Φως Φαναρίου
Την Πέμπτη 24 Ιουλίου 2025, ο Σύνδεσμος των Αποφοίτων της Εκκλησιαστικής Σχολής Κρήτης «Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΣ», κατόπιν και της σχετικής ευλογίας του Σεβασμιωτάτου Τοποτηρητού της Ιεράς Μητροπόλεως Κυδωνίας και Αποκορώνου, Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κισάμου και Σελίνου, κ. Αμφιλοχίου, καθώς επίσης και της ευλογίας του Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος των Τζαγκαρόλων, Πανοσιολ. Αρχιμανδρίτου του Οικουμενικού Θρόνου, π. Αμφιλοχίου Παπαγιαννάκη, πραγματοποιήθηκε η ετήσια σύναξη των αποφοίτων του στην Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος των Τζαγκαρόλων Ακρωτηρίου Χανίων, παλαιά έδρα της Σχολής.
Τελέστηκε Αρχιερατική Θεία Λειτουργία, προεξάρχοντος του Σεβασμιωτάτου Τοποτηρητού της Ιεράς Μητροπόλεως Κυδωνίας και Αποκορώνου, Μητροπολίτου Κισάμου και Σελίνου, κ. Αμφιλοχίου, παλαιού μαθητού και διευθυντού της Εκκλησιαστικής Σχολής.
Στη συνέχεια τελέστηκε Αρχιερατικό μνημόσυνο και τιμητική εκδήλωση στο πρόσωπο και στη μνήμη του μακαριστού πρώην Μητροπολίτου Κυδωνίας και Αποκορώνου, κυρού Δαμασκηνού, διδασκάλου και Προέδρου της Σχολικής Εφορείας, αλλά και ανθρώπου που περικράτησε για μια εικοσαετία τη ζωή και το έργο της Εκκλησιαστικής Σχολής σε δύσκολες εποχές και ημέρες. Αναφορά στο πρόσωπο, στο έργο και στη συμβολή του στη λειτουργία της Σχολής έκανε ο Πρωτοπρεσβύτερος και Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος της Ιεράς Μητροπόλεως Κυδωνίας και Αποκορώνου και απόφοιτος της Σχολής, π. Γεώργιος Περάκης.
Ακολούθως τιμήθηκαν δύο εκ των παλαιών επιζώντων καθηγητών της Σχολής: ο Καθηγητής της Βυζαντινής Μουσικής, κ. Γεώργιος Χατζηθεοδώρου και ο Καθηγητής της Χριστιανικής Τέχνης και Καλλιτεχνικών δημιουργιών, κ. Αντώνιος Πετρουλάκης, για την τριετή συμβολή τους στο διδακτικό έργο και στους αποφοίτους της Σχολής. Σχετικές αναφορές στο πρόσωπο και το έργο των Καθηγητών έκαναν ο Καθηγητής της Εκκλησιαστικής Μουσικής και παλαιός μαθητής της Σχολής, κ. Ιωάννης Καστρινάκης, καθώς και ο Πρωτοπρεσβύτερος, π. Δημήτριος Κατσιαδάκης, απόφοιτος και αυτός της Εκκλησιαστικής Σχολής.

Με την ευκαιρία της Συνάξεως αυτής, τιμήθηκε, επίσης, το πρόσωπο και η πολύτιμη προσφορά του παλαιού αποφοίτου της Σχολής, κ. Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Ομότιμου σήμερα Καθηγητού της Ορθοδόξου Θεολογίας του Πανεπιστημίου του Γκρατς της Αυστρίας και Άρχοντος Μεγάλου Πρωτονοταρίου του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Για τον Καθηγητή Γρ. Λαρεντζάκη ομίλησε ο Γενικός Διευθυντής της Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης, Άρχων Ιερομνήμων του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου, κ. Κωνσταντίνος Ζορμπάς.
Στην ευχαριστία του ο Καθηγητής Γρ. Λαρεντζάκης τόνισε την μεγάλη προσφορά της Εκκλησιαστικής Σχολής Κρήτης παγκοσμίως (Κρήτη, Αμερική, Αυστραλία Ευρώπη), και πάντα στην υπηρεσία του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου. Πρότεινε, μάλιστα, την επαναλειτουργία της Σχολής, σημειώνοντας ότι υπάρχουν δυνατότητες επανεξετέσεως του θέματος.
Παραθέτουμε στη συνέχεια εκτενή αποσπάσματα από την ομιλία του κ. Κων/νου Ζορμπά για τον Γρηγόριο Λαρεντζάκη.

Στην πορεία του αυτή θα ήθελα να κάνω 2-3 στάσεις, μέσα από το δικό του έργο, ως αποτύπωμα στο σήμερα και το αύριο της Εκκλησίας μας. Θα προσπαθήσω να κάνω μια καταγραφή των ακαδημαϊκών του επιτευγμάτων, όχι όμως τόσο με τη στενή έννοια της συγγραφικής του παραγωγής, όσο με τη συμβολή του στο επιστημονικό πεδίο, στον άνθρωπο και τον πολιτισμό. Γι’ αυτό θα παραλείψω τη λεπτομερή καταγραφή ή έστω και την κατηγοριοποίηση των έργων του, αρκούμενος στα σημεία που διαμόρφωσαν την προσωπικότητά του και στην επιστημονική του συνεισφορά.
Α’ Στάση: Η προσήλωση στους Πατέρες της Εκκλησίας.
Ο κ. Λαρεντζάκης θα συμβάλει αποφασιστικά στην αναγέννηση της θεολογίας ανακτώντας τον πατερικό τρόπο του σκέπτεσθαι. Δεν μιμείται τους πατέρες, δεν τους αντιγράφει, δεν τους επαναλαμβάνει· απλώς τους ακολουθεί δημιουργώντας. Καλλιεργεί το υλικό που προσφέρουν για διάλογο με τον κόσμο, για επαφή με την ιστορία και την κοινωνία και για τη θεμελίωση οικουμενικής νοοτροπίας και δράσης. Επισημαίνει ο ίδιος: «… όταν αναφερόμεθα στους Πατέρες της Εκκλησίας, διαπιστώνουμε ότι δεν αναφερόμεθα μόνο στο παρελθόν, αλλά αισθανόμεθα ότι συζητούμε με συνομιλητές του παρόντος, διότι οι Πατέρες αυτοί δεν έχασαν την επικαιρότητα και οικουμενικότητά των μέχρι σήμερα». Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το πρώτο του βιβλίο (υφηγεσία στο Graz) το 1978 πραγματεύεται το θέμα: «Ενότητα του ανθρώπινου γένους – ενότητα της Εκκλησίας στον Μέγα Αθανάσιο». Δεν είναι απλώς ένα βιβλίο, πρόκειται για προγραμματική δήλωση-κατάθεση, σημειώνει ο καθηγητής κ. Στέλιος Τζομπανίδης, σκιαγραφώντας το πορτραίτο του και συνεχίζει: «Η ενασχόλησή του με την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής ενότητας, με τη συμφιλίωση των χριστιανών, με την καλλιέργεια ειλικρινούς σεβασμού και αγάπης προς κάθε ανθρώπινο πρόσωπο και την αντιμετώπιση των σύγχρονων προβλημάτων της ανθρωπότητας με τις ενωμένες δυνάμεις όλων θα γίνει σκοπός της ζωής του».
Θυμίζει πολύ τον π. Φλωρόφσκυ, ο οποίος μίλησε για την αναγκαιότητα της απόκτησης του νου των Πατέρων – να μάθουμε να κάνουμε θεολογία, όπως οι Πατέρες – ενώ προειδοποιούσε συνεχώς για τους κινδύνους της απλής επανάληψης όσων έλεγαν οι Πατέρες, δηλαδή μιας «θεολογίας της επανάληψης»: «Το να ακολουθείς» τους Πατέρες δεν σημαίνει απλώς «να τους παραθέτεις», γράφει ο Φλωρόφσκυ, «Το να ακολουθείς τους Πατέρες σημαίνει να αποκτάς το ‘νου’ τους, το φρόνημά τους». Ο Φλωρόφσκυ ζητούσε την εφαρμογή της «πατερικής μεθοδολογίας» της θεολογίας σε σύγχρονα προβλήματα και ζητήματα, την ανάγκη για κατανόηση προς τα πίσω, ενώ ζούμε μπροστά. Είναι ακριβώς αυτό που υποστηρίζει και ο Γρηγόρης Λαρεντζάκης, να είμαστε «πιστοί στο πνεύμα και το όραμα των Πατέρων, ad mentem Patrum [σύμφωνα με το πνεύμα των Πατέρων]».
Ο κ. Λαρεντζάκης, όντας συνεπής και δημιουργικός μελετητής και ταυτόχρονα ευαίσθητος απέναντι στην παρερμηνεία και τη στρέβλωση της πατερικής παράδοσης και του οικουμενικού πνεύματος της Ορθοδοξίας, θα ανασκευάσει με την πρωτοποριακή μελέτη του για τον άγιο Μάρκο τον Ευγενικό τα επιχειρήματα που εμφανίζουν τον μεγάλο αυτόν ιεράρχη και φλογερό υπέρμαχο της Ορθοδοξίας, ως έναν εμπαθή και σφόδρα αντιδυτικό Μητροπολίτη του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Με τη μελέτη του αυτή θα αποδείξει ότι ο Μάρκος ο Ευγενικός ήταν ένα άριστο υπόδειγμα, άξιο προς μίμηση, όχι κατά αλλά υπέρ του διαχριστιανικού διαλόγου «εν αγάπη και αληθεία», που αποσκοπεί στην αποκατάσταση της εκκλησιαστικής κοινωνίας. Στηριζόμενος κυρίως στα κείμενα του Μάρκου του Ευγενικού θα απαντήσει στην προσηλυτιστική νοοτροπία και στον ομολογιακό εγωκεντρισμό, ότι όταν από την ορθόδοξη πλευρά ζητείται «επιστροφή στη Ορθοδοξία», αυτή εννοείται ως επιστροφή στην ορθή πίστη, ως επισυναγωγή όλων των Χριστιανών στην ενιαία πίστη των Αποστόλων, των Πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων και όχι στην Ορθόδοξη Εκκλησία ως εκκλησιαστική δικαιοδοσία.
Β’ Στάση: Οικουμενικός Διάλογος.
Αυτό μας φέρνει μπροστά στο μεγάλο κεφάλαιο του οικουμενικού διαλόγου. Η δεκαετία του 1960, κατά την οποία σπουδάζει ο κ. Λαρεντζάκης και καταρτίζεται θεολογικά και ολοκληρώνει τη διατριβή του (Innsbruck 1969) με θέμα Die Kirche als Koinonia und ihre Präexistenz in katholischer und orthodoxer Sicht (=Η Εκκλησία ως Κοινωνία και η προΰπαρξή της από καθολική και ορθόδοξη άποψη), αποτελεί τη «χρυσή εποχή» της Οικουμενικής Κίνησης[1]. Οι χριστιανικές Εκκλησίες δείχνουν πρωτοφανή διαλογική ετοιμότητα και παρουσιάζουν μια αξιοπρόσεκτη κινητικότητα στο εσωτερικό τους, που παίρνει τη μορφή συνόδων, προσυνόδων και μεγάλων διεθνών συνεδρίων στην Κρήτη (Ορθόδοξος Ακαδημία Κρήτης). Είναι τότε που πέφτουν τα τείχη της άγνοιας ανάμεσα στις Εκκλησίες και στον ευρύτερο χριστιανικό χώρο, ρωμαιοκαθολικό και προτεσταντικό, οι εκκλησιαστικοί Πατέρες της Ανατολής, η λατρεία, η υμνολογία, οι εικόνες, γενικότερα η θεολογία και η πνευματικότητα της Ορθοδοξίας γίνονται αντικείμενα ακαδημαϊκών σπουδών, ειδικών περιοδικών και πλήθους εκδόσεων.
Έζησε από κοντά όλα τα εποικοδομητικά γεγονότα που οδήγησαν στην άρση των αναθεμάτων το 1965 και του χάραξε ανεξίτηλες μνήμες η συνάντησή του στα φοιτητικά του χρόνια με τον κύριο πρωταγωνιστή της συμφιλίωσης και των διαλόγων τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα, ανοίγοντας μπροστά στα μάτια του μια Ορθοδοξία που αγωνίστηκε και αγωνίζεται για να προωθήσει τη συμφιλίωση ως πράξη εκκλησιολογικά επιβεβλημένη.
Δίδαξε τους τρόπους του διαλόγου και έδειξε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η αυθεντική χριστιανική Εκκλησία, ότι η praestantia latina (λατινική υπεροχή) αποτελεί μονομέρεια και ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία χρειάζεται την αδελφικότητα (συντροφιά) των άλλων χριστιανικών Εκκλησιών. Ο λόγος του υπήρξε ισόρροπα κριτικός τόσο στον ρωμαιοκαθολικό πειρασμό της «υπεροψίας της δύναμης», όσο και στον προτεσταντικό πειρασμό της βεβαιότητας ότι μόνο η Ευαγγελική Εκκλησία γνωρίζει τι λέει ο λόγος του Θεού στην Αγία Γραφή, αλλά και απέναντι στον ορθόδοξο πειρασμό της «υπεροψίας της αλήθειας». Ανοικτός έναντι των «άλλων», αλλά χωρίς να σχετικοποιεί την αλήθεια, παραδοσιακός χωρίς συντηρητισμό, συνέβαλε στη διαμόρφωση μιας νέας ‘εν επιγνώσει’ εκκλησιολογικής τοποθέτησης και διάθεσης των ορθοδόξων έναντι των εταίρων τους, με ξεχωριστή εκκλησιολογική σημασία.
Σε σχέση με τα παραπάνω ο κ. Λαρεντζάκης πρόσφερε κάτι πολύ ουσιαστικό. Πρόβαλε με πρωτότυπες, βαρυσήμαντες μελέτες τις αρχές και τις προϋποθέσεις ενός γνήσιου οικουμενικού διαλόγου, καθώς επίσης και την ενδεδειγμένη μέθοδο για την αποκατάσταση της χριστιανικής ενότητας. Κατέδειξε ότι ήδη το σημαδιακό έτος 1959 ο οραματιστής Πατριάρχης Αθηναγόρας χάραξε ουσιαστικά τη σωστή, οικουμενική, γραμμή πλεύσης προς τη χριστιανική συνεργασία και ενότητα. Κατόρθωσε μέσα σε λίγους μόνο μήνες να αλλάξει την παλαιά μέθοδο αποκατάστασης της εκκλησιαστικής ενότητας, όπως προτεινόταν από τη Ρώμη, δηλαδή την «οικουμενικότητα της επιστροφής». Αυτή σήμαινε την απαίτηση για μεταστροφή και υποταγή σε ένα ιστορικό καθίδρυμα ή στη δικαιοδοτική εξουσία μιας Εκκλησίας, απαίτηση που προκύπτει από την ομολογιακή ιεραποστολή και τον ιστορικό προσηλυτισμό. Βεβαίως, ακόμη και σε αυτές τις πρωτότυπες ερευνητικές θεολογικές ενασχολήσεις του δεν θα σταματήσει να τονίζει την απώτερη σκοπιμότητα και την υπαρξιακή αναγκαιότητα του Οικουμενικού Διαλόγου. Στα κείμενά του όπως «Εκκλησία και σέκτες από τη σκοπιά της ορθόδοξης θεολογίας», «Ποια εκκλησιαστική-θεολογική ενότητα επιζητεί η Ορθόδοξη Εκκλησία;», «Συμπροσευχή μεταξύ ορθοδόξων και μη ορθοδόξων χριστιανών», διακρίνεται η αγωνία και ο προβληματισμός ενός ανθρώπου που ερευνά και διαλέγεται για να πείσει τους πάσης φύσεως υπερσυντηρητικούς και αντι-οικουμενικούς κύκλους σε όλες τις πλευρές, οι οποίοι προσπαθούν, πολλές φορές με εμμονή σε στερεότυπα, το ψεύδος και τη σκόπιμη και έντεχνη διαστροφή των πραγμάτων, να βάλουν τροχοπέδη σε κάθε πρωτοβουλία που αποβλέπει στην προσέγγιση και συμφιλίωση των Εκκλησιών.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας σημειώνει χαρακτηριστικά για τον διάλογο: «Συμμετέχομεν πλήρως εις τους οικουμενικούς οργανισμούς και δεν είμεθα προσκεκλημένοι ή φιλοξενούμενοι ή υφιστάμενοι-υπήκοοι ουδενός. Είμεθα εις την οικίαν μας με όλας τας συνεπείας, πάντα τα δικαιώματα και πάντα τα επακόλουθα συνυπευθύνων… Δύναται να λεχθή ότι και εις την κατάστασιν ακοινωνησίας, εις την οποίαν ακόμη ευρισκόμεθα, ακριβώς εις την κρίσιμον εποχήν, την οποίαν διέρχεται σήμερον η ανθρωπότης, είναι η συνεργασία και ο διάλογος αδήριτα, ουχί δια να καταπολεμήσωμεν και υπερισχύσωμεν των άλλων, αλλά δια να αναζητήσωμεν και εύρωμεν από κοινού την αλήθειαν εν αγάπη και να υπηρετήσωμεν από κοινού τον πάσχοντα σύγχρονον άνθρωπον… Και τούτο πρέπει εν συντριβή καρδίας να προωθήσωμεν, ουχί μόνον δια λόγων, αλλά και δι’ έργων. Ολόκληρος η Ορθοδοξία συνοδικώς έχει λάβει τας αναγκαίας αποφάσεις, αι οποίαι πρέπει να τυγχάνουν υφ’ όλων σεβασταί, αποδεκταί και με τας αναμενομένας συνεπείας».
Και ο Πατριάρχης Δημήτριος συνεχίζει: «Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, πιστόν και συνεπές προς την παράδοσιν αυτού, και ιδιαιτέρως προς το πνεύμα του μεγάλου προκατόχου ημών αιδίμου Πατριάρχου Αθηναγόρου, εξακολουθεί να προσεύχηται και να εργάζηται, αθορύβως πολλάκις, αλλ’ αποδοτικώς, ως θέλει να πιστεύη, δια την προώθησιν και την αύξησιν της ενότητος μεταξύ των Εκκλησιών ημών, μέχρι της ολοκληρώσεως αυτής εν τω κοινώ ποτηρίω, συμβάλλον ούτω και εις την επικράτησιν της κατανοήσεως, της ειρήνης και της ευδοξίας μεταξύ των ανθρώπων» (Επίσκεψις, 208(19979)11).
Και ο νυν Οικουμενικός Πατριάρχης «Η Ορθόδοξος Εκκλησία έχει βιώσει και καλλιεργήσει την ιδέαν της πνευματικής οικουμενικότητος… Είναι αληθές ότι προσκαλεί όλους εις μίαν πίστιν, αλλά δεν εξαρτά την αδελφοσύνην και την αγάπην, αλλά και το ενδιαφέρον αυτής, εκ της προσχωρήσεως εις αυτήν. Διότι αγαπά τους πάντας, και βιώνει εις το έπακρον την ενότητα του ανθρωπίνου γένους» (Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος)[2]. Και εξηγεί σε πέντε μόλις γραμμές το λόγο του διαλόγου: «Η Ορθοδοξία δεν φοβείται τον διάλογον, αλλά τον επιζητεί και τον καλλιεργεί. Διαλεγόμεθα με σύνεσιν και αποφασιστικότητα δια το καλόν του ανθρώπου και την διάσωσιν του κόσμου του, δια την ειρήνην των θρησκειών και των πολιτισμών, διερευνώμεν τας δυνατότητας συνεργασίας δια το κοινόν ημών παρόν και το μέλλον, δια την οικοδόμησιν της κοινωνίας της αλληλεγγύης»[3].
Γ’ Στάση: Γιατί είναι τόσο σημαντικός ο οικουμενικός διάλογος;
Στο ερώτημα αυτό απαντά ο ίδιος: «Η αποκατάσταση της κοινωνίας των Εκκλησιών θα συμβάλει στη δημιουργία ενός πολιτισμού της συμφιλίωσης και της κοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων και στην αξιόπιστη μαρτυρία στην υπηρεσία όλων των ανθρώπων, ανεξαρτήτως φύλου ή καταγωγής και θρησκεύματος, προς αντιμετώπιση των συγκεκριμένων προβλημάτων τους». Ο Γρηγόριος Λαρεντζάκης είναι ένας εργάτης της συμφιλίωσης και του κοινωνείν. Είναι επιτυχημένη η διατύπωση της βασικής θέσης σε έργα του ότι «η οικουμενική εργασία είναι ειρηνευτική εργασία, διαφορετικά δεν είναι οικουμενική». Πίστεψε τόσο σε αυτή την εργασία που όχι μόνο τη δίδαξε, όχι μόνο ερεύνησε και έγραψε για αυτήν, αλλά τόλμησε να ρισκάρει και με άοκνες προσπάθειες κατάφερε το 1997 να γίνει η «ψυχή» της μεγαλύτερης και μιας από τις σημαντικότερες χριστιανικές συγκεντρώσεις από όλες τις Εκκλησίες ολόκληρης της Ευρώπης και μάλιστα ακριβώς μετά τις κοσμογονικές αλλαγές στις Χώρες της Ανατολικής Ευρώπης: της Δεύτερης Ευρωπαϊκής Οικουμενικής Συνέλευσης στο Graz, με γενικό θέμα «Συμφιλίωση: δώρο Θεού, πηγή νέας ζωής».
Το μήνυμα του Graz για συμφιλίωση και ειρήνη με δικαιοσύνη σε όλο τον κόσμο παραμένει πάντα επίκαιρο, κυρίως στις ημέρες μας που το μεταναστευτικό αποτελεί στοιχείο τραυματισμού της ταυτότητάς μας. Να θυμίσω εδώ ότι το 2016 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, ο πάπας Φραγκίσκος και ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος, υπέγραψαν Κοινή Διακήρυξη στη Λέσβο, μέσω της οποίας καλούν τη διεθνή κοινότητα να ανταποκριθεί με θάρρος στην αντιμετώπιση της τεράστιας ανθρωπιστικής κρίσης και των βαθύτερων αιτίων της. Στη Διακήρυξη δήλωσαν ότι θα εντείνουν τις προσπάθειές τους για την προώθηση της πλήρους ενότητας όλων των Χριστιανών και επιβεβαίωσαν – παραπέμποντας στην Οικουμενική Χάρτα (Charta Oecumenica) των ευρωπαϊκών Εκκλησιών του 2001 – την πεποίθησή τους ότι η «συμφιλίωση (μεταξύ των Χριστιανών) περιλαμβάνει την προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης εντός και μεταξύ όλων των λαών… Μαζί, θα κάνουμε το χρέος μας, ώστε να προσφέρουμε στους μετανάστες, τους πρόσφυγες και τους αιτούντες άσυλο, μία ανθρώπινη υποδοχή στην Ευρώπη».
Η Οικουμενική Χάρτα είναι το πρώτο κοινό κείμενο όλων των ευρωπαϊκών Εκκλησιών, το οποίο περιέχει «βασικές υποδείξεις για τη συνεργασία των Εκκλησιών στην Ευρώπη». Εκείνο που δεν γνωρίζουμε είναι ότι είναι καρπός της γραφίδας του κ. Λαρεντζάκη και αποτελεί καρπό τετραετούς εντατικής συνεργασίας μεταξύ του Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Εκκλησιών και του Συμβουλίου των Ρωμαιοκαθολικών Επισκοπικών Διασκέψεων της Ευρώπης. Η γραφίδα του φαίνεται ξεκάθαρα στη βασική αφετηρία και στο πνεύμα του κειμένου, ήδη από τον Πρόλογο, όταν γίνεται λόγος για το σεβασμό και την προστασία της αξιοπρέπειας του ανθρώπινου προσώπου, ως κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση δημιουργήματος του Θεού, και μετά σε κεντρικό σημείο του κειμένου στην αναφορά για την απόλυτη ισοτιμία όλων των ανθρώπων. Η θέση αυτή, που την επαναλαμβάνει στα έργα του πολλές φορές, δεν αποτελεί, όπως εξηγεί ο ίδιος, μόνο δική του ορθόδοξη πεποίθηση, αλλά χριστιανική πίστη για την οποία οι χριστιανοί χρειάζεται να δώσουν ζωντανή και συνεπή μαρτυρία. Αυτή η θέση διαπερνά πλέον επίσημα πανορθόδοξα κείμενα και είναι η θέση που ο κ. Λαρεντζάκης υποστήριξε σε μαθήματα, διαλέξεις, παρεμβάσεις σε διεθνή συνέδρια, ως μέλος οικουμενικών επιτροπών, και με αυτή μπόλιασε συνειδήσεις, κοινά διαχριστιανικά κείμενα και γονιμοποίησε τον δημόσιο και τον οικουμενικό διάλογο. Η ίδια θέση είναι παρούσα και στο Μήνυμα (§ 4) της πρώτης μεγάλης συνάντησης καθολικών, ορθοδόξων και προτεσταντών μετά το μεγάλο σχίσμα του 11ου αιώνα, της Πρώτης Πανευρωπαϊκής Οικουμενικής Συνέλευσης της Βασιλείας στην Ελβετία, με θέμα «Ειρήνη εν Δικαιοσύνη» (Μάιος 1989), για το οποίο ο τιμώμενος ήταν μέλος και εκεί της συντακτικής επιτροπής. Η προσωπικότητά του υπενθυμίζει ότι η ταπεινότητα, η προσευχή και η αλήθεια δεν είναι αρετές του παρελθόντος, αλλά προϋποθέσεις ελπίδας για το μέλλον της Εκκλησίας. Κι αυτό ήταν που δεν αρνήθηκε ποτέ να διακονήσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όταν του ζητήθηκε να αναλάβει την ξενάγηση των παρατηρητών της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας σε όλη την Κρήτη (2016).
Δ’ Σταθμός: Ενσάρκωση μιας νέας πολιτικής θεολογίας.
Το επίτευγμα του Γρ. Λαρεντζάκη δεν έγκειται στο ότι είναι ένας καταξιωμένος ακαδημαϊκός δάσκαλος, ούτε στο ότι έχει συνδέσει το όνομά του με το εξωτερικό, στο οποίο δικαίως κέρδισε το σεβασμό και την εκτίμηση, ιδιαίτερα του γερμανόφωνου ακαδημαϊκού ρωμαιοκαθολικού και προτεσταντικού χώρου, σε Αυστρία, Γερμανία και Ελβετία και τιμήθηκε ποικιλοτρόπως. Το επίτευγμά του είναι ότι η θεολογική του ενασχόληση δεν ήταν μια διανοητική καλλιέργεια της επιστήμης, αλλά μια εφαρμοσμένη και έμπρακτη σπουδή. Κεντρική ιδέα της θεολογικής πρότασης του Γρ. Λαρεντζάκη είναι ότι η χριστιανική πίστη χωρίς άμεση διακονία του ανθρώπου καταντά μια απλή ιδεολογία χωρίς νόημα και καρπούς. Η θεολογία δεν είναι μια απλή μελέτη του παρελθόντος και της ιερής ιστορίας, αλλά συνδέεται στενά με το παρόν της Εκκλησίας και του κόσμου, λαμβάνει υπόψη της την καθημερινή πραγματικότητα.
Μιλώντας για Πολιτική Θεολογία[4]–ο ιδρυτής της είναι ο Γερμανός Karl Schmitt – από τη μία έχουμε τη στάση του θεολογικού λόγου έναντι της πολιτικής με την ευρύτερη δυνατή έννοια του όρου, δηλαδή έναντι του κόσμου και της ιστορίας, και από την άλλη μπορεί να είναι συμβιβαστική/αμυντική, να αρκείται στην οριοθέτηση και προστασία του πεδίου της έναντι του κράτους και γενικότερα της κοσμικής εξουσίας. Μπορεί να είναι μαχητική, μαχόμενη και παρεμβατική, όπως οι διάφορες εκδοχές της θεολογίας της απελευθέρωσης (εδώ εμείς στην Κρήτη τη γνωρίσαμε μέσα από μια Εκκλησία εθναρχούσα)[5]. Να υπογραμμίσω εδώ ότι δεν αναφέρομαι ούτε στον πολιτικό παρεμβατισμό ούτε τυχών εκκλησιαστικές επιρροές στο πολιτικό πεδίο. Χρησιμοποιούμε τον όρο «πολιτική θεολογία» με την έννοια μιας θεολογικής προσέγγισης στο «πολιτικό».
Το καθήκον του θεολόγου, σύμφωνα με τον κ. Λαρεντζάκη, είναι να επιχειρηματολογεί από βιβλικές, δογματικές και ηθικές πηγές αποκάλυψης. Υπό το φως της αναπόφευκτης αλληλεξάρτησης των θρησκευτικών και πολιτικών σφαιρών παγκοσμίως, η θεολογική πρόκληση είναι να ρίξουμε μια νέα ματιά στην κατάσταση που έχει προκληθεί από την πολιτική νεωτερικότητα και να προσπαθήσουμε να διατυπώσουμε επαρκείς θεολογικές απαντήσεις, αρχίζοντας από την πτώση του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη, όπου κατοικεί η πλειοψηφία των Ορθόδοξων πιστών, αλλά και η άνοδος της ακροδεξιάς στα κράτη-μέλη της ΕΕ (Συνθήκη της Λισαβώνας, Άρθρο 17). Είναι σαφές ότι αυτού του είδους η θεολογία δεν αναπτύσσεται ανεξάρτητα από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τις εξελίξεις της εποχής.
Καθώς παγιωνόταν ο πολιτικός και ιδεολογικός ανταγωνισμός και το μοίρασμα του κόσμου σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα, οι χριστιανικές εκκλησίες αναζήτησαν τρόπους αναχαίτισης της αποχριστιανοποίησης της κοινωνίας. Η προσπάθεια αυτή έμελλε να εκφραστεί τόσο μέσω της άμεσης και ευθείας δραστηριοποίησης κληρικών στο κοινωνικό πεδίο -στους χώρους εργασίας, σε χριστιανικά συνδικάτα και εργατικά σωματεία, σε εργοστάσια και αγρούς- όσο επίσης και στο πεδίο της χριστιανικής διανόησης.
Ο ριζοσπαστικός λόγος του κ. Λαρεντζάκη δεν περιορίζεται στο άγγελμα της Βασιλείας του Θεού, αλλά στοχεύει στην αλλαγή της καθημερινότητας των ανθρώπων, ανδρών και γυναικών, με μία σειρά από έργα που επιδιώκουν στη μεταμόρφωσή της ζωής τους, άρα και του κόσμου. Οι θεωρητικές και πρακτικές απαντήσεις του στις προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου, όπως καταγράφονται στα βιβλία του, και μας υπενθυμίζουν τις πρώτες χριστιανικές κοινότητες, όπου η διακονία, η ενσυναίσθηση, η αλληλεγγύη, αποτελούν συστατικά χαρακτηριστικά της πορείας μας μέσα στην κοινωνία (πορεία προς τα έσχατα). Η ισότητα των ανθρώπων, η κοινωνική δικαιοσύνη, η ειρήνη και η φιλανθρωπία επανέρχονται ως βασικές αρχές, επανεντάσσονται στη Θεολογία της Εκκλησίας ως συστατικά μέρη της και γίνονται έμπρακτη κατάφαση στις προσπάθειες επίλυσης των προβλημάτων αυτού του κόσμου, μέσα από μία σύγχρονη και διορατική θεολογία.
Σύγχρονη και διορατική πολιτική θεολογία είναι να έχει το θάρρος ο Οικουμενικός Πατριάρχης να θέσει σε διεθνές επίπεδο, από το 1992, πολύ πριν από τη Σύνοδο του ΟΗΕ για το κλίμα, τα ζητήματα του περιβάλλοντος και να αναδειχθεί ως πράσινος πατριάρχης και να κάνει επισκέψεις εκεί όπου υπάρχουν τα προβλήματα. Να έχει το θάρρος ένας εκκλησιαστικός ηγέτης όπως ο Ειρηναίος Γαλανάκης να ηγηθεί των αγώνων υπέρ της κοινωνικής συνοχής και της ενότητας της μεγαλονήσου του ευ επιχειρείν (ΑΝΕΚ, ΕΤΑΝΑΠ, ΤΡΑΠΕΖΑ ΧΑΝΙΩΝ κ.λπ), του σεβασμού στον φιλοξενούμενο κ.ά. Να έχει το θάρρος να πει ότι η απόφαση της εκκλησίας-εκκλησιολογικά δεν μπορεί να δεσμεύεται από τις εκάστοτε παρεμβάσεις της Πολιτείας. Και μάλιστα μέσα σε ένα πλαίσιο συναλληλίας να προωθούνται αποφάσεις που δεν αποσκοπούν προς το συμφέρον της τοπικής κοινωνίας και της Κρήτης. Όπως πρέπει να έχει το θάρρος του κ. Λαρεντζάκη να μιλά για τα κακώς κείμενα της Ορθοδοξίας, αλλά και στο τελευταίο Διεθνές Συμπόσιο στην Αυστρία, το οποίο διοργάνωσε ο Σύνδεσμος των καθηγητών της Εκκλησιαστικής Ιστορίας των Θεολογικών Σχολών των Πανεπιστημίων της Αυστρίας σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Ιστορίας-Τμήμα Θεολογίας και Ιστορίας της χριστιανικής Ανατολής του Πανεπιστημίου της Βιέννης και με το Ίδρυμα προ ΟΡΙΕΝΤΕ, ο κ. Λαρεντζάξης έδωσε μία ενδελεχή και επιστημονικά κατοχυρωμένη απάντηση στο θέμα του σχίσματος, το οποίο απασχολεί και ταλαιπωρεί τις Εκκλησίες μας σχεδόν χίλια χρόνια, και οδήγησε «στην ακοινωνησία και καταλήξαμε αποξενωμένοι αδελφοί και αδελφές της μιας οικογένειας, αποξενωμένες αδελφές Εκκλησίες σε ακοινωνησία»[6].
Σεβασμιώτατε, σεβαστοί πατέρες, κυρίες και Κύριοι,
Ο κ. Λαρεντζάκης έχει ταυτιστεί με την οικουμένη και την αναγκαιότητα και το επιτακτικό καθήκον του διαλόγου, το διαλογικό ήθος της Ορθοδοξίας, το οποίο απορρέει, όπως καταθέτει στα έργα του ο τιμώμενος, τόσο από τη θεολογική της αυτοσυνειδησία όσο και από τη φύση της Τριαδικής Θεότητας, που δεν είναι άλλο από κοινωνία αγαπώμενων και διαλεγόμενων θείων προσώπων, αλλά και συναντίληψης της κρητικής κοινωνίας. Έμαθε ότι η οικουμενική έμφαση, ως κένωση αγάπης και φιλόξενος μαρτυρία στον κόσμο, είναι εκκλησιαστικό χρέος όλων και κατανόησε ότι η «Ορθοδοξία χωρίς την οικουμενική της αναφορά υποβιβάζεται σε μια από τις πολυάριθμες Ομολογίες, γίνεται μία σέκτα με γραφικά χαρακτηριστικά» – όχι πάντοτε ακίνδυνα.
Ο κ. Λαρεντζάκης θα ενσαρκώσει έναν νέο τύπο θεολόγου, ένα πρότυπο εξόδου της Ορθόδοξης Θεολογίας από πλέγματα υπεροψίας, αυτάρκειας και απομονωτισμού. Η όλη του δράση θα συντελέσει στην προβολή της Ορθοδοξίας στην Ευρώπη και στην ανανέωση του ενδιαφέροντος γι’ αυτήν στον οικουμενικό χώρο και θα συμβάλει στην αλληλογνωριμία και τον αλληλοπλουτισμό στις διαχριστιανικές σχέσεις. Η φωνή του, φωνή ορθόδοξη σε οικουμενική χορωδία, φωνή συμφωνική, αρμονική, όχι μονοτονική, μονότονη και παραφωνική, όπως σημειώνει ο Καθηγητής κ. Στ. Τζομπανίδης, θα μεταφερθεί ακόμη ευρύτερα και η οικουμενική εκτίμηση προς το φορέα της θα γίνει πολύ μεγαλύτερη, όταν θα κυκλοφορήσει το θαυμάσιο βιβλίο για την «Ορθόδοξη Εκκλησία», το οποίο γνώρισε πολλές εγκωμιαστικές κριτικές παρουσιάσεις και εκδόσεις στην Ευρώπη.
Η τιμή που αποδίδεται σήμερα στον κ. Λαρεντζάκη αποτελεί ταυτόχρονα και μεγάλη τιμή για τον σύνδεσμο Αποφοίτων Εκκλησιαστικής Σχολής Κρήτης, αλλά και της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας Κρήτης, αλλά και της τοπικής Εκκλησίας. Για όσα έχετε προσφέρει δεν σας ευχαριστούμε απλώς, αλλά σας αγαπάμε και σας ευγνωμονούμε και προσπαθούμε να διδασκόμαστε και να σας ακολουθούμε. Η πρότασή μου είναι να καθιερωθεί μια υποτροφία σε φοιτητές των Θεολογικών μας Σχολών για να μελετήσουν το έργο του για όσα προσέφερε στην Οικουμενική Κίνηση και στην πορεία των προσπαθειών του χριστιανικού κόσμου για συνεργασία, καταλλαγή και ενότητα.
Κλείνω με ένα ερώτημα:
Είναι χαρακτηριστική η τελευταία παράγραφος του βιβλίου του μακαριστού Κισάμου και Σελίνου κυρού Ειρηναίου (Στρατευομένη Εκκλησία): «Η Εκκλησία όμως η οποία στο κήρυγμά της ομιλεί περί «νέας κτίσεως» και «Βασιλείας του Θεού επί της Γης», μπορεί να φωτίσει και τώρα το σκότος του κόσμου και να σκορπίσει άλλη μία φορά αισιοδοξία και πίστη στην ανθρωπότητα. Κι ακριβώς σήμερον, που όλες οι εγκόσμιες ελπίδες της ανθρωπότητας χρεοκοπούν και διαψεύδουν, ανοίγεται για τη Χριστιανική πίστη ως μία νέα ευκαιρία […]» (σελ. 80).
Η Χριστιανική Εκκλησία όμως είναι έτοιμη γι’ αυτή την ευκαιρία;
Απαντώ ΝΑΙ, αλλά αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν εργασθούμε με το ίδιο πάθος που εργάσθηκε όλα αυτά τα χρόνια ο Καθηγητής κ. Γρηγόρης Λαρεντζάκης!
Σας ευχαριστώ πολύ.
[1] Να σημειώσουμε εδώ ότι ο μακαριστός Κισάμου και Σελίνου κυρός Ειρηναίος… (σελ. 116).
[2] Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος το 2008, στην βαρυσήμαντη Ομιλία του επ’ ευκαιρία της εξηκοστής επετείου από της ιδρύσεως του ΠΣΕ, κάνει εκτενή αναφορά στις δύο ανταγωνιστικές τάσεις που εμφανίστηκαν στην πορεία του Συμβουλίου αλλά και στις ίδιες τις Εκκλησίες-μέλη του. O Πατριάρχης στην ομιλία του αναφέρεται στις «ορθόδοξες φωνές»[16] που συνέβαλαν στην υπέρβαση της πόλωσης μεταξύ των δύο διαστάσεων. Συντάσσεται, μάλιστα, με την επισήμανση των «φωνών» αυτών «ότι εις οικουμενισμός, ο οποίος θα επέλεγεν αποκλειστικώς την μίαν των δύο τούτων τάσεων, θα προέδιδε τας θεμελιώδεις αρχάς του οικουμενικού έργου καί ουδεμίαν θα είχεν ουσιαστικήν προσφοράν εις τας Εκκλησίας εν τ πορεί αυτών προς την ενότητα. Η ενότης αύτη δεν αποτελεί σκοπόν καθ’ εαυτήν, αλλά τίθεται εις την διακονίαν της τε Εκκλησίας και του κόσμου, άνευ διαχωρισμού μεταξύ ιερού και κοσμικού, αιωνίου και παροδικού. Συμφώνως προς τας φωνάς ταύτας, ο αληθής οικουμενισμός είναι εκείνος, ο οποίος, εστρατευμένος υπέρ της χριστιανικής ενότητος, δεν παύει ταυτοχρόνως να μεριμνά δια τα σημερινά δεινά της ανθρωπότητος». Στο τέλος υπογραμμίζει πόσο αναγκαία είναι η διατήρηση της αδιάσπαστης ενότητας μεταξύ των τριών βασικών θεμελίων του οικουμενικού οικοδομήματος, της «Ενότητας», της «Μαρτυρίας» και της «Διακονίας»[Το κείμενο βρίσκεται στην ιστοσελίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου: www.ecpatr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=876&tla=gr].
[3] Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, «Η πρόκλησις της Ορθοδοξίας», Νέα Ευθύνη, Αφιέρωμα: «Προκλήσεις για την Ορθόδοξη Εκκλησία στον 21ο αιώνα», τεύχ. 15/Ιαν. – Φεβρ. 2013, 1-3, σ. 3.
[4] Ευάγγελος Βενιζέλος, Πολιτική θεολογία και Συνταγματική Ηθική, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2024.
[5] Ανδρέας Νανάκης, ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΘΝΑΡΧΟΥΣΑ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΝΑΞΗ ΤΩΝ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΩΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΣΥΝΔΕΣΜΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (1870-1922), εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2002.
[6] https://www.ekklisiaonline.gr/nea/diethnes-synedrio-stin-afstria-den-egine-schisma-metaxy-anatolikis-ke-dytikis-ekklisias/