Συνέντευξη του Γιώργου Βλαντή, Διευθυντού του Συμβουλίου Χριστιανικών Εκκλησιών της Βαυαρίας, στην ιστοσελίδα Nachrichtendienst Östliche Kirchen
Στις 19 Οκτωβρίου ο
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος μνημόνευσε τον Μητροπολίτη Επιφάνιο (Dumenko) κατά τη Θεία Λειτουργία στη Θεσσαλονίκη. Εγκαθιδρύθηκε με
τον τρόπο αυτό εκκλησιαστική κοινωνία μεταξύ της Εκκλησίας της Ελλάδος και της
νέας ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας;
Η ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος βρίσκεται πλέον όντως σε
πλήρη κοινωνία με την αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας. Η μνημόνευση του Προκαθημένου
της νέας Εκκλησίας, Μητροπολίτη Επιφανίου, κατά το συλλείτουργο του
Οικουμενικού Πατριάρχη με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών στη Θεσσαλονίκη ήταν η πρώτη
λειτουργική έκφραση της εγκαθίδρυσης της κοινωνίας αυτής. Ο Ιερώνυμος Β´ δεν έλαβε
μέρος στη Λειτουργία της Θεσσαλονίκης μόνο ως επί κεφαλής της Αρχιεπισκοπής
Αθηνών, αλλά ως Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος και, ως εκ τούτου, ως
κέντρο της ενότητάς της. Μετά την απονομή της αυτοκεφαλίας απέφευγε για πολλούς
μήνες να συλλειτουργήσει με τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο, προφανώς και για το λόγο
ότι στη Λειτουργία που τελεί ο Οικουμενικός Πατριάρχης μνημονεύεται πάντοτε και
ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ουκρανίας. Αμέσως όμως μετά τις συνοδικές αποφάσεις
της Εκκλησίας του ο Ιερώνυμος το έκανε. Στις 21 Οκτωβρίου ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών
απέστειλε στον Μητροπολίτη Επιφάνιο το ειρηνικό του γράμμα ως απάντηση στο
αντίστοιχο του τελευταίου μετά την εκλογή του ως Προκαθημένου της Ορθόδοξης
Εκκλησίας της Ουκρανίας στις 15 Δεκεμβρίου 2018. Στο ειρηνικό γράμμα ο Ιερώνυμος
ανακοινώνει σαφώς την έναρξη πλήρους κοινωνίας με τη νέα Εκκλησία. Με το συλλείτουργο
με τον Οικουμενικό Πατριάρχη και το ειρηνικό γράμμα ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών έκανε
χρήση του κανονικού προνομίου του, ως Προκαθήμενος μιας αυτοκέφαλης Εκκλησίας, να
εντάξει το όνομα του νέου Προκαθημένου στα Δίπτυχα της Εκκλησίας του και με τον
τρόπο αυτό να εγκαθιδρύσει κοινωνία με τη νέα Εκκλησία. Το προνόμιο αυτό το επιβεβαίωσαν
οι συνοδικές αποφάσεις της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (28 Αυγούστου 2019) και της
Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (12 Οκτωβρίου 2019). Δεν πρόκειται για κάτι
το καινούριο, αλλά για την παραδεδομένη πράξη των Προκαθημένων των αυτοκεφάλων
Εκκλησιών ύστερα από την απονομή μίας νέας αυτοκεφαλίας από το Οικουμενικό
Πατριαρχείο.
πλήρη κοινωνία με την αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας. Η μνημόνευση του Προκαθημένου
της νέας Εκκλησίας, Μητροπολίτη Επιφανίου, κατά το συλλείτουργο του
Οικουμενικού Πατριάρχη με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών στη Θεσσαλονίκη ήταν η πρώτη
λειτουργική έκφραση της εγκαθίδρυσης της κοινωνίας αυτής. Ο Ιερώνυμος Β´ δεν έλαβε
μέρος στη Λειτουργία της Θεσσαλονίκης μόνο ως επί κεφαλής της Αρχιεπισκοπής
Αθηνών, αλλά ως Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος και, ως εκ τούτου, ως
κέντρο της ενότητάς της. Μετά την απονομή της αυτοκεφαλίας απέφευγε για πολλούς
μήνες να συλλειτουργήσει με τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο, προφανώς και για το λόγο
ότι στη Λειτουργία που τελεί ο Οικουμενικός Πατριάρχης μνημονεύεται πάντοτε και
ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ουκρανίας. Αμέσως όμως μετά τις συνοδικές αποφάσεις
της Εκκλησίας του ο Ιερώνυμος το έκανε. Στις 21 Οκτωβρίου ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών
απέστειλε στον Μητροπολίτη Επιφάνιο το ειρηνικό του γράμμα ως απάντηση στο
αντίστοιχο του τελευταίου μετά την εκλογή του ως Προκαθημένου της Ορθόδοξης
Εκκλησίας της Ουκρανίας στις 15 Δεκεμβρίου 2018. Στο ειρηνικό γράμμα ο Ιερώνυμος
ανακοινώνει σαφώς την έναρξη πλήρους κοινωνίας με τη νέα Εκκλησία. Με το συλλείτουργο
με τον Οικουμενικό Πατριάρχη και το ειρηνικό γράμμα ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών έκανε
χρήση του κανονικού προνομίου του, ως Προκαθήμενος μιας αυτοκέφαλης Εκκλησίας, να
εντάξει το όνομα του νέου Προκαθημένου στα Δίπτυχα της Εκκλησίας του και με τον
τρόπο αυτό να εγκαθιδρύσει κοινωνία με τη νέα Εκκλησία. Το προνόμιο αυτό το επιβεβαίωσαν
οι συνοδικές αποφάσεις της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου (28 Αυγούστου 2019) και της
Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος (12 Οκτωβρίου 2019). Δεν πρόκειται για κάτι
το καινούριο, αλλά για την παραδεδομένη πράξη των Προκαθημένων των αυτοκεφάλων
Εκκλησιών ύστερα από την απονομή μίας νέας αυτοκεφαλίας από το Οικουμενικό
Πατριαρχείο.
Τις τελευταίες εβδομάδες
και τους τελευταίους μήνες ασχολήθηκαν πολλές συνάξεις Ελλήνων επισκόπων με το
θέμα της Ουκρανίας. Γιατί ήταν τόσο δύσκολο για τους επισκόπους να φτάσουν σε μια
ενιαία θέση;
Θα ήθελα να κατονομάσω δύο λόγους. Πρώτον: Ένας βασικός
λόγος για την καθυστέρηση ήταν οι μεγάλες εντάσεις, οι οποίες επιβάρυναν τα
τελευταία χρόνια τις σχέσεις ανάμεσα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και την
Εκκλησία της Ελλάδος, οι οποίες, ωστόσο, δεν είχαν καμία σχέση με το ζήτημα της
Ουκρανίας. Επρόκειτο για διμερείς εντάσεις, οι οποίες επέδρασαν αρνητικά ακόμη και
στις προσωπικές σχέσεις των δύο Προκαθημένων: Δικαιοδοσιακές διαμάχες, η μη συμπερίληψη
του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατά την πρώτη φάση των διαπραγματεύσεων της
Εκκλησίας της Ελλάδος με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ για τη μισθοδοσία των
κληρικών, κ.ά. Είναι χαρακτηριστικό πως τον Οκτώβριο του 2018, πριν δηλαδή την
απονομή της ουκρανικής αυτοκεφαλίας, ο Αρχιεπίσκοπος δεν θέλησε να συναντήσει
τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ο οποίος βρισκόταν στην Αθήνα. Η διαδικασία της
συμφιλίωσης διήρκεσε αρκετά. Νομίζω όμως ότι ήδη τον Απρίλιο του 2019 ήταν κατά
το μάλλον ή ήττον λιγότερο ή περισσότερο σαφές ότι η Εκκλησία της Ελλάδος θα
εκφραζόταν θετικά ως προς το ουκρανικό ζήτημα, όταν ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος
προσκάλεσε τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στην Αθήνα.
λόγος για την καθυστέρηση ήταν οι μεγάλες εντάσεις, οι οποίες επιβάρυναν τα
τελευταία χρόνια τις σχέσεις ανάμεσα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και την
Εκκλησία της Ελλάδος, οι οποίες, ωστόσο, δεν είχαν καμία σχέση με το ζήτημα της
Ουκρανίας. Επρόκειτο για διμερείς εντάσεις, οι οποίες επέδρασαν αρνητικά ακόμη και
στις προσωπικές σχέσεις των δύο Προκαθημένων: Δικαιοδοσιακές διαμάχες, η μη συμπερίληψη
του Οικουμενικού Πατριαρχείου κατά την πρώτη φάση των διαπραγματεύσεων της
Εκκλησίας της Ελλάδος με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ για τη μισθοδοσία των
κληρικών, κ.ά. Είναι χαρακτηριστικό πως τον Οκτώβριο του 2018, πριν δηλαδή την
απονομή της ουκρανικής αυτοκεφαλίας, ο Αρχιεπίσκοπος δεν θέλησε να συναντήσει
τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ο οποίος βρισκόταν στην Αθήνα. Η διαδικασία της
συμφιλίωσης διήρκεσε αρκετά. Νομίζω όμως ότι ήδη τον Απρίλιο του 2019 ήταν κατά
το μάλλον ή ήττον λιγότερο ή περισσότερο σαφές ότι η Εκκλησία της Ελλάδος θα
εκφραζόταν θετικά ως προς το ουκρανικό ζήτημα, όταν ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος
προσκάλεσε τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στην Αθήνα.
Ήδη από την αρχή δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η Εκκλησία της Ελλάδος
θα στεκόταν στο πλευρό του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Οι πλέον διακεκριμένοι επίσκοποι
και θεολόγοι της χώρας υποστήριξαν σε αναρίθμητες συμβολές τα κανονικά δίκαια
της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Εναντίον ήταν μόνο μία μικρή υπερσυντηρητική
μειονότητα, η οποία τα τελευταία χρόνια αμφισβητεί συστηματικά όλες τις
αποφάσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου (π.χ.
συμμετοχή στον οικουμενικό και διαθρησκειακό διάλογο, Αγία και Μεγάλη Σύνοδος,
ουκρανική Αυτοκεφαλία)· λόγος αυτής της δυσανεξίας είναι η
για τους ανθρώπους αυτούς ασυγχώρητη οικουμενική ανοικτότητα της
Κωνσταντινούπολης. Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, ο οποίος δίνει ιδιαίτερη αξία στη
συνοδικότητα, ήθελε να ακουστούν και αυτές οι γνώμες, και για το λόγο αυτό
αποφάσισε υπέρ ενός μακρύτερου, όμως διαφανούς και ξεκάθαρου δρόμου. Συνοδικές επιτροπές
συνέταξαν ένα πόρισμα, το οποίο συνιστούσε την αναγνώριση της αυτοκέφαλης
Εκκλησίας της Ουκρανίας. Και τόσο η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, όσο και η Ιεραρχία, αποφάσισαν
υπέρ της νέας Εκκλησίας με πολύ μεγάλη πλειοψηφία.
θα στεκόταν στο πλευρό του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Οι πλέον διακεκριμένοι επίσκοποι
και θεολόγοι της χώρας υποστήριξαν σε αναρίθμητες συμβολές τα κανονικά δίκαια
της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως. Εναντίον ήταν μόνο μία μικρή υπερσυντηρητική
μειονότητα, η οποία τα τελευταία χρόνια αμφισβητεί συστηματικά όλες τις
αποφάσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου (π.χ.
συμμετοχή στον οικουμενικό και διαθρησκειακό διάλογο, Αγία και Μεγάλη Σύνοδος,
ουκρανική Αυτοκεφαλία)· λόγος αυτής της δυσανεξίας είναι η
για τους ανθρώπους αυτούς ασυγχώρητη οικουμενική ανοικτότητα της
Κωνσταντινούπολης. Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, ο οποίος δίνει ιδιαίτερη αξία στη
συνοδικότητα, ήθελε να ακουστούν και αυτές οι γνώμες, και για το λόγο αυτό
αποφάσισε υπέρ ενός μακρύτερου, όμως διαφανούς και ξεκάθαρου δρόμου. Συνοδικές επιτροπές
συνέταξαν ένα πόρισμα, το οποίο συνιστούσε την αναγνώριση της αυτοκέφαλης
Εκκλησίας της Ουκρανίας. Και τόσο η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, όσο και η Ιεραρχία, αποφάσισαν
υπέρ της νέας Εκκλησίας με πολύ μεγάλη πλειοψηφία.
Δεύτερον, η έντονη πίεση των αντιπάλων της νέας Εκκλησίας σε
όλες τις αυτοκέφαλες Εκκλησίες έπαιξε επίσης ένα ρόλο. Για το ζήτημα αυτό μίλησαν
πολλοί Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος κατά την τελευταία τους σύναξη
ιδιαιτέρως ξεκάθαρα. Ο φόβος ήταν η διακοπή της ευχαριστιακής κοινωνίας της Εκκλησίας
της Ρωσίας με τις Εκκλησίες που θα αναγνωρίσουν την Εκκλησία της Ουκρανίας, η δημιουργία
παράλληλων ρωσικών δομών στο έδαφος της δικαιοδοσίας τους και η διακοπή των
οικονομικών σχέσεων της Μόσχας με τις Εκκλησίες αυτές, οι οποίες, μεταξύ άλλων,
επωφελούνται από το ρωσικό θρησκευτικό τουρισμό. Παράλληλα έλπιζε κανείς σε μια
γρήγορη λύση που θα επιτυγχανόταν είτε διμερώς, μεταξύ Κωνσταντινούπολης και
Μόσχας, ή σε πανορθόδοξο επίπεδο, ώστε να μη χρειαστεί οι υπόλοιπες Εκκλησίες
να λάβουν θέση ξεχωριστά. Ορισμένοι είχαν την έγνοια ότι μία σαφής λήψη θέσης θα
οδηγούσε στη δημιουργία μετώπων, η οποία με τη σειρά της θα επιτάχυνε ένα
σχίσμα εντός της Ορθοδοξίας. Κατέστη όμως σαφές ότι και η μη λήψη θέσης συνιστά
επίσης μία θέση, και μάλιστα μία αντιπαραγωγική θέση, η οποία αφήνει να δημιουργείται
η εντύπωση πως οι ορθόδοξες Εκκλησίες συμπεριφέρονται με φόβο και όχι εν
ελευθερία. Κανείς δεν επιτρέπει ευχαρίστως να τον πιέζουν. Η δίχως μέτρο επιθετικότητα
των αντιπάλων της ουκρανικής αυτοκεφαλίας εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου
έφερε την Κωνσταντινούπολη και την Αθήνα ακόμη πιο κοντά.
όλες τις αυτοκέφαλες Εκκλησίες έπαιξε επίσης ένα ρόλο. Για το ζήτημα αυτό μίλησαν
πολλοί Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος κατά την τελευταία τους σύναξη
ιδιαιτέρως ξεκάθαρα. Ο φόβος ήταν η διακοπή της ευχαριστιακής κοινωνίας της Εκκλησίας
της Ρωσίας με τις Εκκλησίες που θα αναγνωρίσουν την Εκκλησία της Ουκρανίας, η δημιουργία
παράλληλων ρωσικών δομών στο έδαφος της δικαιοδοσίας τους και η διακοπή των
οικονομικών σχέσεων της Μόσχας με τις Εκκλησίες αυτές, οι οποίες, μεταξύ άλλων,
επωφελούνται από το ρωσικό θρησκευτικό τουρισμό. Παράλληλα έλπιζε κανείς σε μια
γρήγορη λύση που θα επιτυγχανόταν είτε διμερώς, μεταξύ Κωνσταντινούπολης και
Μόσχας, ή σε πανορθόδοξο επίπεδο, ώστε να μη χρειαστεί οι υπόλοιπες Εκκλησίες
να λάβουν θέση ξεχωριστά. Ορισμένοι είχαν την έγνοια ότι μία σαφής λήψη θέσης θα
οδηγούσε στη δημιουργία μετώπων, η οποία με τη σειρά της θα επιτάχυνε ένα
σχίσμα εντός της Ορθοδοξίας. Κατέστη όμως σαφές ότι και η μη λήψη θέσης συνιστά
επίσης μία θέση, και μάλιστα μία αντιπαραγωγική θέση, η οποία αφήνει να δημιουργείται
η εντύπωση πως οι ορθόδοξες Εκκλησίες συμπεριφέρονται με φόβο και όχι εν
ελευθερία. Κανείς δεν επιτρέπει ευχαρίστως να τον πιέζουν. Η δίχως μέτρο επιθετικότητα
των αντιπάλων της ουκρανικής αυτοκεφαλίας εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου
έφερε την Κωνσταντινούπολη και την Αθήνα ακόμη πιο κοντά.
Πώς συμπεριφέρονται τώρα
οι ενδοεκκλησιαστικοί επικριτές μιας αναγνώρισης της ορθόδοξης Εκκλησίας της
Ουκρανίας; Υιοθετούν την απόφαση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου;
οι ενδοεκκλησιαστικοί επικριτές μιας αναγνώρισης της ορθόδοξης Εκκλησίας της
Ουκρανίας; Υιοθετούν την απόφαση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου;
Η αντίσταση στην αναγνώριση της αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας
της Ουκρανίας είναι πολύ μικρότερη από ό, τι ισχυρίζονται μερικά μέσα
επικοινωνίας και επίσης ισχυροί μηχανισμοί προπαγάνδας. Διαρκώς υπερτονίζονται οι
πληθωριστικές και επιθετικές δηλώσεις μιας μικρής μειονότητας ιεραρχών και κληρικών
εν γένει, οι οποίοι συστηματικά πολεμούν εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Η μειονότητα αυτή ήταν εναντίον της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, παραμένει φανατικά
εναντίον της οικουμενικής κίνησης, ενώ ορισμένοι εκπρόσωποί της σοκάρουν ολοένα
την ελληνική κοινωνία με τις αντισημιτικές τους δηλώσεις. Στην επιχειρηματολογία
τους χρησιμοποιούν όλες τις αντιρωμαιοκαθολικές, αντιδυτικές, αντιαμερικανικές,
κ.ά. θεωρίες συνωμοσίας, ώστε να πολεμήσουν εναντίον της Εκκλησίας της
Ουκρανίας. Καταδικάζω έντονα κάθε ακραία δήλωση· το γεγονός όμως, ότι και
αντίπαλοι της ουκρανικής αυτοκεφαλίας δύνανται να εκφραστούν δημοσίως και
άφοβα, αποτελεί κέρδος για την Εκκλησία της Ελλάδος. Δίχως να θέλω να ωραιοποιήσω
κάτι, τους τελευταίους μήνες κατέστη σαφές ότι οι ελληνόφωνες Εκκλησίες αντέχουν
πολύ περισσότερη δημοκρατία και ωφελούνται από αυτή, σε αντίθεση με άλλες, οι
οποίες παρουσιάζονται ως μονολιθικές οντότητες. Στις ελληνόφωνες Εκκλησίες δύναται
κανείς να ακούσει διαφορετικές γνώμες και αυτό είναι απλώς φυσιολογικό. Πίσω από
την αντιουκρανική ομοφωνία άλλων Εκκλησιών κρύβεται συχνά έλλειμμα σεβασμού απέναντι
σε άλλες ενδοεκκλησιαστικές απόψεις, αλλά και πολύς φόβος. Και στις Εκκλησίες αυτές
υπάρχουν υποστηρικτές της αυτοκεφαλίας της Ουκρανίας, κάποιοι όμως φοβούνται να
εκφραστούν, διότι αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε δυσάρεστες συνέπειες. Ήδη υπάρχουν
λυπηρά σχετικά παραδείγματα.
της Ουκρανίας είναι πολύ μικρότερη από ό, τι ισχυρίζονται μερικά μέσα
επικοινωνίας και επίσης ισχυροί μηχανισμοί προπαγάνδας. Διαρκώς υπερτονίζονται οι
πληθωριστικές και επιθετικές δηλώσεις μιας μικρής μειονότητας ιεραρχών και κληρικών
εν γένει, οι οποίοι συστηματικά πολεμούν εναντίον του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Η μειονότητα αυτή ήταν εναντίον της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, παραμένει φανατικά
εναντίον της οικουμενικής κίνησης, ενώ ορισμένοι εκπρόσωποί της σοκάρουν ολοένα
την ελληνική κοινωνία με τις αντισημιτικές τους δηλώσεις. Στην επιχειρηματολογία
τους χρησιμοποιούν όλες τις αντιρωμαιοκαθολικές, αντιδυτικές, αντιαμερικανικές,
κ.ά. θεωρίες συνωμοσίας, ώστε να πολεμήσουν εναντίον της Εκκλησίας της
Ουκρανίας. Καταδικάζω έντονα κάθε ακραία δήλωση· το γεγονός όμως, ότι και
αντίπαλοι της ουκρανικής αυτοκεφαλίας δύνανται να εκφραστούν δημοσίως και
άφοβα, αποτελεί κέρδος για την Εκκλησία της Ελλάδος. Δίχως να θέλω να ωραιοποιήσω
κάτι, τους τελευταίους μήνες κατέστη σαφές ότι οι ελληνόφωνες Εκκλησίες αντέχουν
πολύ περισσότερη δημοκρατία και ωφελούνται από αυτή, σε αντίθεση με άλλες, οι
οποίες παρουσιάζονται ως μονολιθικές οντότητες. Στις ελληνόφωνες Εκκλησίες δύναται
κανείς να ακούσει διαφορετικές γνώμες και αυτό είναι απλώς φυσιολογικό. Πίσω από
την αντιουκρανική ομοφωνία άλλων Εκκλησιών κρύβεται συχνά έλλειμμα σεβασμού απέναντι
σε άλλες ενδοεκκλησιαστικές απόψεις, αλλά και πολύς φόβος. Και στις Εκκλησίες αυτές
υπάρχουν υποστηρικτές της αυτοκεφαλίας της Ουκρανίας, κάποιοι όμως φοβούνται να
εκφραστούν, διότι αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε δυσάρεστες συνέπειες. Ήδη υπάρχουν
λυπηρά σχετικά παραδείγματα.
Η συνοδικώς ενισχυμένη απόφαση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών είναι
πάντως δεσμευτική για όλη την Εκκλησία της Ελλάδος. Ύστερα από την απόφαση της Εκκλησίας
τον Οκτώβριο μόνο δύο Μητροπολίτες αντέδρασαν ηχηρά, και σίγουρα αυτό δεν θα
κρατήσει πολύ. Αλλά ακόμη και αν κάποιοι επίσκοποι αρνηθούν να δεξιωθούν ουκρανούς
πιστούς, οι ίδιοι παραμένουν σε κοινωνία με μία σύνοδο και έναν Προκαθήμενο που
βρίσκονται σε πλήρη κοινωνία με τους δήθεν σχισματικούς. Ενδεχομένως η Εκκλησία
της Ελλάδος να λάβει μέτρα εναντίον ιεραρχών που θα ήθελαν να δημιουργήσουν
προβλήματα. Η δημιουργία μίας κατάστασης, όπου σε κάποιες μητροπόλεις θα
αναγνωρίζεται η νέα Εκκλησία και σε άλλες όχι, δεν είναι προς το συμφέρον της
Εκκλησίας της Ελλάδος. Τα τελευταία χρόνια ολοένα παρατηρείται το εξής:
Υπάρχουν κάποιοι κληρικοί που μπορεί να φωνάζουν πολύ, ταυτοχρόνως όμως είναι αρκετά
κυνικοί, ώστε να μην παραιτούνται από το λίαν εκλεπτυσμένο ένστικτο επιβίωσής
τους. Δεν θα ρισκάρουν κανένα σχίσμα στο όνομα της ουκρανικής κρίσης. Δεν θα
διακινδυνεύσουν να χάσουν τα από την Εκκλησία και το κράτος προσδιορισμένα προνόμιά
τους. Τόσο μεγάλοι ιδεαλιστές οι Έλληνες αντίπαλοι της Κωνσταντινούπολης δεν
είναι.
πάντως δεσμευτική για όλη την Εκκλησία της Ελλάδος. Ύστερα από την απόφαση της Εκκλησίας
τον Οκτώβριο μόνο δύο Μητροπολίτες αντέδρασαν ηχηρά, και σίγουρα αυτό δεν θα
κρατήσει πολύ. Αλλά ακόμη και αν κάποιοι επίσκοποι αρνηθούν να δεξιωθούν ουκρανούς
πιστούς, οι ίδιοι παραμένουν σε κοινωνία με μία σύνοδο και έναν Προκαθήμενο που
βρίσκονται σε πλήρη κοινωνία με τους δήθεν σχισματικούς. Ενδεχομένως η Εκκλησία
της Ελλάδος να λάβει μέτρα εναντίον ιεραρχών που θα ήθελαν να δημιουργήσουν
προβλήματα. Η δημιουργία μίας κατάστασης, όπου σε κάποιες μητροπόλεις θα
αναγνωρίζεται η νέα Εκκλησία και σε άλλες όχι, δεν είναι προς το συμφέρον της
Εκκλησίας της Ελλάδος. Τα τελευταία χρόνια ολοένα παρατηρείται το εξής:
Υπάρχουν κάποιοι κληρικοί που μπορεί να φωνάζουν πολύ, ταυτοχρόνως όμως είναι αρκετά
κυνικοί, ώστε να μην παραιτούνται από το λίαν εκλεπτυσμένο ένστικτο επιβίωσής
τους. Δεν θα ρισκάρουν κανένα σχίσμα στο όνομα της ουκρανικής κρίσης. Δεν θα
διακινδυνεύσουν να χάσουν τα από την Εκκλησία και το κράτος προσδιορισμένα προνόμιά
τους. Τόσο μεγάλοι ιδεαλιστές οι Έλληνες αντίπαλοι της Κωνσταντινούπολης δεν
είναι.
Γερμανικό πρωτότυπο: https://noek.info/hintergrund/1318-georgios-vlantis-zur-anerkennung-der-orthodoxen-kirche-der-ukraine-durch-athen (ημερομηνία δημοσίευσης: 14.11.2019).
Μετάφραση: Γιώργος Βλαντής.
Μετάφραση: Γιώργος Βλαντής.