Του Δρος Συμεών Σολταρίδη
Οι σημερινές μου σκέψεις περατώνουν το ζήτημα της παρουσίας του Αρχιεπισκόπου Αμερικής Ελπιδοφόρου στα εγκαίνια του «Τουρκικού Σπιτιού» στη Νέα Υόρκη. Ταυτόχρονα όμως ας μου επιτραπεί να σημειώσω ότι στο διάβα του χρόνου ορισμένοι κύκλοι, εκκλησιαστικοί και μη της oμογένειας, ερμηνεύουν διαφορετικά την παρουσία της Αρχιεπισκοπής την οποία επιζητούν να ασκεί έργο «εθναρχεύουσας εκκλησίας».
Ταυτίζουν το εκκλησιαστικό έργο με τον χειρισμό της πολιτικής σε άκρατο βαθμό χωρίς διπλωματία παίρνοντας παράδειγμα από την πολιτική κυρίως στάση των Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και Αρχιεπισκόπου Ιακώβου.
Βεβαίως μέσα στο έργο του εκάστοτε Ιεράρχη υπάρχει το αγωνιστικό φρόνημα, όχι όμως το πρωτεύων και αν υπάρχει αυτό γίνεται «δια της πλαγίας οδού». Φαίνεται όμως κάποια μερίδα κυρίως oμογενών θέλει τον κληρικό τoυ μπροστάρη σε αγώνες και δεν μπορεί να κάνει τον διαχωρισμό των εποχών, της τακτικής, της ακολουθούμενης πολιτικής που κατά τον Ελευθέριο Βενιζέλο «είναι η τέχνη του προβλέπειν» την οποία έχει το Φανάρι με αποτέλεσμα να συνεχίζει επί αιώνες το Οικουμενικό του έργο.
Γιατί είναι Οικουμενικό και όχι εθναρχικό ή εθνικό. Απευθύνεται προς όλους, συνομιλεί και συνδιαλέγεται, αναπτύσσει διαθρησκειακό διάλογο και ιδιαίτερα έχει καλλιεργήσει τις συνομιλίες με το Ισλάμ.
Μέσα σε αυτό το σκεπτικό εδράζεται η παρουσία του Αρχιεπισκόπου Αμερικής στα εγκαίνια. Όσο για την παρουσία εκεί του Τουρκοκύπριου ηγέτη δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση αναγνώριση. Αφού με την ίδια λογική Κύπριοι και Ελλαδίτες συνομιλούν μαζί του ως ηγέτη της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Οι σκέψεις που δημοσιεύτηκαν οι οποίες έφθασαν σε ακατανόμαστους χαρακτηρισμούς πηγάζουν από το συναίσθημα και όχι την πολιτική ή την λογική. Χαρακτηρισμοί που μάλλον υποβιβάζουν τους συντάκτες και είναι απόρροια ιδεολογιών και φρονημάτων.
Επιθυμούν κάποιοι κύκλοι να ταυτίζεται ο εκκλησιαστικός λόγος με τον άκρως πολιτικό, το έργο της εκκλησίας που είναι πνευματικό, εκκλησιαστικό, κατηχητικό, καθοδηγητικό με την διεκδίκηση πολιτικών αιτημάτων. Και αυτό, όπως γράψαμε παραπάνω, είναι γιατί οι κατά καιρούς Αρχιεπίσκοποι αντί να κρατούν ποιμαντορική ράβδο ήθελαν να κρατούν μόνο ράβδο. Χωρίς να μπορούν να διακρίνουν ότι όλα αυτά είχαν συνέπειες στο Φανάρι και στην ομογένεια της Τουρκίας. Και για να γίνει κατανοητό και να σταματήσει η σπέκουλα για το «πώς» οι λανθασμένες πολιτικές Αθήνας και Λευκωσίας επηρέαζαν το Ρωμαίικο, δεν έχουν να εξετάσουν σε αρχειακό υλικό γιατί το πλήθος στα Σεπτεμβριανά φώναζε «η Κύπρος είναι Τουρκική» και τι είχε συμβεί πριν τα γεγονότα στην μεγαλόνησο, ποια πολιτική είχε ασκηθεί σε Κύπρο και Δυτική Θράκη την δεκαετία του ’60 που έβαλε το κερασάκι στα δεινά της Πόλης, της Ίμβρου και της Τενέδου.
Βέβαια ακατανόητη η πολιτική της αμοιβαιότητας. Αλλά αυτό συμβαίνει στις μειονότητες. Και συμβαίνει όταν οι πολιτικές ηγεσίες δεν κατανοούν πλήρως τα πολιτικά παιχνίδια που παίζονται από μεγάλες δυνάμεις , όπως την Μεγάλη Βρετανία η οποία ακολουθώντας την πολιτική του «διαίρει και βασίλευε» συνέχισε και βρίσκεται στο νησί.
Και επανέρχομαι στα της ομογένειας της Αμερικής. Όταν λοιπόν έμαθαν κάποιοι επί χρόνια να βλέπουν τον Αρχιεπίσκοπο τους σαν «Εθνάρχη», ενώ ο κ. Ελπιδοφόρος είναι ένας Ιεράρχης του Θρόνου που εκπροσωπεί τον Οικουμενικό θεσμό και ταυτόχρονα με τα εκκλησιαστικά προωθεί και τα πολιτικά, αλλά με τον τρόπο που έμαθε στο Φανάρι , θορυβήθηκαν και αμέσως άρχισαν να κτυπούν «τα τύμπανα του πολέμου» που στην πραγματικότητα κτυπούν εναντίον του Φαναρίου. Φθάνουν δε σε σημείο όχι μόνο να κατηγορούν τον Αρχιεπίσκοπο, αλλά να σημειώνουν ότι η ενέργεια του ήταν «καθοδηγούμενο σχέδιο; για να υποβαθμίσει τα θετικά που αποκόμισε Λευκωσία και Αθήνα στις ΗΠΑ» και ότι ήρθε η στιγμή του «διαχωρισμού εκκλησίας και ομογένειας» ας μου επιτραπεί να δηλώσω ότι το «παιχνίδι αρχίζει και χοντραίνει»!
Οι κύκλοι λοιπόν αυτοί θα πρέπει
Α) να κατανοήσουν την αποστολή της Αρχιεπισκοπής Αμερικής και να αποφασίσουν αν πράγματι θέλουν συμπόρευση εκκλησίας και ομογένειας και αν δεν θέλουν τι θέλουν;
Β) να κατανοήσει η ομογένεια ότι ο κ. Ελπιδοφόρος έβαλε σε μία τάξη τα οικονομικά και εκκλησιαστικά της Αρχιεπισκοπής και ότι σήμερα πορεύεται καλά με τα ανοίγματα κυρίως στη νεολαία.
Γ) να κατανοηθεί ότι δεν είναι άλλο σύλλογοι, σωματεία, ΜΜΕ κλπ και άλλο η εκκλησία. Είναι συνιστώσες της μιάς oμογένειας που σίγουρα έχει τις εσωτερικές της διαφορές.
Δ) να κατανοηθεί αν τα ζητήματα μπορούν να επιλυθούν σε περίπτωση διάστασης των δύο μερών.
Ε) να κατανοηθεί ότι ενωμένοι όλοι μπορούν να κάνουν θαύματα και να μην αναζητούνται προφάσεις εν αμαρτίαις.