10.4 C
Athens
Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

ΑΡΧΙΜ. ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΦΡΑΓΚΟΥΛΑΚΗ: Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ

Η Γέννηση, φορητή εικόνα, Συλλογή Μ. Περατικού, Λονδίνο, αρχές 15ου αιώνα. Ανωνύμου

Του Αρχιμανδρίτη του Οικουμενικού Θρόνου Γεράσιμου Φραγκουλάκη
Αννόβερο Γερμανίας

Σύμφωνα με την παράδοση της Εκκλησίας μας οι ιερές εικόνες αποτελούν μια άλλη «ιερά πρόθεση», στην οποία οι πιστοί εναποθέτουν τις προσευχές και ικεσίες προς τους αγίους. Όπως με την εκκλησιαστική υμνογραφία ερμηνεύεται η πνευματικότητα, έτσι και με την εκκλησιαστική εικονογραφία αποτυπώνεται η θεολογική διδασκαλία. Η εικόνα είναι μια εκδήλωση της παράδοσης τής Εκκλησίας μας, ισότιμη με τη γραπτή και προφορική παράδοση.

Η λέξη «εικόνα» προέρχεται από το ρήμα «είκω», που σημαίνει «μοιάζω». Κατ’ επέκταση «εικόνα» σημαίνει «απεικόνιση, «προσωπογραφία».
Σύμφωνα με τον Λεωνίδα Ουσπένσκυ, καθηγητή της εικονογραφίας στο Ορθόδοξο Ινστιτούτο της Γαλλίας: «Η εικόνα είναι μια αγιογραφία και όχι μια ζωγραφιά θρησκευτική».
Ο Παναγιότατος Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος αναφέρει σχετικά: «Η εικόνα μέσω μιας λιτά μεταμορφωτικής τέχνης, προβάλλει μπροστά μας μια προσωπική παρουσία κατ’ εικόνα Χριστού, η οποία έγινε κάπως σαν το ιερό μυστήριο του θείου κάλλους. Αυτή η παρουσία μας προσκαλεί στην κοινωνία».
Την παράδοση περί των ιερών εικόνων πρώτος ο Μέγας Βασίλειος την ονομάζει «αποστολική» και έτσι την αναγνωρίζουν και άλλοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς. Η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος χαρακτηρίζει την τιμή των εικόνων: «έγκριτον, θεάρεστον θεσμοθεσίαν και παράδοσιν της Εκκλησίας, ευσεβές αίτημα και ανάγκην του πληρώματός της». Και για την προσκύνηση των εικόνων του Χριστού, της Παναγίας, των Αγγέλων και των Αγίων την διατύπωσε ως δόγμα, το οποίο προέρχεται από το θεμελιώδες δόγμα της Εκκλησίας, της ομολογίας της ενανθρωπήσεως του Θεού.
Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν, ότι εφόσον αυτά ισχύουν περί εικόνων, πολύ περισσότερο η εικόνα του Θεανθρώπου αποτελεί μαρτυρία της πραγματικής Του σάρκωσης και όχι μιας φανταστικής. Υπό το πρίσμα αυτό θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το μεγάλο και σωτηριώδες αυτό γεγονός της ενανθρωπήσεως του Κυρίου μας, μέσω της ερμηνείας της σεπτής εικόνας της Γεννήσεώς Του.
Προκαταβολικά πρέπει να σημειώσουμε, ότι η εικόνα της Γεννήσεως του Χριστού ανήκει στις λεγόμενες πολυεικόνες, διότι απεικονίζει πολλά γεγονότα μαζί, που χρονικά και τοπικά απέχουν μεταξύ τους. Είναι και αυτός ένας τρόπος που χρησιμοποιείται από την Εκκλησία μας, για να παρουσιάζει και να βιώνει το γεγονός της θείας ενανθρωπήσεως, ως ένα συνεχές παρόν.

«Ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπό νόμον, ίνα τους υπό νόμον εξαγοράση, ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν» (Γαλ. 4, 4-5).
Με αυτό το λιτό τρόπο περιγράφει η Καινή Διαθήκη το μεγαλύτερο γεγονός των αιώνων, τη σάρκωση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Το ίδιο απέριττα και λιτά, αποδίδουν το μεγάλο τούτο μυστήριο και οι ορθόδοξοι αγιογράφοι.

Η Γέννηση, φορητή εικόνα, Βυζαντινό Μουσείο Αθήνας, 15ος αιώνας. Ίσως έργο του ζωγράφου Άγγελου. 
Ο Φώτης Κόντογλου αποδίδει πολύ παραστατικά το περιβάλλον, όπου λαμβάνουν χώρα τα γεγονότα της Γεννήσεως του Κυρίου: «Εικόνισον βουνόν βραχώδες, αλλ’ εύχαρι και φωτεινόχρωμον, και εις το μέσον σπήλαιον, και μέσα εις αυτό φάτνην και τον Χριστόν νήπιον εσπαργανωμένον».
Είναι γνωστό ότι, ο Χριστός γεννήθηκε στη Βηθλεέμ. Αυτό βεβαιώνεται και από τους Ευαγγελιστές Ματθαίο: «Του δε Ιησού γεννηθέντος εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας» (2,1), και Λουκά: «Ανέβη δε και Ιωσήφ από της Γαλιλαίας εκ πόλεως Ναζαρέτ εις την Ιουδαίαν εις πόλιν Δαυίδ, ήτις καλείται Βηθλεέμ» (2,4).
Βηθλεέμ σημαίνει «οίκος άρτων». Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, ο Ιησούς γεννήθηκε εκεί. Ο ίδιος έλεγε για τον εαυτό του: «εγώ ειμί ο άρτος της ζωής…ο άρτος ο καταβάς εκ του ουρανού». (Ιωαν.6, 35 και 41).
Για σπήλαιο μας πληροφορούν αρχαίοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, όπως ο Ιουστίνος, ο Ωριγένης κ.ά.
Για τη φάτνη αντλούμε πληροφορίες από το ευαγγέλιο του Λουκά: «και έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον, και εσπαργάνωσεν αυτόν και ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη, διότι ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι» (2,7). Μέσα στη φάτνη ανακλίνεται το Θείο Βρέφος σπαργανωμένο. Ο Ουσπένσκυ αναφέρει χαρακτηριστικά: «Σπήλαιο, φάτνη, σπάργανα είναι δείγματα της κένωσης της θεότητας, της συγκατάβασής της, της άκρας ταπείνωσης Εκείνου, ο οποίος, αοράτος στη θεία Του φύση γίνεται ορατός εν σαρκί για χάρη του ανθρώπου, προδηλώνοντας έτσι το θάνατο και την ταφή Του, τον τάφο και τα σάβανα». Πραγματικά παρατηρώντας τη φάτνη, θα διαπιστώσουμε, ότι μοιάζει με τάφο και τα σπάργανα, με σάβανα της εποχής εκείνης.
Στην ορθόδοξη αγιογραφία η φάτνη εικονίζεται μέσα σε σκοτεινό σπήλαιο. Με το μαύρο χρώμα συμβολίζεται ο κόσμος, ο οποίος ήταν σκοτισμένος από την αμαρτία και φωτίζεται τώρα, με το φως του Χριστού. Μέσα στο σπήλαιο, πάνω από τη φάτνη ζωγραφίζονται ένα βόδι και ένας όνος. Η παράσταση αυτή είναι παρμένη από την προφητεία του Ησαΐα: «Έγνω βους τον κτησάμενον και όνος την φάτνην του Κυρίου αυτού, Ισραήλ δε με ουκ έγνω και ο λαός μου ου συνήκεν». Επάνω από το σπήλαιο εικονίζεται ο ουρανός , από τον οποίο κατεβαίνει ακτίνα θεϊκού φωτός, στην οποία κρέμεται το αστέρι, σαν δροσοσταλίδα πάνω από το Χριστό, ο οποίος ως Θείο Βρέφος ανακλίνεται σπαργανωμένος μέσα στη φάτνη των αλόγων ζώων, διότι όπως λέει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, «έμελλε να ελευθερώση ημάς από την αλογίαν». 
 Το πρόσωπο που κατέχει κεντρική θέση στην παράσταση και διακρίνεται για το μέγεθός του, είναι η Μητέρα του Θεού. Σε άλλες εικόνες εικονίζεται ξαπλωμένη με έκδηλη την κούραση στο πρόσωπό Της, σε άλλες μισοκαθισμένη, σε στάση ανάλαφρη για να φαίνεται με τον τρόπο αυτό η έλλειψη πόνων και συνεπώς η παρθενική γέννηση του Παιδίου. Εικονίζεται και γονατιστή – στοιχείο δυτικής καταγωγής- με τα χέρια σταυρωμένα να προσκυνά το Θείο Βρέφος.
Σε όποια στάση κι αν εικονίζεται η Παρθένος, το πρόσωπό Της παρουσιάζεται σκεπτικό και με διάχυτη μια γλυκιά μελαγχολία. Η Μαρία ακούει και βλέπει όσα θαυμαστά συμβαίνουν και «πάντα συνετήρει τα ρήματα ταύτα συμβάλλουσα εν τη καρδία αυτής» (Λκ. 3,19).

Ναός Παναγίας Περιβλέπτου στο Μυστρά, τοιχογραφία από το Δωδεκάορτο, 14ος αιώνας.
Στα αριστερά της εικόνας εικονίζεται ο Άγγελος Κυρίου, ο οποίος ευαγγελίζεται στους ποιμένες «χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ» (Λκ. 2,10). Από τους ποιμένες ο ένας παρακολουθεί έκθαμβος τον Άγγελο, ενώ ο άλλος καθιστός παίζει τη φλογέρα του. Πέρα του γεγονότος, ότι η παρουσία των ποιμένων αναφέρεται στις διηγήσεις των ευαγγελίων, στην εικόνα συμβολίζουν τους Ιουδαίους.
Στη δεξιά πλευρά της εικόνας Άγγελοι κοιτάζοντας το άστρο δοξολογούν τον «εν υψίστοις Θεόν». Ο ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρεται σε πλήθος Αγγέλων. «Και εξαίφνης εγένετο συν τω αγγέλω πλήθος στρατιάς ουρανίου αινούντων τον Θεόν και λεγόντων, δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» (2, 13-14).
Κάτω από τους Αγγέλους και ανάμεσα στα βουνά που φαίνονται πίσω από το σπήλαιο, εικονίζονται οι τρεις Μάγοι, άλλοτε έφιπποι και άλλοτε πεζοί. Οι Μάγοι έχουν διαφορετικές ηλικίες, (νέος, μεσήλικας, γέροντας), ενώ τα άλογα τους έχουν διαφορετικό χρώμα το καθένα, (άσπρο, μαύρο και κόκκινο). Με τον τρόπο αυτό τονίζεται η αλήθεια, ότι ο Χριστός είναι «το φως το αληθινόν, το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον», ανεξάρτητα από ηλικία και κοινωνική θέση. Οι Μάγοι αντιπροσωπεύουν τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι θα αποτελέσουν την εκκλησία που θα προέρχεται από τους εθνικούς. Η προσκύνηση των Μάγων έγινε μετά την περιτομή του Κυρίου. Επειδή όμως είναι στενά συνδεδεμένη με τη Γέννηση, εμφανίζονται ως δύο γεγονότα αναπόσπαστα. Κατά την παράδοση της Εκκλησίας, οι Μάγοι που προσκύνησαν το Χριστό ήταν ανατολίτες αστρολόγοι. Η καταγωγή τους δεν είναι γνωστή. Τα δώρα που προσέφεραν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι κατάγονταν από κάποια χώρα της Ανατολής, πιθανόν από την Αραβία ή την Περσία.
Στο νεογέννητο Χριστό, όπως αναφέρει ο ευαγγελιστής Ματθαίος, προσέφεραν «χρυσόν και λίβανον και σμύρναν» (2,11). Η ερμηνεία που συμφωνεί με την παράδοση της Εκκλησίας, όσον αφορά τα δώρα των Μάγων είναι ότι, ο χρυσός προσφέρθηκε στο Χριστό ως βασιλέα, ο λίβανος ως θεό και η σμύρνα, με την οποία άλειφαν τους νεκρούς πριν από την ταφή, ως άνθρωπο.
Αξιοσημείωτη είναι η θέση του Ιωσήφ στην εικόνα. Δεν εικονίζεται, όπως η Μητέρα του Θείου Βρέφους κοντά σε αυτό, αλλά βρίσκεται στην άκρη, διότι δεν είναι ο πατέρας του παιδιού, αλλά προστάτης της Αγίας Οικογένειας. Κάθεται συλλογισμένος ο Ιωσήφ, στο κάτω μέρος της εικόνας στηρίζοντας το κεφάλι του, με το αριστερό του χέρι. Η στάση αυτή του δικαίου Ιωσήφ ερμηνεύεται θαυμάσια από το δοξαστικό της Α΄ Ώρας, της ακολουθίας των Χριστουγέννων, όπου ρωτά τη Θεοτόκο: «Μαρία, τι το δράμα τούτο, ο εν σοι τεθέαμαι; αντί τιμής αισχύνην, αντ’ ευροσύνης, την λύπην, αντί του επαινείσθαι, τον ψόγον μοι προσήγαγες. Ουκ έτι φέρω, το όνειδος των ανθρώπων».
Δίπλα στον Ιωσήφ, στηριγμένος στο ραβδί του και τυλιγμένος με προβιά, βρίσκεται ένας γέρος τσομπάνης και φαίνεται σαν να ρωτά τον Ιωσήφ, τι του συμβαίνει. Ο Ουσπένσκυ, στο πρόσωπο του γέροντα βλέπει το σατανά, που προσπαθεί να καλλιεργήσει στον Ιωσήφ, την αμφιβολία.
Στο άλλο άκρο, απέναντι από τον Ιωσήφ παρουσιάζονται δυο γυναίκες, που ετοιμάζουν το λουτρό του νεογέννητου. Η μία, ηλικιωμένη κρατά στην αγκαλιά της γυμνό τον Ιησού και με το χέρι της φαίνεται να δοκιμάζει τη θερμοκρασία του νερού, ενώ η άλλη, νέα στην ηλικία αδειάζει νερό μέσα στην κολυμβήθρα. Αυτή η σκηνή είναι παρμένη από το απόκρυφο ευαγγέλιο του Ιακώβου, όπου αναφέρεται ότι, στο στάβλο, ο Ιωσήφ έφερε μια μαία και τη Σαλώμη, για να βοηθήσουν τη Θεοτόκο.
Στην ορθόδοξη αγιογραφία υπάρχουν και άλλες εικονογραφικές παραστάσεις της Θείας Γεννήσεως, που στηρίζονται στα κείμενα και στους ύμνους της εορτής.


Ενδιαφέρουσα είναι μία τοιχογραφία του 16ου αιώνα, η οποία βρίσκεται στο καθολικό της Ιεράς Μονής Δοχειαρίου, στο Άγιον Όρος. Στην εικόνα δεσπόζει η Θεοτόκος, να κάθεται σε θρόνο με το Βρέφος στα γόνατά Της. Αυτή η παράσταση ανταποκρίνεται στα λεγόμενα του τροπαρίου των αίνων, της εορτής, που λέει: Παρθένος καθέζεται τα Χερουβίμ μιμουμένη βαστάζουσα εν κόλποις Θεόν.
Εκτός από τις μορφές των Αγγέλων και των ανθρώπων, στην εικόνα της Γεννήσεως του Χριστού υπάρχουν αντιπρόσωποι και από το φυτικό και από το ζωικό βασίλειο. ΄Ολη η κτίση έχει να προσφέρει κάτι στο νεογέννητο Χριστό: «Οι Άγγελοι τον ύμνον, οι ουρανοί τον αστέρα, οι Μάγοι τα δώρα, οι ποιμένες το θαύμα, η γη το σπήλαιον, η έρημος την φάτνην, ημείς δε μητέρα Παρθένον». (Στιχηρό, Eσπερινού Χριστουγέννων).
Η Γέννηση του Χριστού αποτέλεσε προσφιλές θέμα όχι μόνο αγιογράφων αλλά και ζωγράφων. Έτσι συναντούμε πολλές «εικόνες», όπου εικονίζονται δεξιά του Θείου Βρέφους, η Θεοτόκος γονατιστή και αριστερά στην ίδια στάση ο δίκαιος Ιωσήφ, να προσκυνούν το Χριστό.
Αυτοί την παράσταση τη συνηθίζουν οι δυτικοί εικονογράφοι. Σε άλλες πάλι, παρόμοιες εικόνες το Θείο Βρέφος δεν διακρίνεται σχεδόν καθόλου, γιατί βρίσκεται ανάμεσα σε αρχαία χαλάσματα και περιστοιχίζεται από πλήθος ανθρώπων. Το σκηνικό συμπληρώνεται με άλογα, καμήλες και άλλα ζώα. Σε κάποιες άλλες, σπάνιες «εικόνες», πάνω στα χείλη του σπηλαίου είναι ζωγραφισμένα δύο μάτια, σαν να είναι ζωντανό το σπήλαιο. Με αυτό τον τρόπο όχι μόνο δεν τονίζεται, αλλά αντιθέτως καταστρέφεται η απλότητα του μυστηρίου και τα νοήματα συγχέονται.

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ