Του ιστορικού και πολιού Άρχοντος της Μ.τ.Χ.Ε., Αριστείδη Πανώτη
Η «Συνθήκη του Βερολίνου» του 1878 αποδέχθηκε το «status quo» του τρίτου βουλγαρικού κράτους υπό οθωμανική επικυριαρχία και το 1891 οι Βούλγαροι καλυπτόμενοι από τούς Νεότουρκους στράφηκαν πρώτα κατά της ελληνικής εκπαιδεύσεως και μετά κατά της ελληνοφώνου Εκκλησίας διατελούντες τότε σε σχίσμα με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Στις 16 Ιουλίου 1906, μετά από ανθελληνικά δημοσιεύματα βουλγαρικών εφημερίδων, έγινε μεγάλο συλλαλητήριο και ταραχές κατά τις οποίες βουλγαρικός όχλος κατέστρεψε σπίτια, εκκλησίες και σχολεία των Ελλήνων σε όλες τις πόλεις της Αν. Ρωμυλίας όπου υπήρχαν οι ελληνικότατες πόλεις στις δυτικές πλευρές του Εύξεινου Πόντου με κέντρο την Φιλιππούπολη και επαναστατικά άρπαξε η Σόφια την Ανατολική Ρωμυλία και τότε άρχισε κυρίως τον 20ον αιώνα η πρώτη μεγάλη προσφυγοποίηση πληθυσμού των ελληνικής καταγωγής Ρωμυλιοτών προς την Πόλη και οι 37.000 την ελληνική επικράτεια και έτσι τελεσφόρησε η αρπαγή υπό της Βουλγαρίας της Ανατολικής Ρωμυλίας.1 Η δεύτερη μεγάλη προσφυγιά προκλήθηκε από τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913 με εισροές ομογενών προσφύγων από διάφορες περιοχές των νεοσύστατων κρατών του ευρωπαϊκού νότου και ιδίως από τις ελληνικότατες πόλεις στις δυτικές πλευρές του Εύξεινου Πόντου με κέντρο την Φιλιππούπολη.
Όμως το μεγάλο προσφυγικό τσουνάμι ήλθε μετά τον Α΄ Παγκόσμιον Πόλεμον του 1919-1924 που συρρίκνωσε στην ελληνική επικράτεια τον όγκον του Μικρασιατικού και του Ανατολικού Θρακικού πλήθους των Ελληνορθοδόξων, προκειμένου να παγιωθεί η ειρήνη και να προληφθούν οι κακουργηματικές γενοκτονίες και οι θρησκευτικοί και πολιτικοί εξανδραποδισμοί των ελληνογενών πληθυσμών με την Ανταλλαγή των πληθυσμών.2
Η Κέρκυρα ήταν η δυτικότερη των Επτανήσων πολλά προσφέρουσα εκ της Ευρώπης και δέχθηκε και αυτή αρχικά μέρος της βίαια εκπατρισμένης ομογένειας από την Μικρά Ασία και τον Πόντο και μάλιστα οι μόνοι πρόσφυγες που έφθασαν σε προστατευόμενο ελληνικό έδαφος και δέχθηκαν τον βομβαρδισμό του Ιταλικού Στόλου με νεκρούς και τραυματίες θύματα τους πρόσφυγες, γιατί η κυβέρνηση του Μπενίτο Μουσολίνι, ενσαρκωτή του επιθετικού ιταλικού «Φασισμού» και αρχηγού της φάλαγγας των μελλανοχιτώνων θεώρησε ως υπεύθυνη την ελληνική κυβέρνηση για την δολοφονία του στρατηγού Ενρίκο Ταλλίνι και της ομάδος του στην Κακαβιά της Ηπείρου.3 Όμως άλλη τροπή έλαβε το προσφυγικό ζήτημα στην Κέρκυρα μετά την έναρξη μετακομιδής στη νήσο το Φθινόπωρο του 1924 των εξ Κιλικίας «Ελληνορθοδόξων ομήρων». δυτικά του ποταμού Ζαμάντη και του Αντιταύρου και νότια της Καισαρείας, όπου είναι το Προκόπι, η Νίγδη (Λαοδίκεια) και τα Φάρασα και έχουν επίνεια στην Ταρσό και την Μερσίνα που βρίσκονται απέναντι από την Κερύνεια της Κύπρου και οι Βρεττανοί εμπόδισαν την εκεί προσφυγική ροή φοβούμενοι την ενίσχυση των ελληνογενών Κυπρίων!
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την οργάνωση της Εκκλησίας της Καππαδοκίας διότι ήταν από τα αποστολικά χρόνια (Πραξ. β΄ 10) φορέας της αρχαϊκής πίστεως και στη συνέχεια της μοναστικής παραδόσεως της Εκκλησίας. Η Μητρόπολη Καισαρείας που ήταν το εκκλησιαστικό κέντρο της Καππαδοκίας διατηρούσε την πατροπαράδοτη βυζαντινή παράδοση στην οργάνωση των επαρχιών της και την συνάρτηση των κοινοτήτων της με την επιστασία της στην ελληνιστική εκπαίδευση και μόρφωση των νεότερων γενεών. Η Μητρόπολη αυτή μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα είχε στην δικαιοδοσία της 50 πόλεις, κωμοπόλεις και διεσπαρμένα χωριά, όπου υφίσταντο 57 ενορίες με 114 ιερείς και σε 68 σχολεία 183 δασκάλους με 7.143 μαθητές γιατί οι Ελληνορθόδοξοι ήταν 74.000.4
Στους νεότερους χρόνους οι Καππαδόκες απέκτησαν ιεράρχες πραγματικούς ιεραποστόλους. Ένας εξ αυτών ήταν ο εκ του αρχαίου Βάρασου των Φαράσων μητροπολίτης Καισαρείας Παΐσιος Β΄, ο οποίος μεταλαμπάδευσε την ελληνική παιδεία και εισήγαγε την λεγόμενη «Καραμανλίδικη γραφή» στους τουρκόφωνους ορθόδοξους δια του περίφημου ιεροσπουδαστήριο των Φλαβιανών που λειτουργούσε στη Μονή του Τιμίου Προδρόμου και απετέλεσε φυτώριο φωτισμού των Καππαδοκών.
Μετά την υπογραφή της «Συνθήκης της Λωζάνης» μεταξύ της Ελλάδος και της Τουρκίας τον Ιούλιο του 1923 η «Σύμβαση περί της Ανταλλαγής των Πληθυσμών» με τα 19 άρθρα της ενεργοποιήθηκαν από τις 30/1/1923. Όμως η Μητέρα πατρίδα εκτός από τον όγκο της προσφυγιάς που δέχθηκε από την Μικρασιατική Έξοδο του 1922. Όμως στα υψίπεδα της Ανατολίας παρέμενε από το 1918 αιχμάλωτο πολέμου το πλήθος των ελληνόφωνων «Ακριτών» στα χέρια του Μουσταφά Κεμάλ. Σύμφωνα με την πρώτη απογραφή που μας παρέδωσε η Μέλπω Μερλιέ του Γαλλικού κέντρου Μικρασιατικών ερευνών στην Ελλάδα ήρθαν 44.432 Καππαδόκες και μεταξύ αυτών ήταν και ο κατά κόσμον Θεόδωρος Αννητσαλήχος ή Αρτζίδης πού ήταν και ο απόφοιτος της Εκκλησιαστικής Σχολής των Φλαβιανών που αργότερα σπούδασε και στη Σμύρνη. Αυτός ιερώθηκε και έγινε Αρχιμανδρίτης με το όνομα Αρσένιος και τέθηκε επί κεφαλής των χωριών των Φαρασιωτών με το όνομα ο Χατζηεφεντής. Ο Αρσένιος ήταν φωτισμένος κληρικός από την ορθόδοξη μοναστική παράδοση. Στεκόταν κοντά στον ελληνόφωνό και τουρκόφωνο αγροτικό πληθυσμό της περιοχής και σιωπηρά πρόσφερε την διακονία του σε Ρωμιούς και Κρυπτοχριστιανούς Τούρκους. Στον Πόντο και στην Ανατολία οι κρατούντες την εξουσία ήσαν ισλαμιστές και όσες οικογένειες των Ορθοδόξων δεν ήθελαν να εξοντωθούν φανερά εξισλαμίζονταν, ενώ κρυφά στους οίκους των κρατούσαν το πατροπαράδοτο ορθόδοξο σέβας, όπως ήταν η τήρηση του «Νηστειοδρομίου» και του «Αργιοδρομίου» της Εκκλησίας και εμηχανεύοντο διάφορους ιεροκρύφιους τρόπους για τον αγιασμό τους υπό των μυστηρίων.
Παράλληλα μάλιστα και για να δείξουν την «ισλαμική τους πίστη» συμμετείχαν και σε ισλαμικές κηδείες και «ιφτάρια» του Ραμαζανίου και σε άλλες αθώες ισλαμικές τελετές, ενώ ανέθεταν τάματα σε ορθοδόξους Αγίους και άναβαν κεράκια στα ημέτερα αγιάσματα που αφθονούν στα υπόγεια χριστιανικών κατοικιών, κ. ά.
Ο ευσεβής και σεμνός αυτός ιερομόναχος είχε και την εκτίμηση του μητροπολίτη Καισαρείας Νικολάου Σακκόπουλου, όταν αυτός κατά την «Ανακωχή» του 1918-1921 πατριάρχευε στο Φανάρι ως τοποτηρητής και τον είχε καταστήσει «Αρχιερατικό Επίτροπο» των Φαρασιώτικων χωριών της περιοχής. Κατά την περίοδο της εφαρμογής της συμφωνίας από το 1923 για την «Ανταλλαγή των Πληθυσμών» με την ιδιότητα αυτή ανέλαβε και τα καθήκοντα του ληξίαρχου που συνόδευσε με τον πρόεδρο των Φαρασιωτών Πρόδρομο Εζνεπίδη το σύνολον των 204 οικογενειών εκ Φαράσων της Καππαδοκίας με τα 583 μέλη και να τους οδηγήσει στην Ελλάδα.
Η πρώτη συγκέντρωση των Ελληνορθόδοξων εκ της Νίγδης (Λαοδίκειας), του Προκοπίου και του Γκέλβερι έγινε στην παράλια πόλη Μερσίνη για να επιβιβαστούν σε τέσσερα φορτηγά ατμόπλοια που θα τους μετέφεραν στην Ελλάδα. Έφθασαν στον λιμένα του Πειραιά και μάλιστα την ΝΔ ακτή που χρησίμευε τότε ως Λοιμοκαθαρτήριο στην πλευρά της «Κρεμμυδαρούς» που κρασπέδωνε το υψίπεδο της τότε Δραπετσώνας. Εκεί διάφοροι πρόσφυγες που είχαν φθάσει προηγουμένως άρχισαν να κτίζουν τις πρώτες παράγκες. Μερικές αγροτικές οικογένειες εκ Νίγδης, βρήκαν εργασία στα τότε περιβόλια της περιοχής του Ρέντη και του Μοσχάτου και έφυγαν από την επίβλεψη του π. Αρσενίου. Όσοι όμως εμπιστεύοντο πνευματικά τον δυναμικό γέροντα Αρσένιο υπό την άνωθεν καθοδήγησή του, επιβιβάστηκαν σε πλοίο και έπλευσαν για την Κέρκυρα. Μόλις έφθασαν στο λιμάνι της νήσου τους αποβίβασαν και τους μετέφεραν να στρατοπεδεύσουν στο Παλαιό Φρούριο του Αγίου Γεωργίου, αφού είχαν αποχωρήσει οι δοκιμασθέντες από τον βομβαρδισμό πρόσφυγες και αφού έθαψαν εκεί οι Ιταλοί τους νεκρούς που προκάλεσαν μεταφέρθηκαν σε άλλο στρατόπεδο.
Ο μητροπολίτης Αθηναγόρας καθημερινά ενημερωνόταν για τους αφιχθέντες πρόσφυγες για να κινήσει την πρόνοια διατροφής τους από τους ενοριακούς ναούς της πόλεως και των χωριών του νησιού. Και από τους ευεργετηθέντες με την διατροφή του έκανε εντύπωση μια ομάδα προσφύγων που πήγε στην Μητρόπολη με επικεφαλής τον σεβάσμιο γέροντα ιερομόναχο Αρσένιο και πρόεδρό τους τον ιεροψάλτη, οι οποίοι έσπευσαν να τον ευχαριστήσουν για το ενδιαφέρον του. Ο Κερκύρας στα νιάτα του είχε υπηρετήσει στην πολυφυλετική Άνω Μακεδονία ως αρχιδιάκονος και εκπαιδευτικός και χαρακτηριζόταν για την ευπροσηγορία και την ευγένεια του προς τους επισκέπτες του, μάλιστα μου έλεγε πώς πολλοί από τότε επήγαιναν για «τα κοιταχτούν στα μάτια», και φαίνεται ότι από τότε τα μάτια του ενέπνεαν εμπιστοσύνη, συναντίληψη και συναναστροφή στους θεατές τους. Η σεμνή παρουσία του πνευματικού τους πατέρα γέροντα Αρσενίου μίλησε στην ψυχή του εκεί ποιμενάρχη που θέλησε να προσεγγίσει βαθύτερα το θρησκευτικό και πατριωτικό σθένος αυτών των ακριτών από την Καππαδοκία. Έτσι η έλευση των Φαρασιωτών τον Οκτώβριο του 1924 στην Κέρκυρα αποτελούσε κάτι ξεχωριστό γιατί αποτελούσαν σπάνιο δείγμα εκκλησιαστικής συγκροτήσεως ομογενών προσφύγων από το κέντρο της Μικρασιατικής γης. Ο γηραιός όμως π. Αρσένιος είχε ταλαιπωρηθεί μεγάλως κατά την μεταφοράν του από την Μιρσίνα μέχρι τη Κέρκυρα και είχε προβλέψει ότι στην Ελλάδα θα ζήσει μόνον 40 ημέρες λόγω των κακουχιών που πέρασε στο ταξίδι της μεταναστεύσεως και ήταν κυριολεκτικά εύθραυστος. Στο τέλος Οκτωβρίου ασθένησε και για επιμελή ιατρική περίθαλψη εισήχθηκε στο Νοσοκομείο της Κέρκυρας και απεβίωσε σε ηλικία 84 ετών στις 10 Νοεμβρίου 1924 και τάφηκε στο Δημοτικό Κοιμητήριο της Κέρκυρας.5
Ο Κερκύρας Αθηναγόρας γειτνίαζε με την ηπειρωτική πατρίδα του και γι’ αυτό διατηρούσε στενό σύνδεσμό τόσον με την γενέτειρά του το σημερινό «Βασιλικό» της Θεσπρωτίας (πρώην Τσαραπλανά) και την Κόνιτσα πατρίδα την μητέρας του εκεί μαθήτευσε στο Δημοτικό Σχολείο τον μετά από τον απορφανισμό του την μητέρα του εκεί τον περιέθαλψε ο παππούς του Βασίλειος Μοκόρος ήταν εκείνος ο «τσαγκάρης» που πρόσθεσε στην άκρη του «αρβανίτικου τσαρουχιού την μαύρη φούντα» και έτσι το «εξελλήνισε» και το κατέστησε σύμβολο την λεβεντιάς των Νεοελλήνων! Στην στοργική αγκάλη της οικογενείας του στη Κόνιτσα πέρασε την δοκιμασία του ο Αριστοκλής μέχρι που και ο νέος μητροπολίτης Βελλάς και Κονίτσης Κωνσταντίνος Καρατζόπουλος ασχολήθηκε με αυτόν και φρόντισε για να σπουδάσει στην Χάλκη, πιθανόν για να τον χρησιμοποιήσει ως θεολόγο στην Σχολή της Βελλάς που ιδρύθηκε το 1911. Όμως εκείνος ως ιεροσπουδαστής συνδέθηκε με τον Μ. Πρωτοσύγκελλο Αθηναγόρα Ελευθερίου και 18 ετών χειροτονείται διάκονος από τον Ελασσώνος Πολύκαρπο Βαρβάκη και όταν απεφοίτησε το 1910 επέλεξε να σταδιοδρομήσει στην Μητρόπολη Μοναστηρίου.
Το 1925 άρχιζε το γενικό σχέδιο αποκαταστάσεως των προσφύγων σε οριστικούς τόπους εγκαταστάσεως και ο Κερκύρας Αθηναγόρας επειδή εγνώρισε τους εκ Καππαδοκίας Φαρασιωτών ενδιαφέρεται να μην διαλυθεί η μικρή ποίμνη του γέροντα Αρσενίου και έρχεται σε επικοινωνία με τον τότε μητροπολίτη Κονίτσης Βασίλειο Παπαχρήστου για να εγκατασταθεί στη Κόνιτσα σε σπίτι και σε κτήματα η οικογένεια του ιεροψάλτη Πρόδρομου Εζνεπίδη, πρόεδρου των Φαρασιωτών εκ του οποίου καρπός είναι «ο μικρός Αρσένιος», που μαθήτευσε μετα στην Κόνιτσα και ασκήθηκε στην πνευματική ζωή κυρίως στο Άγιον Όρος και στην Μονή του Σινά χωρίς να έχει τιμηθεί με την ιερωσύνη, τελικά δόξασε με την παρουσία του τον Θεόν και έδωσε την πρέπουσα μαρυρία της αγίας και τετιμημένης ζωής του. Καταγράφηκε από την Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία στο Εορτολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας από τον ενδόξως πατριαρχεύοντα Πατριάρχη Βαρθολομαίο, ως ο Άγιος Παΐσιος του 21ου αιώνα. – Α.Π.
1. Η Βουλγαρική κατοχή επαναλήφθηκε και πάλι κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από τους Γερμανούς «Ναζί» με οικτρότατες μνήμες στους πληθυσμούς της Δράμας μας.
2. Οι αρχαιότατοι γηγενείς πληθυσμοί της Μικρασίας, οι Ίωνες, τουρκιστί «Yunan», που πρόσφεραν στην ανθρωπότητα την φιλοσοφική και την ανώτερη πολιτική σκέψη τότε αντηλλάγησαν με τους εξισλαμισμένους απογόνους των κατακτητικών ορδών των Τούρκων που επηρέασαν το αποτέλεσμα των εκλογών του Νοεμβρίου του 1920, και επανέφεραν τον «Εθνικόν Διχασμόν» στην εξουσία δίδοντας στους δήθεν «Συμμάχους» την αφορμή άνανδρα να παρασπονδίσουν κατά των προσυμφωνηθέντων.
3.Τότε ο Ντούτσε απαίτησε ικανοποίηση ηθική και οικονομική. Όταν η κυβέρνηση αρνήθηκε να παράσχει οποιαδήποτε ικανοποίηση, δηλώνοντας ότι η Ελλάδα δεν έχει καμία σχέση με το γεγονός, ο Μουσολίνι διέταξε τον ιταλικό στόλο να βομβαρδίσει την Κέρκυρα. Και όταν η «Κοινωνία των Εθνών» καταδίκασε το γεγονός, απείλησε με αποχώρηση της Ιταλίας από τον τότε «Ειρηνευτικό Οργανισμό» και όταν τέλος αποκαλύφθηκε ότι ένοχοι ήσαν υπό τις οδηγίες του οι εξισλαμισμένοι Τσάμηδες και προδόθηκαν οι διαθέσεις του για την Αλβανία να λειτουργεί ως «Προτεκτοράτο» της Ιταλίας για μέλλουσα παρέμβαση κατά της Ελλάδος, γεγονός που συνέβη στις 28 Οκτωβρίου του 1940!
4. Η Μέλπω Μερλιέ αναφέρει ότι η Καππαδοκία είχε τους περισσότερους οικισμούς με Ελληνικό, η μεικτό από Έλληνες και Τούρκους πληθυσμό, από όλες τις επαρχίες της Κεντρικής Μικράς Ασίας. Επίσης χωρίζει την Καππαδοκία σε επτά περιφέρειες: 1. Καισαρείας, (Kayseri). 2. Προκοπίου, (Urgub). 3. Νεάπολης (Nevsehir) 4. Ακσεραϊ – Γκέλβερι, (Aksaray- Gelveri) 5. Νίγδης, (Nigde). 6. Φαράσων 7. Αποικιών Φαράσων. Οι περιφέρειες αυτές περιελάμβαναν 74 χωριά, κωμοπόλεις και πόλεις, στις οποίες κατοικούσαν Ελληνες, καθώς και 6 Ποντιακές αποικίες που βρίσκονταν μεν στον γεωγραφικό χώρο της Καππαδοκίας, ανήκαν όμως στον Πόντο εξαιτίας της προέλευσης τους και της γλώσσας τους. Από τους παραπάνω 74 οικισμούς, οι 47 ήταν τουρκόφωνοι και οι 27 ελληνόφωνοι. Το 1924, η σύσταση του πληθυσμού των οικισμών αυτών ήταν: 13 χωριά κατοικούνταν μόνο από Έλληνες Ελληνόφωνους και 12 από Έλληνες Τουρκόφωνους. Συμπερασματικά, στα κέντρα, δηλαδή στις μεγάλες, η μικρές πόλεις των περιφερειών, ακόμα κι όταν τα χωριά που υπάγονταν σ’ αυτές ήταν Ελληνόφωνα.
5. Πλησίον του ετάφη και ο συμφοιτητής μου εκ Καππαδοκίας και ευλαβής κληρικός Γερμανός Κυριακίδης.
6. Κ. Φράγκου. Περί της παιδικής ηλικίας κτλ. στο τόμο: Αθηναγόρας Α΄ Οικουμενικός Πατριάρχης ο Ηπειρώτης, Έκδοση της Εταιρείας Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1975.
7. Πρόκειται για τον μετά ταύτα μάρτυρα πατριάρχη Κωνσταντίνο τον Στ΄, που εκθρόνισαν οι Τούρκοι ως «Ανταλλάξιμο» το 1924. Βλ. «Συνοδικόν» τ. Γ’ σσ. 435-471. Αρχιμ. Ευδόκιμος Καρακουλάκης. Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντίνος Στ΄. Μνήμες και μαρτυρίες. Αθήνα. 2012.