Nίκος Κουρεμένος
Religious Studies Researcher, BA in Theology, MA in Church History, PhD in Coptic Studies
Ήδη από τα χρόνια του Μεσαίωνα αρκετοί θεολόγοι, και μάλιστα κάποιοι από τους πιο οξείς νόες εκείνης της εποχής, καταπιάστηκαν με το πρόβλημα αναφορικά με τη λογική απόδειξη της ύπαρξης του Θεού. Τον 11ο αι. ο Άνσελμος από την Αόστα, για παράδειγμα, ο οποίος διετέλεσε και αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρυ, διατύπωσε μια από τις πιο διάσημες θεωρίες, γνωστή ως «οντολογικό επιχείρημα» ενώ δυο αιώνες αργότερα ο πολύς Θωμάς Ακινάτης συστηματοποίησε τη δική του θεωρία στις περίφημες πέντε οδούς: α) via ex motu, β) via ex causa, γ) via ex contingentia, δ) via ex gradu perfectionis και ε) via ex fine. Στους αιώνες που ακολούθησαν, τη σκυτάλη των αποδεικτικών θεωριών περί υπάρξεως του Θεού παρέλαβαν οι φιλόσοφοι, με ενδεικτικές περιπτώσεις εκείνες του Descartes, του Leibnitz και του Kant, οι οποίοι συνεισέφεραν σημαντικά στην διατύπωση αντίστοιχων επιχειρημάτων. Στη καθ’ ημάς Ανατολή, ωστόσο, τέτοιες διανοητικές απόπειρες δεν βρήκαν ιδιαίτερα πρόσφορο έδαφος• αντ’ αυτών αναπτύχθηκε η λεγόμενη αποφατική θεολογία σύμφωνα με την οποία η ουσία του Θεού παραμένει ασύλληπτη και απερινόητη για τις πεπερασμένες δυνατότητες του ανθρώπινου μυαλού και κατά συνέπεια κανένα λογικό επιχείρημα δεν είναι σε θέση να αποδείξει την θεϊκή ύπαρξη. Οι παραπάνω, ωστόσο, παρατηρήσεις αφορούν στην ιστορία των ιδεών, της θεολογίας και της φιλοσοφίας και συνδέονται με μια διανοητική δραστηριότητα του ανθρώπου που εκ των πραγμάτων ουδέποτε γνώρισε μεγάλη διάχυση στο ευρύ κοινό αλλά παράμεινε μια πολυτελής ενασχόληση μεταξύ ειδικών. Σε καμία περίπτωση δεν επηρέασε, και δεν θα μπορούσε άλλωστε να το κάνει, τη λαϊκή θρησκευτικότητα και πολύ περισσότερο αυτούς που τη διαμορφώνουν.
Συχνά ακούμε στις μέρες μας για την περίφημη «γιαγιά της Τουρκοκρατίας», έκφραση που συμπυκνώνει νοηματικά και με λυρικό ενδεχομένως ύφος μια ευρύτατα διαδεδομένη αντίληψη ότι ένα χαμηλής μορφωτικής και ίσως αντιληπτικής ικανότητας κοινωνικό σύνολο, μολονότι ζούσε σε δυσχερείς εποχές δουλείας του οθωμανικού ή βενετικού ζυγού ήταν σε θέση να κατανοεί τη γλώσσα τη λατρείας, να διατηρεί την ορθόδοξη πίστη και τα συνεπακόλουθα ήθη και έθιμα, με άλλα λόγια να διασώζει ασυνείδητα αυτό που ονομάζουμε ελληνορθόδοξη παράδοση. Δεν ξέρω αν υπήρξε ποτέ αυτή η «γιαγιά της Τουρκοκρατίας» ή αν απλά αποτελεί ένα έξυπνα κατασκευασμένο λογοτεχνικό locum για την προβολή σ’ ένα ωραιοποιημένο παρελθόν μιας ταυτότητας που φαίνεται να διαμορφώνεται πολύ αργότερα μέσα σ’ ένα κρατικό πλέον περιβάλλον εμφανώς επηρεασμένο από το κίνημα Ρομαντισμού του 19ου αι. Σε ότι αφορά, ωστόσο, το θρησκευτικό και το θεολογικό πεδίο, η περίοδος των Νεότερων Χρόνων χαρακτηρίστηκε από έναν ομολογιακό ανταγωνισμό, ο οποίος δεν άφησε ανεπηρέαστη την ανατολική λεκάνη της Μεσογείου. Η Μεταρρύθμιση και η Αντιμεταρρύθμιση εκτός από τους θρησκευτικούς πολέμους επέφεραν ως συνέπεια και την κινητοποίηση μιας θεολογικής παραγωγής που προσπαθούσε να αποδείξει την ορθότητα της μιας ή της άλλης χριστιανικής ομολογίας. Η διαφορά μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Προτεσταντών, για παράδειγμα, αναφορικά με την πραγματική ή τη συμβολική παρουσία του Χριστού στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας αντίστοιχα, είχε σαν αποτέλεσμα το ξέσπασμα των λεγόμενων ευχαριστιακών ερίδων κατά τον 17ο αι. που οδήγησε σε συγγραφή εκατοντάδων πολεμικών πραγματειών εκατέρωθεν, στην ανάδυση νέων μορφών λατρείας (όπως η ευχαριστιακή λατρεία, οι λιτανείες του καθαγιασμένου άρτου κ.α.) αλλά και την «εξαγωγή» του προβλήματος στη Χριστιανική Ανατολή αφού και οι δυο πλευρές αναζητούσαν επιχειρήματα για την ενίσχυση των θέσεων τους σε άλλες Χριστιανικές παραδόσεις αλλά και στην πρακτική της αρχαίας Εκκλησίας. Ο ομολογιακός αυτός ανταγωνισμός δεν άφησε ανεπηρέαστη την ορθόδοξη θεολογία και την εν γένει εκκλησιαστική πραγματικότητα. Τα ζητήματα αυτά περιγράφονται εξαιρετικά στο θαυμάσιο βιβλίο του Gerhard Podskalsky, H Eλληνική Θεολογία επί Τουρκοκρατίας 1452-1821: H Ορθοδοξία στη σφαίρα επιρροής των Δυτικών δογμάτων μετά τη Μεταρρύθμιση, μτφρ. π.Γεωρ. Μεταλληνός, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2008 [έκδοση αναθεωρημένη επαυξημένη με την ελληνική βιβλιογραφία του γερμανικού πρωτοτύπου Griechische Theologie in der Zeit der Türkenherrschaft (1453–1821): Die Orthodoxie im Spannungsfeld der nachreformatorischen Konfessionen des Westens, C. H. Beck, München 1988].
Συχνά ακούμε στις μέρες μας για την περίφημη «γιαγιά της Τουρκοκρατίας», έκφραση που συμπυκνώνει νοηματικά και με λυρικό ενδεχομένως ύφος μια ευρύτατα διαδεδομένη αντίληψη ότι ένα χαμηλής μορφωτικής και ίσως αντιληπτικής ικανότητας κοινωνικό σύνολο, μολονότι ζούσε σε δυσχερείς εποχές δουλείας του οθωμανικού ή βενετικού ζυγού ήταν σε θέση να κατανοεί τη γλώσσα τη λατρείας, να διατηρεί την ορθόδοξη πίστη και τα συνεπακόλουθα ήθη και έθιμα, με άλλα λόγια να διασώζει ασυνείδητα αυτό που ονομάζουμε ελληνορθόδοξη παράδοση. Δεν ξέρω αν υπήρξε ποτέ αυτή η «γιαγιά της Τουρκοκρατίας» ή αν απλά αποτελεί ένα έξυπνα κατασκευασμένο λογοτεχνικό locum για την προβολή σ’ ένα ωραιοποιημένο παρελθόν μιας ταυτότητας που φαίνεται να διαμορφώνεται πολύ αργότερα μέσα σ’ ένα κρατικό πλέον περιβάλλον εμφανώς επηρεασμένο από το κίνημα Ρομαντισμού του 19ου αι. Σε ότι αφορά, ωστόσο, το θρησκευτικό και το θεολογικό πεδίο, η περίοδος των Νεότερων Χρόνων χαρακτηρίστηκε από έναν ομολογιακό ανταγωνισμό, ο οποίος δεν άφησε ανεπηρέαστη την ανατολική λεκάνη της Μεσογείου. Η Μεταρρύθμιση και η Αντιμεταρρύθμιση εκτός από τους θρησκευτικούς πολέμους επέφεραν ως συνέπεια και την κινητοποίηση μιας θεολογικής παραγωγής που προσπαθούσε να αποδείξει την ορθότητα της μιας ή της άλλης χριστιανικής ομολογίας. Η διαφορά μεταξύ Ρωμαιοκαθολικών και Προτεσταντών, για παράδειγμα, αναφορικά με την πραγματική ή τη συμβολική παρουσία του Χριστού στο μυστήριο της θείας ευχαριστίας αντίστοιχα, είχε σαν αποτέλεσμα το ξέσπασμα των λεγόμενων ευχαριστιακών ερίδων κατά τον 17ο αι. που οδήγησε σε συγγραφή εκατοντάδων πολεμικών πραγματειών εκατέρωθεν, στην ανάδυση νέων μορφών λατρείας (όπως η ευχαριστιακή λατρεία, οι λιτανείες του καθαγιασμένου άρτου κ.α.) αλλά και την «εξαγωγή» του προβλήματος στη Χριστιανική Ανατολή αφού και οι δυο πλευρές αναζητούσαν επιχειρήματα για την ενίσχυση των θέσεων τους σε άλλες Χριστιανικές παραδόσεις αλλά και στην πρακτική της αρχαίας Εκκλησίας. Ο ομολογιακός αυτός ανταγωνισμός δεν άφησε ανεπηρέαστη την ορθόδοξη θεολογία και την εν γένει εκκλησιαστική πραγματικότητα. Τα ζητήματα αυτά περιγράφονται εξαιρετικά στο θαυμάσιο βιβλίο του Gerhard Podskalsky, H Eλληνική Θεολογία επί Τουρκοκρατίας 1452-1821: H Ορθοδοξία στη σφαίρα επιρροής των Δυτικών δογμάτων μετά τη Μεταρρύθμιση, μτφρ. π.Γεωρ. Μεταλληνός, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2008 [έκδοση αναθεωρημένη επαυξημένη με την ελληνική βιβλιογραφία του γερμανικού πρωτοτύπου Griechische Theologie in der Zeit der Türkenherrschaft (1453–1821): Die Orthodoxie im Spannungsfeld der nachreformatorischen Konfessionen des Westens, C. H. Beck, München 1988].
Πίνακας του Ιερώνυμου Μπος (1450-1516) |
Η απόρριψη από μέρους της Μεταρρύθμισης σύσσωμης σχεδόν της εκκλησιαστικής παράδοσης, της τιμής των αγίων, του ιερού χαρακτήρα των μυστηρίων και της αναγκαιότητας τους για τη σωτηρία του ανθρώπου με την αντίστοιχη έμφαση στις αρχές της sola scriptura και sola fede διευκόλυνε κατά μια έννοια τη σαφή οριοθέτηση μεταξύ των δυο αντιμαχόμενων ομολογιών με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία να προσπαθεί να «αποδείξει» την ορθότητα των παραδοσιακών θέσεων της μέσα από τη θαυματουργική φανέρωση της θείας χάριτος σε όλα εκείνα τα στοιχεία που απέρριπτε η Μεταρρύθμιση. Η ίδια τακτική, ωστόσο, εφαρμόστηκε και προς τις εκκλησιαστικές εκείνες παραδόσεις, οι οποίες ομοιοτρόπως με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία διατηρούσαν την ίδια κατ’ουσίαν εκκλησιαστική παράδοση αναφορικά με τα ζητήματα που ήγειρε η Μεταρρύθμιση και από κοινού διεκδικούσαν την αδιάκοπη συνέχεια με την αρχαία αδιαίρετη Εκκλησία. Στην περίπτωση αυτή η άφθαρτη διατήρηση των λειψάνων των αγίων καθώς και η θαυματουργική επιβεβαίωση της πραγματικής παρουσίας του Χριστού στο μυστήριο της ευχαριστίας αποτελούσαν τεκμήριο ότι η θεία χάρις ενεργεί εντός της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας σε αντιδιαστολή με άλλες «σχισματικές» εκκλησιαστικές παραδόσεις, οι οποίες σύμφωνα πάντα με τη Ρωμαιοκαθολική θεώρηση μπορεί να διατηρούσαν μορφολογικά την ίδια εκκλησιαστική παράδοση, στερούνταν, ωστόσο, των ευεργετικών ιδιοτήτων της θείας χάριτος, της οποία διαχειριστής διατελούσε κατά τρόπο αποκλειστικό μόνο η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Η συνεπακόλουθη αντίδραση της Ορθόδοξης εν προκειμένω Εκκλησίας υπήρξε η υπεράσπιση της βιούμενης μυστηριακής και αγιαστικής εμπειρίας εντός το δικού της εκκλησιαστικού βίου με την ταυτόχρονη αμφισβήτηση της αντίστοιχης Ρωμαιοκαθολικής. Στο πλαίσιο αυτό και ιδιαίτερα στις περιοχές όπου η συνύπαρξη Ρωμαιοκαθολικών και Ορθόδοξων πληθυσμών αποτελούσε απτή πραγματικότητα, καταδείχθηκε και από πλευράς Ορθοδόξων μια ιδιαίτερη και επίμονη προσπάθεια ανάδειξης της αγιαστικής παρουσίας της θείας χάριτος στον ορθόδοξο θρησκευτικό βίο σε αντιδιαστολή με τον αντίστοιχο Ρωμαιοκαθολικό. Έτσι για παράδειγμα η άφθαρτη παρουσία των λειψάνων των αγίων (πχ. στην Κέρκυρα, τη Ζάκυνθο και την Κεφαλονιά, δηλαδή στον κατεξοχήν βενετοκρατούμενο ελλαδικό χώρο) μαρτυρούσε για την συνείδηση των ορθοδόξων ότι η θεία χάρις παραμένει ζώσα και ενεργή παρά τις περί του αντιθέτου κατηγορίες των Ρωμαιοκαθολικών, ενώ ταυτόχρονα η πεποίθηση περί της επί μακρόν διατήρησης του αγιασμού «χωρίς να χαλάει» πιστοποιούσε την ορθότητα και αυθεντικότητα του ορθόδοξου εκκλησιαστικού βιώματος έναντι του Ρωμαιοκαθολικού αγιασμού, σύμφωνα με τη παιδιάστικη λογική «το δικό μου είναι καλύτερο από το δικό σου». Ακόμα και το πολυθρύλητο «θαύμα» της αφής του αγίου Φωτός στον Πανάγιο Τάφο, οφείλει να γίνει κατανοητό στο πλαίσιο αυτού του ιδιότυπου ομολογιακού ανταγωνισμού των Νεοτέρων Χρόνων, όπου η διατήρηση των προνομίων και του status quo των παναγίων προσκυνημάτων επιβάλλει την άνωθεν κατ’ έτος επιβεβαίωση δια θαύματος την ανωτερότητα της Ορθοδοξίας έναντι των άλλων χριστιανικών ομολογιών.
Αν όμως οι παραπάνω αντιλήψεις μπορούν να δικαιολογηθούν μέσα σ’ ένα πλαίσιο ομολογιακού ανταγωνισμού που χαρακτήριζε το ιστορικό συγκείμενο των Νεότερων Χρόνων η ευθύνη για τη διαμόρφωση στις μέρες μας μιας θρησκευτικότητας, η οποία επιδιώκει την επιβεβαίωσή της μέσα από το θαύμα βαραίνει κατά κύριο λόγο την ποιμαίνουσα Εκκλησία. Ο ανταγωνισμός με τις άλλες χριστιανικές ομολογίες οδήγησε, όπως είδαμε, κατά το παρελθόν στην ανάγκη για χειροπιαστές θαυματουργικές αποδείξεις της δογματικής ορθότητας και του αυθεντικού εκκλησιαστικού βιώματος. Ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου αι. αλλά με πιο έντονο τρόπο κατά τον 20ο αι., οι προκλήσεις που δημιουργήθηκαν με την πρόοδο των επιστημών καθώς και την ανάπτυξη και διάχυση διαφόρων ιδεών και τάσεων όπως οι θεωρίες του δαρβινισμού και του ιστορικού υλισμού, ο επιστημονικός αθεϊσμός και ο μαχητικός αντικληρικαλισμός αντιμετωπίστηκαν από τον εκκλησιαστικό και θεολογικό λόγο στην Ελλάδα είτε μέσα από την επίκληση στο πεπερασμένο του ορθού λόγου και της ανθρώπινης λογικής και την κατ’ επέκταση ανάδειξη του αποφατισμού ως πανάκεια «δια πάσαν νόσον…» είτε μέσω ενός μαχητικού απολογητισμού, στη φαρέτρα του οποίου βρέθηκαν αίφνης όλα εκείνα τα βέλη που είχαν σφυρηλατηθεί και ηκονιστεί για την κατάδειξη της δογματικής ανωτερότητας έναντι των άλλων χριστιανικών ομολογιών. Μ΄ αυτή την έννοια, η αντίληψη αναφορικά με την αφθαρσία των σωμάτων των αγίων, η δοξασία για την αναλλοίωτη επ’αόριστον διατήρηση του αγιασμού, και η πεποίθηση περί ανοσίας που σχετίζεται με τον τρόπο μετάδοσης της θείας ευχαριστίας καθίστανται στη λαϊκή χριστιανική συνείδηση ως η ατράνταχτη απόδειξη της αυθεντικότητας του θρησκευτικού βιώματος και λειτουργεί ως ιδεολογική δικαίωση ενάντια στις πραγματικές ή φαντασιακές επιθέσεις από τους «εχθρούς» της Εκκλησίας. Η οποιαδήποτε αμφισβήτηση της ορθότητας και αυθεντικότητας των παραπάνω αντιλήψεων, από οποιονδήποτε χώρο και αν προέρχεται, ακόμα κι από αυτόν του πεφωτισμένου κλήρου ή της θεολογικής επιστήμης, δεν αντιμετωπίζεται απλά με δυσπιστία και σκεπτικισμό αλλά επιπλέον γίνεται στόχος σκληρής πολεμικής, ενώ συχνά οι εκφέροντες τέτοιες «αποδομητικές» απόψεις χαρακτηρίζονται ως μηδενιστές, άθεοι, φερέφωνα του Σόρος, υπάλληλοι της Νέας Τάξης πραγμάτων και στολίζονται με ένα σωρό άλλες ευφάνταστες κατηγορίες. Διερωτάται κανείς σε τι πραγματικά θα ζημιωνόταν το μήνυμα του Ευαγγελίου, ο Χριστιανισμός εν γένει και πιο συγκεκριμένα η Ορθόδοξη Εκκλησία και η θεολογία της αν ξαφνικά αποδεικνυόταν ότι ο αγιασμός χαλάει με τον καιρό, ότι ο τρόπος μετάδοσης της θείας ευχαριστίας δεν εγγυάται καμία ανοσία και ότι το άγιο Φως ανάβει κάθε χρόνο ο Πατριάρχης από την ακοίμητη κανδήλα του Παναγίου Τάφου; Μέχρι πότε θα εμποδίζει αυτή η ιδιότυπη δικτατορία του θρησκευτικού ανορθολογισμού το ουσιαστικό και αυθεντικό βίωμα του ευαγγελικού μηνύματος και την πνευματική, λειτουργική και θεολογική αναγέννηση στον εκκλησιαστικό βίο;
τυγχανω φίλος καποτε θα ελεγα του κυρίου Κουρεμένου και ενω καταλαβαίνω τι θέλει να πει…επιστημονικά!Στο διαδύκτιο Νικο μου θα σε καταλαβει κανείς; Εμεις αυτο που ξερουμε ορθοδοξα και το ειπε ο αγιος ΠΕργάμου ότι χωρίς θεία Ευχαριστιά δεν υπάρχει, Εκκλησία!Εκκλησια ξερεις καλα αδελφε μου δεν ειναι ο κλήρος και οι δεσποτάδες αλλά όσοι ελπίζουν στον Χριστό και συγκεντρώνονται γύρω απο το θείο Σώμα του και το άγιο Αίμα του!τα άλλα ειναι για εσας τους θεολόγους…εμεις οι αγραμμάτοι παπάδες της υπάιθρου δεν ξέρουμε ευτυχώς υψηλή θεολογία…όπως και δεν ήξερε τέτοιες θεολογίες ο ιερος ΠΑλαμάς!ο Θεός μαζι σου και μαζί μας!με την πρωτη αγαπη της κοινης συναναστροφής μας, +π.Ιερόθεος ο εκ Κρανιδίου.
Ευρισκω εξαιρετική την απάντηση!
Προτιμώ την…παπαδιαμαντικη προσέγγιση του"θείου"που την εκφράζει η ρητορική του προλαλησαντος σχολιαστου.
Καλές, λαμπρές, αξιέπαινες οι περγαμηνές στη θεολογία..
Ο συγκερασμός όμως.. και με την ταπεινότητα… αχτύπητο μείγμα..!
Αγαπητέ κ. Κουρεμένε ομολογώ ότι δυσκολεύτηκα να αντιληφθώ τον σκοπό του πονήματός σας. Βέβαια δεν είμαι θεολόγος ούτε έχω θεολογικές σπουδές. Η ειδίκευση μου είναι στην "αντίπερα" όχθη των Θετικών επιστημών και ειδικότερα των Μαθηματικών. Γι' αυτό επιτρέψτε μου όποια αβλεψία. Στο πρώτο μέρος του πονήματος σας διαβλέπω κάποια μεροληψία , θα έλεγα, ή καλύτερα εμπάθεια για το ρόλο που έπαιξε η ορθόδοξη πίστη του απλού λαού κατά τα δύσκολα και μακρά χρόνια της Τουρκοκρατίας. Παραβλέπετε ίσως τη συμβολή της Ορθοδοξίας στη διαφύλαξη και διατήρηση της εθνικής ταυτότητας. Βασίζετε τους όλους ισχυρισμούς σας κυρίως σε τρία θαυμαστά σημεία: στη διατήρηση των άφθαρτων σκηνωμάτων των Αγίων, στη διατήρηση του Αγιασμού και την ανάληψη του Αγίου Φωτός από τον Ορθόδοξο Πατριάρχη. Στο τέλος μάλιστα κλείνετε με την "large" υπόθεση: "Διερωτάται κανείς σε τι πραγματικά θα ζημιωνόταν το μήνυμα του Ευαγγελίου, ο Χριστιανισμός εν γένει και πιο συγκεκριμένα η Ορθόδοξη Εκκλησία και η θεολογία της αν ξαφνικά αποδεικνυόταν ότι ο αγιασμός χαλάει με τον καιρό, ότι ο τρόπος μετάδοσης της θείας ευχαριστίας δεν εγγυάται καμία ανοσία και ότι το άγιο Φως ανάβει κάθε χρόνο ο Πατριάρχης από την ακοίμητη κανδήλα του Παναγίου Τάφου;" Σε αυτό το σημείο δεν μιλάτε πια για άφθαρτα σκηνώματα των αγίων αλλά τα αντικαθιστάτε με την "ανοσία" της Θείας Κοινωνίας που είναι πιο επίκαιρη και πιθανόν πιο ανοιχτή σε αμφισβήτηση από ότι τα "χειροπιαστά" άφθαρτα σκηνώματα των Αγίων. Ας είναι. Κάνετε λοιπόν την υπόθεση πάλι πάνω σε τρια θαυμαστά. Δυστυχώς παραβλέπετε τα ιστορικά γεγονότα σχετικά με την Αφή τους Αγίου Φωτός καθώς και το γεγονός ότι δεν υπάρχει ανα τους αιώνες ούτε ένα τεκμήριο ότι η Θεία Κοινωνία ήταν φορέας μικροβίων. Τα γνωρίζετε καλύτερα εσείς από μένα καθώς έχετε πρόσβαση σε όλη την αντίστοιχη βιβλιογραφία. Και τέλος ο Αγιασμός. Δυστυχώς για το συλλογισμό σας, ο Αγιασμός δεν "χαλάει"! Και όχι ο δικός μου , ο δικός σου, ο τρίτος , ο Αγιασμός που καθαγιάζεται από οποιοδήποτε Ορθόδοξο ιερέα. Αυτό είναι το πιο εύκολο καθώς μπορείτε να το διαπιστώσετε μόνος σας. Συγχωρείστε μου την παρέμβαση. Εύχομαι σε όλους Καλή Ανάσταση!
Κύριε Κουρεμένε συμφωνώ απόλυτα με το σκεπτικό σας.
Οι χριστιανοί στην Ελλάδα δεν έχουμε καταλάβει, στην πλειονότητά μας, το ουσιαστικό και αυθεντικό βίωμα του ευαγγελικού μηνύματος που είναι η αγάπη, η ανοχή, η κατανόηση και η συγχώρεση προς τον κάθε άλλον άνθρωπο. Δεν διαβάζουμε (ως Έλληνες) και ως εκ τούτου δεν εμβαθύνουμε στο Ευαγγέλιο.
Γι' αυτό το λόγο υφίσταται, παντού στην Εκκλησία μας, αυτή η ιδιότυπη δικτατορία του θρησκευτικού ανορθολογισμού, όπως την ονομάζεται. Ίσως θα ήταν καλύτερα να μην την ονομάσετε με αυτές τις "δύσκολες" λέξεις, μήπως και το πρόβλημα γίνει περισσότερο κατανοητό (δεν διαβάζουμε εμείς οι Έλληνες, γαρ).
Αποτέλεσμα των ανωτέρω είναι να έχουμε την ανάγκη θαυμάτων για να μείνουμε στην πίστη μας, και να ερχόμαστε σε αντιπαράθεση με τους χριστιανούς αδερφούς μας των άλλων δογμάτων, με τους άπιστους και τους άθεους, σαν μικρά παιδιά και σαν τους οπαδούς των ομάδων, έτσι ώστε να νιώσουμε ασφαλείς, και ότι πατάμε στέρεα στο χώρο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στην πίστη μας.
Αναφέρετε, πολύ σωστά, αυτή τη «γιαγιά της Τουρκοκρατίας», η οποία διαπότισε την Εκκλησία μας με την λαϊκή πίστη των παππούδων μας, των γιαγιάδων μας, των γονιών μας, με άλλα λόγια δεν μας έδωσε τη δυνατότητα να κατανοήσουμε την πίστη μας και να κατηχηθούμε σ' αυτήν. Αναφέρομαι όχι μόνο στο ποίμνιο αλλά και στον κλήρο. Σ' αυτή τη "γιαγιά" οφείλεται το γεγονός ότι στην Ελλάδα εκκλησιάζεται το 5% του πληθυσμού. Σ' αυτή τη "γιαγιά" οφείλεται το γεγονός ότι η νεολαία απουσιάζει από τις Εκκλησίες. Γιατί δεν καταλαβαίνουν σχεδόν τίποτα. Γιατί χρήζουν κατήχησης. Ίσως όλοι μας χρειαζόμαστε κατήχηση. Ίσως γι' αυτό έχουμε ανάγκη θαυμάτων και έχουμε τη νοοτροπία οπαδού. Ίσως γι' αυτό έχουμε την ανάγκη του Αγίου Φωτός από τα Ιεροσόλυμα.
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η πλειονότητα του εκκλησιάσματος σήμερα, μεγάλωσε χωρίς άγιο φως από τα Ιεροσόλυμα. Ο παπάς της ενορίας μας άναβε τη λαμπάδα του από το καντήλι πίσω από την Αγία Τράπεζα και έβγαινε να μας το δώσει στο "δεύτε λάβετε φως". Εμείς τότε και όλοι πριν από εμάς, δεν έπαιρναν το "σωστό" φως; Ίσως γιατί δεν ξέρουμε (ακατήχητοι γαρ) την έννοια αυτής της ενέργειας του ιερέα για το "δεύτε λάβετε φως". Τα θέλουμε όλα να γίνονται θαυματουργικά. Έχουμε ανάγκη θαυμάτων γιατί δεν θέλουμε να κοπιάσουμε. Δεν θέλουμε να βάλουμε το άθλημα του κόπου στην πνευματική μας ζωή, στον πνευματικό μας αγώνα. Χωρίς αγώνα, χωρίς άθληση, πώς θα προσελκύσουμε το έλεος του Θεού, τη Χάρη Του; Στα απολυτίκια και στους κανόνες των αγίων δεν βλέπουμε και δεν ακούμε τις λέξεις "αθλητής του Χριστού", "τον αγώνα τον καλόν αθλήσαντες", "στάδιον"=χώρος άθλησης και ιδρώτα, κλπ.
Πριν κάποιες δεκαετίες, ένας κληρικός, ο οποίος ήξερε γιατί ήταν κληρικός και ήξερε τι πίστευε, ταξίδευε σιδηροδρομικώς. Το τραίνο έκανε στάση σ' ένα χωριό και οι επιβάτες κατέβηκαν για να προσκυνήσουν στην εκκλησία την εικόνα ενός αγίου ή της Παναγίας που δάκρυζε. Ο κληρικός συνέχισε να διαβάζει το βιβλίο που διάβαζε. Όταν γύρισαν πίσω οι επιβάτες κάποιος/α τον ρώτησε: Εσύ παπά μου, δεν κατέβηκες να προσκυνήσεις την εικόνα που δακρύζει; Δεν πιστεύεις στα θαύματα; Και ο παπάς απάντησε: Ακριβώς επειδή πιστεύω, γι' αυτό και δεν κατέβηκα. Εσύ κατέβηκες επειδή δεν πιστεύεις.
Τελειώνοντας, συμφωνώ απόλυτα ότι "η ευθύνη για τη διαμόρφωση στις μέρες μας μιας θρησκευτικότητας, η οποία επιδιώκει την επιβεβαίωσή της μέσα από το θαύμα βαραίνει κατά κύριο λόγο την ποιμαίνουσα Εκκλησία". Θα πρόσθετα μάλιστα, ότι αυτή η θρησκευτικότητα όχι μόνο των ημερών μας, η θρησκευτικότητα η χωρίς θεμέλια, η φανατική, η συνωμοσιολογική, η ενασχολούμενη με το 666 και τον Σόρος, η οπαδική, η χωρίς αγάπη, βαραίνει αποκλειστικά και μόνον την ποιμαίνουσα Εκκλησία και κυρίως το σώμα της Ιεράς Συνόδου από το οποίο εκλέγονται άνθρωποι με αξιώματα αλλά χωρίς αξία, "σεβαστοί" άνθρωποι χωρίς σεβασμό και χριστιανική αγάπη, με οδηγούς στα αυτοκίνητά τους αλλά όχι οι ίδιοι οδηγοί και ποιμένες ανθρώπων.
Καλή Ανάσταση
Κύριε Κουρεμένε, το κείμενο σας πολύ ενδιαφέρον αν και διαφωνώ σε αρκετά σημεία, χωρίς δυστυχώς να εχω τις θεολογικές σας γνώσεις! Είμαι παιδί της Πόλης και ναι ειχα και εγώ μια τέτοια Πριγκηπιανή γιαγιά που μου έμαθε , ώρα της καλή καλή τη θρησκεία και τη λατρεία! Μικρό παιδάκι, 4-5 χρόνων, τραγουδούσα με πολύ χαρά τα βυζαντινα τροπάρια σαν νάταν παιδικά τραγουδάκια! Το περίεργο ήταν πως ήξερα και τι έλεγα!!!
Είναι λοιπόν δυσκολο για μένα που βιώνω τη θρησκεία έτσι, να δεχθώ την «υψηλή», η αν θέλεται την αφ´ υψηλού αναλυση της!Οι μετέπειτα σπουδές μου, καθόλα σνταγωνιστηκές με τις δικές σας, όχι όμως θρησκευτικές, δεν άλλαξαν την τρυφερότητα και την αγάπη μου προς την Εκκλησία και τους πιστούς της! έτσι μου είνσι αδύνατο να δεχθώ την ψυχρότητα του ανατόμου που έχετε εσείς! Και ξέρετε γιατί;; Διότι Ο ειδικός αυτός αναλύει και ερευνά ένα νεκρό σώμα και οχι κάτι το τόσο ζωντανό όπως η Εκκλησία και οι λειτουργοί της που δεν είναι μόνο οι ιερωμένοι αλλά και ο κάθε πιστός!Θέλετε βέβαια μιά πιό λεπτομερή απάντηση-απόκρουση! Επιφυλάσσομαι για κάποια άλλη ευκαιρία…