10.4 C
Athens
Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Του καθηγητή Πέτρου Βασιλειάδη

Στη τρίτη ημέρα (8-4-2020) του διεθνούς διαδικτυακού σεμιναρίου, που διοργανώνει το Κέντρο “Μητρ. Παντελεήμων Παπαγεωργίου” (CEMES), για τις Θρησκευτικές Κοινότητες και την πανδημία, μεταξύ των άλλων εισηγήσεων και παρεμβάσεων οι εισηγήσεις των π. Γεωργίου Κοτσέτκωφ (Priest Georgy Kochetkov) από την Ρωσία και π. Στυλιανού Μουξούρη (Stel Muksuris) από τις ΗΠΑ προχώρησαν και σε ορισμένες θεολογικά τεκμηριωμένες προτάσεις για την ριζική αναγέννηση (λειτουργική και εκκλησιολογική), τόσο για την παρούσα περίοδο πανδημίας, κυρίως όμως για την μετα-COVID-19 εποχή.
Έχοντας αναλάβει την μετάφραση της ομιλίας του π. Γεωργίου θα ήθελα να δώσω και μια γεύση όσων δεν μπόρεσαν να πάρουν μέρος στο άνω των 150 μελών σεμινάριο. 
Ίσως όταν μεταφράσω και την εισήγηση του π. Στυλιανού να αναρτήσω κάποια σημεία και από εκείνην.
Το σύνολο (οπτικο-ακουστκό και κειμενικό) του σεμιναρίου μπορούν να το προμηθευτούν οι ενδιαφερόμενοι μετά την ολοκλήρωσή του από το ΔΣ του Κέντρου. 

ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ Ή ΕΟΡΤΗ ΣΕ ΕΠΟΧΗ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ; (αποσπάσματα) 
Το μυστήριο της Εκκλησίας είναι, φυσικά, πρώτα απ’ όλα το μυστήριο της ζωής και του θανάτου…Με την Ευχαριστία και το Βάπτισμα, η εκκλησία θα πρέπει να εκδηλώνεται τόσο ως προσωπικό όσο και ως συλλογικό γεγονός. Αυτό αντικατοπτρίζεται στις ευχαριστιακές και βαπτισματικές εκκλησιολογίες μας. Αλλά η εκκλησία εκφράζεται με αυτή την έννοια μόνον όταν καταλάβουμε ότι η ίδια η εκκλησία είναι, σε μεγάλο βαθμό, ένα μυστήριο, τόσο ως αίνιγμα όσο και ως μυστήριο… το Βάπτισμα έχει μετατραπεί σε απλή τυπική τελετή…χωρίς την κατάλληλη κατηχητική προετοιμασία, την προσωπική μετάνοια, αλλά και την συνεχή υποστήριξη στη ζωή της πίστης, κάθε ανθρώπου…

Αν κατανοήσουμε τα μυστήρια της Ευχαριστίας και του Βαπτίσματος, τα οποία είναι τόσο σημαντικά για όλους όσοι συνειδητά θεωρούν τους εαυτούς τους Χριστιανούς και μέλη της εκκλησίας, τότε πρέπει να αναφερθούμε, ειδικά στην παρούσα συγκυρία, και σε άλλες εκδοχές της εκκλησιαστικής ζωής. Θα πρέπει να θυμηθούμε, ότι εκκλησιασμός – μέσω πραγματικής κοινωνίας χωρίς αποκλεισμούς, και μέσω αναγέννησης εκ των άνω της ζωής (που φέρνει προσωπικούς καρπούς)…μπορεί να υπάρχει και να γίνει φανερός με τρόπους διαφορετικούς από τον συνηθισμένο συμβατικό. Δηλαδή όχι μόνο με την φυσική και σωματική μας παρουσία. Μπορούμε τουλάχιστον να υπενθυμίσουμε την αρχαία πρακτική διανομής της κοινωνίας του άρτου μετά την τέλεση της Ευχαριστίας, κατά την αρχαία Ρωμαϊκή περίοδο στα πιστά μέλη της εκκλησίας που δεν μπόρεσαν να παρακολουθήσουν την ευχαριστιακή λειτουργία για διάφορους λόγους. Αυτή είναι η πιο γνωστή πρακτική που σημαίνει την κοινωνία όχι μόνον εκείνων που είναι πάρα πολύ άρρωστοι ή μικρά παιδιά ή που έχουν αποκλειστεί εξαιτίας κάποιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης, αλλά κυρίως και εκείνων που υπηρετούν την εκκλησία εκτός των ορίων της συνηθισμένης συναθροισμένης εκκλησιαστικής κοινότητας των πιστών. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα αγιασμένα δώρα περνούν έξω από τα συμβατικά όρια της εκκλησίας, κι έτσι ένα πρόσωπο που δεν είναι κυριολεκτικά και φυσικά παρόν στην εκκλησιαστική σύναξη μπορεί να κοινωνήσει το σώμα και το αίμα του Χριστού. Αυτά τα δώρα είναι αγιασμένα κατά την σύναξη της εκκλησίας που γιορτάζει τη δική της Ευχαριστία, στην οποία όμως εμπλέκεται το μυστήριο της συμφιλίωσης, ο ασπασμός της ειρήνης, το μυστήριο της ευχαριστίας, το μυστήριο της κοινωνίας και το μυστήριο της αγάπης, 
Όταν όλα αυτά τα μυστήρια γιορτάζονται στην πληρότητά τους, τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά, τότε φυσικά υπάρχει πραγματική ευκαιρία και δυνατότητα σε όλα τα μέλη της εκκλησίας να εκδηλώσουν οτιδήποτε πρέπει να δοθεί και να ληφθεί κατά το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Βλέπουμε όμως και άλλες περιπτώσεις στις οποίες, για παράδειγμα, το μυστήριο της θείας κοινωνίας τελείται μεν φυσικά, αλλά το πλήρες μυστήριο της Ευχαριστίας – που πρέπει να ομολογήσουμε πως υπονοείται – απουσιάζει στην κυριολεξία…και μοιάζει ως εντελώς ατομική υπόθεση. Το ίδιο και η πρακτική μας αναφορικά με το Βάπτισμα. Λίγο ως πολύ είναι η ίδια. Από τη μια πλευρά, όλοι πρέπει να βαπτίζονται εν ύδατι μετά την κατάλληλη εκκλησιαστική προετοιμασία με το μυστήριο του φωτισμού. Από την άλλη, όμως, πλευρά η εκκλησία μας ξέρει παραδείγματα βαπτίσματος εν αίματι, όπου η εξωτερική ιεροτελεστία του βαπτίσματος εμφανώς δεν τελείται καθόλου. Αναγνωρίζονται ως βαπτισμένοι από την εκκλησία και ακόμη συχνά ως άγιοι, μάρτυρες… 
Για την Ευχαριστία πρέπει να θυμόμαστε ότι η εκκλησία έχει μια μακρόχρονη και πολύ σημαντική πρακτική της κοινωνίας χρησιμοποιώντας προηγιασμένα δώρα, για όλους τους ενορίτες μας κατά τη Μεγάλη Σαρακοστή, για τους ερημίτες στα μοναστήρια και για αυτούς σε διάφορες δύσκολες καταστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των διωγμών (για παράδειγμα τον 20ο αι. στη Ρωσία) ή ακόμη, για παράδειγμα, και στη σημερινή μας κατάσταση, που χρειαζόμαστε την κοινωνία, αλλά όλες οι εκκλησίες μας είναι κλειστές. Και υπάρχουν διάφορες ιστορικές περιπτώσεις όταν οι εκκλησίες έχουν κλείσει, όχι μόνο λόγω επιδημιών ή ασθενειών αλλά λόγω απλής δίωξης των χριστιανών ή διαφόρων πολιτικών εμποδίων, όταν οι πιστοί πάντα θέλουν να μεταλαμβάνουν. Και σε αυτές τις περιπτώσεις η εκκλησία έχει τη δική της σημαντική και σοβαρή εμπειρία της οικονομίας των τιμίων δώρων στους ανθρώπους όταν αυτό ήταν δυνατό μόνο στα σπίτια ή σε άλλες πολύ οικείες και διακριτές συνθήκες. Υπήρξαν περιστάσεις όπου οι άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων ανδρών και γυναικών, μπορούσαν να κοινωνήσουν τα τίμια δώρα από μόνοι τους. Σε κανέναν άλλον εκτός από τον εαυτό τους. Είναι εξαιρετικά σημαντικό ότι αυτό το είδος κοινωνίας είναι επίσης δυνατό στις συνάξεις γυναικών. Είναι απολύτως απαραίτητο να θυμηθούμε σε αυτό το πλαίσιο τις γυναίκες πρεσβυτέρες και τις διακόνισσες της αρχαιότητας. Οι γυναίκες θα μπορούσαν επίσης να υπηρετήσουν στην εκκλησία διακονώντας στην τέλεση των μυστηρίων. 
Αυτή την περίοδο, η επιδημία μας αναγκάζει να θυμόμαστε αυτές τις πρακτικές και το Διαδίκτυο είναι γεμάτο με ανθρώπους που εκφράζουν την επιθυμία τους να αποκαταστήσουν την αρχαία πρακτική της κοινωνίας με τα προηγιασμένα δώρα. Υποστηρίζουν πώς θα πρέπει να γίνει αυτό καλύτερα. Πρέπει να γίνεται μόνο από τον ιερέα που πηγαίνει ο ίδιος στα σπίτια ή, σε περιπτώσεις όπου αυτό δεν είναι δυνατό ο επικεφαλής ενός νοικοκυριού ή και το ίδιο το μεμονωμένο άτομο να διαχειρίζεται το μυστήριο; Και εδώ κανείς δεν σκέφτεται διαφορετικά: οι άνθρωποι πιστεύουν ότι οποιοσδήποτε μπορεί να είναι σε θέση να το κάνει, άνδρας ή γυναίκα, νεαρός ή ηλικιωμένος στην εκκλησία…
Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, ορισμένοι ποιμαντικοί περιορισμοί/επιτίμια που έχουν τεθεί σε ένα άτομα μπορούν να ανασταλούν, ακόμη και αν τα εν λόγω αμαρτήματα είναι σοβαρά. Όταν συμβαίνει κάτι έκτακτης ανάγκης και πραγματικά απειλεί τη ζωή ενός ατόμου, τότε τα επιτίμια που δίνονται για σοβαρές αμαρτίες πρέπει σαφώς να μειωθούν ή – στο μέτρο του δυνατού – να ανασταλούν, με δεδομένο ότι το άτομο αυτό θα μπορεί να πει με αποφασιστικότητα ότι δεν θα επιστρέψει τις προηγούμενες αμαρτίες του – ακόμα και αν αυτές είναι πολύ πρόσφατες – ακόμη και από χθες ή την προηγούμενη μέρα. Είναι σημαντικό σε τέτοιες περιπτώσεις να εκδηλώσει η εκκλησία σε ένα μέγιστο βαθμό την αγάπη, το έλεος και την συμπόνια. Ο Κύριος, με τη δική Του συμπόνια, μας δίνει χάρη. Και πρέπει να συμπεριφερόμαστε κι εμείς προς τους άλλους με τον ίδιο τρόπο.
Κατά τη διάρκεια μιας επιδημίας, σίγουρα πρέπει να προστατεύσουμε τους ανθρώπους από εξωτερικούς κινδύνους στο βαθμό που η εκκλησία είναι σε θέση να το κάνει αυτό. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η εκκλησία μετατρέπεται σε κλειστή κοινωνία ανθρώπων που είναι χωρισμένοι μεταξύ τους και αποσυνδεδεμένοι από το άλλο κόσμο. Όλοι οι χριστιανοί πρέπει να μάθουν την εκκλησιαστική συνύπαρξη, την αλληλεγγύη και την ακεραιότητα των ανθρώπων, ακόμη και όταν δεν υπάρχει πρακτικά καμία δυνατότητα να εκδηλωθούν αυτά τα πράγματα με φυσικό τρόπο. Αυτές είναι, πρωτίστως, πνευματικές ιδιότητες που δεν σχετίζονται με τα εξωτερικά κανονικά όρια της εκκλησίας και που μπορούν να εκδηλωθούν υπό οποιεσδήποτε συνθήκες.
Και υπάρχει ένα ακόμη πράγμα που θέλω να αναφέρω. Σχετίζεται με τη θεολογική κατανόηση της σύγχρονης ενσάρκωσης της Εκκλησίας και με το πώς βιώνουμε το μυστήριο και το μυστήριο της ίδιας της Εκκλησίας. Μιλώ για πνευματική κοινωνία. Δεν πρέπει να καταλαβαίνουμε μόνο την πνευματική κοινωνία ως πρακτική της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, αν και στον Ρωμαιοκαθολικό κόσμο είναι αρκετά αναπτυγμένη και καλύτερα κατανοητή. Αλλά η πρακτική αυτή, κατά βάση, ανήκει στην εκκλησία ως σύνολο – τόσο την Ανατολή όσο και τη Δύση. Όχι μόνο ο Νικόδημος ο Αγιορείτης, στο διάσημο βιβλίο του Αόρατος Πόλεμος, έχει γράψει για την πνευματική κοινωνία και αυτό που έγραψε απευθύνονταν σαφώς στους Ορθόδοξους χριστιανούς αναγνώστες. Βρήκε κάποιο είδος συναίνεσης μεταξύ Ανατολής και Δύσης, το οποίο, νομίζω, είναι πολύ σημαντικό, διότι όλοι γνωρίζουμε από τον Άγιο Σεραφείμ του Σαρώφ ότι μπορούμε να δεχόμαστε κοινωνία από τα χέρια ατόμου με εξωτερική έννοια, ενώ συγχρόνως αποτυγχάνουμε να κοινωνήσουμε πνευματικά με τον Θεό. Αλλά το αντίθετο είναι επίσης αλήθεια: μπορούμε να κοινωνήσουμε πνευματικά χωρίς να προσέλθουμε φυσικά στο άγιο Ποτήριο της κοινωνίας αν, φυσικά, το εμπόδιο στη σωματική κοινωνία δεν ανήκει στο άτομο, αλλά συνδέεται με κάποια ιδιαίτερα δύσκολη κατάσταση στην εκκλησία, στην κοινωνία ή στον κόσμο γενικότερα, όπως μια επιδημία ή η σημερινή πανδημία. Όταν διακυβεύονται ανθρώπινες ζωές, το κόστος είναι εξαιρετικά υψηλό και επεκτείνονται τα κανονικά όρια της εκκλησίας. 
Αλλά για να γίνει η πνευματική κοινωνία, πρέπει να υπάρξουν οικείες προσωπικές σχέσεις στην αγάπη μεταξύ των ανθρώπων, κι αυτό μας οδηγεί στο ζήτημα της κοινότητας και της εκκλησιολογίας της αδελφότητας. Η πνευματική κοινωνία είναι δυνατή όταν οι άνθρωποι είναι αυθεντικά και προσωπικά εξοικειωμένοι με τον Θεό και την Εκκλησία, χωρίς να ανήκουν τυπικά σε ιερατική τάξη, ή εκκλησιαστικό θεσμό, ενορία, μητρόπολη, μονή ή κάποια άλλη δομή. Η πνευματική κοινωνία είναι δυνατή όταν πραγματικά κρατούν τους αδελφούς και τις αδελφές τους στον Χριστό στις καρδιές τους, μαζί με όλους τους άλλους αυτούς αγαπημένους αδελφούς τους ελαχίστους που αναφέρει ο Κύριος. Μόνο τότε, έχουμε το δώρο και την εσωτερική επιθυμία να ευχαριστήσουμε τον Θεό εν αγάπη, ελεύθερα, και αγνότητα καρδίας. Μόνον έτσι γίνεται δυνατή η πνευματική κοινωνία. Η πνευματική κοινωνία είναι αδύνατη στο χρονοδιάγραμμα ή στη διαχείριση με κάποια άλλη σχηματική έννοια. Η πνευματική κοινωνία είναι αδύνατη όταν ένας άνθρωπος φέρει εχθρότητα, μίσος, βλασφημία και λαγνεία μέσα στον εαυτό του, γιατί αυτά τα πράγματα οδηγούν ένα άτομο μακριά από το είναι, όπως και όλα τα άλλα πάθη και πονηρίες. 
Και αυτό είναι το πιο σημαντικό πράγμα που πρέπει να έχουμε κατά νου όταν μιλάμε για τη θεολογική κατανόηση της εκκλησίας και για τις ευχαριστιακές και βαπτισματικές θεολογίες και πρακτικές της. Πρέπει επίσης να θυμόμαστε τη δυνατότητα να χαλαρώσουμε τους κανόνες της εκκλησίας και να επεκτείνουμε τα κανονικά όριά της, τα οποία είναι απαραίτητα σε καιρό πανδημίας όπου ο κίνδυνος του θανάτου είναι πραγματικά μεγάλος και όταν σύντομα μπορεί να χρειαστεί να γιορτάσουμε το μυστήριο του θανάτου κατά την ταφή σε ένα άτομο, που το μυστήριο αυτό προϋποθέτει επίσης κάποιους μάρτυρες στη ζωή του αποθανόντος ότι ήταν μέλος της εκκλησίας, έτσι ώστε το χρίσμα του με αγία κρίση να είναι πραγματικά ένα μυστήριο που συμπληρώνει τα μυστήρια του βαπτίσματος και της κοινωνίας του στην εκκλησία, την «κατάδυση» του, στο όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος και, μαζί με αυτό, στην πληρότητα της Ζωής της Βασιλείας των Ουρανών.

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ