25.5 C
Athens
Παρασκευή, 15 Αυγούστου, 2025

π. Φιλόθεος Δέδες: Στο πρόσωπο της Παναγίας εικονίζεται ο χάρτης της Βασιλείας

«Ἔλα Κυρὰ καὶ Παναγιὰ / μὲ τ’ ἀναμμένα σου κεριὰ

Δῶσε τὸ φῶς τὸ δυνατὸ / στὸν Ἥλιο καὶ στὸ Θάνατο»[*].

π. Φιλοθέου Χρ. Δέδε

Διονυσίῳ ἀρχιθύτῃ ἀγαθῷ τῆς τῶν Κορινθίων Ἐκκλησίας,

ἀνδρὶ φιλοφίλῳ τε καὶ πεφυκότι συμφιλεῖν

Κάθε έλλογο υπαρκτό είναι εικόνα που έγινε διά χειρός Κυρίου και η ζωή υφίσταται ως διήγηση των θαυμασίων Του. Εικόνα Θεού σημαίνει ότι το υπαρκτικό γεγονός εκπηγάζει από θεία πράξη, από άκτιστη ενέργεια, και έχει δυναμικό χάρισμα υπέρβασης του φυσικού εαυτού, εφ’ όσον το μηδέν έχει ήδη υπερβαθεί με την «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι» κλήση. Ο Θεός είναι ο Κύριος της ύπαρξης του καθενός: «Αὐτὸς εἶπε καί ἔγινε». Δίχως ένα Συ – ο Θεός μου, να με καλέσει, δεν θα μπορούσα να προαχθώ στην ύπαρξη: «ἐγὼ δὲ ἐπὶ σοί ἤλπισα, Κύριε, εἶπα· Σὺ εἶ ὁ Θεός μου ἐν ταῖς χερσί σου οἱ κλῆροί μου… (Ψαλμός Λ΄)». Οι κλήροι μου – το μέλλον μου είναι in actu συγγένειά μου με τον Θεό. Κάθε άνθρωπος είναι ένας «κτιστός Θεός».

Ένα θαυμάσιο κείμενο του 14ου αιώνα συνθέτει μία μεγάλη παράδοση και εκφράζει την σχεσιακή καινή πίστη, σε μία λειτουργική εσχατολογία:  «ἡ μέλλουσα ζωή ἐκχέεται γιά νά ἀναμιχθεῖ στήν παροῦσα ζωή, ὁ Ἥλιος τῆς δόξας μᾶς ἐμφανίστηκε μέ μία ἀπέραντη συγκατάβαση […] ὁ ἄρτος τῶν ἀγγέλων δόθηκε στούς ἀνθρώπους. Σάν άληθινός ἐραστής, ὁ Θεός δημιουργεῖ τό σύμπαν καί τήν ὡραιότητα, ἐνσαρκώνεται καί πεθαίνει ἀπό ἀγάπη. […] ὅταν ὁ Χριστός θά ἐμφανιστεῖ ὑπεράνω τῶν νεφωλῶν ὡραῖος Κορυφαῖος στό μέσο ἑνός ὡραίου χοροῦ καί θά ἑλκύσει στόν Ἑαυτό του Του ὅλα τά δημιουργήματα, μέσα σέ μία δύναμη ἐκστάσεως. Στήν ἔλευση τοῦ Κυρίου […] τί θέαμα! Συνάθροιση τῶν Θεῶν γύρω ἀπό τόν Θεό, ὡραῖα δημιουργήματα πού σχηματίζουν ἕνα στέμμα γύρω ἀπό τήν ὑπέρτατη Ὡραιότητα». Στο κτιστό δεν ενέχεται μια φυσική αθανασία· παρ’ όλα ταύτα ενυπάρχει, από τις απαρχές, ένας «συν-διαιωνισμός» με τον Άκτιστο Θεό, ο Οποίος μας έφερε «ἐκ τοῦ μηδενὸς στὸ εἶναι, μετέβαλε τὸ μηδὲν σὲ εἶναι». Στο φως της ζωής κάθε εικόνα-άνθρωπος γίνεται η τελευταία λάμψη στο μυστικό του Θεού – μόνο το μηδέν δεν είναι εικόνα του τίποτα.

«Ο Θεός δεν είναι μηδενικό άπειρο, αλλά φίλος στο πλευρό του ανθρώπου που αγωνίζεται να διακρίνει τα χνάρια της οδού που οδηγεί στη Ζωή και τα οποία καλυφθήκανε από το χιόνι της αμφιβολίας. Αυτή η γνώση του Θεού δεν είναι φιλοσοφική περιγραφή της ουσίας του, αλλά κοπιώδης επίγνωση της αγάπης του: “ὁ μὴ ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τὸν Θεόν, ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν” (Α΄ Ἰω. 4, 8). Η γνώση του ανθρώπου περί του Θεού είναι η έμπνευση που ο ίδιος ο Θεός εμβάλλει στον άνθρωπο να αγωνίζεται να καταξιωθεί μπροστά στα μάτια του Θεού». Η Παρθένος του Ισραήλ – εικόνα της Εκκλησίας ζει στον «γνόφο της αγνωσίας», περιβαλλόμενη από την αγαπητική πρόνοια του Θεού. Αυξάνει κατά το μέτρο της ηλικίας στα ενδότερα του καταπετάσματος, της σκηνής του μαρτυρίου, προικισμένη με ανοικτότητα στο θέλημα του Θεού. Χωρεί εντός της τις ρήσεις των Προφητών. Φέρει τον πόθο του Ερχομένου για τον Οποίον ομολόγησαν μαρτυρικά ἕνιοι των Προφητών, ενώ επ’ αυτής το Πνεύμα επεφέρετο ως προσδοκία εκπληρούμενη. Μαθητεύει στη σιωπή διδασκόμενη μυστικά τη συμμετοχή της στην προκείμενη τελετουργία της Ενανθρωπήσεως του Υιού. Άλλωστε, «στή σιωπή μιλάει ὁ Θεός». Η παρθενία δεν είναι πόνος στερήσεως αλλά αναμονή πληρώσεως. Ο Θεός ενεργεί με τρόπο μυστικό και ακατανόητο στην ανθρώπινη λογική εξ αιτίας της άκρας συγκαταβάσεως και της αφάτου φιλανθρωπίας Του. Το Άγιο Πνεύμα, μυστικώ τω τρόπω, έχει εκχυθεί στα σπλάχνα της Παρθένου, σαρκώνοντας το αίτημα «ἔρχου, Κύριε» ενός κόσμου, ο οποίος τελούσε ασφυκτικά υπό το κράτος της ενοχής, αιτία της άλλως κατανοήσεως του πρωτοβιβλικού κειμένου της Γενέσεως.

Στο πρόσωπο της Παναγίας ο Θεός ποιεί σημείο εκκινήσεως ενός βέλους, το οποίο θα πληγώσει την αήττητη δύναμη της θείας υποσχέσεως του Πατέρα: «ἔχθρα θά βάλω ἀνάμεσα σ’ ἐσένα καί στή γυναῖκα … Ἐκεῖνος θά σοῦ συντρίψει τό κεφάλι κί ἐσύ θά τοῦ πληγώσεις τή φτέρνα» (Γεν. 3, 15). Το Πρωτευαγγέλιο ή η προηγιασμένη Ἐκκλησία συγκεφαλαιώνονται στο πρόσωπο της Θεοτόκου, γιατί στη σπορά της χάριτος του αγίου Πνεύματος θα εκπληρωθεί η σοδειά της Δημιουργίας.

Η ανθρώπινη φύση της Παναγίας συστέλλεται και η ταπείνωσή της αμφιβάλλει για το μεγαλείο που επιδαψιλεύεται στο πρόσωπό της, «πόθεν μοι τοῦτο;» (Λουκ. 1, 43). «Η πίστη δεν είναι αναπόδεικτη μεταφυσική, είναι συνεχές ξεπέρασμα και της λογικής και της έλλειψης λογικής […]. Η βαθύτητα της πίστης εξαρτάται από την βαθύτητα της αμφιβολίας την οποία προσπαθεί να υπερνικήσει […]. Η αμφιβολία δεν είναι το αντίθετο της πίστης αφού πίστη δεν είναι απλά η παθητική αποδοχή του απίστευτου, αλλά ο αγώνας ανάμεσα στο εγώ και στην αμφιβολία, όταν το εγώ βρίσκεται μπροστά στον Θεό […]. Η πίστη δεν θέλει να ακυρώσει αλλά να ολοκληρώσει την λογική […]. Όταν η πίστη στον αγώνα της προς υπέρβαση του προσωρινού ερωτά, φανερώνει την αγωνιστική ευθύνη της ελευθερίας της. Η ερώτηση είναι το πνεύμα μαθητείας της πίστεως. Η δυσπιστία της πίστεως για τον εαυτό της, επιζητεί και εκφράζει την εμπιστοσύνη προς τον Θεό».

Η πίστη της Παναγίας στο θέλημα του Θεού την εισάγει στην σφαίρα του αιωνίου· την καθιστά μέρος του θείου σχεδίου για τον κόσμο, μοίρα αμφίπλευρη. Είναι χαρακτηριστικό ότι η υμνογραφία στις δογματικές ενατενίσεις της για τον κόσμο και τον Δημιουργό του,  ονομάζει την Παναγία κλίμακα. Ενώνει το πρόσκαιρο και το αιώνιο, το κτιστό με τον Άκτιστο Θεό εντός της. Μεταβάλλεται σε κάμινο, μέσα στην οποία το κτιστό υπόκειται σε καλή αλλοίωση, υποδεχόμενο το πυρ της Θεότητος σωματικώς, όταν το Πνεύμα επελαύνει, τη συγκαταθέσει της, στην έλευση του δευτέρου προσώπου της αγίας Τριάδος. Σκήνωμα της Τριαδικής αποκαλύψεως, δοχείο της Χάριτος, προθέαση της Βασιλείας, κιβωτός της προηγγελμένης Παρουσίας, ιατρείο θεραπείας, πλάτυνση του κόσμου, πλατυτέρα των Ουρανών, παρρησία ενώπιον του Υιού Της, ευλογία του Πατρός των Φώτων, ανάπαυση του αγίου Πνεύματος, κ.ά. «Ποιός δέν γνωρίζει ὅτι ἡ Παρθενομήτωρ εἶναι ἐκείνη ἡ βάτος πού ἦταν ἀναμμένη ἀλλά δέν καταφλεγόταν; (Ἐξ. 3,2). Καί  αὐτή ἡ λαβίδα πού πῆρε τό Σεραφείμ, τόν ἄνθρακα ἀπό τό θυσιαστήριο (Ψαλμ. 6,6), πού συνέλαβε δηλαδή ἀπυρπολήτως τό θεῖο πῦρ καί κανείς ἄλλος δέν θά μπορούσε νά ἔλθει πρός τόν Θεό…».

Στην πατρότητα χωρίς μητέρα του πατρός μέσα στο θείο αντιστοιχεί η μητρότητα χωρίς πατέρα της Θεοτόκου μέσα στο ανθρώπινο, εικόνα της μητρικής παρθενίας της Εκκλησίας. Τα σπλάχνα της Θεοτόκου μεταβάλλονται σε ένσαρκες πλάκες της Καινής Διαθήκης. Ο Υιός του Πατρός γεννάται και ως Υιός του ανθρώπου. Ομοιώνεται με την κοινή ανθρώπινη φύση, η οποία είναι και παραμένει θεόληπτη στο θεανδρικό πρόσωπο του Χριστού. Ο καινός άνθρωπος αναγεννάται «ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ» εντός της. Η μητρότητα της Παρθένου είναι μία κοσμική Πεντηκοστή. Σε αυτήν την καινή πλαστουργία ακούγεται ο λόγος, διά του Λόγου του Πατρός, στον κάθε άνθρωπο: «Μή φοβᾶσαι, γιατί ἐγώ εἶμαι μαζί σου· μήν τρομάζεις, γιατί ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός σου» (Ἠσ. 41, 10). Εντός των μητρικών σπλάχνων της Θεοτόκου αρχίζει η εγγραφή του κεφαλαίου της σωτηρίας του κόσμου. Το προ των αιώνων μυστήριο της απολυτρώσεως αποκαλύπτεται. Ο ουράνιος Πατέρας ερμηνεύει τον προφητικό λόγο διά της σαρκώσεως του Υιού της Παρθένου: «ἐγώ ξέρω τά σχέδια πού ἔχω γιά ἐσᾶς, σχέδια εἰρήνης  καί ὄχι συμφορᾶς” (Ἱερεμ. 29, 11). Δι’ αυτής ο πλάστης πλαστουργείται και το πλάσμα καινουργείται. Το άγιο Πνεύμα, «ὡς Θεοὺς τοὺς ὑποδεχομένους σε ἐργαζόμενον […], πᾶσαν δὲ ἀρετὴν συνεισφέρον τῇ εἰσόδῳ σου» (Συμεών του Νέου Θεολόγου, Θεολογικός 3, SC 122, σ. 15861-64)προξενεί, κατά έναν μυστικό τρόπο, την ταπείνωση του Θεού για την ανύψωση του ανθρώπου. Η ελεύθερη συνεργία της Θεοτόκου, κατά τον ίδιο μυστικό τρόπο, απελευθερώνει τις άκτιστες θείες ενέργειες σε αφθονία, υπερεκπερισσεύουσα κάθε προσδοκία για την κατά χάριν  θέωση του κτιστού, «πνεῦμα χαρᾶς μεταδοτικόν, εὐφροσύνης, σωφροσύνης, σοφίας, γνώσεως, πραότητος, ἀμνησικακίας, ἀμεριμνίας τῶν κάτω, θεωρίας τῶν ἄνω […]» (Συμεών του Νέου Θεολόγου, Θεολογικός 3, SC 122, σ. 156 κ.ἑ.). Κατακλεισμός θείων ενεργειών είναι η απάντηση του Θεού στην κένωση του ανθρώπου.

Κατά τους Πατέρες, ο λόγος του συμβόλου της πίστεως «γεννηθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου» είναι η σημασιοδότηση του μυστηρίου της δευτέρας γεννήσεως ή ολοκληρώσεως της δημιουργίας κάθε πιστού, που γεννάται εκ πίστεως και Πνεύματος Αγίου. Η πίστη του ανθρώπου ριζώνεται στην παγκόσμια αξία του γένοιτο της Παρθένου. Η Παναγία δεν είναι απλώς μια γυναίκα μεταξύ των γυναικών, αλλά η έλευση της Γυναίκας αποκαταστημένη στη μητρική παρθενία της. Εκ μέρους της σύνολης ανθρωπότητος η Παναγία γεννά τον Θεό, και γι’ αυτό είναι η διέλευση της ζωής στον κόσμο και του κόσμου στον Θεό. Η μητρική προστασία της σκέπει το παιδί-Ιησού, και πλέον σκεπάζει το σύμπαν και κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. Ο λόγος του Χριστού πάνω στον Σταυρό προς την Μητέρα του: «Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου» (Ἰω. 19, 26)  και στον μαθητή του Ἰωάννη: «Ἰδού ἡ μήτηρ σου» (Ἰω. 19, 27) ορίζει στην Παναγία το ύψιστο αξίωμα της μητρικής μεσιτείας.

Η Παρθένος της Εκκλησίας προηγείται της ανθρωπότητος και όλοι την ακολουθούν. Περνά τον θάνατο ως κοίμηση – ύπνωση, επειδή ο Υιός της τον έκανε ανίσχυρο, μάλλον του έδωσε ζωή: «ἐν τῆ κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες Θεοτόκε». Ό,τι έχει συλληφθεί εντός της, έχει τεχθεί και ενωθεί διά «Πνεύματος ζωῆς και συνέσεως», μένει δε αιρούμενο και μητρικώς βασταζόμενο υπ’ Αυτής αιωνίως. «Μητέρα τοῦ κόσμου, πλατυτέρα νεφέλης» την υμνολογεί δοξολογικά η Εκκλησία. «Σήμερα η έμψυχη νοητή κλίμακα, από την οποία κατέβηκε ο Ύψιστος και φανερώθηκε στη γη και έζησε ανάμεσα στους ανθρώπους, ανέβηκε από τη γη στον ουρανό χρησιμοποιώντας ως κλίμακα τον θάνατο. Σήμερα, η επίγεια τράπεζα, η οποία χωρίς να γνωρίζει γάμο βάσταζε επάνω της τον ουράνιο άρτο της ζωής, τον άνθρακα της θεότητος, υψώθηκε από τη γη προς τους ουρανούς και άνοιξαν οι πύλες του ουρανού για την Παναγία, που υπήρξε η πύλη του Θεού στην ανατολή. Σήμερα, η έμψυχη πόλη του Θεού από την επίγεια Ιερουσαλήμ μετατίθεται προς την άνω Ιερουσαλήμ και, αφού κυοφόρησε τον πρωτότοκο πάσης της κτίσεως, τον Μονογενή εκ Πατρός, πρωτότοκο και μονογενή από αυτήν, καταστάθηκε στην Εκκλησία των πρωτοτόκων και η έμψυχος και λογική κιβωτός του Κυρίου προς την ανάπαυση του Υιού της πορεύεται […]. Γιατί έπρεπε η σάρκα της άφθαρτη και καθαρή και λάμποντας από το φως της αφθαρσίας να αναστηθεί από το μνήμα, έχοντας αποβάλει με το θάνατό της, όπως το χρυσάφι μέσα στο χωνευτήρι, τη γήινη και θαμπή παχυλότητα της θνητότητας». Πανηγυρίζει επομένως η Εκκλησία την Κοίμηση της Μητέρας του Υιού του ανθρώπου, γιατί ως άνθρωπος ομοιώθηκε με εμάς ώστε ο καθένας να αναγνωρίζει στο Σώμα του Κυρίου το δικό του υπαρκτικό γεγονός. Ενωμένος μαζί Του αποκτά διά της τρεφούσης πίστεως τη γνώση της υιότητος, τόσο από τον Πατέρα στον ουρανό, όσο και από την Μητέρα, η οποία «Μητροθεοπρεπώς» στέκεται με παρρησία ενώπιον του Υιού της μεσιτεύοντας, για όλους εμάς, που η θεανδρικότητά Του μας φέρει στην αγκάλη της.

Η εικόνα της Θεοτόκου είναι το κάλλος της Εκκλησίας. Τα μάτια της προσέχουν και ακούν τις ικεσίες μας, η σιωπή της μιλά στα βαθέα των καρδιών μας, η ομορφιά της εμποιεί πόθον πόθου αφιερώσεως και η αγαπητική της πραότητα μεταβάλλεται σε θύρα μετανοίας. Στο πρόσωπό της εικονίζεται ο χάρτης της Βασιλείας και η ανθρωπογεωγραφία της αγιότητος εν Εδέμ. Η καταφυγή προς το Ιερό Σκήνωμα της δόξης του Θεού, την Θεοτόκο και Μητέρα του Φωτός, διαλύει τα σκότη κάθε ύπαρξης κλεισμένης στην εαυτότητα και εξοδεύοντας αφ’ εαυτοίς βρίσκουμε το Φως το αληθινόν διά της μητρικής οικοιώσεως και στοργής στο πρόσωπο του Θεανθρώπου Υιού της και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού.

Στο πρόσωπο της Θεοτόκου τελείται η Ανάληψη της ταπεινώσεως έως θανάτου, η καταφυγή της Θεότητος που προσέλαβε τη μοίρα του κτιστού. «Ἀπό καταθλίψεως καί κρίσεως ἀνηρπάχθη», «ἀπό τίς παραβάσεις τοῦ λαοῦ μου ἐτραυματίσθη (θανατώθηκε)» (Ἠσ. 53, 8). Ο Υιός προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση στην οποία κρύβει την θεία. Γίνεται μὲ αυτό τον τρόπο σιτοδότης του ευχαριστιακού άρτου της τραπέζης της Βασιλείας. Στο βιβλίο της Εξόδου (16, 15) διαβάζουμε : «Τί ἐστιν τοῦτο; Οὐ γὰρ ᾔδεισαν, τί ἦν. Εἶπεν δὲ Μωϋσῆς πρὸς αὐτούς, Οὗτος ὁ ἄρτος, ὅν ἔδωκεν κύριος ὑμῖν φαγεῖν». Πρόκειται για το μάννα. Σύμφωνα με την εβραϊκή παράδοση, η λέξη «man» προέρχεται από την ερώτηση «Maan», που σημαίνει «Τι είναι αυτό;»: η απροσδόκητη ευεργεσία του Θεού. Η «στάμνα του Μάννα εξ ουρανού» είναι η Θεοτόκος. Διαφυλάσσει μητρικά «τὸν οὐράνιον Ἄρτον, τὴν τροφὴν τοῦ παντὸς κόσμου, τὸν Κύριον ἡμῶν καὶ Θεὸν Ἰησοῦν Χριστόν», τoν Oποῖον εξαπέστειλε o ουράνιος Πατέρας. Όσοι πιστεύουν στον Θεό και αιτούνται τη μεσιτεία της Παναγίας είναι εκείνοι που τρέφονται με τον σαρκωθέντα «Σωτῆρα, καὶ Λυτρωτήν, καὶ Εὐεργέτην, εὐλογοῦντα καὶ ἁγιάζοντα ἡμᾶς».

Η διδασκαλία της Εκκλησίας δεν έχει ειδικό δογματικό κεφάλαιο για την Παναγία. Είναι αχώριστη η σχέση της με τον Ιησού Χριστό και κάθε αίτημα σωτηρίας προς το πρόσωπό της εκκινεί ἀπό όσους έχουν ταπεινωθεί όπως εκείνη για να λάβουν τον «Προσφερόμενον καὶ μηδέποτε δαπανώμενον» Χριστόν, να γίνουν «σύσσωμοι καὶ σύναιμοι» Χριστοῦ, «ἵνα μορθωθεῖ ἐν αὐτοῖς Χριστός», μακριὰ ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ τῆς ταπεινοφροσύνης, τὴν πρόταξη κάθε μορφῆς εὐσεβιστικῆς ἀνορεξίας.


[*] Ο τίτλος έχει αντληθεί από το ποίημα «Ἡ Παναγιὰ τῶν κοιμητηρίων» τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη (Τὰ ρῶ τοῦ ἔρωτα, ἐκδ. Ἀστερίας, Ἀθήνα 1972).

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ