13.7 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Στὸν ΔοσίΠολιν Γέροντα Δοσίθεο τῆς Τατάρνης

Ὑπὸ Ἀρχιμ. Γρηγορίου Φραγκάκη, Ἀρχιγραμματέως τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας

«Ἄρχισε ψύχρα.

Τὸ γύρισε ὁ καιρὸς σὲ ἀναχώρηση…..

Τώρα ἡ γνωστὴ ψύχρα

κι ὅλα νὰ φεύγουν.

Ζέστες, πουλιά, ἡ διάθεση γιὰ φῶς.

Φεύγουν τὰ πουλιά, ἀκολουθοῦν τὰ λόγια

ἡ μία ἐρήμωση τραβάει πίσω της τὴν ἄλλη

μὲ λύπη αὐτοδίδακτη…..

Ἄρχισε ψύχρα.

Ρῖξε στὴν πλάτη σου ἕνα ροῦχο ἀποδημίας».

Κική Δημουλᾶ: «Οἱ ἀποδημητικές καλημέρες»

Δὲν ξεύρω τὸ «γιατί» ἀλλὰ ὅταν, ὄρθρου βαθέος τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανείων, πρὶν πάγω στὸν Ναὸ γιὰ τὴν Ἀκολουθία, εἶδα στὴν ὀθόνη μου τὸ μήνυμα τοῦ μοναχοῦ Γερμανοῦ, κατάλαβα, πρὶν τὸ διαβάσω, ὅτι ὁ Γέροντας Δοσίθεος εἶχεν ἀναχωρήσει καὶ ἀμέσως μοῦ ἦρθε στὸν νοῦ ἡ εἰκόνα τῶν ἀποδημητικῶν ποὺ ἀναχωροῦν ὅταν ψυχράνῃ, ὅταν ψυγῇ, τὸ κλίμα, πρὸς θερμὰ μέρη, πρὸς θαλπωρή.

Αὐτὴ τὴν εἰκόνα αἰσθάνθηκα γιὰ τὸν ἠγαπημένο τῆς Πόλεως, τὸν π. Δοσίθεο, τὸν π. Δοσίθεο ὅλων μας.

Δὲν θέλησα νὰ γράψω τὸν βίο του, μόνο νὰ καταθέσω σὰν κερὶ δυὸ λόγια ἀπὸ τὴν πολιτεία του, ὅπως τὴν ἔζησα αὐτὰ τὰ χρόνια. Ἡ ἀγάπη τοῦ Γ. Δοσιθέου γιὰ τὴν Πόλι ἦταν πηγαία. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ξεδιψοῦσε κάθε ψυχὴ ποὺ θὰ ἐπιχειροῦσε νὰ ἀντλήσῃ ὕδωρ εὐφροσύνης ἀπὸ τὰ συγγράματά του, πρὶν κἄν νὰ τὸν γνωρίσῃ. Οἱ σελίδες τῶν ἔργων του ἦταν «μούσκεμα» ἀπὸ Βόσπορο καὶ Κεράτιο. Καὶ ὄχι ἄδικα! 

Τί ἀγάπησε ἀπὸ τὴν Πόλι ὁ π. Δοσίθεος ἄραγε; Ἀπὸ τὴν Πόλι ἀγάπησε, θαρρῶ, τὴν μήτρα τῆς Ὀρθοδοξίας, τὴ γεννήτρια τῆς Ἐκκλησίας μας. Εἶχε βαθειὰ πεποίθηση, ἀκράδαντη, ὅτι ἐδῶ, στὴν ΚΠολι, γεννήθηκε καὶ ἀνδρώνεται διαρκῶς ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, καὶ μαζύ της, ἕνα πιὰ μαζύ της, καὶ ἡ πανίερη Ρωμηοσύνη μας, ὅ,τι τιμαλφέστερο ἀπέδωσεν ὁ ἐν εἰκόναις ἀσπασμὸς Πέτρου καὶ Παύλου.

Ἀπὸ τὴν Πόλι ἠγάπησε τὴν Πόλι! Τοὺς κατοίκους της, χωρὶς καταγωγή, μόνον καὶ μόνον ἐπειδὴ πατοῦν στὰ χώματα Συνόδων καὶ Ἁγίων, ξημεροβραδιάζονται, γεννιοῦνται καὶ πεθαίνουν ἐδῶ, ὅπου ἡ Ἐκκλησία ἔλαβε μορφὴ ὥστε Θεανθρώπινα νὰ οἰκονομῇ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. 

Ἠγάπησε τὸ Φανάρι μας, τὴν προτύπωσι, τὴν ἐνσάρκωσι, τὴν ὑποτύπωσι τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Ἠγάπησε ἢ μᾶλλον ἐλάτρευσε τὸν Κηρυναῖο τοῦ Κυριακοῦ Θελήματος, τὴν Εἰκόνα Χριστοῦ τὴν ζῶσα καὶ ἔμψυχο, τὸν ΚΠολεως Βαρθολομαῖο, τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη. Ἠγάπησε τῆς Ἐπταλόφου τοὺς κληρικούς, τὸ ποίμνιο. Ὅλα ἐδῶ τὰ ἔβλεπε ὄμορφα ὁ π. Δοσίθεος, ὡς ὁ ἀγαπῶν τὰ τῆς ἠγαπημένης! Καὶ αὐτὸ ἐκήρυττε! Αὐτὸ μετέδιδε! Μὲ αὐτὸ προσκαλοῦσε ὅλους νὰ ἔλθουν καὶ νὰ ἰδοῦν! 

Ὁ π. Δοσίθεος ἦταν Ρωμηός καλογερόπαπας! Ὁποῖο μεγαλεῖο ἔχει αὐτὴ ἡ φράσι τὸ ζοῦσε κανεὶς στὴ συναναστροφὴ μαζύ του. Δὲν ἐξηγεῖται αὐτό. Δὲν ἑρμηνεύεται. Δὲν διδάσκεται. Μόνο βιώνεται ὡς δῶρο Θεοῦ. 

Μὲ τὰ βιβλία τοῦ π. Δοσιθέου γιὰ τὴν Πόλι ξεκίνησε καὶ ὁ γράφων νὰ καλλιεργῇ ἐκτυπώτερον αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἠσθάνετο γιὰ τὴν Βασιλίδα. Διεπίστωσε τελικῶς ὅτι αὐτὴ ἡ «τρέλα» πηγαίνει καὶ σὲ ἄλλους ἀνθρώπους! 

Τὰ πρῶτα βιβλία τῶν ἔργων του, τὰ κρατῶ ὅπως τὰ ἀγόρασα ἀπὸ παιδί, ὡς κειμήλιο αὐτοῦ τοῦ πόθου ποὺ «κόρωνε» γιὰ τὴν τρισμακαρία ΚΠολι. Ἦταν ἀπὸ τὰ πρῶτα στὶς βαλίτζες τῆς ἀποδημίας στὴ γῆ τῆς πνευματικῆς Ἐπαγγελίας μου.

Οἱ συζητήσεις μὲ τὸν Γέροντα ἦσαν πάντοτε μὲ περιεχόμενο. Ἔριχνε κανεὶς τὴν κοτύλη στὸν ὠκεανὸ τῆς καρδίας του καὶ ἀντλοῦσε. Παράδοσι καὶ Τυπικό. Ὀρθόδοξο φρόνημα. Ἦθος. Χριστὸ καὶ Ρωμηοσύνη. Ἐκκλησία ἐν ἑνί λόγῳ ἀντλοῦσεν ὅποιος τὸν συναναστρεφόταν, διότι ἦτο πλήρης ἐκκλησιαστικοῦ γνησίου φρονήματος ὁ ἀείμνηστος. 

Ἡ τελευταία μας συνάντησι στὸ νοσοκομεῖο, στὴν Ἀθήνα, τὸν Νοέμβριο, ὅταν εὑρισκόμενος ἐκεῖ πῆγα νὰ τοῦ μεταφέρω τὶς εὐχὲς καὶ τὴ στοργὴ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου τῆς Ἠγαπημένης του καὶ Ἀρχηγοῦ τῆς Ρωμηοσύνης. Τὰ δάκρυά του θὰ μείνουν μέσα μου ὡς παρακαταθήκη: «τὸ ἐπ᾿ ἐμοί, π. Γρηγόριε, νὰ γνωρίζῃς ὅτι ὥσπου νὰ κλείσω τὰ μάτια μου, ἡ καρδιά μου στὰ σοκάκια τῆς Πόλεως θὰ γυρνᾷ πάντοτε!»

«Ἔ, Γέροντα, ἴσα ἴσα, ἅμα τὰ κλείσετε τότε εἶναι ποὺ δὲν θὰ «ξεκολλᾶτε» ἀπὸ ἐκεῖ!». Καὶ χαμογέλασεν ὁ τίμιος λευΐτης. 

Σεβαστέ μου π. Δοσίθεε, 

Ἄς ἔχῃ δόξα τὸ Ὄνομα τοῦ Ἐπιφανέντος Χριστοῦ ποὺ σὲ χάρισε στὸ Γένος μας ὡς «προφητικὴ» φυσιογνωμία μιᾶς ἐπιστροφῆς στὸ αὐθεντικὸ τῶν Πατέρων ἀπὸ τὸ ἠλλοιωμένο τῶν καιρικῶν περιστάσεων. Ἄς ἔχῃ δόξα τὸ Ὄνομά Του, ὅτι σοῦ ἐνέπνευσε τὸν μανικὸ ἔρωτα γιὰ τὴ γῆ τῶν Συνόδων Του. Ἄς ἔχῃ δόξα, ὅτι μᾶς ἀξίωσε νὰ φιλήσουμε τὸ χέρι σου, νὰ σὲ γνωρίσουμε, νὰ ἐνισχυθοῦμε στὸν ἀγώνα ὅταν πέφταμε, νὰ συμμετάσχουμε στὴν «τρέλα» τῆς Βασιλευούσης, νὰ συνεχίζουμε ἐμπρὸς τὴ μαρτυρία τῆς ἀγάπης τοῦ Γένους καὶ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. 

Ἀγαπημένε μου π. Δοσίθεε, 

«Τὸ πνεῦμα σου ἐπιστρέφει τὶς νύχτες,

φωτάκι ἀπὸ ἀλύτρωτη (ἀπὸ τὴν ἀγάπησι τῆς Πόλεως) ψυχή,

Κι ὅσο βλέπουμε ψηλὰ στὶς πολεμίστρες καὶ στὰ τείχη, θὰ συναντᾶμε νὰ μᾶς κοιτάζῃ κι ἡ δική σου μορφή»,

γιὰ νὰ παραφράσω τοὺς στίχους τοῦ ἀγαπημένου σου ἄσματος. 

Πιὲς ὅλο τὸν Βόσπορο τοῦ ἐλέους τοῦ Κυρίου, Γ. Δοσίθεε! Κολύμπα ἐλεύθερα στὸν Κεράτιο τῆς Φιλανθρωπίας του. Κι ὅταν ὁ Νίκος μας ὁ Μαγγίνας, ὁ συναγωνιστής σου στὸν ἔρωτα τῆς Πόλεως καὶ τῆς Ρωμηοσύνης μας, σὲ ρωτήσῃ: «Ζῇ, Γέροντα, ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία μας;» ἀπάντησέ του: «καὶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν!». 

Αἰωνία σου ἡ μνήμη, ἀποδημητικὸ πτηνὸ τῆς τοῦ Κωνσταντίνου!

_________

Η προσωπογραφία του Γέροντος Δοσιθέου είναι έργο του Μοναχού Γερμανού.

Πηγή

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ