10.5 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Εκκλησιαστικοί αναλογισμοί (με αφορμή τη συμφωνία Αρχιεπισκόπου Αθηνών και του Πρωθυπουργού)



Του Γιάννη Γιγουρτσή
Καθηγητού στην Πατριαρχική Μεγάλη του Γένους Σχολή
Λίγες μέρες μετά το ηχηρό πυροτέχνημα της κοινής ανακοίνωσης Πρωθυπουργού και Αρχιεπισκόπου, πολλά έχουν γραφτεί, περισσότερα έχουν ειπωθεί και πολλά έπονται για να ειπωθούν και να γραφτούν ακόμα. Ας μοιραστώ κι εγώ μερικές σκόρπιες σκέψεις μαζί σας.
Χωρισμός εκκλησίας – κράτους
Ας μην παίζουμε με τις λέξεις και τα νοήματα, ούτε και με τον καημό όσων από εμάς την θέλουν και την εύχονται για το καλό και των δύο πλευρών Ουδείς χωρισμός εκκλησίας και κράτους συντελείται με την συμφωνία αυτή. Ουδείς πρόκειται επίσης να πραγματοποιηθεί τα επόμενα χρόνια. Από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ, που είχε πάλαι ποτέ υποσχεθεί πως θα τον κάνει, έχει εξελιχθεί σε κόμμα εξουσίας αυτό δεν μπορεί να γίνει. Αυτά ήταν καλά να τα λέει όταν είχε το 3-4 %. Τότε τα πίστευε κιόλας. Τώρα δεν θα το κάνει, γιατί δεν το θέλει η πλειοψηφία των ψηφοφόρων του, που προέρχονται από έναν συντηρητικό και καθόλου ριζοσπαστικό κοινωνικά χώρο οι περισσότεροι. Έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα λαϊκό (κατά κάποιους λαϊκιστικό) θα ακολουθήσει σε ένα τόσο κρίσιμο ζήτημα τα “αιτήματα του λαού”. Δεν πρόκειται να βγει μπροστά για να διαμορφώσει το θέμα ως κοινωνικό ζητούμενο και να θέσει εκ νέου στον λαό. Κάτι τέτοιοι θέλει χρόνο, έχει κόστος πολιτικό και πλησιάζουν εκλογές. Το έκανε πρόσφατα για το Μακεδονικό, λόγω και των πιέσεων που δέχτηκε από το εξωτερικό, αλλά δεν σηκώνει και δεύτερη ρήξη με το “λαϊκό αίσθημα”. 
Τι γίνεται λοιπόν αφού δεν χωρίζουν; 
Αναθεωρούνται οι σχέσεις των δύο πλευρών και τίθενται σε μια νέα βάση. Στην πραγματικότητα συσφίγγονται, με ένα τέτοιο τρόπο που ο οικονομικός παράγοντας εμφανίζεται πλέον ως ο καθοριστικότερος μεταξύ τους. Ειλικρινές οφείλω να πω και πρακτικό, υπό μία έννοια, στην εποχή που ζούμε. Όχι και τόσο πνευματικό βεβαίως. Η συμφωνία θυμίζει περισσότερο ένα deal δύο μεγάλων εταιρειών που γίνεται για το αμοιβαίο συμφέρον με κάθε πλευρά να προσπαθεί να αναδείξει προς τους μετόχους της τα δικά της κέρδη, παρά με μια κίνηση με πνευματικό ή κοινωνικά ανταποδοτικό χαρακτήρα για τον λαό, τον λαό του Θεού και τους πολίτες της χώρας, βεβαίως. 
Τι κέρδισαν λοιπόν οι δύο πλευρές; Και όταν λέω δύο πλευρές εννοώ την (διοικούσα) εκκλησία και τον επικεφαλής αρχιεπίσκοπο από την μια, το κράτος και την κυβέρνηση, με επικεφαλής τον πρωθυπουργό από την άλλη.   
Η εκκλησία λοιπόν: 
– επανεπιβεβαίωσε ως ακλόνητη την κυρίαρχη θέση της στην ελληνική κοινωνία (επικρατούσα θρησκεία, ιστορικά δικαιώματα κλπ). Αυτό γίνεται άλλωστε σαφές και από την πρόταση της κυβέρνησης για το Σύνταγμα. 
– διασφάλισε τα οικονομικά συμφέροντά της και εξασφάλισε μια σταθερή μεγάλη επιδότηση της τάξης των 200-210 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως για τις ανάγκες του προσωπικού της (σε σημερινές αξίες), την οποία θα μπορεί να διαχειρίζεται η ίδια, περίπου όπως θέλει, με βάση τα ως τώρα λεχθέντα 
– μπήκε ως συνεταίρος με το κράτος στην διαχείριση ακίνητων αμφισβητούμενων σε μεγάλο βαθμό από τα οποία θα έχει όφελος 
– αναγνωρίζεται ρητά η παραχώρηση μέρους της ακίνητης περιουσίας της στο κράτος, αλλά και η υποχρέωση του τελευταίου να καλύπτει τα έξοδα του κλήρου. 
Επιπλέον, ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών: 
– προβλήθηκε ως προνομιακός συνομιλητής του Πρωθυπουργού και ως “ηγέτης” της Εκκλησίας της Ελλάδος, και 
– έκανε λοιπόν μια επιθετική κίνηση εκκλησιαστικής πολιτικής, διεκδικώντας τον ρόλο του Πρώτου (που δεν τον έχει καθώς δεν είναι Πατριάρχης) και ευελπιστώντας να κάνει τον κενό περιεχομένου τίτλο “πάσης Ελλάδος” να αποκτήσει νόημα. 
Από την άλλη πλευρά το κράτος: 
– απαλλάσσεται από την διαχείριση των διορισμών, της μισθοδοσίας και της συνταξιοδότησης και εν γένει των θεμάτων προσωπικού των κληρικών, με ένα υψηλό είναι η αλήθεια οικονομικό τίμημα 
– δημιουργεί με τρόπο πλασματικό κενές θέσεις στο δημόσιο για να κάνει διορισμούς (διότι ως γνωστόν οι διορισμοί για πολλά χρόνια ακόμα ελέγχονται από τους θεσμούς και τις συμφωνίες που έχει υπογράψει και δεν μπορεί να κάνει η κυβέρνηση όσους θέλει). 
– μπαίνει συνδιαχειριστής και θα έχει όφελος από μια σημαντική περιουσία που ως τώρα έμενε αναξιοποίητη σε μεγάλο βαθμό για το ίδιο, ευελπιστώντας να βγάλει από εκεί μέρος ή και το όλον του επιδόματος για τους κληρικούς. 
Επιπλέον ο Πρωθυπουργός: 
– πρόβαλε για μια φορά ακόμα προφίλ ηγετικό του “ανθρώπου που δίνει λύσεις” και αιφνιδιάζει τον αντίπαλο. 
– θα προβάλει εν όψει και των εκλογών την συμφωνία ως ένα ριζοσπαστικό βήμα, ενίσχυσης της ανεξιθρησκείας και της θρησκευτικής ουδετερότητας του κράτους 
– θα προσπαθήσει να πείσει, τους διατεθειμένους να πειστούν ψηφοφόρους του ότι προχώρησε σε διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους (ή ότι τέλος πάντων αυτός ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να κάνει σε διαχωρισμό) και είναι σύμφωνο με τις αρχές και τις υποσχέσεις του Κυβερνώντος κόμματος. 
– Στο σημείο αυτό θα τονίσει παράλληλα και τις άνευ ουσίας αλλαγές που το κόμμα και η κυβέρνηση προτείνουν επί του θέματος των σχέσεων με την εκκλησία, στην αναθεώρηση του Συντάγματος. 
Πέραν τούτου πρέπει να δούμε και ποιος ζημιώνεται από αυτή την εξέλιξη: 
– ζημιώνεται πρώτον και κύριον ο κατώτερος κλήρος, τα 10.000 πρόσωπα των ιερέων και των διακόνων που απολύονται από το δημόσιο από τη μια μέρα στην άλλη και γίνονται το θύμα της συμφωνίας, χωρίς να έχουν έστω και τυπικά ερωτηθεί. σχετικά (σύνδεσμοι και ενώσει κληρικών υπάρχουν αρκετοί). Με δεδομένη την δεσποτοκεντρική διάρθρωση της ορθόδοξης εκκλησίας, και μάλιστα της ελλαδικής, οι κατώτεροι κληρικοί χάνουν ένα ισχυρό ανάχωμα στις αυθαιρεσίες και τον αυταρχισμό των αρχιερέων τους που, όπως είναι γνωστό πάσι τοις παροικούσι την Ιερουσαλήμ, σε πολλές περιπτώσεις είναι περίπου ανεξέλεγκτοι και κάνουν την ζωή των παπάδων τους δύσκολη. 
Οι δηλώσεις του Μητροπολίτη Δημητριάδος Ιγνατίου, ο οποίος ευθαρσώς καταδίκασε την συμφωνία και προέβαλε τα θέματα των ιερέων του, είναι χαρακτηριστικές και τον τιμούν. 
– χάνουν ακόμη όσοι ελπίζουν και εύχονται να υπάρξει ο πραγματικός διαχωρισμός Εκκλησίας και Κράτους, για ένα πραγματικό μη θρησκευόμενο και ουδετερόθρησκο κράτος και μια πραγματικά ανεξάρτητη εκκλησία που θα βασίζεται στις δικές της δυνάμεις και θα επιτελεί το έργο της απερίσπαστα και χωρίς να ποδηγετείται από το κράτος, έστω και έμμεσα. 
Με την εξέλιξη αυτή, και δεδομένου ότι και η ΝΔ χαιρέτησε ως θετικές τις προτάσεις της συμφωνίας, αναβάλλεται για μία τουλάχιστον γενιά το αίτημα αυτό. Να σημειώσω πάντως εδώ, πως στην δική μου αντίληψη περί χωρισμού εκκλησίας και κράτους αλλού βρίσκονται τα ουσιαστικά και κρίσιμα ζητήματα. Το θέμα της μισθοδοσίας των κληρικών από το κράτος θα έπρεπε να είναι το τελευταίο που θα απασχολούσε τους συνομιλητές και όχι το πρώτο, όπως έγινε σε αυτή την παρωδία διαζυγίου (σαν και αυτά που κάνουν κάποια ζευγάρια την εποχή της κρίσης για φορολογικούς λόγους). 
Και μια ηχηρή απουσία 
Σε όλη αυτή την συζήτηση των δύο ηγετών, υπήρξε μια μεγάλη και ηχηρή απουσία, μια προκλητική παράλειψη. Αυτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του Οικουμενικού Πατριάρχη.

Η συμφωνία όλη έγινε λες, με τρόπο που προσπαθεί να αμφισβητήσει ευθέως τον ρόλο και τον λόγο του στα εκκλησιαστικά πράγματα της Ελλάδος. Όταν περισσότερο από την μισή Ελλάδα βρίσκεται υπό την πνευματική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και δύο σημαντικά τμήματά της, η Κρήτη και τα Δωδεκάνησα, βρίσκονται σε άμεση διοικητική σχέση και εξάρτηση από το Φανάρι, δεν μπορεί να λαμβάνεται μια τόσο σημαντική συμφωνία και ο Πατριάρχης, όχι μόνο να μην έχει ερωτηθεί ή έστω ενημερωθεί, αλλά να πληροφορείται τα νέα από την τηλεόραση.

Και αυτό το θέμα μπορεί να είναι συγγνωστό και ως ένα βαθμό κατανοητό σε ότι αφορά το κράτος και μια κυβέρνηση που δεν γνωρίζει τα της εκκλησίας καλά, βάζει σε ορισμένες θέσεις κλειδιά της εκκλησιαστικής πολιτικής φιλόδοξα μειράκια ή καιροσκόπους και μαθαίνει την δουλεία στον τομέα αυτό “στου κασίδη το κεφάλι”. 

Θέλω να ελπίζω πως θα βρεθεί κάποιος εχέφρων και γνώστης των θεμάτων, που θα ενημερώσει τον Πρωθυπουργό για το ατόπημα και πως θα καταλάβουν στην κυβέρνηση ότι η υποστήριξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κομβικό σημείο της ελληνικής πολιτικής από το 1923 και εξής, από τα λίγα σταθερά σημεία αναφοράς της εξωτερικής μας πολιτικής επί ένα αιώνα – δεν μπορεί να περιορίζεται σε κάποια οικονομική ενίσχυση, ωραία λόγια στις επισκέψεις των πολιτικών παραγόντων στο Φανάρι και την παρουσία του Γενικού Προξένου στις εκκλησίες δίπλα στον Πατριάρχη, όταν λειτουργεί.

Αν τα παραπάνω ισχύουν για το Κράτος, για την Εκκλησία της Ελλάδος ωστόσο δεν υπάρχει καμία δικαιολογία για τη συμπεριφορά αυτή, γιατί τα ξέρει πολύ καλά όλα αυτά. 

Η μη ενημέρωση και η μη συνεργασία με το Οικουμενικό Πατριαρχείο έγινε εκ μέρους των Αθηνών επί σκοπού και δολίως, με μόνο στόχο να θίξει και να υπονομεύσει τα δίκαια του Πατριαρχείου στον ελλαδικό χώρο, γιατί βεβαίως δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να του στερήσει λάμψη, κύρος και διεθνή επιρροή. (Πού βρίσκεται και ποιος είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος διεθνώς και ποιος ξέρει τον Αθηνών Ιερώνυμο έξω από την Ελλάδα;) 
Θίγει όμως η κίνηση αυτή το Πατριαρχείο μέσα στην Ελλάδα και βεβαίως δεν μπορεί να μείνει αναπάντητη η πρόκληση.
Η αχαριστία από την Ελλαδική εκκλησία προς το Πατριαρχείο και η ζήλια (για να το πω με τρόπο εύσχημο) των περισσοτέρων Αθηνών προς τον εκάστοτε Οικουμενικό Πατριάρχη είναι υπόθεση παλιά και ξεκινά από την επεισοδιακή ίδρυση της Εκκλησίας της Ελλάδος με πραξικοπηματικό τρόπο δύο σχεδόν αιώνες πριν (1833). 
Το Πατριαρχείο έχει μάθει να αντιμετωπίζει με υπομονή αλλά και αποφασιστικότητα τέτοιες συμπεριφορές, και όχι μόνο βεβαίως εκ μέρους της Ελλαδικής εκκλησίας, ωστόσο όταν τα βέλη είναι εξ ιδίων, πληγώνουν βαθύτερα. 
Δυστυχώς και ο τελευταίος Αρχιεπίσκοπος δεν αποδείχτηκε και στον τομέα αυτό καλύτερος από τον προκάτοχό του. Απλώς, ο μακαριστός Χριστόδουλος, υπήρξε περισσότερο εξωστρεφής, ανοιχτά φιλόδοξος και αποκάλυψε γρήγορα τους στόχους του. Αντίθετα ο νυν Αθηνών λειτουργεί αλλιώς. Είναι πιο εσωστρεφής και κινείται πιο μεθοδικά στο παρασκήνιο, οπότε αποκαλύπτεται δυσκολότερα, αλλά και γι’ αυτό μπορεί να γίνει και πιο επικίνδυνος. 
Προς το παρόν διάβασα μόνο δηλώσεις του εξαιρετικού Μητροπολίτη Ρόδου Κύριλλου για το θέμα. Ελπίζω η Σύνοδος της Εκκλησίας της Κρήτης που συνεδριάζει επί τούτου σήμερα Σάββατο, να έχει το θάρρος και την παρρησία να πάρει δημόσια θέση για ένα καυτό θέμα, το οποίο άλλωστε την αφορά άμεσα. Εδώ θα είμαστε για να παρακολουθήσουμε τις εξελίξεις σε μια υπόθεση που δεν φαίνεται πως θα λήξει τόσο γρήγορα, ανώδυνα και θριαμβευτικά, όπως ξεκίνησε.

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ