Εμμανουήλ Κ. Δουνδουλάκης
Επίκουρος Καθηγητής
Πατριαρχικής Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Κρήτης
Πατριαρχικής Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Κρήτης
Το εσπέρας της 25ης Μαρτίου, μιας ημέρας με ποικίλους συμβολισμούς, θρησκευτικούς και εθνικούς, μιας ημερομηνίας συνυφασμένης με την πρώτη ημέρα του κόσμου, τη δημιουργία και την αναγέννηση της φύσης, -σύμφωνα με απόκρυφες και Εκκλησιαστικές παραδόσεις- οικονόμησε ο Ζωοδότης Κύριος να πέσουν τα φτερά του “υψιπετούς αετού” της Θεολογίας• παραχώρησε ο Παντοκράτωρ να λυγίσει το “ευσκιόφυλλον ξύλο” της κατ’ άμφω σοφίας, ο “μονήρης κυπάρισσος” της Κρητικής γης, ο “κραταιός” εκκλησιαστικός “άνακτας” της πέμπτης ηπείρου και επέτρεψε ο Θεός Λόγος να σιγήσει το “ακροθίνιο” του εκκλησιαστικού λόγου και της συγγραφικής καλάμου, ο Πήγασος της ποιήσεως, ο Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας κυρός Στυλιανός.
Τι κι αν “… το απόλυτο πένθος δεν εκφράζεται /παρά μονάχα με απόλυτη σιωπή…” (Πένθος απόλυτο), η Μητέρα Εκκλησία, το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο, θρηνεί για την απώλεια του εκλεκτού Ιεράρχη και διακηρύσσει και σεμνύνεται για την πιστότητα του ευπειθούς τέκνου, του άοκνου διακόνου και στερρού προασπιστή της.
Η Εκκλησιαστική κοινότητα της Αυστραλίας, οδυνάται για τον κατ’ άνθρωπον απορφανισμό του Ιερουργού, του Ποιμένα, του ακαδημαϊκού Διδασκάλου, του ποιητή, του λογοτέχνη, του πατρός, του υιού (Ο Αγενεαλόγητος), του αδελφού, του συνανθρώπου, του γνήσιου πατριώτη και μαρτυρεί ότι “την ώρα του υπάτου πόνου/ κόβονται τα ήπατα…” (Τα σφαγμένα μαλλιά) κι ας ακούει τη φωνή του Ιεράρχη από την “αντίπερα όχθη” να την προτρέπει πατρικά: “Μην κλαις ακόμη• /είναι νωρίς να στερέψουν οι κόγχες των ματιών σου…” (Μην κλαις ακόμη).
Ο υπογράφων, ψελλίζει, την ώρα ετούτη, σαστισμένος “εξόδιον ύμνον και επιτάφιον” προς τον αοίδιμο Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας, αναλογιζόμενος ότι λίγες ημέρες νωρίτερα πάσχιζε, ως άλλος «ομόλογος περίεργος αργόσχολος (και) ακαμάτης» (Εργαστηριακό Β΄), να μαζέψει επίλεκτα εύοσμα άνθη από τον ποιητικό λειμώνα του κραταιού Πρωθιεράρχη, προκειμένου να πλέξει αμάραντο στεφάνι για να προσφέρει σε ομότεχνους, στο Κλεινόν Άστυ. Ακόμη δορυφορούν στη σκέψη του οι στίχοι ποιήματος του αοιδίμου Πρωθιεράρχη: “Υπάρχουν άνθρωποι που δεν είδαμε /μήτε διαβάσαμε τίποτα δικό τους /και κάποια μέρα διαπιστώνουμε κατάπληκτοι /πως σκέφτονται κι αισθάνονται σαν εμάς / σε βαθμό να τους πούμε αδελφούς /χωρίς ίχνος συμβατικής φιλοφρονήσεως. (Ως) … εκ γενετής ομοούσιους…” (Ομόλογοι του πνεύματος).
Ο υπογράφων, ψελλίζει, την ώρα ετούτη, σαστισμένος “εξόδιον ύμνον και επιτάφιον” προς τον αοίδιμο Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας, αναλογιζόμενος ότι λίγες ημέρες νωρίτερα πάσχιζε, ως άλλος «ομόλογος περίεργος αργόσχολος (και) ακαμάτης» (Εργαστηριακό Β΄), να μαζέψει επίλεκτα εύοσμα άνθη από τον ποιητικό λειμώνα του κραταιού Πρωθιεράρχη, προκειμένου να πλέξει αμάραντο στεφάνι για να προσφέρει σε ομότεχνους, στο Κλεινόν Άστυ. Ακόμη δορυφορούν στη σκέψη του οι στίχοι ποιήματος του αοιδίμου Πρωθιεράρχη: “Υπάρχουν άνθρωποι που δεν είδαμε /μήτε διαβάσαμε τίποτα δικό τους /και κάποια μέρα διαπιστώνουμε κατάπληκτοι /πως σκέφτονται κι αισθάνονται σαν εμάς / σε βαθμό να τους πούμε αδελφούς /χωρίς ίχνος συμβατικής φιλοφρονήσεως. (Ως) … εκ γενετής ομοούσιους…” (Ομόλογοι του πνεύματος).
Ο Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός, ένας άνθρωπος που γαλουχήθηκε και ανδρώθηκε με την ορφάνια -κυριολεκτική και μεταφορική-, ένας άνθρωπος που “δεν γνώρισε τη χαρά του περιττού /παρά μονάχα την πάλη με τις πρώτες ανάγκες”(Pour vos amours ‘sieurs dames)• ο καταξιωμένος θεολόγος και εκκλησιαστικός ηγέτης, ο ευαίσθητος και συνάμα διακριτικός, ο αδούλωτος στο πνεύμα και δωρικός στις εκφράσεις, ο ασυμβίβαστος με τα ημίμετρα της σύγχρονης εποχής, δεν είναι παράδοξο ότι υπήρξε πολλές φορές “σημείο αντιλεγόμενο”. Ανήκε στις ισχυρές εκείνες προσωπικότητες που αμφισβητούνται, διότι αρνούνται να συμβιβαστούν και να ταυτιστούν με τη μάζα, πασχίζοντας προς όφελος του συνόλου. Ο λόγος του, ως προς αυτό, σαφής και αφοριστικός: “Αλλοίμονο σ’ αυτούς /που δεν αμφισβητήθηκαν,/γιατί θα πει πως ταυτίστηκαν/μ’ όλους τους ανθρώπους. /Αλλοίμονο σ’ αυτούς / που δεν διώχτηκαν, /γιατί θα πει πως δεν πολέμησαν /μήτε με σκιές…” (Αφορισμοί). Ανήκε επίσης σ’ εκείνους που κερδίζουν το Δικαιοκρίτη Θεό με τις “ενσυνείδητες ήττες” (Κόντρα στο ρεύμα),“τις διαδοχικές παραιτήσεις” (Ο τρωτός Δον Κιχώτης) που μετρώνται στο ενεργητικό τους, σε ό,τι αφορά τη διεκδίκηση του ατομικού συμφέροντος.
Η, προϊόντος του χρόνου, διάκριση των σημείων της αυθεντικής θεοφάνειας και η “σιωπηλή εγκαρτέρηση” του θαύματος και του θανάτου (Επίγνωση), ώθησαν τον Ιεράρχη να διατυπώνει με συστολή και όντως ταπείνωση, τα ακόλουθα: “Παλιά συνήθεια να στολίζουν τους νεκρούς /… Εγώ, παρακαλώ, μόνο το ράσο /κι εκείνο όχι για καλλωπισμό /μονάχα να μην σκανδαλίσω με την γύμνια μου /τη μόνη δύναμη του ανθρώπου/ μπροστά στον Παντοδύναμο!” (Σκέψεις για Διαθήκη).
Ο Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας κυρός Στυλιανός, ως άλλο ευώδες “άνθος της ερήμου”, σκόρπισε “αφειδώλευτα/ κι εξ ολοκλήρου ανιδιοτελώς” (Υπεράνω σκοπιμοτήτων) το άρωμά του, όπου κι αν πέρασε στην επίγεια πορεία του. Σήμερα, “αμίλητος”, αλλά όχι “βουβός”, “έχοντας ήδη διαπεραιωθεί στην απέναντι όχθη“(Οι νεκροί Β΄), μας διαμηνύει με νόημα: “Κανείς δεν ξέρει πότε είναι πιο χρήσιμος, /για τον εαυτό του και για τους άλλους: όταν αγωνίζεται και κάπου τους εκτοπίζει/… ή όταν απέρχεται αξιοπρεπώς/ αφήνοντας όλο τον χώρο αδιαμφισβήτητο /στην ευθύνη των άλλων.” (Το μέγα δίλημμα).
Έρχεται, τέλος σήμερα, με την κραυγάζουσα σιγή του, να μας υπενθυμίσει τη σχέση “τάφου και αρετής”, ότι δηλαδή οι “τάφοι είναι τα διαπιστευτήρια της γης. /… η οριστική μας μετάνοια./ Δεν ξαναστρέφουμε τα νώτα στον Αδωναΐ, / όπως έκαμε στην Εδέμ ο Προπάτορας / είμαστε όλοι ανάσκελα πεσμένοι /αντίκρυ στο Θεό, /για να βλέπει εσαεί μόνο τα στήθη μας• / είναι πληγωμένα από τους διαξιφισμούς μας / αλλά κι από την αγάπη Του./ … Θα περιμένουμε και θα νοσταλγούμε / ανάσκελα οριζοντιωμένοι /τη θεία παρεμβολή.” (Ξενάγηση Αρχαγγέλου).
Ας είναι αιωνία αυτού η μνήμη!