Την Πέμπτη 04 Σεπτεμβρίου 2025 ετελέσθη η εξόδιος ακολουθία του πολυσεβάστου πρωτοπρεσβυτέρου Πλουτάρχου Κωνσταντινίδη στον Ι.Ν. Αγίων Πάντων Μονάχου.
Της ακολουθίας προεξήρχε ο Θεοφιλέστατος επίσκοπος Αργυρουπόλεως κ. Αμβρόσιος, ως εκπρόσωπος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Γερμανίας κ. Αυγουστίνου, συνιερουργούντων πατέρων, του προϊσταμένου του Ι.Ν. Αγίων Πάντων Μονάχου και συνεφημερίου αρχιμανδρίτου Γεωργίου Σιώμου, του π. Σλόμπονταν εκ της δικαιοδοσίας του Πατριαρχείου Σερβίας και του πρωτοπρεσβυτέρου Ιωάννη Μηνά.
Παρέστησαν συμπροσευχόμενοι ο Αρχιεπίσκοπος Μάρκος της δικαιοδοσίας των Ρώσων της Διασποράς, ο Έλληνας Πρέσβης εν Βερολίνο κ. Παπαϊωάννου, ο εν Μονάχω Γενικός Πρόξενος κ. Κοδέλλας, οι πρόξενοι των χωρών της Τουρκίας, Ιταλίας, Ισραήλ, ΗΠΑ, ο διευθυντής της καγκελαρίας της Βαυαρίας, εκπρόσωποι της ρωμαιοκαθολικής και ευαγγελικής εκκλησίας, χορός ιεροψαλτών του συλλόγου βυζαντινής μουσικής και πλήθος πιστών από όλες της περιοχές που διακόνησε ο ακούραστος εργάτης στον αμπελώνα του Κυρίου.

ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
(Ἀργυρουπόλεως Ἀμβροσίου)
Ἀγαπητὴ οἰκογένεια, συγγενεῖς καὶ φίλοι, ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
σήμερα ἡ τοπική μας Ἐκκλησία πενθεῖ. Πενθεῖ, ὄχι μὲ τρόπο κοσμικὸ καὶ χωρὶς ἐλπίδα, ἀλλὰ μὲ τὸ ἥσυχο πένθος τῶν πιστῶν ποὺ γνωρίζουν ὅτι «εἴτε ζῶμεν, εἴτε ἀποθνῄσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν».
Μὲ αἰσθήματα συγκίνησης καὶ βαθιᾶς εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Θεό, ἀποχαιρετοῦμε σήμερα τὸν Πρωτοπρεσβύτερο Πλούταρχο Κωνσταντινίδη, ἐφημέριο τῆς Ἐνορίας Ἁγίων Πάντων Μονάχου καὶ σεβάσμιο κληρικὸ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας. Ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ σὲ ἡλικία 96 ἐτῶν, ἔχοντας διανύσει μιὰ ζωὴ γεμάτη προσφορά, ἀφοσίωση καὶ πίστη.
Ὁ π. Πλούταρχος μὲ τὴν εὐγενεστάτη σύζυγό του Κρατησίκλεια, ἀμφότεροι ὁρμώμενοι ἐκ Κωνσταντινουπόλεως, ἀπέκτησαν δύο ἐξαιρετικὰ παιδιά, τὸν Σταῦρο καὶ τὸν Γεώργιο, τὰ ὁποῖα διακρίνονται γιὰ τὸ ἦθος τους, τὰ ἔργα τῶν χειρῶν τους καὶ τὴν ἔμπρακτη μεγάλη ἀγάπη τους γιὰ τὶς ἐνορίες μας στὴν πόλη τοῦ Μονάχου, γεγονότα ποὺ τοὺς καθιστοῦν καμάρι τῆς παροικίας μας στὴν πρωτεύουσα τῆς Βαυαρίας.
Ὁ π. Πλούταρχος χειροτονήθηκε Διάκονος καὶ Πρεσβύτερος τὸ 1994 ἀπὸ τὸν μακαριστὸ Ἐπίσκοπο Παμφίλου κ. Χρυσόστομο, τότε Βοηθὸ Ἐπίσκοπο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας καὶ μετέπειτα Μητροπολίτη Σύμης. Τοποθετήθηκε ὡς ἐφημέριος στὴν Ἐνορία Ἁγίων Πάντων τῆς πόλεως τοῦ Μονάχου καὶ παράλληλα ἐξυπηρέτησε ποιμαντικὰ τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς τῶν πόλεων Lindau, Geretsried, Taufkirchen καὶ ἀλλοῦ.
Ὁ ἀείμνηστος κληρικός μας προσέφερε τὶς ὑπηρεσίες του στὴν Ἐκκλησία μας μὲ πνεῦμα εὐαγγελικῆς ἁπλότητος καὶ αὐτοθυσίας. Δὲν δίσταζε νὰ διανύει, ἀκόμα καὶ σὲ προχωρημένη ἡλικία, μεγάλες ἀποστάσεις, προκειμένου νὰ φέρει στοὺς πιστοὺς τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς συγχωρήσεως καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ποτὲ δὲν ἀρνήθηκε νὰ σταθεῖ δίπλα στὸν πονεμένο καὶ στὸν ἀποκαμωμένο ἄνθρωπο. Ὑπῆρξε πάντοτε πρόθυμος στὴν ποιμαντικὴ διακονία καὶ διακρινόταν γιὰ τὴ μειλιχιότητα, τὴν καλοσύνη καὶ τὴν εὐγένειά του.
Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολή μας, σὲ ἀναγνώριση τῆς πολυετοῦς διακονίας, τοῦ ἤθους καὶ τῆς ἐν γένει προσφορᾶς του, τὸν τίμησε τὸ 2009 μὲ τὸ ὀφφίκιο τοῦ Οἰκονόμου καὶ τὸ 2019 μὲ τὸ Ὀφφίκιο τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου.
Ἰδιαιτέρως ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ τὸ δῶρο τῆς καλλιφωνίας, μὲ τὸ ὁποῖο τὸν προίκισε ὁ Θεός, καὶ τὸ ὁποῖο παρέμεινε μέχρι τέλους ἀμείωτο, πρᾶγμα ποὺ τοῦ χάρισε ἀνεπίσημα τὸν τιμητικὸ τίτλο: «ἀηδόνι τῶν Ὀρθοδόξων στὸ Μόναχο». Ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴ βυζαντινὴ μουσικὴ καλλιεργήθηκε μὲ τὴ μαθητεία του στὰ ἀναλόγια τῆς Πόλεως πλησίον κορυφαίων Πρωτοψαλτῶν τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐκληρονόμησε καὶ τὸ ἀτίμητο Πατριαρχικὸ ὕφος τῆς ψαλμωδίας. Τώρα πλέον ἦρθε ἡ ὥρα νὰ συνεχίσει τὴν ὄμορφη ψαλμωδία του στὴν γειτονιὰ τῶν ἀγγέλων.
Ἀγαπημένε μας πάτερ Πλούταρχε,
ὁ σπόρος ποὺ ἔσπειρες στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων καρποφόρησε. Ἡ διακονία σου ἄφησε πίσω της εὐλογία. Καὶ τώρα, καθὼς ἡ ψυχή σου ἀναπαύεται ἐν Κυρίῳ, εὐχόμαστε νὰ εἰσακουστεῖ καὶ γιὰ σένα ἡ προσευχὴ ποὺ ἔψαλλες ἐσὺ τόσα χρόνια: «Μετὰ τῶν ἁγίων ἀνάπαυσον, Χριστέ, τὴν ψυχὴν τοῦ δούλου σου…».
Κι ἐμεῖς ἐδῶ – τὸ ποίμνιο σου, οἱ συμπολίτες σου, οἱ ἀδελφοὶ συλλειτουργοί σου – θὰ σὲ θυμόμαστε μὲ εὐγνωμοσύνη. Θὰ σὲ θυμόμαστε στὴν προσευχή μας, καὶ θὰ σὲ ἔχουμε ὡς παράδειγμα ἱερέως εὐλαβοῦς καὶ γνήσιου ἐργάτη τοῦ Εὐαγγελίου.
Σὲ συνοδεύει ἡ εὐχαριστία καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Ποιμενάρχου μας, Σεβ. Μητροπολίτου Γερμανίας κ. Αὐγουστίνου, ὁ ὁποῖος ἐκφράζει στὴ σύζυγό σου Κρατησίκλεια καὶ στὰ ἐκλεκτὰ παιδιά σας, τὸν Σταῦρο καὶ τὸν Γεώργιο, τὰ θερμὰ συλλυπητήριά του.
Καλὴ διάβαση, π. Πλούταρχε! Αἰωνία ἡ μνήμη σου, ἀσφαλισμένη στὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ!
+ Ἀργυρουπόλεως Ἀμβρόσιος

ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ ΛΟΓΟΣ
(εκ της οικογενείας κ. Σταύρος Κωνσταντινίδης)
Σεβασμιότατε, Θεοφιλέστατε, άγιοι πατέρες, Εξοχότατοι,
Αγαπητοί συγγενείς, φίλοι, και αδελφοί εν Χριστώ,
Σήμερα στεκόμαστε όλοι γύρω από τη σορό του πατέρα μας, του Πρωτοπρεσβυτέρου Πλουτάρχου Κωνσταντινίδη.
Η καρδιά μας είναι βαριά· πώς να χωρέσουν σε λίγα λεπτά 96 ολόκληρα χρόνια ζωής αφιερωμένης στον Θεό, στην οικογένεια και στην Εκκλησία;
Η μνήμη όλων μας πηγαίνει σε εκείνη τη στιγμή που σφράγισε τη γήινη πορεία του:
Την Δευτέρα 25 Αυγούστου, στις 20:00 το βράδυ, χτύπησε για τελευταία φορά η καρδιά του. Μια καρδιά που χτύπησε μέχρι την τελευταία της στιγμή για την οικογένειά του, για τους ανθρώπους του, και, πάνω απ’ όλα, για τον Θεό.
Από εκείνη τη στιγμή, έφυγε από κοντά μας η παρουσία του. Μα η μνήμη, η ευχή και το παράδειγμά του μένουν ζωντανά και φωτεινά.
Ο πατέρας μας γεννήθηκε το 1929 στην Κωνσταντινούπολη – στην Πόλη των πόλεων, που στάθηκε φάρος για τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία. Μεγάλωσε σε εποχές δύσκολες. Έζησε από κοντά τι σημαίνει η αγωνία του βίου, αλλά και τι σημαίνει να στηρίζεσαι στην προσευχή και στην κοινότητα.
Από εκείνα τα πρώτα του χρόνια, στη Ρωμιοσύνη της Πόλης, πήρε τα διδάγματα που τον συντρόφευσαν σε όλη του τη ζωή: υπομονή, σεμνότητα, πίστη, εργατικότητα, ανθρωπιά.
Το 1965, με τη σύζυγο της ζωής του, την αγαπημένη μας μητέρα Κρατησίκλεια, πήραν την απόφαση να αφήσουν την Πόλη. Ταξίδεψαν στο Μόναχο για να φτιάξουν μια νέα ζωή. Δεν ήταν εύκολη η αρχή. Ξενιτιά, φτωχικά ξεκινήματα, δυσκολία με τη γλώσσα, σκληρή δουλειά. Όμως είχαν πίστη, είχαν ο ένας τον άλλον, και είχαν την Εκκλησία.
Κι εκεί, ο πατέρας μου βρήκε τον αληθινό δρόμο του: αφιερώθηκε από την πρώτη στιγμή στην Ιερά Μητρόπολη Γερμανίας. Η κλήση του Θεού σφράγισε τη ζωή του.
Από την ώρα που φόρεσε για πρώτη φορά το ράσο, στάθηκε ενώπιον του Θυσιαστηρίου με δέος, ταπείνωση και αγάπη.

Ως ιερέας, υπηρέτησε με συνέπεια και θυσία δεκαετίες ολόκληρες. Δεν υπολόγιζε κόπο, δεν ζητούσε ανάπαυση. Ζούσε για να υπηρετεί τον Θεό και τον άνθρωπο. Είναι αμέτρητες οι φορές που τέλεσε Λειτουργίες και Μυστήρια στο Μόναχο, στο Geretsried, Lindau, στο Garmisch–Partenkirchen, Taufkirchen, Friedrichshafen, αλλά και σε κάθε πόλη και ενορία όπου τον καλούσε η Ιερά Μητρόπολη.
Δεν ρωτούσε ποτέ: «πού;» ή «πότε;».
Όπου υπήρχε ανάγκη, εκεί πήγαινε.
Με το πετραχήλι του, για να συγχωρεί και να παρηγορεί.
Με την κολυμβήθρα του, για να βαπτίζει παιδιά στη Χάρη του Χριστού.
Με το χαμόγελό του, που έδιωχνε το άγχος και έδινε κουράγιο.
Με τη ζεστασιά του, που έκανε τον καθένα να νιώθει ασφαλής, σαν στο σπίτι του.
Έτσι τον θυμούνται οι πιστοί. Έτσι χαράχτηκε στη μνήμη τόσων οικογενειών της Διασποράς.
Οι Έλληνες μετανάστες είχαν ανάγκη στήριξης. Και ο πατέρας μου έγινε για πολλούς πνευματικός πατέρας. Βάπτισε παιδιά που σήμερα είναι ώριμοι γονείς. Στεφάνωσε ζευγάρια που σήμερα έχουν οικογένειες πολυμελείς. Στάθηκε δίπλα σε αρρώστους, φυλακισμένους, και σε όλους που χρειαζόντουσαν τη βοήθειά του δίνοντας θάρρος και προσευχή.
Συνόδευσε αδέλφια στην τελευταία τους κατοικία με αξιοπρέπεια και προσευχή. Η παρουσία του σήμαινε σιγουριά. Οι άνθρωποι ένιωθαν πως “ο παπα-Πλούταρχος” ήταν ο δικός τους παπάς, ο πατέρας της Ενορίας τους. \
Πίσω από τον ιερέα, υπήρχε πάντα ο άνθρωπος.
Με τη μητέρα μας, την Κρατησίκλεια, πορεύτηκαν μαζί μια ολόκληρη ζωή. Μοιράστηκαν τα πάντα: μόχθο, έγνοιες, χαρές και λύπες. Μαζί μεγάλωσαν εμάς, τα δύο παιδιά τους, και αργότερα την εγγονή τους Ραφαηλία. Στο σπίτι μας υπήρχε απλότητα, αγάπη και πάντα μια στιγμή προσευχής.
Για εμάς, ο πατέρας δεν ήταν μόνο στοργικός. Ήταν διδάσκαλος ζωής.
Με τα παραδείγματά του μάς έδειξε τι σημαίνει:
να έχεις πίστη,
να αγαπάς χωρίς ιδιοτέλεια,
να υπηρετείς χωρίς να ζητάς αντάλλαγμα.
Όταν κλείνω τα μάτια, τον βλέπω:
να προσεύχεται σιωπηλά το βράδυ στο μικρό το εικονοστάσι που είχε φτιάξει το δωμάτιο του, να στέκεται στο ιερό με κατάνυξη, να σκύβει πάνω από την κολυμβήθρα με απέραντη τρυφερότητα, να μοιράζει το αντίδωρο στο τέλος της λειτουργίας που γι’ αυτόν ήταν το μεγαλύτερο δώρο που θα μπορούσε να κάνει στο ποίμνιο του, να μοιράζει τις χάρτινες εικονίτσες που είχε πάντοτε το πορτοφόλι του να χαμογελά μετά από κάθε Λειτουργία, σαν να λέει: «Δόξα τω Θεώ».
Αλλά και συγχρόνως να λέει βλέποντας τις ειδήσεις ότι ο «κόσμος παλάβωσε».
Ήταν ακούραστος.
Αυτές τις εικόνες θα κουβαλώ για πάντα.
Σήμερα ρωτάμε: τι μένει πίσω;
Μαζί με τη θλίψη, μένει η παρακαταθήκη:
• η ζωή του δοσμένη στην Εκκλησία,
• οι άνθρωποι που κράτησε κοντά στον Θεό,
• η οικογένειά του, που μεγαλώνει με την ευχή του,
• το παράδειγμα ταπεινότητας, συνέπειας και αγάπης.
Αυτό είναι το αληθινό κληροδότημα.
Σήμερα σε αποχαιρετούμε Πατέρα και παπα-Πλούταρχε.
Η καρδιά μας πονάει. Αλλά ταυτόχρονα είναι γεμάτη υπερηφάνεια.
Σε αποχαιρετούμε με δάκρυ, αλλά και με ευγνωμοσύνη.
Σ’ ευχαριστούμε για όλα όσα μας έδωσες.
Για την πίστη σου, την ευχή σου, το χαμόγελό σου.
Για τη ζωή που έζησες με τέτοια συνέπεια και προσφορά.
Ξέρω ότι δε θα σ’ έχουμε κοντά μας να σε δούμε να μας ευλογείς, να μας αγκαλιάσεις να μας φιλήσεις.
Μα η παρουσία σου θα μένει πάντα μέσα μας: οδηγός, στήριγμα, παρηγοριά.
Σήμερα αποχαιρετούμε έναν ιερέα, έναν σύζυγο, έναν πατέρα, έναν παππού, έναν φίλο.
Πονάμε, αλλά δεν απελπιζόμαστε.
Γιατί πιστεύουμε στον Χριστό που κατήργησε τον θάνατο,
και περιμένουμε την κοινή Ανάσταση και Ζωή αιώνια.
Κι έτσι λέμε όλοι μαζί:
Αιωνία σου η μνήμη, τίμιε πατέρα. Καλό ταξίδι, Καλό Παράδεισο.
(φωτογραφίες: Γεώργιος Βλαντής)