Του καθηγητή Αριστείδη Πανώτη
Παρά την ευάρεστη και ευγενή πρόσκληση του Πατριάρχου Μαξίμου Ε΄ να σπουδάσω προ 75 χρόνων στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης, η Άγκυρα, χωρίς κανένα διακρατικό λόγο και μόνον επειδή εκδηλώθηκε το ενδιαφέρον του Φαναρίου για τον νεαρό εξ Αθηνών υποψήφιο ιεροσπουδαστή, απέρριψε τέσσερις φορές την χορήγηση «εισόδου» στο έδαφός της. Αυτό με ανάγκασε να εισέλθω το 1950 στην Θεολογική Σχολή των Αθηνών και μάλιστα να συνδεθώ με το ζεύγος του καθηγητή Γεωργίου και της Μαρίας Σωτηρίου, διευθυντή του Βυζαντινού Μουσείου Αθηνών που με παρότρυναν να ασχοληθώ ιδιαίτερα με το ακαδημαϊκό ενδιαφέρον τους και άρχισα φοιτητής τις αρχαιολογικές μου έρευνες το θέρος του 1953 την ύπαρξη κατάλοιπων της χριστιανικής περιόδου στο νησί της Κέας, τόπου καταγωγής μου εκ μητρός. Η εργασία μου άρχισε με το να συγκεντρώσω στοιχεία από το τότε ιερατείο της νήσου το οποίο γνώριζε τις εκκλησίες της Τζιάς και όπου διασώζονταν ίχνη τοιχογραφιών.
Τα πρώτα μου ευρήματα τα δημοσίευσα στο τοπικό περιοδικό μας «Το Νησάκι μας η Κέα». Περιηγήθηκα «αποστολικά» τις εξοχές του νησιού και συγκέντρωσα πλήθος φωτογραφιών και σημειώσεων, ώστε αργότερα να ασχοληθώ με αυτά επιστημονικά. Μέχρι τότε κανείς δεν είχε ασχοληθεί με τα χριστιανικά μνημεία του νησιού και οι έρευνές μου, απέδωσαν πλούσιους καρπούς. Εγνώριζα ήδη από την παλαιά «Ιστορία της Κέας» ότι κατά την Φραγκοκρατία κατέφυγε το 1204 στο νησί μας ο μητροπολίτης Αθηνών Μιχαήλ, δεν διασώθηκε ακριβές στίγμα της εκεί διαβιώσεώς του, που κράτησε μία εικοσαετία, από καθαρή υποψία ότι μήπως κάτι μπορώ να συναντήσω επήγα στο άλλοτε Σταυροπηγιακό Μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος, που αγνοούσα την παλαιότερη ιστορία του και ο τότε ενοικιαστής του Βαρθολομαίος μου είπε λίγα μέτρα πιο κάτω κοντά στην αρχαία πηγή υδρεύσεως για τον ίδιο και τα ζώα του υπήρχαν τα ερείπια ενός ανοικτού παρεκκλησίου με κάτι Αγίους. Κατέβηκα 250 μέτρα και βρέθηκα στον τόπο και έμεινα ενεός μόλις έφθασα μέσα στο ερείπιο γι’ αυτήν την έκπληξη και την φωτογράφησα και αμέσως με προβλημάτισαν δύο εικονιζόμενοι ιεράρχες ο Διονύσιος ο Αεροπαγίτης και ο Πολύκαρπος Σμύρνης, που δεν είναι συνήθεις σε απεικονίσεις λειτουργών ιεραρχών της κόγχης του Ιερού. Αυτό πραγματικά με προβλημάτισε και άρχισα τις έρευνές μου και ήλθε γρήγορα στη μνήμη μου το πρόσωπο του διάσημου μητροπολίτη Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτη. Και πράγματι μελέτησα την βιογραφία του. Ο Μιχαήλ Ακομινάτος ήταν γόνος ευκατάστατης οικογενείας από τις παλαιές «Κολοσσαίς» και τις βυζαντινές Χώνες της Φρυγίας της Μικράς Ασίας και γεννήθηκε εκεί το 1132 και έφηβος στάλθηκε στην βασιλεύουσα για να μαθητεύσει κοντά στον διάσημο δάσκαλο των ελληνικών Γραμμάτων «Ευστάθιο», μετά μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Εκεί συνδέθηκε με τους πατριαρχικούς κύκλους ως γραμματέας του πατριάρχου Θεοδοσίου Α΄ (1178-1183) ο οποίος διέγνωσε το ήθος του και τα χαρίσματα του Μιχαήλ Ακομινάτου τον χειροτόνησε το 1182 μητροπολίτη της 28ης τότε Μητροπόλεως του Οικουμενικού Θρόνου που ήταν η Αθήνα. Όμως το άλλοτε ένδοξο Άστυ έπαθε μεγάλη καταστροφή από την μάστιγα των Σαρακηνών, που κατέλαβαν την πόλη και απείλησαν και την Ακρόπολη και όταν έφθασε στην μητρόπολή του ήταν εν μέσω λαού λοιμοκτονούντος και απειλούμενου από τον δυνάστη του Ναυπλίου Λέοντα τον Σγουρό και κατοίκησε στα προπυλαίων της Ακροπόλεως, όπου και στέγασε την πολύτιμη εκ κωδίκων βιβλιοθήκη του. Ο πεπαιδευμένος αυτός ιεράρχης υπερασπίστηκε με σθένος το ποίμνιό του αντιτάσσοντας αποτελεσματική άμυνα στους εκ Δύσεως επιδρομείς, αλλά φαίνεται πως τα αποθέματα των δυνάμεών του είχαν εξαντληθεί και έτσι η Αθήνα έγινε εύκολη λεία στους Φράγκους που έφτασαν εκεί το 1204 και επέβαλαν την εξουσία τους. Οι συνοδεύοντες τους «ιππότες» λατίνοι κληρικοί ζήτησαν την παράδοση της βυζαντινής βασιλικής και τα προπύλαια προς εγκατάσταση του λατίνου επισκόπου.
Ο μητροπολίτης Μιχαήλ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα και αφού περιπλανήθηκε για κάποιο διάστημα στη Θεσσαλονίκη και στην Εύβοια κατέφυγε στην έναντι του Σουνίου δυτική πλευρά της Κέας, όπου ο όρμος της αρχαίας πόλεως των Ποιησσών. Εκεί αποβιβάζεται ο εξόριστος μητροπολίτης και δια της κοίτης του ρέματος των Πισσών πορεύεται προς τις υπώρειες του όρους του Ικμαίου Διός, που τότε ήταν δασώδες από δρυάδες και πηγαία νερά και φθάνει στην κορυφή του (547 μ.ύψος), όπου η Βασιλική Μονή του Τιμίου Προδρόμου με την φρυκτωρία πύργου που στα χρόνια των Κομνηνών (1081-1185) εγκαταστάθηκε γιατί ήλεγχε το πέρασμα από τον Καφηρέα της Εύβοιας μέχρι και την νήσο του San Giorgio που ήταν η αρχαιότατη γραμμή πλεύσεως εκ Δύσεως προς την βασιλεύουσα. Σε μικρή απόσταση από την Μονή διατηρείτο ο μοναστηριακός κήπος και στη βόρεια άκρη του κτήματος υπήρχε το «χωστό» και ερειπωμένο «Μονύδριο». Από το αρχικό κτίσμα σωζόταν μόνον η κεντρική κόγχη του Ιερού και κάτω από τα ίχνη «πεποικιλμένης» Πλατυτέρας μία σπουδαία απεικόνιση της ιερής χορείας των συλλειτουργούντων έξη (6) Αγίων ιεραρχών της Εκκλησίας, με πρώτον εξ αριστερών τον Αλεξανδείας Αθανάσιον (μισοκατεστραμένον) και δίπλα τον Αθηνών Διονύσιον Αρεοπαγίτη, τον Καισαρείας Βασίλειον, τον Κων/πόλεως Γρηγόριο και τον επίσης Κων/πόλεως Ιωάννη Χρυσόστομον και τέλος τον Σμύρνης Πολύκαρπον. Ο Αθηνών και ο Σμύρνης δείχνουν την ταυτότητα του κτήτορα του Μονυδρίου επομένως ευρέθηκε ότι είναι ο μητροπολίτης Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτης. Στο μέσο των ιεραρχών η Αγία Τράπεζα φέρει στην όψη της περίτεχνο κάλυμμα με το αρχαίο σύμβολο της καθαγιάσεώς της που είναι ο Τίμιος Σταυρού στο μετά των τεσσάρων γωνιδίων, κάτι που ακόμη και σήμερα καθαγιάζονται οι γωνίες της Αγίας Τραπέζης κατά την τάξη των εγκαινίων. Επί του Θυσιαστηρίου υπάρχουν τα «Κυριακά Σκεύη», δηλαδή το ποτήριο με το καθαγιασμένο «Αίμα Χριστού» και το βαθύ ξυλόγλυπτο δισκάριο με το «Σώμα Χριστού», μάλλον μετά το «Τέλεσμα» του Μυστηρίου μετά την «επίκληση» και πρό της Θείας Κοινωνίας τους. Οι ολόσωμες έξι μορφές των Ιεραρχών είναι γνωστές από την παραδοσιακή εικονογραφία. Οι τρείς ανυψώθηκαν στην ύπατη τιμή του Πατριάρχη, ο Αθανάσιος, ο Γρηγόριος και ο Ιωάννης. Ο Βασίλειος, αναδείχθηκε αρχιεπίσκοπος και οι δύο εξ αυτών ιεράρχες, ο Πολύκαρπος και ο Διονύσιος, σε επισκόπους ξακουστών πόλεων, ο πρώτος της Σμύρνης και ο δεύτερος των Αθηνών. Αυτή η δυάδα ταυτόχρονα έδειξε και την ταυτότητα του ιδρυτή του Μονυδρίου, που καταγόταν από τις βυζαντινές Χώναις, τις αρχαίες «Κολοσσές» της Μικράς Ασίας που τιμούσαν ως ιερομάρτυρά τους τον Πολύκαρπο Σμύρνης και τον διάδοχο του Αθηναίου Αρεοπαγίτη Διονυσίου και δεν είναι κάποιος άλλος από τον μητροπολίτη Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτη!
Η μελέτη αυτής της τοιχογραφίας με απησχόλησε γιατί: α) οι μορφές των εικονιζόμενων ιεραρχών είναι η παραδοσιακή, β) η συλλειτουργία τους συνδέεται με την «κατ’ ενώπιον» στάση τους, γ) η ειδική ιερή αμφίεσή των πατριαρχών, δ) τι περιέχουν τα «ευαγγέλια» που κρατούν οι ιεράρχες, ε) οι τρόποι των «ευλογιών» των ιεραρχών κ. ά., που μαρτυρούν την επικρατούσαν εκκλησιαστική Τάξη των αρχής της δεύτερης χιλιετίας που παρατάθηκε μέχρι την αρχήν το 13ου αιώνα στην καθέδρα της κατ’ Ανατολάς Εκκλησία μας. Ο μητροπολίτης Μιχαήλ μαθήτευσε στην πατριαρχία του Θεοδοσίου Α΄ και είχε εμπειρίες λατρείας εκ της Μεγάλης Εκκλησίας «της του Θεού Σοφίας».
Πρώτη παρουσία στο επιστημονικό χώρο του ευρήματος του Μονυδρίου έπραξε η Βυζαντινολόγος κυρία Μαρία Σωτηρίου με την μελέτη της στο «Δελτίο της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας» και συνέχισε την μελέτη η ταπεινότητά μου όταν επήγα ως Θεολόγος στο Παρίσι το 1957 για μετ’ εκπαίδευση στο «Ινστιτούτο του Αγιου Σεργίου» και τότε ταυτόχρονα παρακολουθούσα στην Σορβόννη τις παραδόσεις του μακαριστού μεγάλου Βυζαντινολόγου Ανδρέα Γραμπάρ και εκείνος αφού είδε την έρευνά μου με προέτρεψε να ασχοληθώ βαθύτερα με την ανάλυση της τοιχογραφίας του Μονυδρίου του Χωνιάτη γιατί παρέχει μαρτυρίες για την ιστορία της ορθοδόξου λατρείας του 13ου αιώνα, που θα αναφερθώ σε νέο άρθρο μου. –
Α. Π.
Βλ. Α. Πανώτη. Μνημεία Βυζαντινής τέχνης στην Κέα. περιοδικό «Το Νησάκι μας η Κέα». Σεπτ.1954.
Δ.Χ.Α.Ε. 4, (1964/1965), Αθήνα 1966, την σχετική μελέτη: Η πρώϊμη παλαιολόγειος αναγέννηση εις τας χώρας και τας νήσους της Ελλάδος κατά τον 13ον αιώνα.