλαιοημερολογίτη ιερέα και εκοιμήθησαν, μονάζοντας κατ’ οίκον με το παλαιό ημερολόγιο.
Η ανιψιά του, Βαρβάρα, κόρη της αδελφής του Εργίνας, εκάρη μοναχή με το όνομα Βρυαίνη στο παλαιοημερολογίτικο Μοναστήρι Κοιμήσεως της Θεοτόκου Θρακομακεδόνων. Τον γέροντά της Παρθένιο Σκουρλή (μετά ταύτα «επίσκοπο Κυκλάδων» του Παλαιού Ημερολογίου) και την Ηγουμένη Ευθυμία σεβόταν υπερβαλλόντως μέχρι το τέλος της ζωής του ο Άγιος. Η Βρυαίνη, μετά ταύτα, έχτισε δικό της μοναστήρι της Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης στη Σταμάτα Δροσιάς Αττικής, όπου εκοιμήθη και υπάρχει μέχρι σήμερα και το οποίο ανήκει σε παλαιοημερολογητική παράταξη.
Από τους πρώτους υποτακτικούς του γέροντα ήταν ο πατήρ Εφραίμ Καραγιάννης, ο οποίος έγινε ιερεύς (δεν μας είναι γνωστό ποιος τον χειροτόνησε), εκοιμήθη και ετάφη στον κόσμο στο προαναφερθέν παλαιοημερολογίτικο μοναστήρι της Μυρτιδιωτίσσης, όπου εφημέρευε. Το 1934 προσήλθε ο νεότερος αδελφός του Αγίου Ιωσήφ, Νικόλαος, ο οποίος εκάρη μοναχός με το όνομα Αθανάσιος. Το 1935 ο Όσιος Ιωσήφ γνωρίστηκε με τον ιερομόναχο Εφραίμ Κατουνακιώτη εκ της Καλύβης του Αγίου Εφραίμ. Ο πνευματικός αυτός σύνδεσμος ήταν τόσο δυνατός, ώστε ο λεγόμενος παπα-Εφραίμ Κατουνακιώτης -σήμερα Άγιος Εφραίμ Κατουνακιώτης- τον θεωρούσε κατ’ εξοχήν διδάσκαλό του στην πνευματική ζωή.
Ο παπα-Εφραίμ χειροτονήθηκε ιερεύς το 1936 από τον Επίσκοπο Κυκλάδων Γερμανό Βαρυκόπουλο, ο οποίος ήταν παλαιοημερολογίτης «αρχιερεύς» και ο οποίος είχε καθαιρεθεί από την επίσημη Εκκλησία της Ελλάδος μαζί με τους χειροτονήσαντας αυτόν «αρχιερείς». Οι γονείς του όντως χαριτωμένου και Αγίου Εφραίμ του Κατουνακιώτου έγιναν και οι δύο μοναχοί. Ο μεν πατέρας του, Ιώβ μοναχός, εκάρη στα Κατουνάκια και εκοιμήθη εκεί, όντας με τους ζηλωτές Πατέρες, ενώ η μητέρα του, Μαρία μοναχή, εκάρη στο παλαιοημερολογίτικο Μοναστήρι της Κερατέας, όπου και ετάφη και της οποίας το λείψανο ευωδίασε.
Η χειροτονία εις διάκονον και ιερέα του Αγίου Εφραίμ ήταν η δεύτερη χειροτονία του Κυκλάδων Γερμανού, ενώ τρίτη ήταν αυτή του ιερομονάχου Ανανία εκ της αδελφότητος Αναναίων της Ιεράς Σκήτης Αγίας Άννης. Ο παπα-Εφραίμ Κατουνακιώτης υπήρξε επί πολλά έτη ο εφημέριος του Οσίου Ιωσήφ του Ησυχαστού και της συνοδείας του. Ας σημειωθεί ότι τότε στις ερημικές εκείνες περιοχές του Άθωνα σχεδόν όλοι ήταν ζηλωτές. Ο μόνος στα Κατουνάκια που δεν έγινε ποτέ ζηλωτής ήταν ο Όσιος Δανιήλ ο Κατουνακιώτης.
Αξίζει όμως να σταθούμε λίγο στη συνοδεία των Αναναίων. Αυτή η συνοδεία συνδεόταν πνευματικά με τη συνοδεία του Αγίου Ιωσήφ του Ησυχαστού. Όταν αργότερα, κατόπιν αποκαλύψεως, ο Άγιος Ιωσήφ και ο Άγιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης άφησαν τον ζηλωτισμό και προσήλθαν στην κανονική Εκκλησία του Χριστού, μνημονεύοντες τον Οικουμενικό Πατριάρχη, θέλησε και η συνοδεία των Αναναίων να εγκαταλείψει τον ζηλωτισμό. Ο εν λόγω ιερομόναχος Ανανίας προσήλθε τότε στο Κυριακό της Σκήτης της Αγίας Άννης και -όπως έλεγε ο ίδιος- αισθάνθηκε πλούσια τη Θεία Χάρη, μόλις πήρε το θυμιατό και θυμιάτισε μέσα στο Κυριακό, κάτι που δεν είχε αισθανθεί όσο βρισκόταν μακριά από την κανονική Εκκλησία.
Κάποιοι όμως Πατέρες αμφέβαλλαν για την κανονικότητα της χειροτονίας του, γι’ αυτό κι εκείνος απευθύνθηκε στον προϊστάμενο της κυρίαρχης Μονής Μεγίστης Λαύρας, όπου ανήκε και η Σκήτη της Αγίας Άννης, γέροντα Πλάτωνα, για να πληροφορηθεί τι έπρεπε να κάνει.
Εκείνος απευθύνθηκε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και ο Πατριάρχης Αθηναγόρας απάντησε σε αυτόν: «Δεχόμεθα τον αδελφόν ως έχει». Τα ανωτέρα διηγούνταν ο ίδιος ο Άγιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης.
Ο Άγιος Εφραίμ, παρόλο που δεν αμφέβαλλε για την ιεροσύνη του, δέχτηκε κατόπιν παρακινήσεως του γέροντος Ιωσήφ του Βατοπαιδινού, όταν έπαψε να ανήκει στις ζηλωτικές παρατάξεις, να του διαβάσει μία ευχή ο παρευρισκόμενος τότε στην Ι. Μ. Σταυρονικήτα μακαριστός Επίσκοπος Σιδηροκάστρου Ιωάννης, ο οποίος μη έχοντας να του διαβάσει κάτι άλλο, του διάβασε συγχωρητική ευχή. Είναι γεγονός πως ο Άγιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης έβλεπε πολλά θαυμαστά πράγματα στην ιερατική του ζωή όσο ανήκε στους ζηλωτές, όμως τα έβλεπε -όπως έλεγε- θολά, ενώ όταν ήλθε στην Κανονική Εκκλησία έβλεπε τα πάντα ολοκάθαρα.
Ο Όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής, πριν επανέλθει στην κανονική Εκκλησία, δέχθηκε ως υποτακτικούς τον γέροντα Εφραίμ, τον γνωστό πλέον ως Εφραίμ της Αριζόνας και Προηγούμενο της Μονής Φιλοθέου, τον γέροντα Χαράλαμπο και μετά ταύτα Ηγούμενο της Μονής Διονυσίου (ας σημειωθεί ότι η χειροτονία των δύο ανωτέρων εις ιερέα έγινε από Αρχιερέα του Οικουμενικού Πατριαρχείου) και τον γέροντα Ιωσήφ, τον μετά ταύτα Βατοπαιδινό, ο οποίος προερχόταν από τη Μονή Σταυροβουνίου της Κύπρου και ήλθε στο Άγιον Όρος με το όνομα: «Σωφρόνιος μοναχός». Από πληροφορίες που έχουμε, τις κουρές των τριών αυτών Πατέρων τις έκανε ο Άγιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, ο οποίος ως ιερεύς επί πολλά έτη τους κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων.
Εδώ υπάρχει ένας προβληματισμός από κάποιους. Ενώ ο Άγιος Εφραίμ δεν είχε χειροτονηθεί από κανονικό Ιεράρχη, η Εκκλησία τον έκανε δεκτό στους κόλπους της χωρίς αναχειροτονία (και σήμερα τον κατέταξε στη χορεία των Αγίων της μαζί με τον Άγιο Ιωσήφ τον Ησυχαστή), κάτι που δεν συνάδει με τις απόψεις πολλών, τις οποίες και δημοσίως έχουν εκφράσει, -όπως αναφέραμε και στην αρχή- ότι οι σχισματικοί αρχιερείς και ιερείς, που χειροτονήθηκαν από αυτούς, δεν φέρουν κανενός είδους ιεροσύνη, δεν έχουν αποστολική διαδοχή και επομένως είναι λαϊκοί.
Αν δεχθούμε τις απόψεις αυτών, τότε οι προαναφερθέντες οσιότατοι Πατέρες Εφραίμ και Χαράλαμπος δεν έγιναν ποτέ μοναχοί, ενώ ο Γέρων Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός δεν έγινε ποτέ μεγαλόσχημος και συνεπώς δεν πρέπει να ονομάζεται Ιωσήφ, αλλά με το πρώτο του όνομα, δηλαδή Σωφρόνιος, καθότι τις κουρές αυτών τις έκανε ο Άγιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης. Αυτό, επίσης, θα σήμαινε ότι όλα αυτά τα χρόνια που ήταν με τους ζηλωτές δεν κοινωνούσαν Σώμα και Αίμα Χριστού.
Γιατί τα γράφουμε όλα αυτά; Γιατί η Εκκλησία πολλές φορές, χρησιμοποιώντας άλλοτε την ακρίβεια και άλλοτε την οικονομία, δέχτηκε στους κόλπους της σχισματικούς και αναγνώρισε χειροτονίες ακόμη και αιρετικών, όπως χειροτονίες που προέρχονταν από Αρειανούς: του Αγίου Μελετίου Αντιοχείας (ο οποίος βάπτισε και χειροτόνησε σε διάκονο τον Ιερό Χρυσόστομο), του Αγίου Κυρίλλου Ιεροσολύμων και άλλων. Ας σημειωθεί εδώ μία λεπτομέρεια. Οι Αρειανοί, από αντίδραση προς τον ορθοδοξότατο Άγιο Μελέτιο, τοποθέτησαν δικό τους Πατριάρχη Αντιοχείας, τον Παυλίνο, με τον οποίο σε κάποιες δύσκολες καταστάσεις για τον λαό ο Άγιος Μελέτιος ζήτησε να συνεργαστεί.
Ακόμη και Αρειανούς δέχθηκε η Εκκλησία επί των ημερών του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος, Πατριάρχου Αλεξανδρείας, χωρίς αναχειροτονία και εικονομάχους αργότερα επί Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Αγίου Φωτίου. Τα σχετικά με το Μελιτιανό σχίσμα είναι γνωστά, ας σημειωθεί επίσης κι εδώ η εξής λεπτομέρεια. Το σχίσμα αυτό το δημιούργησε ο επίσκοπος Λυκοπόλεως-Θηβαΐδος Μελίτιος, ο οποίος χειροτόνησε πολλούς αρχιερείς και έκανε δική του «Εκκλησία». Ούτε αυτός ούτε οι επίσκοποί του ζήτησαν ποτέ συγνώμη από την Εκκλησία Αλεξανδρείας, από όπου απεκόπησαν. Με το σχίσμα αυτό ασχολήθηκε η Α’ Οικουμενική Σύνοδος και θέλησε να το θεραπεύσει χάριν του λαού που ακολουθούσε αυτούς τους σχισματικούς.
Το 1945, το Οικουμενικό Πατριαρχείο «ήρε το δια της Μεγάλης Συνόδου του 1872 διακηρυχθέν Βουλγαρικόν Σχίσμα, εκδοθέντος Συνοδικού Τόμου» και δέχθηκε σε κοινωνία όλους τους επισκόπους της Εκκλησίας της Βουλγαρίας άνευ αναχειροτονίας, οι οποίοι ήταν πνευματικοί απόγονοι των πρωτεργατών του Σχίσματος του 1872, τους οποίους η τότε Σύνοδος είχε καθαιρέσει και αφορίσει.
Την ίδια περίπου εποχή, Εκκλησία της Πολωνίας δέχθηκε σχισματικούς παλαιοημερολογίτες άνευ αναχειροτονίας στους κόλπους της, τους οποίους στη συνέχεια χειροτόνησε αρχιερείς.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο «Ακουηλίας Κλαύδιος», ο οποίος ήταν πρώην καθολικός.
Ο συγκεκριμένος είχε γίνει ορθόδοξος από Ρώσους. Στην συνέχεια προσχώρησε σε παλαιοημερολογίτες, οι οποίοι δεν τον χειροτόνησαν με αποτέλεσμα να καταφύγει στους Συροϊακωβίτες της Αμερικής (νεστοριανοί), οι οποίοι και τον χειροτόνησαν. Στη συνέχεια έγινε δεκτός από την κανονική Πολωνική Εκκλησία, χωρίς αναχειροτονία, αλλά και χωρίς να αναγραφεί στις επίσημους δέλτους της. Παρόλα αυτά υπάρχουν φωτογραφίες οι οποίες τον παρουσιάζουν σε συλλείτουργα με πολωνούς αρχιερείς.. Μετά τον θάνατό του, το Μοναστήρι που είχε κτίσει στο χωριό Μοντανέρ του Βιτώριο Βένετο της Ιταλίας, καθώς και το ποίμνιο που τον ακολουθούσε, εντάχθηκαν στην Ελληνική Ορθόδοξη Μητρόπολη Ιταλίας και παραμένουν μέχρι σήμερα σε αυτήν.
Στα ίδια χρόνια, είχε δημιουργηθεί ένα μεγάλο σχίσμα στην Εκκλησία της Σερβίας και συγκεκριμένα στους απόδημους Σέρβους της Αμερικής, της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας. Όλοι οι επίσκοποι αυτής της λεγομένης «Ελεύθερης Σερβικής Εκκλησίας» είχαν την ιεροσύνη τους από σχισματικούς της «Αυτοκέφαλης Ουκρανικής Εκκλησίας». Ο τελευταίος προκαθήμενος αυτής της «Ελεύθερης Σερβικής Εκκλησίας», Μητροπολίτης Νέας Γρατσανίτσης Ειρηναίος Κοβάσεβιτς, μετά από πολλές προσπάθειες της κανονικής Σερβικής Εκκλησίας, εντάχθηκε στην κανονική Εκκλησία, μαζί με τους επισκόπους του, τους ιερείς και το ποίμνιο χωρίς αναχειροτονία, με μόνο πανηγυρικό συλλείτουργο με τον μακαριστό Πατριάρχη Παύλο, τον Μητροπολίτη Μαυροβουνίου Αμφιλόχιο και άλλους.
Η Εκκλησία της Σερβίας είχε πάντοτε κοινωνία με τη λεγομένη «ROCOR», δηλαδή την Εκκλησία των Ρώσων της Διασποράς, η οποία ήταν καταδικασμένη ως σχισματική από την επίσημη Εκκλησία της Ρωσίας και η οποία επίσης επανενώθηκε με την Εκκλησία της Ρωσίας χωρίς αναχειροτονία επισκόπων με μόνο κι εδώ ένα συλλείτουργο με αυτούς. Από την «ROCOR» έγινε η αγιοκατάταξη του αγαπητού και γνωστού και στην Ελλάδα, Αγίου Ιωάννου Μαξίμοβιτς, ο οποίος εθεωρείτο τότε ως σχισματικός από την Εκκλησία της Ρωσίας. Στη συνέχεια θα αναφέρουμε δύο ακόμη περιπτώσεις, τις οποίες αναφέρουμε με επιφύλαξη, γιατί δεν μπορέσαμε να εξακριβώσουμε το πώς έγιναν.
Κατά τον 19ο αιώνα, μια μεγάλη ομάδα Μαρωνιτών, κληρικών και λαϊκών, ζήτησαν να ενταχθούν στο Πατριαρχείο Αντιοχείας, το οποίο τους δέχθηκε άνευ αναχειροτονίας κληρικών.
Μετά την πτώση του Κομμουνισμού στη Ρωσία, μικρή ομάδα εκ των λεγομένων «Ρασκόλνικων» εντάχθηκε στην κανονική Εκκλησία και -εξ όσων γνωρίζουμε- άνευ αναχειροτονίας.
Στα χρόνια μας, καθολικοί ιερείς, που ζήτησαν να ενταχθούν στην Ορθόδοξη Εκκλησία, έγιναν δεκτοί χωρίς αναχειροτονία (σχετικά πρόσφατα έγιναν δεκτοί στη Ρωσία και στην Ιταλία).
Τελικά, τον λόγο πάντοτε και την ευθύνη έχει η Εκκλησία και όταν η Εκκλησία αποφασίζει συνοδικώς οτιδήποτε, είναι περιττός, αλλά και επικίνδυνος ο λόγος λαϊκών και κληρικών που -για δικούς τους λόγους- καταδικάζουν αυτές τις αποφάσεις. Αν θέλουν να εισακουστεί ο λόγος τους, θα πρέπει να τον εκφέρουν ταπεινά, χωρίς θράσος -γιατί το θράσος μέσα στην Εκκλησία, που περισσεύει σήμερα δυστυχώς, είναι όντως μια πληγή δυσίατος.
Περισσότερο βέβαια θα ωφελήσουν με την προσευχή τους. Η Εκκλησία πάντοτε μιμείται τον θείο Ιδρυτή της, και δεν θα μπορούσε να κάνει αλλιώς, ο Οποίος θέλει «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς επίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α’ Τιμόθ. 2, 4). Είναι γεγονός ότι η Εκκλησία πολλές φορές πόνεσε και πονάει με τις αιρέσεις και τα σχίσματα, μητέρα των οποίων -κατά τον απαράμιλλο Ιερό Χρυσόστομο- είναι «ὁ τῆς δόξης ἔρως καὶ τῆς κενοδοξίας ἡ τυραννίς, ἡ παμφάγος αὕτη φλόξ» (Ερμηνεία προς Εφεσίους) και πάντα θέλει -και πρέπει να θέλει- να τα θεραπεύει. Εκκλησία, της οποίας οι προϊστάμενοι εμφορούνται από την αλαζονεία της εξουσίας, κακότητα και εκδικητικότητα, αλλά και από εθνοφυλετισμό είναι καταδικασμένη να μπει σε «περιπέτειες». Εκκλησία, που καλλιεργεί την αγάπη, είναι όντως Εκκλησία του Χριστού, ο Οποίος από αγάπη άφησε τα 99 πρόβατα, για να βρει το ένα το απολωλός και έχυσε το Αίμα Του για όλους τους ανθρώπους.