16.1 C
Athens
Τρίτη, 30 Απριλίου, 2024

Για «Τα σπίτια της γιαγιάς μου» της Κορνηλίας Τσεβίκ-Μπαϊβερτιάν

Έρικα Αθανασίου

Αέρας και γεύσεις Κωνσταντινούπολης διαπνέουν την αφήγηση της Κορνηλίας Τσεβίκ-Μπαϊβερτιάν Τα σπίτια της γιαγιάς μου. Η συγγραφέας αποτυπώνει μυθιστορηματικά την πραγματική ιστορία της οικογένειάς της, αλλάζοντας προοδευτικά την οπτική της αφήγησης από τα παιδικά μάτια της αφηγήτριας έως και την ενηλικίωσή της και τη σταδιακή αποχώρηση από το πατρικό σπίτι.

Δίπλα στη γιαγιά της θα γνωρίσει η μικρή Αδριάνα τον κόσμο και θα μάθει την ιστορία της οικογένειας, παρακαλώντας τη γιαγιά να της διηγηθεί τα παιδικά της χρόνια ξεκινώντας από την αρχή. Κι ενώ φαινομενικά πρωταγωνίστρια είναι η γιαγιά Μαρίνα, η αφήγηση επικεντρώνεται γύρω από την ενδιαφέρουσα, γεμάτη πάθη ζωή της θείας Βάνας.

Η συγγραφέας μάς μεταφέρει σε μια Κωνσταντινούπολη που αλλάζει και μαζί αλλάζει και η ζωή των Ρωμιών κατοίκων της, καθώς η κοινότητά τους συρρικνώνεται. Μόνο η γιαγιά δεν αλλάζει, απλώς γερνάει, εξακολουθώντας όμως πάντα να νοιάζεται για τους γύρω της και να προσφέρει με κάθε τρόπο. Η κοινωνική ζωή της οικογένειας περιστρέφεται γύρω από τους συγγενείς και τις επιλογές της γιαγιάς. Στις γιορτές το τραπέζι στρώνεται για όλη την οικογένεια. Εκεί είναι εύκολο να παρατηρήσει κανείς τη συρρίκνωση της οικογένειας, καθώς το τραπέζι χρόνο με τον χρόνο φιλοξενεί όλο και λιγότερους.

Τα σπίτια της γιαγιάς δεν είναι μόνο τα σπίτια στα οποία έζησε, επιμένοντας να ζει στην ίδια μεριά του Βοσπόρου, εκεί που αναπτύχθηκε η ελληνική κοινότητα, αλλά και όλα τα σπίτια όπου ήταν ευπρόσδεκτη για το «εντεκάρι», τον καφέ στις 11 το πρωί, που μοιράζονταν συχνά οι νοικοκυρές. Νοσταλγία αποπνέουν οι περιγραφές των γειτονιών που αλλοιώνονται σιγά σιγά, καθώς νέα κτίρια αντικαθιστούν τα παλιά και νέοι κάτοικοι αλλάζουν τη φυσιογνωμία τους. «Η γειτονιά δεν είναι μονάχα ένας μαχαλάς, είναι και μια κοινωνία φίλων και γνωστών. Είναι σαν ένα κάστρο που προστατεύει. Οι φυλετικές, εθνικές και θρησκευτικές διαφορές δεν ταράσσουν τις σχέσεις των ανθρώπων που ζουν μέσα σ’ αυτό το κάστρο, είτε Ρωμιοί είναι είτε Τούρκοι είτε Αρμένιοι είτε Εβραίοι».

Οι γάμοι κυριαρχούν στη διήγηση, καθώς με τον γάμο αλλάζει η ζωή όχι μόνο του ζευγαριού αλλά και των συγγενών τους. Κι ενώ στο παρελθόν ήταν όχι μόνο απαραίτητη η συναίνεση των γονιών για τον γάμο, αλλά μπορεί το ζευγάρι να μην είχε καν γνωριστεί πριν από αυτόν, κορίτσια και αγόρια διεκδικούν το δικαίωμα να συνδεθούν από έρωτα, πολύ συχνά με καταστροφικά αποτελέσματα. «Έτσι ήταν τότε. Κάναμε ό,τι έκανε όλος ο κόσμος. Τίποτε λιγότερο, τίποτε παραπάνω. Αν εσείς κινηθείτε διαφορετικά είναι γιατί στο μεταξύ άλλαξε ο κόσμος μας».

Γύρω λοιπόν από κάθε ειδύλλιο συγγενών και φίλων της γιαγιάς μπλέκεται μια ξεχωριστή ιστορία με τη δική της κατάληξη, ενώ οι ιστορίες διασταυρώνονται. Και πολλές φορές τα πράγματα μπορεί να φτάσουν στα άκρα, όταν στην οικογένεια μπορεί να εισέλθει ένα «υποκείμενο». Η γιαγιά όμως έχει για όλα μια λύση και ένα δίκτυο γνωστών, στους οποίους μπορούσε να αποταθεί. «Η απληστία του πρώην γαμπρού είχε τιμωρηθεί. Ο δαίμονας χαντακώθηκε στην κόλασή του».

Κι ενώ ζούνε σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία, εξακολουθεί να επικρατεί η αντίληψη «Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο!» και δεν αντιμετωπίζονται θετικά γάμοι με αλλόθρησκους, ακόμα κι αν πρόκειται για διαφορετικό δόγμα.

«Ζούσαμε τη βαβέλ των γλωσσών, όταν αραιά και πού επισκεπτόμασταν το ψιλικατζίδικο του Αρμένη Γκάρο στο Παγκάλτι. Εκεί άκουγες όλες τις γλώσσες. Η πελατεία του ήταν ποικιλόμορφη. Κάθε καρυδιάς καρύδι κατέληγε στο κατάστημά του για κάθε είδους αγορές… Άκουγες λέξεις από τρεις, τέσσερις γλώσσες σε μία πρόταση».

Οι Ρωμιοί όμως εγκαταλείπουν σιγά σιγά την Πόλη, βλέποντας την Αθήνα και την Ελλάδα ως δεύτερη πατρίδα τους, παρότι η πατρίδα αυτή αρνείται συχνά να δώσει ακόμα και άδεια παραμονής ή εργασίας. «Το βλέμμα τους εδώ και χρόνια ήταν στραμμένο προς την Ελλάδα». Στην Ελλάδα όμως νιώθουν ελεύθεροι κι ας τους λείπει η αρχοντιά της Πόλης. Στην Πόλη φοβούνται ακόμα και ελληνικά να μιλήσουν στους δρόμους.

Παρότι εποχή έντονων πολιτικών εξελίξεων, η πολιτική εμφανίζεται στην αφήγηση μόνο όσο επηρεάζει τη ζωή των μελών της οικογένειας. «Η δημογραφική μας μείωση αποτελούσε άκρως αρνητικό παράγοντα και μας δυσκόλευε στη διασφάλιση του μέλλοντος, τη διατήρηση της μητρικής μας γλώσσας και την οικονομική μας ύπαρξη, ως μειονότητας στη μεγάλη αγορά. Παρά ταύτα, η ζωή στην Πόλη άξιζε την οποιαδήποτε δοκιμασία…» Συνεταιριστικές και χρηματιστηριακές απάτες επηρεάζουν επίσης τη ζωή των φίλων και συγγενών της γιαγιάς, ενώ η κοινωνία των Ρωμιών «τιμωρεί» τους αδιάφθορους δικούς της. «Να αγιάσεις δεν σε αφήνουν».

«Οι Ρωμιοί μεγαλούργησαν στον τόπο αυτό, αλλά κι έσβησαν συνάμα… Φταίει το ξερό τους το κεφάλι και ο εγωισμός τους. Ξέρεις τι λένε οι Τούρκοι για μας; Πως Ρωμιός σημαίνει… “εγώ είμαι”… “Δεν χρειάζεται να τους πειράξεις. Αυτοί αλληλοαφανίζονται μεταξύ τους”».

Το Ζάππειο, το γνωστό κωνσταντινουπολίτικο σχολείο των Ρωμιών, από όπου αποφοιτεί η αφηγήτρια και εργάζεται ως φιλόλογος η συγγραφέας, μπαινοβγαίνει στη διήγηση. Εκεί θα γνωρίσει τις καλύτερες φίλες της, στη μεγάλη του αίθουσα θα γίνει η τελετή αποφοίτησης και θα πάρει το απολυτήριο. «Αισθανόμουνα το κενό αποχωρισμού από τη μητέρα σχολή, όπου είχα περάσει τόσα χρόνια κι αποτελούσε τον μικρόκοσμό μου».

Η γιαγιά Μαρίνα νοιαζόταν κυρίως για τους άλλους, η θεία Βάνα νοιαζόταν κυρίως για τον εαυτό της. Κι όμως, η πρώτη κατάφερε να έχει μια ζωή όπου όλοι την αγαπούσαν, ενώ η άλλη έστρωσε με δυστυχία τη ζωή της. «Τα χρόνια είχαν μαλακώσει τον χαρακτήρα και των δύο, της γιαγιάς και της θείας, οπότε κατάφεραν να γίνουν δυο καλές φίλες. Μοιράζονταν το σπίτι, σεβόμενες την ελευθερία η μια της άλλης. Σε αυτό έδειξαν αμοιβαία ωριμότητα, σε βαθμό που μας εξέπληξαν».

Τελευταίο σπίτι της γιαγιάς, στον Άη Λευτέρη, εκεί που ήδη βρίσκονταν συγγενείς της και η ίδια για χρόνια φρόντιζε τους τάφους τους. Πριν φύγει, θα προλάβει να κάνει ένα ακόμα καλό σε κάποιον που θεώρησε ότι αδικήθηκε από την οικογένειά της. Από το κρεβάτι της θα περάσουν όσοι αγαπούσε και την αγαπούσαν για τον τελευταίο αποχαιρετισμό.

Μια τρυφερή διήγηση, γεμάτη νοσταλγία για μια Πόλη που κάποτε φιλοξένησε ένα σημαντικό κομμάτι του ελληνισμού, αφήνοντας ακόμα κάτι από τη λάμψη αυτή να σιγοκαίει.

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ