13.8 C
Athens
Τρίτη, 24 Δεκεμβρίου, 2024

ΜΙΑ ΔΙΑΛΕΞΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΜΕΡΙΚΗΣ ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΡΟΛΟ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ

Πριν δέκα χρόνια, στις 16 Μαρτίου 2009, ο τότε Αρχιγραμματεύς της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Αρχιμ. Ελπιδοφόρος Λαμπρυνιάδης, πραγματοποίησε μία διάλεξη στο Παρεκκλήσιο της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού Βοστώνης, με θέμα: “Οι προκλήσεις για την Ορθοδοξία στην Αμερική και ο ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου”. 
Δέκα χρόνια μετά, στις 11 Μαϊου 2019, ο Αρχιγραμματεύς που εν τω μεταξύ έγινε Μητροπολίτης Προύσης, εξελέγη από την Αγία και Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου, Αρχιεπίσκοπος Αμερικής. 
Παραθέτουμε, λοιπόν, εκείνη την διάλεξή του που αποκτά σήμερα ξεχωριστό ενδιαφέρον, στα ελληνικά και στα αγγλικά.

Αιδεσιμολογιώτατε Πρωτοπρεσβύτερε κ. Νικόλαε Τριανταφύλλου, Πρόεδρε,
Αιδεσιμολ. Πρωτοπρεσβύτερε κ. Θωμά Fitzgerald, Κοσμήτορ και
Αιδεσιμολ. και Ελλογιμώτατοι Καθηγητές,
αγαπητοί φοιτητές της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού,
Έχω την εξαιρετική τιμή και μεγάλη χαρά να βρίσκομαι σήμερα ενώπιόν σας με την ευλογία και άδεια του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου και την συναίνεση του Σεβ. Αρχιεπισκόπου Αμερικής κ. Δημητρίου για να μοιρασθώ μαζί σας μερικές σκέψεις σχετικά με την παρούσα κατάσταση της Ορθοδοξίας στην Αμερική και τις σχετικές με αυτή θέσεις και δυνατότητες του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου.
Έχετε, αδελφοί μου, το προνόμιο να είσθε οι πολίτες μιας χώρας, στην οποία καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό οι τύχες των λαών, όπου γεννώνται και μεταδίδονται οι πρωτοπόρες τεχνολογίες, αλλά και ιδέες και φιλοσοφίες.
Οι ιδιαιτερότητες και τα χαρακτηριστικά των ΗΠΑ, όπως είναι φυσικό, επηρεάζουν και αντανακλώνται και στις θρησκευτικές κοινότητες της χώρας. Δεν είναι τυχαίο ότι καμμία κλασική (ενν. εξ Ευρώπης η άλλης χώρας) στην Αμερική μεταφυτευθείσα θρησκεία παρέμεινε αναλλοίωτη στον τρόπο οργάνωσης και άσκησής της από τους πιστούς του νέου κόσμου.
Το ίδιο συνέβη ασφαλώς και με την Ορθοδοξία στις ΗΠΑ, όπου η εμφάνισή της έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και επηρεάστηκε από ασταθμήτους παράγοντες.
Το πρώτο και κύριο χαρακτηριστικό της αμερικανικής Ορθοδοξίας είναι το γεγονός ότι αναπτύχθηκε σε ένα γεωγραφικό χώρο, ο οποίος από διοικητική και τεχνική άποψη ορολογίας χαρακτηρίζεται ως διασπορά.
Είναι δηλαδή ο χώρος, η επί του οποίου εκκλησιαστική δικαιοδοσία διεκδικείται, δυστυχώς, από πολλές «Μητέρες» Εκκλησίες, οι οποίες θέλουν να διατηρήσουν την πνευματική μέριμνα των πιστών τους, οι οποίοι μετανάστευσαν στην υπερδύναμη που λέγεται ΗΠΑ.
Με τον τρόπο αυτό, οι Ορθόδοξοι στην Αμερική οργανώθηκαν κυρίως με βάση την εθνική τους προέλευση και όχι με βάση το κανονικό δίκαιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, την Ορθόδοξη εκκλησιολογία, σύμφωνα με την οποία η Εκκλησία του Χριστού έχει ως βάση όχι την εθνική καταγωγή, ούτε τη χρονική εμφάνιση σε ένα γεωγραφικό χώρο, αλλά την κανονική τάξη και την μακραίωνα τάξη και πράξη, ως διετυπώθησαν στις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων.
Σύμφωνα με τα παραπάνω, σε ένα γεωγραφικό χώρο υπάρχει ένας και μόνο Επίσκοπος ο οποίος ποιμαίνει θεοφιλώς τους Ορθοδόξους ανεξαρτήτως φυσικά οιασδήτινος φυλετικής διακρίσεως. Το αντίθετο, όμως, συνέβη στην Αμερική και σήμερα έχουμε την κατάσταση της παρουσίας τόσων επισκόπων υπευθύνων για την ίδια γεωγραφική περιφέρεια.


Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό των ανθρώπων που έφεραν μαζί τους την ορθοδοξία στην Αμερική είναι το γεγονός ότι προήλθαν από χώρες με πολύ χαμηλό, τότε, βιωτικό και οικονομικό επίπεδο.
Αυτό δημιούργησε από την πρώτη στιγμή εντός τους την ανάγκη να προσαρμοσθούν το γρηγορότερο δυνατό στις συνθήκες της νέας γης, ώστε να φθάσουν σύντομα στο υψηλό επίπεδο των προνομιούχων κατοίκων της Αμερικής και να απολαύσουν τους πλουσίους καρπούς του αμερικανικού ονείρου.
Στην προσπάθειά τους αυτή άλλαξαν τα ονόματά τους, έδωσαν βαρύτητα στην αγγλική γλώσσα σε όλα τα επίπεδα της ζωής, πέτυχαν όμως στο τέλος να γίνουν σωστοί αμερικανοί πολίτες, ανεβαίνοντας διαρκώς στην οικονομική, εμπορική, μορφωτική, καλλιτεχνική και πολιτική ιεραρχία του τόπου.
Η αρνητική διάσταση αυτής της αντίληψης είναι ότι ενίοτε η πιστότητα στην πολιτισμική κληρονομία της εθνικής καταγωγής θεωρήθηκε εσφαλμένως ως τροχοπέδη για αυτή την πρόοδο και άνοδο στην αμερικανική κοινωνία, με την δημιουργία συμπλεγμάτων του τύπου ότι δήθεν προέρχονται από κατώτερη τάξη, η οποία για να γευθεί τους καρπούς του αμερικανικού ονείρου πρέπει δήθεν να αποβάλει ο,τιδήποτε τον δένει με τον πολιτισμό του.
Η τάση αυτή ενισχύθηκε και από το γεγονός ότι οι ΗΠΑ είναι ένα φιλόξενο πολυεθνικό κράτος, το οποίο σέβεται και αποδέχεται ισότιμα όλους τους πολίτες του ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής.
Το τρίτο χαρακτηριστικό αφορά τη δομή και τον τρόπο της εκκλησιαστικής οργάνωσης στις ΗΠΑ. Οι πιστοί οργανώθηκαν σε κοινότητες λαϊκών, οι οποίοι ταυτίσθηκαν με την εκκλησιαστική κοινότητα, κατά το πρότυπο της παραδοσιακής οργανώσεως των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων.
Η Κοινότητα διοικουμένη από εκλελεγμένα λαϊκά μέλη, κτίζει ναό, σχολείο και ιδρύματα και μισθοδοτεί τον ιερέα. Ο τρόπος αυτός της κοινοτικής οργάνωσης αναβαθμίζει, όπως είναι ορθό, τη θέση του λαϊκού στοιχείου στην εκκλησιαστική διοίκηση, αυξάνει το αίσθημα ευθύνης και συμμετοχής του στα εκκλησιαστικά πράγματα και δίνει τη δυνατότητα στην Εκκλησία να επωφεληθεί στο έπακρο από το ανεβασμένο επίπεδο των πιστών της.
Από την άλλη όμως ελλοχεύει ο κίνδυνος α) να περιθωριοποιηθεί ο ιερεύς από τα διοικητικά της κοινότητας, β) να υπάρχει δυσκολία από μέρους των λαϊκών να κατανοήσουν τους κανόνες, με βάση τους οποίους λειτουργεί η Εκκλησία, γ) να επηρεασθούν οι κοινοτικοί παράγοντες από το κυρίαρχο προτεσταντικό περιβάλλον και να προσλάβουν από αυτό ξένες προς την Ορθοδοξία πρακτικές και δ) καταντήσουν οι ενοριακοί πυρήνες από εκκλησιαστικά σώματα σε λέσχες συνδρομητών με εκκλησιαστικό ένδυμα.
Όπως γνωρίζετε, ένα από τα μυστικά της επιτυχίας του αμερικανικού οικονομικού, πολιτικού και τεχνολογικού θαύματος ήταν η αποδέσμευση από κάθε παραδοσιακό πλαίσιο του παλαιού κόσμου, η θραύση των καθιερωμένων νορμών και η αμφισβήτηση για ο,τιδήποτε εθεωρείτο δεδομένο και πέραν πάσης κριτικής.
Ως ήταν αναμενόμενο, η εκκλησιαστική έκφραση αυτής της τάσεως δεν άργησε να εμφανισθεί και στην Ορθόδοξη Εκκλησία των ΗΠΑ, άλλοτε με πιο ακραίες και άλλοτε με πιο μετριοπαθείς τάσεις. Πολύ σύντομα έκανε την παρουσία του ο ορθόδοξος κλήρος, ο οποίος σε τίποτε δεν διέφερε εξωτερικά από τους κληρικούς των άλλων δογμάτων, υιοθετήθηκαν χορωδίες με μη ορθόδοξη μουσική, φτώχυνε η λειτουργική παράδοση περιοριζόμενη στα στοιχειώδη, και άλλα παρόμοια.
Στη βαθμιαία αυτή εκκοσμίκευση της Ορθοδοξίας δεν άργησε να έρθει η αντίδραση με την εντυπωσιακή εμφάνιση και ραγδαία εξάπλωση μοναστηρίων αγιορειτικής επιρροής, με άκρο συντηρητισμό, προσήλωση μονολιθική στον τύπο και το γράμμα του νόμου, έντονη αντίθεση σε οποιασδήποτε μορφής επικοινωνία με αλλόδοξες Εκκλησίες.
Όλα αυτά είναι η έκφραση της έντονης δίψας για την απωλεσθείσα ορθόδοξη πνευματικότητα και λειτουργικό πλούτο, των οποίων για τόσο πολύ διάστημα στερήθηκε ο λαός, περιορισθείς σε ένα άγονο κοινωνικό ακτιβισμό.
Τα χαρακτηριστικά του ιερού κλήρου της Αμερικής εμφανίζονται σήμερα ιδιαίτερα διαφοροποιούμενα.
Η έντονη εκκοσμίκευση της ενοριακής – κοινοτικής ζωής δεν είναι σε θέση να εμπνεύσει νέους και να καλλιεργήσει τις κατάλληλες ιερατικές κλήσεις, ώστε οι ποιμένες να προέρχονται από τα σπλάχνα της εκκλησιαστικής κοινότητας. Την έλλειψη αυτή έρχονται να καλύψουν υποψήφιοι, οι οποίοι σε ασυνήθιστα για τα μέχρι τώρα δεδομένα μεγάλη ηλικία, έχοντας ήδη επί των ώμων τους οικογενειακά βάρη, ασθμαίνοντες επιδιώκουν την απόκτηση του ποθουμένου τίτλου σπουδών, ο οποίος θα τους επιτρέψει μεταξύ άλλων και την κοινωνική καταξίωση.
Μεγάλη μερίδα των υποψηφίων κληρικών είναι οι εκ προσηλύτων προερχόμενοι, οι οποίοι λίγη σχετική ορθόδοξη εμπειρία διαθέτουν, χαρακτηρίζονται όμως συνήθως από ασυνήθιστη ζηλωτική συμπεριφορά και νοοτροπία.
Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι οι εκ προσηλύτων κληρικοί ποσοστιαία είναι πολλαπλάσιοι των προσηλύτων εκ του ποιμνίου, με αποτέλεσμα μία μεγάλη μερίδα των εκ γενετής ορθοδόξων οι οποίοι είναι φορείς κάποιας εθνικής πολιτισμικής παραδόσεως, να ποιμαίνονται από κληρικούς οι οποίοι, λόγω ακριβώς της ελλείψεως οικειότητος ή και λόγω συνειδητής αντιθέσεως, βαθμιαία υποβαθμίζουν και εξαλείφουν τα ως άνω αναφερθέντα πολιτισμικά στοιχεία και εκφράσεις των κοινοτήτων που υπηρετούν.
Λυπηρό είναι το γεγονός ότι η κρίση στις ιερατικές κλίσεις έχει οδηγήσει στην τραγική μείωση και σε ποιότητα και σε αριθμούς των αγάμων κληρικών, οι οποίοι εκ των πραγμάτων μίαν των ημερών θα επιφορτισθούν με την ευθύνη της διοικήσεως της Εκκλησίας αυτής.
Η έλλειψη πνευματικότητας καθιστά, ιδιαιτέρως στους νέους, ακατανόητο και μη ελκυστικό το μοναχικό ιδεώδες, πλην των εσχάτως εμφανισθεισών μοναχικών αδελφοτήτων με τα αναφερθέντα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Μετά την γενικότερη αυτή αξιολογική προσέγγιση της εν Αμερική Ορθοδοξίας επιτρέψτε μου να αναφερθώ δι’ ολίγων πλέον συγκεκριμένως στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αμερικής, την πλέον σημαντική αυτή Επαρχία του Οικουμενικού Θρόνου.
Για την Αρχιεπισκοπή μας ισχύουν σε γενικές γραμμές τα όσα είπαμε παραπάνω περί του τρόπου ιδρύσεώς της. Χάρη στην υποδειγματική θυσιαστική αφοσίωση των ομογενών μας μεταναστών και υπό τις πτέρυγες του πρώτου Θρόνου της Ορθοδοξίας με την πάροδο του χρόνου ανδρώθηκε και μεγαλούργησε μία ισχυρή και ζηλευτή Αρχιεπισκοπή, η οποία αποτελεί καύχημα της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως.
Η Αρχιεπισκοπή αξιοποίησε στο έπακρο τις δυνατότητες που παρέσχε ένα βαθιά δημοκρατικό, αξιοκρατικό και προοδευτικό κρατικό πλαίσιο, όπως είναι οι ΗΠΑ, για να ριζώσει όσο γίνεται βαθύτερα στη γη αυτή η ορθόδοξη πίστη των πατέρων μας.
Σε αυτό βοήθησε, όπως ήδη είπαμε, η ενεργή συμμετοχή του λαϊκού στοιχείου, το οποίο επέτυχε σε κάθε τομέα της κοινωνικής και άλλης ζωής. Πιστεύουμε ότι οι νεώτερες γενεές της ομογενείας είναι απαλλαγμένες από τις προκαταλήψεις και τα συμπλέγματα του παρελθόντος, σύμφωνα με τα οποία για να επιτύχεις στην Αμερική πρέπει να ξεχάσεις τον πατρογονικό σου πολιτισμό και τη γλώσσα και να αφεθείς γυμνός στην ακανθώδη έρημο της άγριας Δύσης.
Οι σημερινοί ομογενείς έχουν ξεπεράσει τη φάση αυτή της άρνησης και έχουν κατανοήσει ότι το μυστικό της επιτυχίας του αμερικανικού πολιτισμού δεν είναι η εξαφάνιση του πολιτισμικού υποβάθρου των πολιτών του, αλλά η ελεύθερη και δημιουργική σύνθεση και συνύπαρξη λαών και φυλών, οι οποίοι ήρθαν στη φιλόξενη αυτή χώρα για να ζήσουν εν ελευθερία, εν πίστει και με αξιοπρέπεια.
Η πολιτισμική μας παράδοση και η συνείδηση της εθνικής μας καταγωγής δεν είναι με κανένα τρόπο εμπόδιο για την πρόοδό μας και την επιτυχή μαρτυρία της πίστεώς μας, τόσο μάλλον όσον η οικουμενικότητα είναι στον πυρήνα, στην φύση του ελληνισμού, ο οποίος είναι εξ ορισμού αντίθετος προς κάθε εθνικισμό και προς κάθε μορφής υποτίμηση άλλων εθνών και πολιτισμών.
Η Ιερά Αρχιεπισκοπή Αμερικής υπό το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι σήμερα στις ΗΠΑ η πλέον καλά οργανωμένη, συγκροτημένη και επιτυχής ορθόδοξη παρουσία και αυτό δεν είναι τυχαίο.
Αυτό δεν επετεύχθη επειδή απεμπόλησε την πολιτισμική της ταυτότητα. Δεν επετεύχθη επειδή αγνόησε τους ιερούς κανόνες και τις αποφάσεις των οικουμενικών συνόδων. Δεν συνέβη επειδή υπέκυψε στον πειρασμό της εκκοσμίκευσης, ούτε επειδή αυτοφυλακίστηκε στο σκοτάδι του ακραίου συντηρητισμού, του εθνικισμού και της στείρας άρνησης.
Λόγω όμως ακριβώς της ζηλευτής θέσεώς της στην Αμερική, επιβάλλεται να κάνουμε την αυτοκριτική μας και να αμυνθούμε εποικοδομητικά προς τις άδικες επικρίσεις οι οποίες στοχεύουν την δικαιοδοσία αυτή του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Εξετάζοντες λοιπόν εαυτούς, πιστεύω ότι οφείλουμε να είμαστε πιο προσεκτικοί στην ευκολία με την οποία ετοιμαζόμαστε να εγκαταλείψουμε την ελληνικότητά μας και ως γλώσσα και ως παράδοση.
Όπως είπαμε και παραπάνω, είναι μύθος ο ισχυρισμός ότι η ελληνικότητα είναι εμπόδιο για τη δημιουργική και επιτυχή ένταξή μας στην αμερικανική πραγματικότητα. Η ελληνικότητα είναι ταυτισμένη με την οικουμενικότητα γιατί ποτέ δεν μπορεί να είναι εθνικιστική, διότι και τα δύο χαρακτηριστικά του: ο πολιτισμός και η ορθοδοξία εκ φύσεως είναι έννοιες υπερεθνικές.
Δε υποστηρίζω την άποψη ότι μπορούμε σήμερα να υποχρεώσουμε τους πάντες να ομιλούν απταίστως την ελληνική γλώσσα, νομίζω όμως ότι οφείλουμε να δώσουμε τη δυνατότητα σε όσους επιθυμούν, να την εκμάθουν σε σοβαρά οργανωμένα σχολεία, με ειδικά καταρτισμένους δασκάλους.
Νομίζω ότι χρωστάμε στα παιδιά μας τη δυνατότητα της επιλογής. Νομίζω ότι χρωστάμε στον πολιτισμό μας την εξάλειψη της περιφρόνησης προς τη γλώσσα που επελέγη από το Ευαγγέλιο και από τους θεμελιωτές της πίστεως, τους Πατέρες της Χριστιανωσύνης για την έκφραση των πιο λεπτών νοημάτων και δογμάτων.
Δεν υποστηρίζω την άποψη ότι οι ακολουθίες της Εκκλησίας μας στην Αμερική πρέπει να γίνονται αποκλειστικά στην ελληνική γλώσσα.
Απλά δεν καταλαβαίνω πώς είναι δυνατόν ένας κληρικός της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αμερικής να μη είναι ικανός να λειτουργήσει σε δύο γλώσσες. Δεν καταλαβαίνω πώς ένα Πανεπιστημιακό ίδρυμα δεν κατορθώνει να διδάξει μία γλώσσα σε κάποιον φοιτητή, τον οποίον τον έχει για τουλάχιστον 4 χρόνια.
Αδελφοί μου, δεν είμαι από αυτούς που πιστεύουν ότι υπάρχει ιερή γλώσσα (lingua sacra) στην Εκκλησία. Διερωτώμαι απλώς πώς σε όλες τις Θεολογικές Σχολές του κόσμου όλων των ομολογιών οι φοιτητές θεωρείται αυτονόητο ότι υποχρεούνται να μαθαίνουν τις βιβλικές γλώσσες, και μόνο στη δική μας Σχολή της Ελληνορθόδοξης Αρχιεπισκοπής Αμερικής αυτό φαίνεται αναχρονιστικό, εθνικιστικό, συντηρητικό ή ο,τιδήποτε άλλο;
Εφ’ όσον γίνεται ο λόγος περί της Θεολογικής Σχολής, θεωρείται υπερβολική η προσδοκία της Εκκλησίας οι απόφοιτοί της να γνωρίζουν θεολογία, κανονικό δίκαιο, να μπορούν να ψάλλουν βυζαντινά, να μπορούν να τελέσουν χωρίς δυσκολία τον όρθρο, τον εσπερινό, τα μυστήρια της Εκκλησίας, να είναι σε θέση να κηρύξουν τον λόγο του Θεού, να κατηχήσουν τη νεολαία μας, να διδάξουν στους πιστούς την προσευχή;
Αγαπητοί μου, αδελφοί, επιτρέψτε μου τώρα να επανέλθω στο θέμα της διασποράς και της δικαιοδοσιακής πολυμορφίας η οποία παρατηρείται και στις ΗΠΑ.
Κατ αρχάς επιτρέψτε μου να υπενθυμίσω ότι ο όρος διασπορά είναι τεχνικός και σημαίνει τους γεωγραφικούς εκείνους χώρους, οι οποίοι βρίσκονται εκτός των ορίων των τοπικών αυτοκεφάλων Εκκλησιών.
Δεν σημαίνει ότι οι πιστοί ορθόδοξοι οι οποίοι διαβιούν στις περιοχές αυτές είναι προσωρινοί, όπως διαστρεβλωτικά ισχυρίζεται σε πρόσφατο άρθρο του ο Σεβασμιώτατος αντιοχειανός Μητροπολίτης κ. Φίλιππος (The Word). Σύμφωνα με τον 28ο Κανόνα της 4ης Οικουμενικής Συνόδου ένα από τα προνόμια του Οικουμενικού Πατριάρχη είναι ότι έχει δικαιοδοσία σ αυτές ακριβώς τις περιοχές, οι οποίες είναι εκτός των προδιαγεγραμμένων ορίων των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Στον συγκεκριμένο κανόνα ο όρος που χρησιμοποιείται για τις περιοχές αυτές είναι «βαρβαρική» γιατί αναφερόταν στον μη γνωστό τότε εκτός Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κόσμο.
Για το συγκεκριμένο άρθρο 28, προσφάτως το Οικουμενικό Πατριαρχείο, υπέστη μία άδικη και ανακριβή κριτική από δύο Ιεράρχες Ορθοδόξους στην Αμερική: τον προαναφερθέντα Μητροπολίτη Φίλιππο και τον σχετικώς προσφάτως εκλεγέντα Μητροπολίτη Ιωνά.
Θεωρώ χρέος μου έναντι της ιστορικής αληθείας και έναντι της ηθικής τάξεως να ανασκευάσω τις αδικίες έναντι της Μητρός Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως.
Ο Μητροπολίτης Ιωνάς, ως Ηγούμενος ακόμη, σε μία ομιλία του παρουσίασε μία «μοναστική προσέγγιση» επί του θέματος: «Επισκοπικός βαθμός, Πρωτείο και Μητέρες Εκκλησίες». Στο κεφάλαιο περί «αυτοκεφαλίας και πρωτείου» ισχυρίζεται ότι «δεν υπάρχει αποτελεσματικό κυρίαρχο πρωτείο στην Ορθόδοξη Εκκλησία». Ο ίδιος φαίνεται να είναι αντίθετος με κάθε ιδέα περί υπάρξεως θεσμού του Οικουμενικού Πατριαρχείου, διότι θεωρεί ότι αυτός «βασίζεται επί της εννοίας του πρωτείου, το οποίο ασκείται επί συνόδου, εχούσης ως όρια τα όρια μιας αυτοκρατορίας» και ότι αυτό «έχει από μακρού καταστεί μη ρεαλιστικό».
Αυτό που με εξέπληξε περισσότερο στη «μοναστική προσέγγιση» του Σεβ. κ. Ιωνά είναι ο ισχυρισμός ότι δήθεν «σήμερα μόνο οι ελληνικές εθνικές εκκλησίες και μερικές άλλες ακόμη αναγνωρίζουν το Οικουμενικό Πατριαρχείο όπως αυτό ισχυρίζεται ότι είναι».
Είναι πράγματι λυπηρή η παχυλή άγνοια του εν λόγω Ιεράρχου όχι μόνο της ιστορίας και της κανονικής τάξεως, αλλά και της συγχρόνου καταστάσεως. Πώς αγνοεί ο Σεβασμιώτατος ότι σήμερα δεν υπάρχει Ορθόδοξη Εκκλησία που να μη αναγνωρίζει το Οικουμενικό Πατριαρχείο;
Ίσως παρασύρεται από το γεγονός ότι το εκκλησιαστικό σχήμα του οποίου προΐσταται ο ίδιος και το οποίο τόσο κραυγαλέα αντικανονικά ανακηρύχθηκε δήθεν αυτοκέφαλο δεν αναγνωρίζεται παρά από ελάχιστες Εκκλησίες και δεν είναι στα δίπτυχα της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Επιτρέψτε μου δειγματοληπτικά να αναφέρω μερικά ακόμη σημεία του ιδίου άρθρου, τα οποία δεν πρέπει να μείνουν αναπάντητα.
Ισχυρίζεται λοιπόν ο Μητροπολίτης Ιωνάς ότι στην Αμερική «δεν υπάρχει κοινή έκφραση ενότητας που να υπερβαίνει εθνικές, γλωσσικές και πολιτισμικές διαιρέσεις».
Αγνοεί ο Σεβασμιώτατος το γεγονός ότι υπό την δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Αμερική υπάγονται έλληνες, παλαιστίνιοι, αλβανοί, ουκρανοί, καρπαθορώσοι;
Αν αυτό δεν υπερβαίνει εθνικές, γλωσσικές και πολιτισμικές διαιρέσεις, τότε τι εννοεί ο Σεβασμιώτατος; Μήπως εννοεί ότι ούτε η SCOBA αποτελεί κοινή έκφραση ενότητας που να υπερβαίνει εθνικές, γλωσσικές και πολιτισμικές διαιρέσεις;
Ο πλέον προκλητικός εκ των ισχυρισμών του είναι ότι με την εμφάνιση της λεγομένης OCA, «η παρουσία πάσης άλλης δικαιοδοσίας επί του αμερικανικού εδάφους καθίσταται αντικανονική, ενώ η ιδιότης του μέλους της Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν Αμερική (OCA) γίνεται κριτήριον κανονικότητας για όλους τους Επισκόπους στην Αμερική».
Ίσως είναι σημείο των καιρών ότι ο κατ’ εξοχήν παραβάτης των ιερών κανόνων, ο πλέον αντικανονικώς ανακηρυχθείς σε δήθεν αυτοκέφαλο αναγάγει εαυτόν εις κριτήριο κανονικότητος και χαρακτηρίζει πάντας τους λοιπούς ως δήθεν αντικανονικούς. O tempora o mores!
Αντί να αναγνωρίζεται η μακροθυμία των άλλων Πατριαρχείων, τα οποία παρά την αντικανονικότητα της ούτω λεγομένης OCA δέχονται αυτήν σε κοινωνία, ακολουθείται υπό των εκπροσώπων της μία τέτοια άδικη συμπεριφορά, η οποία δεν συμβάλλει στην ορθόδοξη ενότητα.
Ιδιαιτέρως το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο όχι μόνο δεν είναι «ανίκανο να ηγηθεί» ως δυστυχώς λέγει παρακάτω ο Μητροπολίτης Ιωνάς, αλλ’ ήδη από του παρελθόντος Οκτωβρίου (για να περιορισθώ στο πλέον πρόσφατο γεγονός), κίνησε και πάλι υπό την προεδρεία της Α. Θ. Παναγιότητος τη διαδικασία για τη σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου.
Δεν είμαι σίγουρος αν ο Σεβασμιώτατος όταν εχειροτονήθη αρχιερεύς ηρνήθη να ενδυθεί τα αρχιερατικά άμφια, τα οποία στο ίδιο άρθρο, ηγούμενος ων τότε, τα εχαρακτήρισε ως μη αρμόζοντα στην πραγματική φύση της αρχιερωσύνης (σελ. 11).
Επιτρέψτε μου να προσθέσω ότι η άρνηση αναγνωρίσεως πρωτείου τινός στην Ορθόδοξη Εκκλησία, ενός πρωτείου το οποίο δεν μπορεί να ενσαρκώσει παρά κάποιος Πρώτος (τουτέστι κάποιος Επίσκοπος, ο οποίος έχει το προνόμιο να είναι ο πρώτος μεταξύ των αδελφών του Επισκόπων), συνιστά αίρεση.
Είναι απαράδεκτο αυτό που συνήθως λέγεται ότι η ενότητα μεταξύ των Ορθοδόξων διασφαλίζεται είτε υπό μιας κοινής πίστεως και λατρείας είτε υπό του θεσμού της Οικουμενικής Συνόδου.
Και οι δύο αυτοί παράγοντες είναι απρόσωποι, ενώ στην ορθόδοξη θεολογία μας η αρχή της ενότητάς μας είναι πάντοτε ένα πρόσωπο. Πράγματι, όπως στο επίπεδο της Αγίας Τριάδος η αρχή της ενότητας δεν είναι η θεία ουσία, αλλά το πρόσωπο του Πατρός (η «μοναρχία» του Πατρός), έτσι και στο εκκλησιολογικό επίπεδο, στην τοπική εκκλησία, το σημείο της ενότητας δεν είναι το πρεσβυτέριο ή η κοινή λατρεία των χριστιανών, αλλά το πρόσωπο του Επισκόπου.
Επομένως, επί πανορθοδόξου επιπέδου η αρχή της ενότητας δεν μπορεί να στηρίζεται επί μιας ιδέας η ενός θεσμού, αλλά πρέπει να είναι κάποιο πρόσωπο, αν βέβαια θέλουμε να παραμείνουμε συνεπείς στη θεολογία μας.
Το δεύτερο άρθρο, στο οποίο οφείλω να αναφερθώ είναι του Σεβασμιωτάτου αντιοχειανού Μητροπολίτου Φιλίππου, με τίτλο «28ος κανών της Τετάρτης Οικουμενικής Συνόδου – σχετικός η άσχετος προς το σήμερα;».
Ο ως άνω ιεράρχης ξεκινάει τον συλλογισμό του με μία εντελώς αντιπαραδοσιακή και αντιθεολογική διάκριση των ιερών κανόνων σε 1) «δογματικούς», 2) «συνδεδεμένους με τη συνάφεια» και 3) «νεκρούς».
Με τη λογική αυτή θα ήθελα να γνωρίζω σε ποιά κατηγορία θα κατέτασσε ο Σεβασμιώτατος τους κανόνες, για παράδειγμα, των Οικουμενικών Συνόδων, οι οποίοι καθορίζουν τα όρια δικαιοδοσίας των παλαιφάτων Πατριαρχείων. Είναι άραγε «συνδεδεμένοι με τη συνάφεια;» Υπόκεινται δηλαδή σε αλλαγή; Και πιστεύει ο Σεβασμιώτατος ότι με τον τρόπο αυτό υπηρετεί την ορθόδοξη ενότητα η θέτει τους θείους και ιερούς κανόνας υπό την περιστασιακή κρίση και ταξινόμηση εκάστου αρχιερέα;
Βασιζόμενος στην ως άνω διάκριση, ενώ παραδέχεται ότι ο 28ος κανών της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου δεν είναι «νεκρός», αφού τόσος θόρυβος γίνεται γι αὐτόν, πρώτον μεν παραδέχεται ότι όντως δίνει προνόμια στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ύστερα όμως ισχυρίζεται τούτο έγινε λόγω περιστασιακών κοσμικών και πολιτικών συνθηκών, μη εχουσών σχέση με τη σημερινή κατάσταση.
Αφήνει δηλαδή εμμέσως πλην σαφώς ο Μητροπολίτης Φίλιππος να εννοηθεί ότι μπορούν σήμερα τα προνόμια του Κωνσταντινουπόλεως να αμφισβητηθούν.
Το ερώτημα εν προκειμένω είναι: γνωρίζει ο Σεβασμιώτατος περίπτωση Εκκλησίας, της οποίας τα προνόμια (Πατριαρχικά η Αυτοκεφαλίας) δεν εκρίθησαν στην ιστορία βάσει των συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών που επικρατούσαν την χρονική εκείνη στιγμή; Ή μήπως γνωρίζει ο Σεβασμιώτατος κάποια Εκκλησία, η οποία έλαβε την Πατριαρχική αξία εκ θεολογικών και μόνον λόγων; Όλες οι διοικητικής φύσεως αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων γίνονται σεβαστές στο διηνεκές όπως και οι δογματικές.
Σκεφθείτε τις συνέπειες για την Ορθόδοξη Εκκλησία, εάν αρχίσουμε να επαναξιολογούμε το status των κατά τόπους Εκκλησιών.
Την ορθή ερμηνεία του 28ου κανόνος θεωρεί ο Σεβασμιώτατος ως «καινοτομία» επικαλούμενος μόνο πηγές του 20ου αιώνα, ενώ επιστημονικά έχει επαρκώς αποδειχθεί από τον αείμνηστο Μητροπολίτη Σάρδεων Μάξιμο η αδιάκοπη ιστορικά εφαρμογή του άρθρου αυτού από την Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως.
Το ερώτημα είναι απλό αδελφοί μου: Εάν η Κωνσταντινούπολη δεν είχε το δικαίωμα αυτό από τον 28ο κανόνα, τότε πως έδωσε αυτοκεφαλίες και Πατριαρχική αξία στις Εκκλησίες Ρωσσίας, Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Γεωργίας, Τσεχίας – Σλοβακίας, Πολωνίας, Αλβανίας; Με βάση ποιόν κανόνα παραχώρησε τη δικαιοδοσία επί του υπολοίπου της Αφρικής στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας το έτος 2002;
Και αφού το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν έδωσε το δικαίωμα στο Πατριαρχείο Μόσχας να απονέμει αυτοκέφαλα κατά το δοκούν, τότε πόθεν δικαιούται αυτό να το πράττει εις βάρος της ορθοδόξου ενότητος;
Συγκεφαλαιώνοντας την εισήγησή μου επιθυμώ να προσελκύσω την προσοχή σας στα εξής σημεία:
1) Το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι μία μαρτυρική Εκκλησία, η οποία συχνά δέχθηκε την άδικη κριτική, κυρίως από εκείνες τις Εκκλησίες οι οποίες ευεργετήθηκαν πλουσιώτατα από αυτήν.
Ουδέποτε κυριάρχησε σε αυτήν το εθνικιστικό πνεύμα, διότι αυτό είναι ασυμβίβαστο τόσο προς τις έννοιες του ελληνισμού και της οικουμενικότητος, αλλά κυρίως προς την ορθόδοξη χριστιανική πίστη. Αυτό, το Οικουμενικό Πατριαρχείο το απέδειξε περιτράνως κατά τον 17 αιώνων βίο του, όπου ουδέποτε εξελλήνισε, ούτε απεπειράθη να εξελληνίσει τα έθνη στα οποία δια της ιεραποστολής μεταλαμπάδευσε το ανέσπερο φως του Χριστού. Τρανό παράδειγμα τα σλαβικά φύλα, τα οποία οφείλουν και το αλφάβητό τους ακόμη στους Θεσσαλονικείς αδελφούς Κύριλλο και Μεθόδιο. Ο ομιλών παρά το γεγονός ότι είμαι εκ μητρός αντιοχειανός, σήμερα είμαι ο Αρχιγραμματεύς της Αγίας και Ιεράς Συνόδου.
2) Το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν είχε επεκτατικές τάσεις σε βάρος των αδελφών Ορθοδόξων Εκκλησιών. Απόδειξη είναι ότι ενώ κατά τους δύσκολους 17ο και 18ο αιώνες τα Πατριαρχεία της Ανατολής είχαν ουσιαστικά διαλυθεί διοικητικά, η Κωνσταντινούπολη φρόντιζε πάντοτε να εκλέγεται κάποιος Πατριάρχης γι αὐτά, στηρίζοντας παντοιοτρόπως τους προκαθημένους.
3) Η υπαγωγή στο Οικουμενικό Πατριαρχείο στο χώρο της διασποράς δεν σημαίνει ούτε ελληνοποίηση ούτε παράβαση της κανονικής τάξεως, διότι μόνο με αυτό τον τρόπο γίνεται σεβαστό το γράμμα και το πνεύμα των αποφάσεων των Οικουμενικών Συνόδων.
Γνωρίζει η Μητέρα Εκκλησία ότι παρά ταύτα υπάρχει δυσκολία να πραγματοποιηθεί αυτό στις υφιστάμενες ιστορικές συνθήκες, γι αὐτὸ και ποιουμένη χρήση της εκκλησιαστικής οικονομίας πρότεινε εν καιρώ και έγινε πανορθοδόξως δεκτό να υπάρχουν στο χώρο της διασποράς διορθόδοξες επισκοπικές συνελεύσεις. Για να σωθεί όμως το ελάχιστο απαιτούμενο στοιχείο της κανονικότητος εφαρμόζεται η αρχή της προεδρείας στο σώμα αυτό του εκπροσώπου του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Όπως σίγουρα γνωρίζετε, τον περασμένο Οκτώβριο το Οικουμενικό Πατριαρχείο συνεκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη Σύναξη των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Οι Προκαθήμενοι δέχθηκαν την πρόταση του Πατριάρχου Βαρθολομαίου να προχωρήσουν οι Πανορθόδοξες Προσυνοδικές Διασκέψεις, εντός του έτους 2009, ώστε συντόμως να πραγματοποιηθεί και η ποθουμένη Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Για την ιστορία σας παρακαλώ να σημειώσετε ότι η απόφαση αυτή κατέστη δυνατό να ληφθεί γιατί χάριν της ενότητος υποχώρησε το Οικουμενικό Πατριαρχείο και δέχθηκε στο εξής να μη προσκαλούνται οι αυτόνομες Εκκλησίες, ώστε να αποφευχθεί ο σκόπελος της Εκκλησίας Εσθονίας στις σχέσεις Κωνσταντινουπόλεως Μόσχας.
4) Προκειμένου περί των ΗΠΑ, η υπαγωγή στην πρωτόθρονη Εκκλησία, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, όχι μόνο προσιδιάζει στα χαρακτηριστικά της αμερικανικής κοινωνίας και νοοτροπίας, αλλά διανοίγει τους ορίζοντες της πολλά υποσχομένης περιοχής αυτής, δυναμένης να αποτελέσει υπόδειγμα διασφαλίσεως δυναμικής πανορθοδόξου ενότητος και μαρτυρίας.
Η Μήτηρ Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως εξασφαλίζει στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Αμερικής τα εφόδια που απαιτούνται για την περαιτέρω πρόοδο και εν Χριστώ προκοπή της.
Επιτρέψτε μου να κλείσω με μία φράση του Μακαριωτάτου Πατριάρχου Αντιοχείας κ. Ιγνατίου στη Σύναξη των Προκαθημένων του παρελθόντος Οκτωβρίου στο Φανάρι:
«Στην Ορθοδοξία έχουμε έναν πρώτο (primus) και αυτός είναι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως».
Ευχαριστώ για την προσοχή σας.

Challenges of Orthodoxy in America
And the Role of the Ecumenical Patriarchate

By
Very Reverend Archimandrite
Dr. Elpidophoros Lambriniadis
Chief Secretary of the Holy and Sacred Synod
(Chapel of the Holy Cross, March 16, 2009)
***

Reverend Protopresbyter Nicholas Triantafyllou, President,
Reverend Protopresbyter Thomas Fitzgerald, Dean of the School of Theology,
Reverend and Esteemed Members of the Faculty and staff,
Dear Students,

It is an exceptional honor and a great joy for me to be here today, among you, with the blessing and permission of His All Holiness the Ecumenical Patriarch and the consent of His Eminence the Archbishop of America, in order to share with you some thoughts regarding the present condition of Orthodoxy in America and our Ecumenical Patriarchate’s position towards it.
You have, my brothers and sisters, the privilege to be citizens of a country which determines to a great extent the fate of many people on our planet; a country where pioneering technologies as well as ideas and philosophies have been discovered and disseminated. The cultural peculiarities and characteristics of the United States find also a reflection in, as it is only natural, and exercise an influence on the religious communities of this country. It is far from accidental that none of the “traditional” religions (coming either from Europe or elsewhere), remained the same once they were replanted on American soil.
The same change can be of course observed in the case of Orthodoxy, whose appearance and development in America was influenced by certain indeterminable factors.
The first and main challenge that American Orthodoxy faces is that it has been developed in a region which, from an administrative and technical point, is that of diaspora. By the term “diaspora” we indicate that region whose ecclesiastical jurisdiction is been unfortunately claimed by a variety of “Mother” Churches, which wish to maintain their pastoral care over their respective flocks, comprised by the people who, over the years, immigrated to the superpower called USA.
In this way, the Orthodox faithful in America became organized according to their national origin and not according to the canon law of the Orthodox Church—that is, they organized themselves not in accordance with the principles of Orthodox ecclesiology which dictates that neither national origin, nor the history of a group’s appearance in a particular region but rather the canonical taxis and the perennial praxis of the Church, as codified by the Ecumenical Councils, has the ultimate authority.
According to such ecclesiological principles, in any given region there can be one and only one bishop who shepherds the Orthodox faithful, regardless of any nationalistic distinction. It was, however, the very opposite scenario that took place in America and today one observes the challenging deplorable condition where a number of bishops claim pastoral responsibility for the same geographic region.
A second challenge of the Church in America is that it was brought here by people who left their homelands at a time that these homelands were economically underdeveloped. Economic immigration created, from the very first moment, the need for these people to assimilate to their adopted land in order to achieve, as soon as possible, the high living standards of the privileged Americans and therefore to enjoy the fruits of the American dream. Towards that goal, they changed their names, they put an emphasis on the English language in every aspect of their lives, and at last they succeeded in becoming true American citizens, holding ever higher positions in the financial, commercial, academic, artistic and political life of this country. The negative aspect of this strong emphasis on cultural assimilation was the consideration of the faithfulness in one’s cultural background as an impediment to the progress and success in the American society. Thus, the complexes of an alleged inferior nationality or class that, in order to enjoy the fruits of the American dream, is supposed to eradicate any bond to its distinctive culture.
The third challenge of Orthodoxy in America concerns the manner of its ecclesiastical organization. The Orthodox faithful organized themselves in communities of lay people, who, in turn, became identified with the ecclesiastical community in the manner of the traditional organization of Christian communities. Thus, the parish (κοινότητα) being now governed by lay elected members, builds its own Church, school and other such institutions, and provides the priest’s salary. Such communal organization improves, as it is right and desirable, the role of laity in Church administration, and increases the sense of responsibility and participation in the life of the Church, offering thus the change to the Church to profit of its talented and able parishioners. On the other hand, however, four very concrete dangers lurk behind such a communal organization of the local Church:
a) That the priest might become alienated from his administrative duties, and from being the spiritual leader of the parish would become a clerk of the parish council,
b) That the parishioners would find it difficult to comprehend the rules according to which the Church is governed and instead they would follow their own secular reasoning,
c) That the structures of the parish would become influenced by the prevalent Protestant models and thus they would replicate and imitate practices that are foreign to the Spirit of Orthodoxy, and
d) That the parishes would degenerate into nothing more than membership clubs, invested with some ecclesiastical resemblance.
As you all know, one of the secrets for the success of the American miracle in its financial, political and technological aspects was precisely its desire to detach itself from the traditional models of the old world, its ability to break free from the established norms, its willingness to question whatever was considered as given or beyond any criticism. As it might have been expected, these tendencies soon found an expression within the life of the Church, sometimes in more extreme ways, other times in more temperate ways. Thus, soon Orthodox clergymen became indistinguishable from the clergy of other denominations, choirs in the western style were adopted, the liturgical tradition became more and more impoverished by being limited only to the bare essentials, etc.
Against that gradual secularization of Orthodoxy in America, a reaction soon made its appearance in the form of a number of rapidly spreading monasteries of an Athonite influence, characterized by ultraconservative tendencies, attached to the letter of the law, and reacting to any form of relationship with other Christian denominations. All of this is nothing but the manifestation of the intense thirst for a lost spirituality and a liturgical richness of which the Orthodox people of America have been for very long now deprived, forced, as they were, to embrace the Church only in the form of a sterile social activism.
The traits of the American clergy today also appear to undergo certain differences.
The secularization of the parish life, as described above, fails to inspire young men and to cultivate in them the religious vocation, so that tomorrow’s pastors would be part of the very flesh of today’s parish. That vacuum in clerical vocation is covered by candidates who, being unusually older than what was perceived the standard age, have already on their shoulders the domestic burden of a family. Thus they struggle to obtain the necessary degree that would secure for them among others the society’s respect.
Another great number of candidates to the priesthood come from converts, who possess little, if any, familiarity with the Orthodox experience and they are usually characterized by their overzealous behavior and mentality. It is of interest that the converts who become ordained into priesthood represent a disproportionally greater percentage than the converts among the faithful. The result of this disanalogous representation is that, more often than not, convert priest shepherd flocks who are bearers of some cultural tradition, but because their pastors either lack the necessary familiarity with that tradition or even consciously oppose it, they succeed in devaluing and gradually eradicating those cultural elements that have been the expression of the parishes that they serve.
It is particularly saddening that the crisis in priestly vocation has decreased dramatically the number but also the quality of celibate priests, who one day will be assigned with the responsibility of governing this Church. Lack of spirituality makes the monastic ideal incomprehensible and unattractive especially among the youth (with the exception, of course, of the aforementioned monastic communities with their own peculiarities).
Having attempted this general evaluation of the American Orthodoxy, allow me to consider briefly the Holy Archdiocese of America, this most important eparchy of the Ecumenical Throne.
The image we depicted above in rough brushstrokes holds also true for the Archdiocese. Thanks to the selfless dedication of our immigrants and under the protection of the first See in the Orthodox world, a strong Archdiocese was created that, in time, reached a level of maturity and excellence and it is today the pride of the Church of Constantinople. The Archdiocese took advantage of the possibilities that a deeply democratic, meritocratic and progressive state, like the United States, was able to offer, in order that the Orthodox faith of our fathers take root deep in the American land.
To this effect, the active participation of the lay element was, as we have seen, very important. We believe that the younger generations of the omogeneia are free of the past’s prejudices and complexes, according to which, if you wish to succeed in America you have to forget your cultural patrimony and your language in order to be left naked, so to speak, in the thorny desert of the Wild West. Today’s omogeneia has overcome that denial and has come to understand that the secret of the American civilization’s success does not lie in the obliteration of one’s cultural background but rather in the free and harmonious co-existence of people and races who have come to this hospitable land seeking a life in freedom, in faith and in dignity. Our cultural heritage and our national conscience is not, by any means, an obstacle for our progress and for the successful witness to our faith, especially insofar as ecumenicity (οἰκουμενικότης) is the heart of Hellenism and by definition alien to any form of nationalism or cultural chauvinism.
The Holy Archdiocese of America under the Ecumenical Patriarchate is the most organized, well-structured and successful presence of Orthodoxy today. This is not accidental. This success was not achieved by foregoing its cultural identity. It was not achieved by ignoring the sacred canons and the decisions of the Ecumenical Councils. It was not achieved by succumbing to the temptation of secularism. It was not achieved by imprisoning itself in the darkness of the extreme fundamentalism, nationalism and sterile denial.
Precisely because the Holy Archdiocese of America occupies such an esteemed position in this country we are obliged to offer a self-criticism but also to defend ourselves against the unjust accusations that target this jurisdiction of the Ecumenical Patriarchate.
Examining, then, ourselves, I believe that we ought to be more careful towards the easiness with which we are ready to abandon our Hellenism, both as language and as tradition. As we have already said, it is nothing but a myth the opinion that Hellenism is an obstacle to the creative and successful incorporation in the American reality. Hellenism is identified with its ecumenical character and for that reason it can never be nationalistic for both of its manifestations, its culture and its Orthodox faith are concepts that transcend the boundaries of the national.
I do not support the opinion that we can today oblige everyone to speak Greek, but I think that we have to offer that possibility to those who so desire, to learn Greek in well organized schools, by talented teachers. I think that we owe our children the possibility of choice. We owe to our culture the obliteration of contempt for a language that expressed the Gospel and became the vehicle for the most subtle meanings in the articulation of the dogma by the founders of our faith and Fathers of Christianity.
I do not support the opinion that the services here in America should be done exclusively in Greek. Simply I do not understand how it is possible that any priest of the Archdiocese might not be able to serve in both languages. It is not understandable how an institution of higher education cannot manage to teach its students a language, even in the time span of four years!
My brothers and sisters, I am not one of them who believe that there is a sacred language (lingua sacra) for the Church. I just wonder why in every Theological School in the world the students are expected to learn the Biblical languages, and it is only in our School of the Greek Orthodox Archdiocese of America that such a requirement seems anachronistic, nationalistic or conservative.
Speaking now of your Theological School, do you think that the Church’s expectation that the graduates of this School know theology, canon law, Byzantine music, be able to celebrate the service of matins, vespers and the sacraments, be able to preach the Word of God and instruct our youth in the catechism is unreasonable or excessive?
My dear brothers and sisters, allow me now to return to the problem of the diaspora and the jurisdictional diversity that one observes in the USA.
First of all, allow me to remind you that the term “diaspora” is a technical term denoting those regions that lie beyond the borders of the local autocephalous Churches. It does not mean that the Orthodox people who dwell in these regions live there temporally, as misleadingly it was argued by His Eminence Phillip in a recent article (“The Word”). According to the 28th Canon of the 4th Ecumenical Council one of the prerogatives of the Ecumenical Patriarch is precisely His jurisdiction exactly over these regions, which lie beyond the predescribed borders of the local Churches. The canon in question uses the technical term “barbaric” in order to denote these lands, since it was precisely referring to the unknown lands beyond the orbit of the Roman Empire.
On account of this canon, the Ecumenical Patriarchate has suffered the unfair and unjust criticism of two American Orthodox Hierarchs: Metropolitan Phillip and the newly elected Metropolitan Jonas.
It is my duty to refute the injustice directed against the Mother Church of Constantinople for the sake of historical truth and for the sake of moral conscience.
Metropolitan Jonas, while he was still an abbot, in one of his speeches presented what he called “a monastic perspective” on the subject “Episcopacy, Primacy and the Mother Churches”. In the chapter on autocephaly and primacy he claims that “there is no effective overarching primacy in the Orthodox Church.” He seems to be in opposition to the institution of the Ecumenical Patriarchate, because he considers that such an institution “is based on primacy over an empire-wide synod” and that this “has long become unrealistic.” What surprised me the most in this “monastic perspective” of His Eminence Jonas was the claim that allegedly “now only the Greek ethnic Churches and few others recognize the Ecumenical Patriarchate to be what it claims to be.” It is indeed saddening the ignorance of this Hierarch not only on account of History and canonical order but even on account of the current state of affairs. How is it possible that he ignores that there is no Church that does not recognize the Ecumenical Patriarchate? Perhaps he is carried away by the fact that the ecclesial schema over which he presides and which has been claimed as “autocephalous” in rampant violation of every sense of canonicity, is not recognized but by few Churches and it is not included in the diptychs of the Church.
Please allow me, by way of illustration, to sample a few other points of the same article that should not remain unanswered.
Metropolitan Jonas claims that in America “there is no common expression of unity that supersedes ethnic linguistic and cultural divisions.” Does His Eminence ignore the fact that under the canonical jurisdiction of the Ecumenical Patriarchate in America belong Greeks, Palestinians, Albanians, Ukrainians and Carpathorussians? Is this not proof enough of a common structure that supersedes ethnic and cultural divisions? Does he imply perhaps that SCOBA either constitutes a common expression of unity that supersedes such divisions?
The most provocative of his claims is that which asserts that with the formation of the so-called OCA “the presence of any other jurisdiction on American territory becomes uncanonical, and membership in the Synod of the Orthodox Church in America becomes the criterion of canonicity of all bishops in America.” It is perhaps a sign of our times that he who violated the holy canons par excellence, the most uncanonically claimed as allegedly autocephalous, makes now himself the criterion of canonicity and vitiates the canonical hierarchs as uncanonical. O tempora, o mores!
Instead of acknowledging the mercifulness of the other Patriarchates which, in spite the uncanonical status of the so-called OCA, accept it in communion, its representatives choose to subject them to such an unfair treatment that contributes nothing to the common cause of Orthodox unity. I would be interested to hear an explanation from His Eminence in response to the question “How will the so-called OCA contribute to our common Orthodox witness in diaspora by electing bishops holding titles which already exist for the same city”. Especially our Ecumenical Patriarchate not only is it not “unable to lead” as most unfortunately Metropolitan Jonas claims, but already since last October (in order to limit myself to the most recent example) has launched under the presidency of His All Holiness the process for the convocation of the Holy and Great Synod. I am not sure whether His Eminence, upon his ordination to the episcopacy, refused to put on the vestments of a bishop, which he, in the same article, and while he was still an abbot, had called as unfitting to the real nature of the arch-pastorship (p. 11).
Let me add that the refusal to recognize primacy within the Orthodox Church, a primacy that necessarily cannot but be embodied by a primus (that is by a bishop who has the prerogative of being the first among his fellow bishops) constitutes nothing less than heresy. It cannot be accepted, as often it is said, that the unity among the Orthodox Churches is safeguarded by either a common norm of faith and worship or by the Ecumenical Council as an institution. Both of these factors are impersonal while in our Orthodox theology the principle of unity is always a person. Indeed, in the level of the Holy Trinity the principle of unity is not the divine essence but the Person of the Father (“Monarchy” of the Father), at the ecclesiological level of the local Church the principle of unity is not the presbyterium or the common worship of the Christians but the person of the Bishop, so to in the Pan-Orthodox level the principle of unity cannot be an idea nor an institution but it needs to be, if we are to be consistent with our theology, a person.
The second article that I have to mention here is that of His Eminence the Antiochean Metropolitan Phillip under the title “Canon 28 of the 4th Ecumenical Council—Relevant or Irrelevant Today?”
Metropolitan Phillip begins his argument with an entirely anti-theological distinction of the holy canons into three categories 1) dogmatic, 2) contextual and, 3) “dead”.
I would like to know in which of these three categories, following his reasoning, His Eminence would classify the canons of the Ecumenical Councils that demarcate the jurisdictions of the ancient Patriarchates. Are they “contextual”—subject, as it is, to change? Does His Eminence believe that in this way he serves the unity among Orthodox, by subjugating the holy and divine canons under the circumstantial judgment of some bishop?
Based on the above distinction, and although he accepts that canon 28 of the 4th Ecumenical Council is not “dead” (since there is so much debate about it), he affirms that indeed it gives certain prerogatives to the Ecumenical Patriarch, on the other hand, however, he claims that this happened for secular and political reasons that have nothing to do with today’s state of affairs. Implicitly and yet all too clearly, Metropolitan Phillip implies that the prerogatives of the Ecumenical Patriarch can be doubted. The question then is: does His Eminence know of any Church whose status (Patriarchal or Autocephalous) were not decided according to the historical conditions that they were current at the time? Or, does His Eminence know of any Church that has received its status on the basis of theological reasons exclusively? Every administrative decision of an Ecumenical Council is equally respected to perpetuity together with its dogmatic decisions. Imagine the consequences for the Orthodox Church if we begin to re-evalutate the status of each local Church!
The correct interpretation of canon 28 is considered by His Eminence as “novelty”, by invoking only sources of the 20th century, while it has been scientifically established already by the late Metropolitan of Sardeis Maximos the uninterrupted application of the canon in question during the history of the Church of Constantinople.
The question, my brothers and sisters, is rather simple:
If Constantinople was not given that prerogative by canon 28, how was she able to grant autocephalies and patriarchal dignities to the Churches of Russia, Serbia, Romania, Bulgaria, Georgia, Czech Lands and Slovakia, Poland and Albania? Under the provision of which canon did Constantinople give the right of jurisdiction over the remaining of Africa to the Patriarchate of Alexandria in 2002?
And if the Ecumenical Patriarchate has not granted the Patriarchate of Moscow the privilege to bestow autocephaly as it pleases it, then what gives it the right to do so on the expense of the Orthodox unity?
Summarizing my lecture, I wish to call your attention to the following points:
1. The Ecumenical Patriarchate is a Church that undergoes martyrdom, a Church that often has received unfair criticism, especially by those Churches which were most richly benefited by it. At no point, the spirit of nationalism took hold of the Ecumenical Patriarchate because that is incompatible with the concepts of Hellenism and Ecumenicity (ecumenical character) as well as with the Christian Orthodox faith. The proof of this emerges in the most decisive manner throughout the 17 centuries of its history, during which it never Hellenized, not even attempted to Hellenize the nations to which it gave through its apostolic missions the undying light of Christ. What better example than the Slavic tribes which owe even their alphabet to the Thessalonian brothers Cyril and Methodios. I, who speak to you tonight, although I am an Antiochean from my maternal side, nevertheless I serve as the Chief-Secretary of the Holy and Sacred Synod of the Church of Constantinople.
2. The Ecumenical Patriarchate neither had nor has territorial claims against the sister Orthodox Churches. That truth is testified by the fact that, although the Patriarchates of the East were virtually destroyed during the difficult times of the 17th and 18th centuries, nevertheless, the Patriarchate of Constantinople was taking the care to have a Patriarch elected for those Patriarchates, supporting their primates in every possible way.
3. The submission of the diaspora to the Ecumenical Patriarchate does not mean either Hellenization or violation of the canonical order, because it is only in this way that both the letter and the spirit of the decisions of the Ecumenical Councils is respected. The Mother Church knows, however, that such a submission is difficult to be accomplished under the present historical conditions. For this reason, and by employing the principle of economy, it was suggested and it has now become accepted in Pan-Orthodox level, that there will be local Pan-Orthodox Episcopal Assemblies in the diaspora (like SCOBA in the US). The principle of presidency is followed, namely the representative of the Ecumenical Patriarchate presides over these Episcopal Assemblies in order to preserve the necessary element of canonicity.
As you surely know, last October the Ecumenical Patriarchate summoned in Constantinople a Synaxis of the Primates of the Orthodox Churches. The Primates accepted the proposal of Patriarch Bartholomew to move ahead with the Pan-Orthodox preparatory meetings, within 2009, so that the Holy and Great Synod of the Orthodox Church take place as soon as possible. For the record, please note that this decision was reached thanks to the concession on behalf of the Ecumenical Patriarchate which accepted that the Autonomous Churches will no longer be invited as to avoid the thorny problem of the Church of Estonia in the relations between Constantinople and Moscow.
4. With regards to the United States, the submission to the First Throne of the Church, that is, to the Ecumenical Patriarchate is not only fitting with the American society and mentality but also it opens up the horizons of possibilities for this much-promising region, which is capable of becoming an example of Pan-Orthodox unity and witness.
The Mother Church of Constantinople safeguards for the Orthodox Church in America those provisions that are needed for further progress and maturity in Christ.
Please allow me to conclude with the phrase of His Beatitude Ignatios Patriarch of Antioch during last October’s Synaxis of the Primates at the Phanar: “In the Orthodox Church we have one primus and he is the Patriarch of Constantinople.”
Thank you for your attention.

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ