30.7 C
Athens
Τρίτη, 24 Ιουνίου, 2025

1700 έτη από την Α’ Οικουμενική Σύνοδο – Το ανοικτό πνεύμα των Πατέρων

Πρεσβύτερος Ηρακλής Φίλιος (θεολόγος, βαλκανιολόγος)

Εφημέριος Διάβας Ι.Μ. Σταγών & Μετεώρων

Είναι γνωστό πως φέτος συμπληρώνονται 1700 έτη από την σύγκληση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια της Βιθυνίας (325). Μάλιστα, φέτος η Κυριακή 1 Ιουνίου είναι αφιερωμένη στους 318 Πατέρες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου.

Η εποχή στην οποία ζούμε εμφανίζει ως επιτακτική πλέον ανάγκη την σύνθεση των πραγμάτων εκ μέρους της Εκκλησίας. Οποιαδήποτε μονομέρεια θα σήμαινε την άκριτη υιοθέτηση μορφών και σχημάτων του κόσμου τούτου, απογυμνωμένα από την αλήθεια του ευαγγελίου, των Πατέρων της Εκκλησίας και της Ιεράς Παραδόσεως μας. Το γεγονός της συγκλήσεως της Α’ Οικουμενικής Συνόδου πριν από 1700 έτη δεν επιτρέπει να τίθεται η Σύνοδος ως μέρος μιας παρελθοντικής απομόνωσης ή ως μουσειακού εκθέματος, αλλά φανερώνει την δυναμική της παρουσίας των μηνυμάτων και νοημάτων της Συνόδου στη σύγχρονη ιστορία, στο παρόν του κόσμου τούτου.

Αξίζει να σημειωθεί πως η Σύνοδος έρχεται να επικυρώσει ένα δόγμα, το οποίο όμως ως βεβαιωμένη εμπειρία προηγείται της Συνόδου. Η εκκλησιαστική κοινότητα πρώτα βιώνει το γεγονός της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού και ακολουθεί η καταγραφή αυτής της αλήθειας. Εκείνο που προηγείται είναι το εμπειρικό γεγονός μέσα στην Εκκλησία. Όπως σημειώνει η Α.Θ.Π. ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος στην Πατριαρχική και Συνοδική Εγκύκλιο για την 1700ή επέτειο της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, η Οικουμενική Σύνοδος αποτελεί ‘’ἔκτακτον γεγονός’’, ἀπάντησιν εἰς μίαν συγκεκριμένην ἀπειλήν κατά τῆς πίστεως, ἀποβλέπουσαν εἰς τήν ἀποκατάστασιν τῆς διαρραγείσης ἑνότητος καί τῆς εὐχαριστιακῆς κοινωνίας’’[1].

Οι Πατέρες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου και ιδιαίτερα ο Μ. Αθανάσιος έπρεπε να αντιμετωπίσουν τις κακοδοξίες του Αρείου, ο οποίος είχε εγκλωβιστεί σε φιλοσοφικά σχήματα και με αμιγώς φιλοσοφικό τρόπο προσέγγιζε το πρόσωπο του Υιού και Λόγου του Θεού. Οι Πατέρες έπραξαν κάτι πολύ ρηξικέλευθο και ανατρεπτικό για τα φιλοσοφικά δεδομένα της εποχής. Προκειμένου να διατυπώσουν την δογματική αλήθεια, χρησιμοποίησαν έναν όρο, ο οποίος προέρχεται από την φιλοσοφία, έναν όρο αμιγώς φιλοσοφικό, μεταπλάθοντας τον όμως και δίνοντας του ένα καινό περιεχόμενο, το οποίο εξυπηρετούσε τις δογματικές ανάγκες της Συνόδου. Αυτός ήταν ο όρος ‘’ομοούσιος’’. Με τον όρο αυτό, όρο που εξέφραζε την ίδια ουσία που έχει ο Πατήρ και ο Υιός, οι Πατέρες απέφυγαν την διθεΐα[2].

Δεν ήταν εύκολη υπόθεση η υιοθέτηση ενός τέτοιου όρου. Πρώτον, ο όρος αυτός συναντάται στη νεοπλατωνική φιλοσοφία και ιδιαίτερα στον Πλωτίνο, αλλά και στον Σαβέλλιο, Ωριγένη, Παύλο Σαμοσατέα. Επομένως, υπήρχε διάχυτη η καχυποψία περί χρήσεως ενός τέτοιου φιλοσοφικού όρου στη διατύπωση του χριστιανικού δόγματος και συγκεκριμένα στη χρήση του στο Σύμβολο της Νίκαιας. Δεύτερον, ο όρος ‘’ομοούσιος’’ ήταν όρος άγραφος, δεν συναντιόταν πουθενά μέσα στην Αγία Γραφή και πράγματι υπήρχε ένας οξύς αγώνας κατά της ορολογίας της Συνόδου της Νικαίας[3]. Κι εδώ προκύπτει ένα σημαντικό ζήτημα. Ποια η σχέση αλήθειας και όρων;         

Με την χρήση του όρου πραγματοποιήθηκε ένα άνοιγμα της Εκκλησίας, μία έξοδος προς ένα άλλο πολιτισμικό περιβάλλον της εποχής[4]. Οι Πατέρες της εποχής εκείνης δεν φοβήθηκαν ώστε να καινοτομούν τα ονόματα, κάτι που συναντάται ιδιαίτερα στους Καππαδόκες Πατέρες. Αυτό ήταν το πνεύμα των Πατέρων της Εκκλησίας απέναντι στις κακοδοξίες του Αρείου και όχι μία φοβική απάντηση, ένας εγκλεισμός στον εαυτό, ένας εξορκισμός του διαφορετικού, μία επίκληση αυθεντίας. Οι συνοδικοί όροι, όπως συμβαίνει και με τον όρο ‘’ομοούσιος’’, αποτελούν αποκάλυψη του νου του βαθύτερου πνεύματος, είναι η αναζήτηση του πνεύματος κάτω από το γράμμα της Γραφής[5]. Σημασία έχει η αλήθεια των πραγμάτων, αυτή είναι η ουσία και οι λέξεις ακολουθούν[6]. Εξάλλου, για τους Πατέρες, η αλήθεια δεν βρίσκεται στις λέξεις αλλά στα πράγματα[7].

Διαπιστώνουμε λοιπόν πως το πνεύμα των Πατέρων υπήρξε καθόλα καινοτόμο. Μέσα από σχήματα και όρους της θύραθεν παιδείας, κατάφεραν να ντύσουν την θεολογική αλήθεια με τρόπο μοναδικό και ανεπανάληπτο. Έναν τρόπο που εξυπηρετούσε στην πραγματικότητα την χριστιανική ανθρωπολογία. Αλήθεια του δόγματος σημαίνει αλήθεια περί ανθρωπίνου προσώπου. Η διατύπωση του δόγματος περί της θεότητος και όχι της κτιστότητος του Υιού και Λόγου του Θεού, για παράδειγμα, δεν αφήνει κανένα περιθώριο έτσι ώστε να μην εκτιμηθεί σωστά η χριστιανική ανθρωπολογία. Με άλλα λόγια διατύπωση της δογματικής αλήθειας σημαίνει διαφύλαξη του μυστηρίου της σωτηρίας του ανθρώπου.

Δυστυχώς, στις μέρες μας, εντός της εκκλησιαστικής κοινότητας παρατηρείται η ύπαρξη φωνών που δεν εμπνέονται από το παράδειγμα των Πατέρων, ακόμη κι αν κάνουν λόγο για επιστροφή στους Πατέρες. Οι φωνές αυτές εξιδανικεύουν το παρελθόν σε μία λαμπρή ιστορική στιγμή που πρέπει να επαναληφθεί ώστε να μην οδηγηθούμε στην αποϊεροποίηση του παρόντος κόσμου. Αναφέρονται στους Πατέρες, χωρίς όμως να παρακινούνται από το πνεύμα τους. Προσηλωμένοι στο γράμμα, αγνοούν το πνεύμα. Πασχίζουν για την επιστροφή στους Πατέρες, δίχως να την κατανοούν και ερμηνεύουν κατάλληλα, χωρίς νέες συνθέσεις, και μάλιστα σε μία εποχή που απαιτείται η σύνθεση των πραγμάτων, η πρόσληψη των υπαρξιακών και όχι μόνο όρων της επιστήμης, ώστε να αποφευχθεί κάθε μανιχαϊστική θεώρηση του ανθρωπίνου προσώπου.

Χρειάζεται να τολμήσουμε θεολογικά στην εποχή μας. Το έπραξαν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Στην εποχή μας γιατί να μην συμβεί; Το απαιτούν οι καιροί και οι σύγχρονες αναδυόμενες προκλήσεις. Δεν επιτρέπεται να εγκλωβιστούμε σε σχήματα και νοήματα που θα μας απομακρύνουν από την σωτηριολογική διάσταση του ανθρωπίνου γεγονότος. Το δόγμα δεν είναι μία στείρα ακολουθία γεγονότων της ιστορίας που δεν μας απασχολούν πλέον, αλλά μία δυναμική ενσωμάτωση τους στην καθημερινότητα και στις υπαρξιακές ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου, ο οποίος χρειάζεται να απαλλαγεί από κάθε τι που τον απομακρύνει από το να υπάρχει πραγματικά ως εικόνα του ζωντανού Θεού. Μόνο τότε θα αποδειχθεί πως μέσα σ’ αυτά τα 1700 έτη που πέρασαν από τη σύγκληση της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, το δόγμα αφορά την ανθρωπινότητα στην αυθεντική της διάσταση.


[1] https://fosfanariou.gr/index.php/2025/05/28/patr-kai-synodiki-egkyklios-gia-tin-1700-epeteio-protis-ecum-synodou/. Βλ. σχετικά Δέσπω Λιάλιου, Ερμηνεία των Δογματικών και Συμβολικών Κειμένων της Ορθοδόξου Εκκλησίας τ. Α’. Ερμηνεία των Οικουμενικών Συμβόλων και των συναφών Ιερών Κανόνων, Εκδόσεις Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2016, σ. 31.

[2] Δέσπω Λιάλιου, Ερμηνεία των Δογματικών και Συμβολικών Κειμένων της Ορθοδόξου Εκκλησίας τ. Α’. Ερμηνεία των Οικουμενικών Συμβόλων και των συναφών Ιερών Κανόνων, Εκδόσεις Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2016, σ. 37.

[3] Γεωργίου Φλορόφσκυ, Οι ανατολικοί Πατέρες του τετάρτου αιώνα, Έργα 7, Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 36.

[4] Σταύρου Γιαγκάζογλου, Μαθήματα Δογματικής Θεολογίας – Ερμηνευτικά σχόλια στο Σύμβολο της Πίστεως, Εκδόσεις Δομός, Αθήνα 2021, σσ. 242-243.

[5] Στυλιανού Γ. Παπαδόπουλου, Πατρολογία, Τόμος Β’, Ο τέταρτος αιώνας (Ανατολή και Δύση), Εκδόσεις Παρουσία, Αθήνα 1990, σ. 294.

[6] PG 26, 43C.

[7] Βλ. Γρηγορίου Παλαμά, Τῷ πάντα καλῷ κἀγαθῷ καί σοφῷ νομοφύλακι Συμεών, Συγγράμματα, Τόμος Β’, επιμέλεια – εισαγωγή Παναγιώτης Χρήστου, κείμενο Νίκος Ματσούκας, Εκδόσεις Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1994, σσ. 395-396.

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ