Αναδημοσιεύουμε στη συνέχεια ένα παλαιότερο άρθρο του Μ. Πρωτοπρεσβυτέρου του Οικουμενικού Πατριαρχείου π. Γεωργίου Τσέτση, με τίτλο: “Ορθόδοξος «Εκκλησία» ή «Συνομοσπονδία» Τοπικών Εκκλησιών;”
Το άρθρο γράφτηκε και δημοσιεύτηκε στην Ιδιωτική Οδό μας, πριν εφτά χρόνια, στις 16 Οκτωβρίου 2011, όμως καθίσταται λίαν επίκαιρο, καθώς ανασκευάζει ρωσικές θέσεις – και δη του μητροπολίτου Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνος – οι οποίες έχουν έρθει με ένταση στο προσκήνιο, εξαιτίας της απόφασης του Οικουμενικού Πατριαρχείου να χορηγήσει την Αυτοκεφαλία στην Εκκλησία της Ουκρανίας.
Από όσα γράφονται από τον π. Γεώργιο – πριν 7 χρόνια μάλιστα – γίνεται σαφές ότι το “Ουκρανικό” δεν είναι και τόσο πολιτικό ζήτημα όσο νομίζεται…
Όσοι λευκοφόροι εννοήτωσαν!
Το άρθρο γράφτηκε και δημοσιεύτηκε στην Ιδιωτική Οδό μας, πριν εφτά χρόνια, στις 16 Οκτωβρίου 2011, όμως καθίσταται λίαν επίκαιρο, καθώς ανασκευάζει ρωσικές θέσεις – και δη του μητροπολίτου Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνος – οι οποίες έχουν έρθει με ένταση στο προσκήνιο, εξαιτίας της απόφασης του Οικουμενικού Πατριαρχείου να χορηγήσει την Αυτοκεφαλία στην Εκκλησία της Ουκρανίας.
Από όσα γράφονται από τον π. Γεώργιο – πριν 7 χρόνια μάλιστα – γίνεται σαφές ότι το “Ουκρανικό” δεν είναι και τόσο πολιτικό ζήτημα όσο νομίζεται…
Όσοι λευκοφόροι εννοήτωσαν!
Του Μ. Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Τσέτση
Τι είναι επιτέλους το Σώμα στο οποίο ανήκουμε ως «μέλη εκ μέρους» (Α΄Κορ. 12, 27) και ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως; Η «Μία» και Αδιαίρετος Ορθόδοξος Εκκλησία; Ή μήπως μια εθνοφυλετικής υφής Συνομοσπονδία ανεξάρτητων απ’ αλλήλων τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών;
Το ερώτημα αυτό μου εγεννήθη πρόσφατα, όταν διάβασα σειρά συνεντεύξεων του Προέδρου του Τμήματος Εξωτερικών Υποθέσεων της Εκκλησίας της Ρωσίας, Μητροπολίτου Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνος σε γνωστά Ρωσικά ΜΜΕ, όπως η ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδα Izvestia, και τα Πρακτορεία Inerfax-Religion και RIA-Novosti. Συνεντεύξεων οι οποίες δόθηκαν σε συνάφεια προς την Σύναξη των Προκαθημένων των Πρεσβυγενών Πατριαρχείων και της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας Κύπρου, που είχε πραγματοποιηθεί στο Φανάρι αρχές του παρελθόντος μηνός Σεπτεμβρίου, κατόπιν πρωτοβουλίας του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου. Ως γνωστόν, κύριος σκοπός της Συνάξεως αυτής ήταν η ανταλλαγή απόψεων όσον αφορά στις δραματικές επιπτώσεις επί των Εκκλησιών της Μέσης Ανατολής της τεταμένης πολιτικο-κοινωνικής κατάστασεως στον Αραβικό κόσμο, δευτερευόντως δε, η αποτίμηση της από πολλού ήδη καιρού καρκινοβατούσης πορείας μας προς την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο.
Το ενδιαφέρον με τις ως άνω συνεντεύξεις έγκειται στο ότι ο χαρισματικός αυτός Ιεράρχης, ενώ διατυπώνει άκρως ενδιαφέρουσες σκέψεις ως προς την αναγκαιότητα αρμονικής συνεργασίας των Ορθοδόξων και παροχής εκ μέρους των μιας κοινής μαρτυρίας στον σύγχρονο κόσμο, δεν διστάζει ταυτόχρονα να εκφράζει και κάποιες νεοφανείς και παράξενα ηχούσες απόψεις, όσον αφορά στην ουσία, την δομή, το πολίτευμα και τον τρόπο λειτουργίας και εκφράσεως της «Mιάς, Aγίας, Kαθολικής και Αποστολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Προσπαθώντας να περάσει το μήνυμα ότι «η Εκκλησία της Ρωσίας ουδέποτε έμεινε αδιάφορη απέναντι στα προβλήματα των Ορθοδόξων της Μέσης Ανατολής» (Interfax-Religion, 31 Αυγούστου), πεπεισμένος πως η Μόσχα αποτελεί βασικό, αν όχι «εκ των ων ουκ άνευ», παράγοντα σε οτιδήποτε αφορά την οικουμενική Ορθοδοξία, (Izvestia, 9 Σεπτεμβρίου), και δυσαρεστημένος προφανώς διότι η Εκκλησία του δεν προσεκλήθη από τον Οικουμενικό Πατριάρχη στην ως άνω συνάντηση κορυφής, ο εν λόγω Ιεράρχης προέβη σε μια δριμύτατη κριτική της Συνάξεως αυτής. Ωστόσο, ακροθιγώς μόνο ανεφέρθη στο κύριο θέμα της, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στο δευτερεύον θέμα της ημερησίας διατάξεώς της, τουτέστι στα αδιέξοδα που συναντούν οι Ορθόδοξοι στα πλαίσια της προετοιμασίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
Ασκώντας όμως την κριτική του, ο Μητροπολίτης Βολοκολάμσκ δεν παρέλειψε να επαναλάβει και τις κατά διαστήματα διατυπούμενες γνωστές θέσεις ενίων κύκλων του ευρύτερου Ορθοδόξου χώρου. Ότι δηλ. το Οικουμενικό Πατριαρχείο έχει «Βατικάνειες» τάσεις κυριαρχίας στον Ορθόδοξο κόσμο, ότι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως είναι απλώς «πρώτος μεταξύ ίσων» και ως εκ τούτου δεν έχει το προνόμιο του ενεργείν ερήμην των Προκαθημένων των λοιπών κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, ή, ακόμη, ότι το Φανάρι διχάζει την Ορθοδοξία όταν ομιλεί περί «παλαιφάτων» και «νεοπαγών» Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Εξειδικεύοντας μάλιστα τον λόγο, παρατήρησε, χωρίς περιστροφές, ότι μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών «δεν υπάρχουν, ούτε μπορεί να υπάρχουν, πρωτεύουσες ή προϊστάμενες Εκκλησίες, (…), ούτε Εκκλησίες α΄ή β΄ κατηγορίας, και (ότι) καμία Εκκλησία δε μπορεί να υπαγορεύει τίποτε σε μιαν άλλη», διότι αυτό επιβάλλει η «αρχή της συνομοσπονδίας, όταν κάθε Αυτοκέφαλος Εκκλησία διοικητικά είναι μεν ανεξάρτητη από τις υπόλοιπες, αλλά ευρίσκεται με αυτές σε προσευχητική και κανονική κοινωνία». Περαίνων δε τον λόγο, προσέθεσε ότι «η Ορθόδοξη Εκκλησία, διαφέρει από τη Ρωμαιοκαθολική, διότι δεν έχουμε Πάπα, δεν έχουμε πρώτο Επίσκοπο, δυνάμενο να λαμβάνει αποφάσεις εκ μέρους όλων» (Isvestia).
Και εδώ εγείρεται, νομίζω, ένα μείζον Εκκλησιολογικό πρόβλημα. Είναι δυνατόν η «Μία και Αδιαίρετος Ορθόδοξος Εκκλησία» να θεωρείται και να χαρακτηρίζεται ως «Συνομοσπονδία» ανεξάρτητων τοπικών Εκκλησιών; Και αν μεν ούτως έχει το πράγμα, τότε τι θα είναι η συγκληθησομένη Αγία και Μεγάλη Σύνοδος μας; Κάποιο είδος «Γενικής Συνελεύσεως» της Ορθόδοξης αυτής «Συνομοσπονδίας»; Κάτι δηλαδή παρεμφερές με τις Συνελεύσεις των διαφόρων, Προτεσταντικής παραδόσεως, Παγκοσμίων Ομολογιακών Οργανισμών;
Οι Οικουμενικές Σύνοδοι δεν ήταν «Συνελεύσεις» αυτόνομων τοπικών Εκκλησιαστικών σχημάτων. Ήταν Σύνοδοι της Μιάς Αδιαιρέτου Εκκλησίας. Και οι παρακαθήμενοι σ΄αυτές Θεοφόροι Πατέρες, δεν αγωνίζονταν για να διασφαλίσουν τα ποικίλης φύσεως συμφέροντα μιας δεδομένης τοπικής Εκκλησίας, αλλά για να πατάξουν την αίρεση, να κηρύξουν την ορθή πίστη, να εγγυηθούν την ενότητα σύνολης της Ορθοδοξίας και να διευθετήσουν την εύρυθμη λειτουργία της.
Σε κάποιο σημείο της συνεντεύξεώς του στο RΙΑ-Novosti (12 Σεπτεμβρίου), ο Μητροπολίτης Ιλαρίων τόνιζε ότι «οι αποφάσεις της Συνόδου, θα είναι γνωστές εκ των προτέρων». Προσέθετε δε, σχεδόν απειλώντας, ότι σε περίπτωση κατά την οποία «οι αποφάσεις της Πανορθοδόξου Συνόδου θα προσκρούσουν στα συμφέροντα ή την αυτοαντίληψη της Ρωσικής Εκκλησίας, (αυτή) απλά δεν θα συμμετάσχει στην Σύνοδο».
Και τίθεται το ερώτημα. Αν όντως η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος δεν θα κάμει τίποτε άλλο από το να επικυρώσει απλώς κάτι το οποίο συμφωνήθηκε εκ των προτέρων, τότε πού βρίσκεται η ελευθερία εκφράσεως των Πατέρων οι οποίοι θα την συγκροτούν; Δεν θα υπάρξει στη Σύνοδο συζήτηση καθώς γινόταν από αρχαιοτάτων χρόνων στις Οικουμενικές και Τοπικές Συνόδους, όπου οι Πατέρες διαλέγονταν, μέχρις ότου εύρουν, συνεργούντος του Αγίου Πνεύματος, την σωστή λύση σε κάποιο πρόβλημα που αντιμετώπιζε η Εκκλησία; Μήπως a priori αποκλείουμε τον φωτισμό της σκέψης των Συνοδικών Πατέρων εκ μέρους του συγκροτούντος τον θεσμόν της Εκκλησίας Αγίου Πνεύματος, την επιφοίτηση του οποίου θα επικαλεσθούμε, ως είθισται, επί τη ενάρξει των Συνοδικών εργασιών; Μήπως εκ των προτέρων παραδεχόμαστε ότι το Άγιο Πνεύμα θα «πνέει» ίσως κάπου αλλού, όχι όμως απαραιτήτως στην επί θύραις Μεγάλη Σύνοδο μας; Και αν υποτεθεί ότι, επινεύσει του Παρακλήτου, η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος, -όπου σύμφωνα με τον κανονισμό λειτουργίας της θα εφαρμόζεται η από αιώνων ισχύσασα πράξη της Εκκλησίας, όπως «κρατείτω η των πλειόνων ψήφος» (6ος Κανών της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου)-, τροποποιήσει τα «ομοφώνως» εκπονηθέντα σχέδια κειμένων των Προσυνοδικών Διασκέψεων, τι θα συμβεί; Οι διαφωνήσοντες, θα σεβασθούν την «ψήφο των πλειόνων» ή θα αποχωρήσουν από την Σύνοδο;
Ως προς τον ισχυρισμό ότι η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως έχει Βατικάνειου τύπου ηγεμονικές τάσεις, ας μου επιτραπεί να παρατηρήσω τα εξής. Αν, όντως, ο Οικουμενικός Πατριάρχης είχε την αξίωση να ενεργεί δίκην «Πάπα της Ανατολής», τότε, στα χρόνια της παντοδυναμίας του, κατά την Βυζαντινή και Οθωμανική περίοδο, θα είχε καταργήσει τόσο την Εκκλησία Κύπρου, όσο και τα Πρεσβυγενή Πατριαρχεία, όταν αυτά είχαν διαλυθεί κατά τον ρουν της περιπετειώδους ιστορίας τους. Όχι μόνο τούτο δεν συνέβη, αλλ’ απεναντίας, η Εκκλησία Ανδρέου του Πρωτοκλήτου, φιλοξένησε στην Ιουστινιανούπολη του Ελλησπόντου (την σημερινή Αρτάκη) τον εξόριστο κλήρο και λαό της Κύπρου, που δεινοπαθούσε τότε στη Μεγαλόνησο, συνεπείᾳ των αραβικών κατακτήσεων. Όπως αργότερα φιλοξένησε στην Πόλη και τους εμπερίστατους Πατριάρχες της Ανατολής, οι οποίοι, διατηρώντας τίτλους και προνόμια, συμμετείχαν ενεργά στην ζωή συνόλης της Ορθοδοξίας, μέχρις ότου ηρεμήσουν τα πράγματα και επιστρέψουν στην έδρα τους και βρεθούν δίπλα στο ποίμνιό τους.
Αν όντως το Φανάρι είχε την πρόθεση να καταστεί ένα είδος «Βατικανού της Ορθοδοξίας», δεν θα εγκαινίαζε το 1923, και μάλιστα σε τραγικές για εκείνο μέρες, την διαδικασία συγκλήσεως μιας Συνόδου, προκειμένου όπως, κατόπιν Πανορθοδόξου διαβουλεύσεως, ληφθούν αποφάσεις όσον αφορά στην τύχη της σκληρά δοκιμαζόμενης τότε Ορθοδοξίας στην Εγγύς Ανατολή και στα ανατολικά διαμερίσματα της Ευρώπης. Κυρίως δε στη Ρωσία, μετά την Οκτωβριανή επανάσταση των Μπολσεβίκων. Θα φρόντιζε αποκλειστικά για την τύχη του κατατρεγμένου ποιμνίου του στην Ιωνία, τον Πόντο, την Μικρά Ασία και τη Θράκη, αψηφώντας για το τι συμβαίνει πέραν των ορίων της κανονικής του δικαιοδοσίας. Και ενήργησε κατ΄αυτόν τον τρόπο η Πρώτη της Ορθοδοξίας Καθέδρα, διότι από αμνημονεύτων χρόνων, και με αποφάσεις Οικουμενικών Συνόδων, είναι επιφορτισμένο με το προνόμιο του διακονείν την Ορθόδοξο Εκκλησία στο σύνολό της. Γι΄αυτόν ακριβώς τον λόγο ανέλαβε τις γνωστές πρωτοβουλίες το 1923, το 1930, το 1960, ταράσσοντας τα λιμνάζοντα ύδατα και συνάγοντας επί το αυτό τις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες, προκειμένου να διαδηλώσουν την ενότητά τους, να επιλύσουν τα προβλήματά τους και να παράσχουν στον κόσμο την κοινή τους μαρτυρία.
Να μην υποτιμάται ο ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Ορθόδοξο στερέωμα. Οίκοθεν νοείται, ότι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δεν δικαιούται να επεμβαίνει στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων Εκκλησιών. Ούτε δε και διεκδικεί παρόμοια εξουσία. Εκτός αν ζητηθεί η συμβολή του στην επίλυση κάποιου προβλήματος μιας Αυτοκεφάλου Εκκλησίας, καθώς συνέβη πλειστάκις στη ιστορία της Ορθοδοξίας, και πολύ συχνά, μάλιστα, τις τελευταίες δεκαετίες. Έχει όμως την ευθύνη να αγρυπνά για το ευ ζην σύνολης της Ορθοδοξίας.
Η ανά την οικουμένην «Μία» και Αδιαίρετος Ορθόδοξος Εκκλησία δεν είναι σώμα ακέφαλο. Ούτε όμως και κάποιο είδος πολυκέφαλης Λερναίας Ύδρας. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης δεν είναι απλώς ψιλώ τω τίτλω «πρώτος μεταξύ ίσων», καθώς επαναλαμβάνεται ευκαίρως-ακαίρως, σε μια προσπάθεια υποβάθμισης του ρόλου του στο σώμα της Ορθοδοξίας. (Τούτο καταφάνηκε κατά έκδηλο και άκομψο τρόπο στις πρόσφατες Προσυνοδικές Διασκέψεις). Όπως, όμως, οι Προκαθήμενοι μιας επί μέρους Εκκλησίας, λ.χ. της Αλεξανδρείας, Ρωσίας, Σερβίας, Ρουμανίας, Κύπρου ή Πολωνίας, δεν είναι απλώς «πρώτοι» μεταξύ της πλειάδος «ίσων» Επισκόπων που τους περιστοιχίζουν, αλλά και το ορατό σημείο της ενότητος της Εκκλησίας της οποίας προΐστανται και εγγυηταί της εύρυθμης λειτουργίας της, κατ΄αυτόν ακριβώς τον τρόπο και ο Κωνσταντινουπόλεως είναι, αρέσει ή όχι, ο Προκαθήμενος της Ορθοδοξίας, το ορατό σημείο της Ενότητός της και ο εγγυητής της εύρυθμης λειτουργίας του θεσμού τον οποίο αποκαλούμε «Ορθόδοξος Εκκλησία». Εν εναντία περιπτώσει, το Σώμα στο οποίο ανήκουμε, παύει να είναι «Η» Εκκλησία και μεταβάλλεται, όντως, σε Συνομοσπονδία τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Πίνακας της Γελένα Ιγνιάτοβιτς