ὑπὸ
Γέροντος Χαλκηδόνος Ἀθανασίου
“Τίς δώσει μοι πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς
καὶ πετασθήσομαι καὶ καταπαύσω;”
(Ψαλμ. 54, 7)
Χωρὶς ἀμφιβολία ἡ Ἀγγελολογία εἶναι ἓν τῶν πλέον γοητευτικῶν κεφαλαίων τῆς Δογματικῆς Θεολογίας. Ἐνθυμοῦμαι τὰς περὶ τοῦ θέματος παραδόσεις τοῦ Γέροντος Ἐφέσου εἰς τὴν Χάλκην. Φυσικῶς δέ, τὸ θέμα αὐτὸ ἔχει καὶ τὴν παραστατικήν του πλευράν. Διὸ καὶ αἱ πολλαὶ εἰκονογραφικαὶ αὐτοῦ συνθέσεις (ἐννέα τάγματα, Σύναξις, Δωδεκάορτον κλπ.) Ἐδῶ δὲ ἰδιαιτέραν θέσιν ἔχουν τὰ χαρίεντα ἀγγελούδια ποὺ πλεονάζουν στοὺς ρυθμοὺς τῆς Ἀναγεννήσεως τοῦ Barock καὶ τοῦ Rococo, ὅμως καὶ σήμερον ἐμφανίζεται μία “ἀνάστασις” αὐτῶν! Eἰς τὰ βιβλιοπωλεῖα καὶ λοιπὰ σχετικὰ καταστήματα μικρῶν ἀξεσουάρ, βλέπομεν τὰ ἀγγελούδια μὲ μίαν φλογέραν, παίζοντα μίαν ἅρπαν, κρατοῦντα ἕνα κηρίον ἢ μεγάλας καρδιάς. Κατασκευασμένα ἀπὸ κεραμικό, πορσελάνη, μπροῦντζο, ξύλο, γυαλί, πλαστικό, χαρτί, κερί, σαποῦνι κ.ἄ. Διακοσμοῦν δὲ παράθυρα, αὐτοκίνητα, ἢ εἶναι φυλαχτὰ διὰ τὸν λαιμόν. Ὀπίσω δὲ ἀπὸ τὸν στρατόν τους ἔρχεται ἡ σχετικὴ φιλολογία.
Οὕτω λοιπὸν σήμερον δὲν θεωροῦνται πλέον παιχνίδια τῶν παιδιῶν, 50% δὲ τῶν Γερμανῶν τοὐλάχιστον, πιστεύουν πάλιν εἰς τὸν φύλακα Ἄγγελον, ἐνῶ 10% ἰσχυρίζονται, ὅτι εἶχον ἐμπειρίαν τινὰ μετὰ τῶν Ἀγγέλων. Ὁ Riedel βεβαίως ὀργίζεται μὲ τὴν ἐμποριοποίησιν καὶ τὸν ὑποβιβασμὸν μιᾶς τόσον ἀρχαιοτυπικῆς μορφῆς. Ἐξ ἑτέρου ὅμως, ἡ ὑπερβολικὴ διάδοσις μορφῶν καὶ συμβόλων καθιστᾶ φανερὰν μίαν ὑπαρξιακὴν ἔλλειψιν, ἡ ὁποία δέον νὰ πληρωθεῖ μὲ ὑποκατάστατα. Διότι ὡς λέγει καὶ ὁ E. Jünger: “Τὰ ἐγκαταληφθέντα ἱερὰ καταλαμβάνονται ἀπὸ δαίμονας”.
Οἱ Ἄγγελοι εἰς πολλοὺς πολιτισμοὺς καὶ θρησκείας εἶναι γνωστοὶ ὡς ἀγγελιοφόροι τῶν οὐρανῶν, κινούμενοι μὲ τὰ πτερά των μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὡς μεσάζοντες, εὐτυχῶς μὴ ἔχοντες τὴν τύχην τοῦ Δαιδάλου καὶ τοῦ Ἰκάρου.
Εἶναι ἀνεξάρτητοι μεταφορεῖς τοῦ Θεοῦ καὶ οὐχὶ μυστικοὶ πράκτορες, τοὺς ὁποίους πολλοὶ χρησιμοποιοῦν, οὐχὶ ἐκτελεσταί, βοηθοῦν τοὺς ἀνθρώπους εἰς τὰς δυσχερείας των καὶ ἐμφανίζονται αἰφνιδίως, προξενοῦντες φόβον, πρβλ.: “Μὴ φοβοῦ Μαριάμ” (Λουκ. 1, 30), διότι ἡ ἐντολὴ ἀλλαγῆς προκαλεῖ πάντοτε φόβον, διὸ καὶ συνήθως εἰς τὴν Βίβλον ὑφίσταται ἀντίδρασις πρὸς αὐτούς.
Εἰς τὴν Π.Δ. ἀπαντοῦν διακοσίας φοράς, εἰς τὴν Κ.Δ. καὶ τὸ Κοράνιον ἑκατόν. Πνεύματα πτερωτὰ ὑπάρχουν καὶ εἰς τοὺς Ἀσσυρίους καὶ Βαβυλωνίους.
Σήμερον εἰς τὴν ἐπιστημονικὴν κοσμοθεωρίαν εἶναι δυσχερὴς ἡ κατάληψις τῆς χριστιανικῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ, ἡ δέ “αὔξησις τῶν Ἀγγέλων ἀντιτίθεται είς τὴν κατάργησιν τοῦ οὐρανοῦ” (T. Ruster). Δύναταί δέ τις νὰ θεωρήσει τοῦτο ὡς μίαν “ἀντι-ἐκκοσμικευτικὴν κίνησιν” ὡς μίαν “νέαν θρησκείαν”.
Καὶ τοῦτο διότι ἔχει διαταραχθεῖ ἡ σχέσις τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἑαυτοῦ του, τῶν λοιπῶν ἀνθρώπων, τῆς φύσεως, τοῦ χρόνου, τοῦ πνευματικοῦ κόσμου κλπ. Καὶ οἱ νέοι θεοί του εἶναι ἡ φύσις, ἡ τέχνη, ἡ μηχανή, τὸ Σύμπαν, τὸ Χάος, τὸ τίποτε1.
Ἡ πίστις εἰς τοὺς Ἀγγέλους ἀποτελεῖ μίαν Νεο-ειδωλολατρείαν, ἡ ὁποία ἔχει ἐμποτισθεῖ ἀπὸ τὴν χριστιανικὴν ἀγγελίαν τῆς ἀγάπης. Εἶναι χαρακτηριστικὸν δὲ ὅτι αὕτη δὲν χρειάζεται πίστιν εἰς τὸν Θεόν, τὰ δόγματα, τὰς Γραφάς, τὰς λειτουργίας καὶ τοὺς ἱερεῖς. Οἱ πιστοὶ αὐτῆς ζῶσιν ἀποκλειστικῶς ἀπὸ τὴν προσωπικήν των σχέσιν μετὰ τῶν Ἀγγέλων, ἐκ τῶν ὁποίων μετ’ ἐμπιστοσύνης ζητοῦν βοήθειαν. Ἐὰν δὲ ἡ θεολογία ἀπομυθοποίησεν τὴν πίστιν, τώρα ὅλον τὸ μυθολογικὸν ὑλικὸν ἐμφανίζεται μετὰ νέου πνεύματος!
Ἡ θρησκεία τῶν Ἀγγέλων εἶναι γενικῶς δι’ ὅλους ἀνοικτή, συγχρόνως ὅμως ἀτομικὴ καὶ προσωπική, δημοκρατική, θρησκεία τῆς ἐποχῆς μας. Θέματα δὲ ὅπως δικαιοσύνη καὶ μέριμνα διὰ τοὺς πτωχοὺς δὲν τὰ γνωρίζει, ἄρα ἐγωϊστική! Πράγματα ἀσφαλῶς ἀπαράδεκτα καὶ περίεργα• τὰ ὁποῖα ἄλλωστε συχνάκις ἀπαντοῦν καὶ εἰς τὰς νέας ταύτας κατευθύνσεις καὶ τὰ θρησκεύματα! Δεικνύει εἰς τοὺς Ἱεράρχας, κατά τινας, ὅτι τὰ μονολογικὰ κηρύγματα καὶ τὰ μυστήρια τῶν ἱερέων δὲν ἠμποροῦν πλέον νὰ ἀντεπεξέλθουν εἰς τὸν πόθον ὅλων διὰ πνευματικὴν ἐμπειρίαν.
Ἀπαιτεῖται λοιπόν, φησίν, μία νέα θρησκευτικὴ ἁρμοδιότης. Ἡ Ἐκκλησία δέον νὰ καταστήσει δυνατὰς τὰς πνευματικὰς ἐμπειρίας διὰ περισυλλογήν, διάλογον, ἀτομικοὺς λειτουργικοὺς τύπους, νὰ ἐναγκαλισθεῖ τὴν θρησκείαν τῶν Ἀγγέλων. Ἀλλέως θὰ εἶναι περισσοτέρα ἡ στροφὴ τῶν πιστῶν εἰς ἕτερα θρησκεύματα, τὰ ὁποῖα, ὥς τινες ὑποστηρίζουν, τοὺς συνταράσσουν, διὰ νὰ ἠχήσει ἴσως καὶ πάλιν “ἡ ἀπωλεσθεῖσα εἰς τὴν δύσιν φωνὴ αὐτῆς” (C. Wrembek).
_________________________________________________
1- H. Sedlmayr, Verlust der Mitte, Φρανκφούρτη Μ. – Βερολῖνον – Βιέννη10 1983, 167-168.
2- E. – M. Lerch, Die Boten des verlorenen Himmels, Publik Forum ἀρ. 23 (2018) 50-52. –, Die Wächter der Mündigkeit, Ἔνθ. ἀνωτ. 53-54.