30.2 C
Athens
Πέμπτη, 8 Μαΐου, 2025

Κοσμήτορος Εμμανουήλ Καραγεωργούδη: Έπαινος Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας Μακαρίου

Καραγεωργούδη Ἐμμανουήλ, Κοσμήτορος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς ΕΚΠΑ,

Ἔπαινος Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας Μακαρίου

«Δίκην γὰρ ῥόδου ἤνθησας ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν», γιατὶ ὅταν ὁ κόσμος στεγνώνει ἀπὸ ἐλπίδα, ἡ Κρήτη καρποφορεῖ τὰ ὄνειρα μὲ τὸ φῶς τῆς ψυχῆς της. Ἡ πρωτεϊκή, ἀνεξιχνίαστη στὴν ἀπαρχή της, Κρητικὴ ράτσα, δὲν ὑπῆρξε καμία ἐποχὴ τῆς ἱστορίας ποὺ νὰ μὴ γέννησε, νὰ μὴν τεχνούργησε, νὰ μὴν τραγούδησε κάτι σπουδαῖο.

«Licht, mehr licht», «Φῶς, περισσότερο φῶς». Αὐτὸ τὸ ὕστατο κάλεσμα τοῦ Γκαῖτε σὲ σπάνιες στιγμὲς στὶς σκιερὲς διαδρομὲς τῆς ὑπάρξεώς μας τὸ βλέπουμε νὰ ὡριμάζει ἀπὸ ἐλπίδα σὲ ἀποκάλυψη. Μέσα σ’ ἕνα τέτοιο ξέφωτο στεκόμαστε τὴ στιγμὴ αὐτή, ποὺ ὥριμο τὸ φῶς ἰριδίζει σὲ ἄπειρα χρώματα. Μὲ λίγα ἀπ’ αὐτὰ τὰ χρώματα, ὅσα μπορεῖ νὰ συλλάβει ὁ ἀτελὴς ὀφθαλμὸς τῆς ψυχῆς μας, θὰ προσπαθήσουμε νὰ ἀποτυπώσουμε τὴν ὄψη τοῦ βίου τοῦ τιμωμένου, νὰ φυλάξουμε τὴ λάμψη του, ὅπως ἡ ἁλμύρα κρατᾶ τὴ μνήμη τοῦ κύματος.

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Αὐστραλίας Μακάριος γεννήθηκε στὸ Ἡράκλειο, στὸν βυζαντινὸ Χάνδακα. Ἕνα παιδὶ ποὺ ἄνθισε ἀνάμεσα στὶς ἀντηχήσεις τῶν εὐσεβῶν φωνῶν καὶ τοὺς ψιθύρους τῶν πέτρινων θόλων, ἐκεῖ ὅπου τὸ παρελθὸν σὰν πεταλούδα ἀπὸ μάρμαρο πετάει ἀνάμεσα στὰ στενὰ τῆς μνήμης. Τίποτα δὲν μοιάζει στέρεο ἐδῶ. Ἀκόμη καὶ οἱ ἄνθρωποι περπατοῦν σὰν νὰ ἀκροβατοῦν ἀνάμεσα σὲ δύο ἐποχές: αὐτὴν ποὺ θυμοῦνται κι αὐτὴν ποὺ προσπαθοῦν νὰ δομήσουν. Κάποιοι ριζώνουν. Κάποιοι γίνονται ἄνεμος. Ὅπως ὁ Ἰδαῖος Ἡρακλῆς. Ὅπως ὁ Μακάριος. Χάραξαν δρόμους ἀνέμου, ἀφήνοντας τὴν Κρήτη γιὰ νὰ πλάσουν τοὺς νέους τους μύθους.

Κι ὅσοι φεύγουν, κουβαλώντας σπέρματα τῆς κρητικῆς γῆς, ἀνθίζουν διαρκῶς σὲ νέα μονοπάτια. Ὁ Αὐστραλίας Μακάριος γράφει μὲ τὴν καθημερινή του διαδρομὴ τὴ λέξη Ἀρχὴ σὲ μιὰ νέα ἐποχὴ τῆς Ἐκκλησίας.

Τὰ ὀνόματα τῶν γεννητόρων του ἔφεραν τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς πορείας του. Ἐμμανουήλ, ὁ Θεὸς μαζὶ μας—ἑλληνιστί—καὶ Φωτεινή. Τὸ βαπτιστικὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του, Κωνσταντῖνος, μὲ ὅλες τὶς μεγάλες στιγμὲς τοῦ Γένους στὰ γράμματά του.

Ἔμαθε πρῶτα νὰ συλλαβίζει τὸ θεῖο μέσα ἀπὸ τὰ ἐκκλησιαστικὰ ἀναγνώσματα τῆς Ριζαρείου

Τὸ ταξίδι συνεχίστηκε στὴν Ἀνωτέρα Ἐκκλησιαστικὴ Σχολὴ Ἀθηνῶν. Ἐκεῖ, ἡ παράδοση ἔγινε φωνὴ ἐσωτερικὴ καὶ ἡ μαρτυρία ἔδωσε μορφὴ στοὺς στοχασμούς του.

Ἔπειτα, ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Ἐθνικοῦ καὶ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν ἔγινε ταὐτόχρονα ὄχθη καὶ ἐκβολή, λιμάνι ἀφίξεων καὶ πλώρη ἀναχωρήσεων πρὸς μιὰ καινούρια ἀνάγνωση τοῦ κόσμου· καὶ εἶναι αὐτὴ πού, σήμερα, τὸν στεφανώνει μὲ τὴν ὑψίστη τιμή της. Ἐδῶ, ὅπου ἡ πίστη συνομιλεῖ ἰσότιμα μὲ τὴ φιλοσοφίᾳ καὶ τὶς κοινωνικὲς ἐπιστῆμες, κατανόησε ὅτι, ἡ γνώση δὲν ὁλοκληρώνεται ποτέ, οὔτε σταματᾷ στὸ σχῆμα τῆς βεβαιότητας. Ἀντίθετα, τὸν μύησε στὴν ἰδέα πὼς ἡ παράδοση δὲν ἐπαναλαμβάνεται—μεταμορφώνεται· καὶ ἡ μόνη της σταθερὰ εἶναι τὸ βλέμμα πού, ἀνήσυχο καὶ ζωηρό, διαπερνᾷ τὸν χρόνο, ψάχνοντας τὸν Θεὸ μέσα ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου.

Καὶ ὅταν τὰ βιβλία καὶ οἱ αἴθουσες δὲν χωροῦσαν πιὰ τὴν ἀνήσυχη πνοὴ τῆς ἀναζητήσής του, ἡ ζωὴ τὸν ὁδήγησε σ’ ἐκείνη τὴ φωτεινὴ συνάντηση, ποὺ θὰ μετέτρεπε τὴ θεωρίᾳ σὲ βιωμένη ἀποκάλυψη.

Ὑπάρχουν συναντήσεις ποὺ μοιάζουν μὲ ἀστέρια-φαίνονται μικρὲς ἀπὸ μακριά, μα κρύβουν μέσα τους κόσμους ὁλόκληρους. Ἔτσι ἦταν καὶ ἡ συνάντηση τοῦ νεαροῦ Μακαρίου μὲ τὸν Γέροντα Παΐσιο στὸ Ἅγιον Ὄρος.

Μὲ ἀνήσυχη καρδιὰ καὶ πόθο γιὰ τὰ ὑψηλά, ὁ νέος βρέθηκε ἐνώπιον τοῦ φωτισμένου γέροντα. Ἐκεῖνος, μὲ μάτια ποὺ ἔβλεπαν πέρα ἀπὸ τὸν χρόνο, τοῦ μίλησε γιὰ δρόμους ποὺ ἀκόμα δὲν εἶχαν χαραχθεῖ.

«Ὄχι ἐδῶ, παιδὶ τῆς Κρήτης», τοῦ εἶπε μὲ σιγανὴ φωνή. «Ἡ εὐλογία σου σὲ προσμένει στὸν Ἅγιο Γεώργιο, ἐκεῖ ποὺ σὲ εἶδε πρώτη ἡ αὐγή».

Μὰ δὲν τοῦ ἔδειξε τὸν χάρτη—τοῦ μίλησε γιὰ τὸν ὁρίζοντα. Γιατὶ τὰ πιὸ σημαντικὰ ταξίδια δὲν εἶναι ἐκεῖνα ποὺ ἀκολουθοῦν προδιαγεγραμμένες διαδρομές, ἀλλὰ αὐτὰ ποὺ μᾶς ὁδηγοῦν στὴν ἀνακάλυψη.

Ἐπιστρέφοντας στὴν Κρήτη, ὁ Μακάριος ἄνοιξε τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἡμερολόγιο, ὅπως ἀνοίγει κανεὶς ἕνα παράθυρο νὰ δεῖ τὰ ἀστέρια. Καὶ ἐκεῖ, δεύτερο στὴ σειρά, σὰν νὰ τὸν περίμενε, ἦταν τὸ ὄνομα: Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Ἐπανωσήφη.

Κάποιοι θὰ τὸ ἀποκαλοῦσαν τύχη. Ἄλλοι, θεϊκὸ σημάδι. Μὰ ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς τὸ πιὸ θαυμαστὸ μυστήριο δὲν εἶναι ἡ σύμπτωση αὐτὴ καθαυτὴ ἀλλὰ ὅτι ἡ καρδιὰ τοῦ νέου ἦταν ἕτοιμη νὰ τὴν ἀναγνωρίσει. Γιατὶ μόνον μὲ τὴν καρδιὰ βλέπει κανεὶς καθαρά. Τὸ οὐσιῶδες εἶναι ἀόρατο στὰ μάτια.

Ἀκούμπησε τὰ δάχτυλά του στὶς εἰκόνες τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ ἔνιωσε πὼς ἡ ἀφή του δὲν συνάντησε μόνο ξύλο καὶ χρώματα, ἀλλὰ τὴν ἀόρατη παρουσία ἐκείνων ποὺ προσευχήθηκαν πρὶν ἀπὸ αὐτόν. Μέσα στὴ σιωπὴ τῆς μονῆς, ὅπου κάθε ἦχος ἔμοιαζε νὰ γεννιέται ἀπὸ βαθιὰ μνήμη, συνάντησε ξανὰ τὶς λέξεις τοῦ γέροντος Παϊσίου: τὸ ταξίδι δὲν εἶναι ποτὲ εὐθεῖα γραμμή, εἶναι κύκλοι ποὺ ἐπιστρέφουν διαρκῶς στὸ σημεῖο τῆς πρώτης συνάντησης.

Ἄρχισε, λοιπόν, νὰ βαδίζει ὁ Μακάριος στὴν πνευματική του διαδρομή, ἀνάμεσα στὴ γνώση καὶ στὸ μυστήριο. Καὶ ἂν τὰ ἀστέρια κάποτε χάνονται ἀπὸ τὰ μάτια μας, δὲν παύουν ποτὲ νὰ εἶναι ἐκεῖ, πίσω ἀπὸ τὰ σύννεφα, περιμένοντας νὰ καθαρίσει ὁ οὐρανός. Ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ λέξεις τοῦ γέροντα Παϊσίου, ποὺ ὁ Μακάριος δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ τὶς ἀκούει—μυστικὸς ὁδηγός στὴν καρδιά, νὰ βεβαιώνει τὴ διαδρομή, ποὺ ἐκεῖνη πρώτη σχεδίασε.

Στὸ ἀκαδημαϊκὸ στερέωμα, ἡ πορεία του διαγράφεται ὡς ἕνα πολύεδρο πνευματικὸ ὁδοιπορικό, συγκεραστικὸ πολλαπλῶν ἐπιστημονικῶν πεδίων ποὺ συνυφαίνονται ἁρμονικὰ μὲ τὴ θεολογική του κατάρτιση. Ἑδράζοντας τὶς σπουδές του σὲ τρεῖς πυλῶνες γνώσεως, μετεκπαιδεύθηκε στὴν Χριστιανικὴ Ἠθικὴ στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Βοστώνης ἀποκτώντας Μεταπτυχιακὸ Τίτλο στὴ Θεολογία· στὴν Ἱστορίᾳ τῆς Ἐπιστήμης στὸ Χάρβαρντ, καὶ στὴ Βιοηθικὴ στὸ Πανεπιστήμιο Μόνας τῆς Αὐστραλίας. Τὸ ἀκαδημαϊκό του τόξο κορυφώθηκε τὸ 2002, ὅταν ἀναγορεύθηκε Διδάκτωρ τῆς Ἰατρικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Κρήτης μὲ τὴν ὑψίστῃ διάκριση «ἄριστα», ἐνσαρκώνοντας ἔτσι τὸν ἰδεώδη διάλογο μεταξὺ ἱερᾶς καὶ θύραθεν ἐπιστήμης, πίστεως καὶ λόγου.

Ἡ ἐκκλησιαστική του διακονία ξεδιπλώνεται ὡς ὀργανικὴ συνέχεια τῆς πνευματικῆς του ἀναζήτησης, μὲ ὁρόσημα ποὺ καταδεικνύουν τὴν ἀέναη ἀφοσίωσή του στὴν Ὀρθόδοξη παράδοση. Ἀφιερώνοντας τὸν ἑαυτό του στὴ διακονία τῆς Ἐκκλησίας, χειροτονήθηκε Διάκονος στὶς 18 Ὀκτωβρίου 1993 καὶ Πρεσβύτερος στὶς 25 Ἰουνίου 1997. Ἡ ἀναγνώριση τῆς προσφορᾶς καὶ τῆς πνευματικῆς του ἀνόδου ἦρθε μὲ τὴν προαγωγή του σὲ Ἀρχιμανδρίτη, στὶς 23 Ἀπριλίου 1998, στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Γεωργίου Ἐπανωσήφη ἀπὸ τὸν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Κρήτης Τιμόθεο.

Τὴν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα τοῦ 2008, στὸν Πάνσεπτο Πατριαρχικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης Βαρθολομαῖος τοῦ ἀπένειμε τὸ ὀφφίκιο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, ἀναγνωρίζοντας ἔτσι τὴν πολυσχιδῆ προσφορά του στὴν Ἐκκλησία καὶ ἐπισφραγίζοντας μία πορεία ποὺ ἀπὸ τὸ 1993 μέχρι τὴν εἰς ἐπίσκοπον ἐκλογή του χαρακτηρίζεται ἀπὸ διακεκριμένη ὑπηρεσία σὲ ἐπιτελικὲς θέσεις τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Ἐκεῖ ὅπου τὰ ἴχνη τῆς παράδοσης βυθίζονται στὸ ἄχρονο καὶ τὸ πνεῦμα λαχταρᾷ τὴν ἀντανάκλαση τοῦ αἰωνίου, ἡ σχέση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας Μακαρίου πρὸς τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη Βαρθολομαῖο ἀναφαίνεται ὡς μυσταγωγικὴ φλόγα ἀφοσίωσης καὶ υἱικῆς τιμῆς. Ἔχοντας τὸν Πατριάρχη ὡς πρωταρχικὸ φωτεινὸ πρότυπο, ὁ Μακάριος ἀτενίζει πρὸς τὸν πνευματικό του πατέρα μὲ σεβασμὸ ποὺ ξεπερνᾷ τὰ ὅρια τῆς τυπικῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, ἀναγνωρίζοντας στὸ πρόσωπό του τὸν κρατήρα ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἀναβλύζει ἡ ζωογόνος πηγὴ τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἐξελέγη ἀπὸ τὴ Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μὲ πρόταση τοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου—ὁ ὁποῖος διέκρινε ἐν καιρῷ τὴ χαρισματική του φύση—ἡ πνευματική τους συμπόρευση ἔχει γίνει ἡ κεντρικὴ ἀρτηρία μέσω τῆς ὁποίας διοχετεύεται στὴν ὕπαρξη τοῦ Μακαρίου ὄχι μόνον ἡ ἐκκλησιαστικὴ αὐθεντία ἀλλὰ καὶ τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ἀποστολικῆς διακονίας. Μοιάζει αὐτὴ ἡ πνευματικὴ πατρότητα, καθὼς ἀνάγεται σὲ οὐράνια σφαῖρα, σὰν τὸ ἀπαράμιλλο ἀριστούργημα τῆς θείας οἰκονομίας, ὅπου ἡ ἱερατικὴ ἀκτινοβολία τοῦ ἑνὸς φωτίζει τὴν ὁδὸ τοῦ ἄλλου μέσα στὶς περιπέτειες αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀποδεικνύοντας ὅτι ἡ ἀληθινὴ ἑνότητα τοῦ Πνεύματος ξεπερνᾷ τοὺς φυσικοὺς νόμους τῆς γενεαλογίας, ἐγκαθιδρύοντας μία σχέση πατέρα καὶ τέκνου ποὺ ὑπερβαίνει τὴ φθορὰ καὶ θεμελιώνεται στὴν αἰωνιότητα.

Ὁ ἀκαδημαϊκὸς βίος τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Μακαρίου, παράλληλος καὶ συμπληρωματικὸς τῆς ἱερατικῆς του διακονίας, ἀποτελεῖ ὑψίστη ἔκφραση τῆς διαλεκτικῆς σχέσης μεταξύ θεολογικῆς σκέψης καὶ ἐκπαιδευτικῆς ἀποστολῆς. Ἀπὸ τὸ 2003 ἕως τὴν εἰς Ἀρχιεπίσκοπον ἐκλογή του, ἐδίδαξε στὴν Πατριαρχικὴ Ἀνωτάτη Ἐκκλησιαστικὴ Ἀκαδημία Ἡρακλείου Κρήτης, μετουσιώνοντας τὴ γνώση σὲ πνοὴ πορείας γιὰ γενεὲς σπουδαστῶν, ἐνῶ ὡς ἐπισκέπτης καθηγητὴς μοίρασε τὸν καρπὸ τῆς σκέψης του καὶ σὲ ἄλλα Πανεπιστήμια ἐντὸς καὶ ἐκτὸς Ἑλλάδος. Ἡ ἀναγνώριση τῆς ἀκαδημαϊκῆς του ἀριστείας ἀποτυπώνεται ἐναργῶς στὴν ἐκλογή του, τὸν Μάιο τοῦ 2015, ὡς πρώτου Κοσμήτορος τοῦ Τμήματος Σπουδῶν Ὀρθοδόξου Θεολογίας τῆς Αὐτονόμου Ἐκκλησίας τῆς Ἐσθονίας, καθὼς καὶ στὴν ἀνάδειξή του, ἀπὸ τὸν Ἰούνιο τοῦ 2019 μέχρι σήμερα, σὲ Κοσμήτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου στὸ Σύδνεϋ, διαγράφοντας ἔτσι μία τροχιὰ ποὺ ὑπερβαίνει γεωγραφικὰ ὅρια καὶ πολιτισμικοὺς περιορισμούς, ἑδραιώνοντας τὴν Ὀρθόδοξη θεολογικὴ παιδεία στὸν παγκόσμιο ἀκαδημαϊκὸ χάρτη.

Στὸν ἐπιστημονικὸ χῶρο τῆς Βιοηθικῆς, ἡ τριλογία τῶν συγγραμμάτων ποὺ ἐγκαινιάζει τὴ σειρὰ «Παντοδαπὰ τῆς Βιοηθικῆς» ἀποτελεῖ ὁρόσημο πρωτοποριακῆς συμβολῆς στὸν διάλογο μεταξύ θεολογίας καὶ σύγχρονης ἐπιστήμης. Ἡ «Εἰσαγωγὴ στὴ Βιοηθική», ὡς πρώτη συστηματικὴ προσέγγιση τῆς Ὀρθόδοξης Βιοηθικῆς, εἰσάγει ἕνα πρωτότυπο ἑρμηνευτικὸ πρίσμα ποὺ ὑπερβαίνει τὴ στενὰ ἠθικιστικὴ θεώρηση, ἀναδεικνύοντας μία ὁλιστικὴ προοπτικὴ ποὺ ἐκτείνεται ἀπὸ τὸν παρόντα στὸν μέλλοντα αἰώνα. Τὸ ἔργο «Κλωνοποίηση: Ἠθικοκοινωνικὲς καὶ Θεολογικὲς Συνιστῶσες», προϊόν ἐμβριθοῦς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας στὸ πλαίσιο διδακτορικῆς διατριβῆς, ἀντιμετωπίζει μὲ θεολογικὴ ὀξυδέρκεια τὰ καίρια ἐρωτήματα περὶ ἐμψυχώσεως καὶ μοναδικότητας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου ποὺ ἀνακύπτουν ἀπὸ τὴ σύγχρονη βιοτεχνολογία. Τὸ τρίτο ἔργο, ἑστιάζοντας στὶς βιοηθικὲς θέσεις τοῦ Μητροπολίτου Γέροντος Ἐφέσου Χρυσοστόμου, διασώζει καὶ ἀναδεικνύει τὴν πατερικὴ παρακαταθήκη, διαμορφώνοντας μία γέφυρα μεταξύ παραδοσιακῆς θεολογικῆς σκέψης καὶ σύγχρονων βιοηθικῶν προβληματισμῶν.

Στὴν πνευματικὴ καὶ ποιμαντικὴ διάσταση, τὰ ἔργα «Ἡ δύναμη τῆς Συγγνώμης» καὶ «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου» διαγράφουν μία τροχιὰ ποὺ ὑπερβαίνει τὰ στενὰ ὅρια τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας, ἀγγίζοντας τὴν καθημερινότητα τοῦ ἀνθρώπου μέσα ἀπὸ μία γλώσσα προσιτὴ ἀλλὰ καὶ βαθιὰ στοχαστική. Τὸ πρῶτο, ἀνιχνεύοντας τὶς πτυχὲς τῆς κένωσης καὶ τῆς φιλανθρωπίας στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις, προσφέρει ἕνα πλαίσιο κατανόησης τῆς συγχωρητικότητας ὡς ὀντολογικῆς διάστασης τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως. Ἡ εὐρεῖα ἀπήχησή του, ποὺ ἐπισφραγίζεται μὲ τὴν ἔκδοσή του στὴ ρουμανικὴ γλώσσα, μαρτυρεῖ τὴν οἰκουμενικὴ διάσταση τοῦ μηνύματός του. Τὸ δεύτερο, προσεγγίζοντας τὴν εὐχὴ τοῦ Ὁσίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, συνιστᾷ ἔργο ἐξαιρετικῆς λεπτότητας στὴν προσέγγιση τῶν πνευματικῶν θεμάτων, γεγονὸς ποὺ ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὴν πρωτοφανῆ διάδοσή του σὲ πέντε γλώσσες καὶ τριάντα τρεῖς ἐκδόσεις, καθιστώντας το τὸ πλέον διαδεδομένο ἔργο τοῦ συγγραφέα διεθνῶς.

Στὸ ἔργο «Τὸ Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον: Ἐκκλησία Ἄρχουσα καὶ Πάσχουσα», συνοψίζεται ἡ ἐρευνητικὴ ὡριμότητα καὶ θεματολογικὴ συνέπεια τῆς συγγραφικῆς του πορείας. Ἡ συμβολὴ αὐτὴ ἐγγράφεται στὴν ἐκτενὴ καὶ πολύσημη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ποὺ περιστρέφεται γύρω ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Θρόνο, σὲ συνέχεια τῆς ἑρμηνευτικῆς προσφορᾶς τῶν Μαξίμου Σάρδεων καὶ Γενναδίου Ἡλιουπόλεως. Τὸ βιβλίο, ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Πατριάρχης χαρακτηρίζει ὡς ἔργο «εἰδικοῦ βάρους», συνιστᾶ καρπὸ τοῦ «ὀξυγράφου καλάμου» τοῦ συγγραφέα, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴ «βαθεία γνώση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου καὶ τῆς θεολογίας τῶν Πατέρων». Πραγματευόμενο καίρια ζητήματα ποὺ ἀπασχολοῦν τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὅπως τὸ Οὐκρανικὸ Αὐτοκέφαλο, ἡ διακοπὴ τῆς Κοινωνίας μὲ τὸν Ἐπίσκοπο, τὸ Δικαίωμα τοῦ Ἐκκλήτου καὶ ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδος, τὸ ἔργο αὐτὸ ἀποτελεῖ πολύτιμη συμβολὴ στὴν ἐκκλησιολογικὴ καὶ κανονικὴ ἐπιστήμη, ἀναδεικνύοντας μὲ τρόπο εὔγλωττο τὴ διττὴ ὑπόσταση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὡς θεσμοῦ ποὺ διαχρονικὰ ἄρχει καὶ πάσχει. Ἡ εὐρεία ἀποδοχὴ τοῦ ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὶς ἤδη τρεῖς ἐκδόσεις του, καθιστώντας το, σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα, σημεῖο ἀναφορᾶς γιὰ τὴν κατανόηση τῶν σύγχρονων ἐκκλησιολογικῶν ζητημάτων καὶ τῆς θέσης τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου στὴν παγκόσμια Ὀρθοδοξία.

Ἡ ἐκκλησιαστικὴ διαδρομὴ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, ἀναδεικνύεται ὡς πορεία «γνωστικῆς-ὑπαρξιακῆς τελειώσεως», ὅπου ἡ προσωπικὴ ἀφοσίωση μετουσιώνεται σὲ οἰκουμενικὴ διακονία. Ἡ παμψηφεὶ ἐκλογή του ὡς Ἐπισκόπου Χριστουπόλεως τὴν 27η Ἀπριλίου 2015 ἀπὸ τὴν Ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀκολουθούμενη ἀπὸ τὴ χειροτονία του στὸν Ἱερὸ Μητροπολιτικὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Μηνᾶ Ἡρακλείου τὴν 16η Μαΐου τοῦ ἰδίου ἔτους, σηματοδοτεῖ τὴν εἴσοδο σὲ μιὰ νέα φάση «αὐθεντικῆς ὑποκειμενικότητας»—τὸ κρίσιμο σημεῖο ὅπου ἡ θεολογικὴ κατάρτιση καὶ ἡ πνευματικὴ ἐμπειρία συναντοῦν τὴν ἐκκλησιαστικὴ εὐθύνη. Σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο, ἡ ἀνάληψη τῶν καθηκόντων του γιὰ τὴν ὀργάνωση τοῦ θεολογικοῦ καὶ κατηχητικοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐσθονίας ἀποτέλεσε ἕνα σημεῖο τομῆς, ὅπου ἡ θεωρητικὴ γνώση καὶ ἡ πρακτικὴ ἐφαρμογὴ συναντήθηκαν στὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ συμμετοχή του στὴν Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στὴν Κρήτη τὸ 2016, ὡς συμβούλου τῆς Ἀντιπροσωπείας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, μαρτυρεῖ ἐμβριθῆ ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση τῆς διαλεκτικῆς στοχαστικῆς παραδόσεως τῆς θεολογίας—τὴ συνάντηση μεταξὺ παράδοσης καὶ σύγχρονου κόσμου, μεταξὺ αὐθεντίας καὶ ἑρμηνείας. Ἡ θεολογικὴ ἐπιστήμη ὀφείλει νὰ λειτουργεῖ ὡς γέφυρα διαλόγου μὲ τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα, καὶ ἡ συμβολὴ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου στὴ Σύνοδο τοποθετεῖται ἀκριβῶς στὸ σημεῖο αὐτῆς τῆς γόνιμης ἀλληλεπίδρασης μεταξὺ τῆς διαχρονικῆς ἀλήθειας καὶ τῶν σύγχρονων προκλήσεων.

Ἡ κορύφωση αὐτῆς τῆς πορείας—ἡ παμψηφεὶ ἐκλογή του ὡς Ἀρχιεπισκόπου τῆς Ἁγιωτάτης Ἀρχιεπισκοπῆς Αὐστραλίας τὴν 9η Μαΐου 2019 ἀπὸ τὴν Ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, κατόπιν εὐμενοῦς προτάσεως τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου—ἀποτελεῖ τὴν τελεσφόρηση τῆς θεολογικῆς ἀνάπτυξης σὲ ἱστορικὸ καὶ ἐκκλησιολογικὸ ἐπίπεδο. Ἡ ἐνθρόνισή του τὴν 29η Ἰουνίου τοῦ ἰδίου ἔτους, παρουσία τῶν Ἀρχῶν τοῦ Αὐστραλιανοῦ Κράτους καὶ πολλῶν χιλιάδων πιστῶν, συνιστᾶ τὴ στιγμὴ ὅπου ἡ προσωπικὴ κλήση διασταυρώνεται μὲ τὸ συλλογικὸ βίωμα τῆς Ἐκκλησίας, φανερώνοντας ἔτσι τὴν κεντρικὴ θέση τῆς κοινοτικῆς διάστασης τῆς πίστεως στὴ θεολογικὴ θεώρηση.

Ὑπῆρξε καιρὸς ποὺ στὴν ὀνοματοδοσία τῶν χαρτογράφων ἡ Αὐστραλία λεγόταν Terra nullius, γῆ ἄδεια, δίχως ἀναγνωρισμένη ζωὴ καὶ παρουσία. Κι ὅμως, σ’ αὐτὸν τὸν ἀπέραντο τόπο, μὲ τὴν ἀχανῆ ἐνδοχώρα καὶ τὸν οὐρανὸ ποὺ μοιάζει νὰ μὴν τελειώνει ποτέ, ὁ Μακάριος ἔφτασε γιὰ νὰ σπείρει τὴν αἴσθηση τοῦ ἀνήκειν.

Τὸ ἔαρ τῆς ἐρήμου ἔρχεται σιωπηλά, ὡς σκιὰ νεφέλης. Δὲν ἀναγγέλλεται μὲ σαλπίσματα, οὔτε μὲ σημαῖες ποὺ ξεδιπλώνονται στὸν ἀέρα. Ἔρχεται μυστικά, σὰν τὶς ρίζες ποὺ σπρώχνουν τὴ γῆ ἀπὸ μέσα, ὥσπου μιὰ μέρα, ἐκεῖ ποὺ ἡ γῆ διψοῦσε, πίνει τὶς πρῶτες σταγόνες τῆς ἀναγέννησης. «Τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον ἐγεώργησας».

Ὁ Patrick White, ὁ πρῶτος Αὐστραλὸς συγγραφέας ποὺ τιμήθηκε μὲ τὸ Νόμπελ Λογοτεχνίας τὸ 1973, ἦταν βαθιὰ ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὴν πολυπολιτισμικὴ ἐμπειρία τῆς Αὐστραλίας καὶ ἰδιαίτερα ἀπὸ τὴ μεταναστευτική της διάσταση. Ἡ μεταπολεμικὴ ἑλληνικὴ μετανάστευση στὴν Αὐστραλία συνέπεσε μὲ τὴν πιὸ παραγωγικὴ περίοδο τοῦ White. Ὁ συγγραφέας παρατηροῦσε καὶ κατέγραφε τὴ διαδικασία τῆς πολιτισμικῆς προσαρμογῆς τῶν Ἑλλήνων μεταναστῶν, ἐνσωματώνοντας στοιχεῖα αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας στὸ ἔργο του.

Σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο, ἡ ἄφιξη καὶ τὸ ἔργο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Μακαρίου στὴν Αὐστραλία ἀποτελεῖ μιὰ στιγμὴ σύγκλισης τῆς πνευματικῆς καὶ πολιτισμικῆς ἱστορίας τῆς χώρας. Ἐνῶ ὁ White διερευνᾶ λογοτεχνικὰ τὴ μεταφύτευση τῆς εὐρωπαϊκῆς συνείδησης στὸ αὐστραλιανὸ τοπίο, ὁ Μακάριος βιώνει καὶ ὑλοποιεῖ αὐτὴ τὴ διαδικασία στὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ κοινωνικὴ πραγματικότητα.

Στὶς σελίδες τοῦ Patrick White, ἡ αὐστραλιανὴ ἐνδοχώρα μοιάζει ἀρχικὰ μὲ ἄνυδρη ἔκταση, ὅπου ὁ ἥλιος δὲν χαρίζεται στοὺς διαβάτες. Ἐκεῖ, οἱ ἥρωες μετροῦν βῆμα πρὸς βῆμα τὴν κούραση τῆς ὕπαρξης, ἀναζητώντας μιὰ ρωγμὴ στὴ γῆ γιὰ νὰ φυτρώσει τὸ σπόρο τῆς ἐλπίδας. Στὸν ἴδιο αὐτὸ τόπο—περισσότερο μιὰ μεταφορὰ γιὰ τὴν ἀνθρώπινη δίψα παρὰ ἕνα ἁπτὸ τοπίο—συναντοῦμε τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Αὐστραλίας Μακάριο, ὄχι σὰν ἀντιδιαστολή, ἀλλὰ σὰν συνέχεια αὐτῆς τῆς ἀνάγκης γιὰ ἕνα ἐσωτερικὸ ὕδωρ.

Ἐκεῖ ποὺ οἱ πλείονες τῶν ἀνθρώπων μιλοῦν γιὰ νὰ ἀκούσουν τὴ φωνή τους, ὁ Σεβασμιώτατος Αὐστραλίας μιλᾷ γιὰ νὰ διηγηθεῖ τὴν ἱστορία τοῦ Θεοῦ ἢ τὸν ἀντίλαλό Του μέσα στὴν Ἱστορία. Ἀπ’ ὁποιαδήποτε πλευρὰ τῆς διήγησης ὅμως κι ἂν ἀνεβεῖς στὴ βάρκα αὐτὴ δὲν θὰ βάλει νερά γιατί κι ὁ ἔνθεος θὰ ἀναγνωρίσει τὴ θεία πνοὴ κι ὁ ὁδοιπόρος τῆς ἀμφιβολίας τὴν εὐγένεια.

Ἡ ποιμαντικὴ φιλοσοφία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἐκδηλώνεται ὡς μιὰ τριμερὴς ἀρχιτεκτονικὴ διακονίας ποὺ διαπερνᾶ ὅλες τὶς διαστάσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς παρουσίας στὴν Αὐστραλία. Πρῶτον, ἡ ἐκπαιδευτικὴ μέριμνα ἀναδεικνύεται ὡς θεμελιώδης ἄξονας τῆς ἀρχιεπισκοπικῆς του θεώρησης, ἐκφραζομένη στὴν ἵδρυση τοῦ «Aetolian College» μὲ δεκατέσσερα παραρτήματα στὴν Πολιτεία τῆς Βικτωρίας, καὶ στὴν ἀναβάθμιση τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου. Ἡ προσέγγιση αὐτὴ ἀντανακλᾶ μιὰ βαθιὰ  ἀντίληψη ποὺ ἀναγνωρίζει τὴ γλῶσσα ὄχι ἁπλῶς ὡς ἐργαλεῖο ἐπικοινωνίας, ἀλλὰ ὡς ὀντολογικὸ φορέα παράδοσης καὶ ταυτότητας, καὶ τὴ θεολογικὴ παιδεία ὡς τὸ διαλεκτικὸ πεδίο ὅπου συναντῶνται ἡ ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια μὲ τὸν σύγχρονο προβληματισμό. Ἡ ἵδρυση τῆς Σχολῆς Βυζαντινῆς Μουσικῆς συμπληρώνει αὐτὴ τὴν ἐκπαιδευτικὴ τριάδα, ὑπογραμμίζοντας τὴ σημασία τῆς αἰσθητικῆς διάστασης στὴν πνευματικὴ ζωὴ—τὴν ἀναγνώριση ὅτι τὸ κάλλος ἀποτελεῖ δίοδο πρὸς τὴν ὑπερβατικὴ κατανόηση καὶ ἡ μουσικὴ γλῶσσα τῆς λατρείας μεταφέρει θεολογικὰ νοήματα πέραν τῶν ἐννοιολογικῶν περιορισμῶν.

Δεύτερον, ἡ κοινωνικὴ διακονία ἀναδεικνύεται ὡς ἡ πρακτικὴ ἔκφραση τῆς θεολογικῆς ἀλήθειας, μὲ τὴν ἵδρυση τοῦ παναυστραλιανοῦ συσσιτίου «Οἱ πέντε ἄρτοι» καὶ τὴ διεύρυνση τῆς κοινωνικῆς προσφορᾶς τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς στὴν τρίτη ἡλικία. Ἡ κοινωνικὴ μέριμνα ἐδῶ δὲν περιορίζεται στὴν ἠθικὴ ὑποχρέωση τῆς φιλανθρωπίας, ἀλλὰ ἀποκαλύπτεται ὡς ὀντολογικὴ προέκταση τῆς Εὐχαριστιακῆς θεολογίας—μιὰ ἐφαρμοσμένη ἀνθρωπολογία ὅπου ὁ ἄλλος, καὶ ἰδιαίτερα ὁ ἐμπερίστατος, ἀναγνωρίζεται ὄχι ὡς ἀντικείμενο ἐλεημοσύνης ἀλλὰ ὡς προσωπικὴ ἑτερότητα ποὺ κομίζει τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο. Παράλληλα, ἡ ἔναρξη προγράμματος ἐσωτερικῆς ἱεραποστολῆς γιὰ τοὺς μὴ ὀρθοδόξους πολίτες φανερώνει μιὰ διαλογικὴ προσέγγιση τῆς μαρτυρίας—τὴν πεποίθηση ὅτι ἡ αὐθεντικὴ μαρτυρία τῆς πίστεως δὲν ἐξαντλεῖται στὴν κατήχηση, ἀλλὰ πραγματώνεται ὡς ὑπαρξιακὴ πρόσκληση σὲ μιὰ ζωὴ κοινωνίας καὶ ἀγάπης.

Τρίτον, ἡ ἐκκλησιολογικὴ ἀναδιάρθρωση ποὺ ἐπετεύχθη μὲ τὴν ἔγκριση, κατόπιν εἰσηγήσεώς του, τοῦ νέου Συντάγματος ἀπὸ τὴν Ἁγία καὶ Ἱερὰ Σύνοδο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἀποτελεῖ τὴν κορύφωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ του ὁράματος. Ἡ ἵδρυση τῶν Ἱερῶν Ἐπισκοπῶν Καμπέρας, Μελβούρνης, Πέρθης, Ἀδελαΐδος, Βρισβάνης καὶ Χώρας, καὶ ἡ σύσταση τῆς Ἱερᾶς Ἐπαρχιακῆς Συνόδου ὡς τοῦ ἀνωτάτου διοικητικοῦ ὀργάνου τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, δὲν συνιστᾶ ἁπλῶς διοικητικὴ ἀναδιοργάνωση, ἀλλὰ ἐκκλησιολογικὴ πραγμάτωση τῆς συνοδικότητας—τῆς πεποίθησης ὅτι ἡ αὐθεντικότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἑδράζεται στὴ συλλογικὴ ἔκφραση τῆς πίστεως καὶ τὴν συνεργικὴ ἄσκηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς διακυβέρνησης. Ἡ θέσπιση τῆς ἐτήσιας παναυστραλιανῆς Ἱερατικῆς Συνάξεως ἐνισχύει περαιτέρω αὐτὴ τὴν συνοδικὴ διάσταση, καθιερώνοντας ἕνα φόρουμ διαλόγου καὶ ἀνταλλαγῆς ἐμπειριῶν μεταξὺ τοῦ κλήρου, ποὺ ὑπερβαίνει τοὺς γεωγραφικοὺς περιορισμοὺς τῆς ἀχανοῦς αὐστραλιανῆς ἠπείρου.

Ἡ πολιτιστικὴ διάσταση τῆς ἀρχιεπισκοπικῆς διακονίας, ἐκφραζομένη μέσω προγραμμάτων διάσωσης τῆς Ἑλληνικῆς Κληρονομιᾶς, ὅπως τὸ «Our people their stories», ἀναδεικνύει μιὰ νέα ἑρμηνευτικὴ προσέγγιση τῆς διασπορᾶς—τὴν ἀντίληψη ὅτι ἡ ἑλληνορθόδοξη παρουσία στὴν Αὐστραλία δὲν ἀποτελεῖ ἁπλῶς ἱστορικὸ συμβὰν ἢ κοινωνιολογικὸ φαινόμενο ἀλλὰ ζωντανὴ μαρτυρία ἑνὸς πολιτισμοῦ ποὺ συνεχίζει νὰ γονιμοποιεῖ τὸ παρὸν καὶ νὰ διαμορφώνει τὸ μέλλον. Ἡ κορύφωση αὐτῆς τῆς πολιτιστικῆς διακονίας ἦρθε μὲ τὶς λαμπρὲς ἐπετειακὲς ἐκδηλώσεις τοῦ 2024, ἐπὶ τῇ συμπληρώσει ἑκατονταετίας ἀπὸ τὴν ἵδρυση τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Αὐστραλίας, τὶς ὁποῖες ἐπεσφράγισε ἡ παρουσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου στὴν Πέμπτη Ἤπειρο. Ἡ καθολικὴ συμμετοχὴ τῆς Ὁμοσπονδιακῆς καὶ Πολιτειακῆς ἡγεσίας τῆς χώρας καὶ χιλιάδων πιστῶν στὶς ἐκδηλώσεις αὐτὲς ἐπιβεβαίωσε τὴν εὐρύτερη ἀναγνώριση τῆς συμβολῆς τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὸν πνευματικὸ καὶ πολιτιστικὸ πλοῦτο τῆς πολυπολιτισμικῆς αὐστραλιανῆς κοινωνίας.

Ἐν κατακλεῖδι, ἡ ἀρχιεπισκοπικὴ διακονία του στὴν Ὠκεανία ἀναδεικνύεται ὡς μία ὁλιστικὴ προσέγγιση ποὺ συνθέτει τὴν ἐκπαιδευτικὴ μὲ τὴν κοινωνικὴ μέριμνα, τὴν ἐκκλησιολογικὴ ἀναδιάρθρωση μὲ τὴν πολιτιστικὴ ἀναγέννηση, τὴν θεωρητικὴ σύλληψη μὲ τὴν πρακτικὴ ἐφαρμογή. Μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸ πρίσμα, ἡ πορεία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας ἀποκαλύπτεται ὡς ὑπαρξιακὴ μαρτυρία μίας Ἐκκλησίας πού, στὸ πέρασμα ἑνὸς αἰώνα παρουσίας στὴν Πέμπτη Ἤπειρο, συνεχίζει νὰ διαλέγεται δημιουργικὰ μὲ τὴν ἱστορία, νὰ θεραπεύει ὑπαρξιακὲς ἀναζητήσεις, καὶ νὰ μαρτυρεῖ τὴν ἐσχατολογικὴ ἀλήθεια στὴν καρδιὰ τοῦ σύγχρονου κόσμου.

Ἡ τιμητικὴ ἀναγόρευση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Αὐστραλίας Μακαρίου σὲ Ἐπίτιμο Διδάκτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἐθνικοῦ καὶ Καποδιστριακοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν ἀποτελεῖ πράξη ἀναγνώρισης τῆς τριαδικῆς περιχώρησης ἐπιστήμης, ἐκκλησίας καὶ κόσμου ποὺ ἐνσαρκώνει ἡ διακονία του. Στὸ πρόσωπό του, ἡ ἀκαδημαϊκὴ θεολογία συναντᾶ τὴν ἀπτὴ λειτουργικὴ μυσταγωγία, καθὼς ἡ λογικὴ ὀντότητα τῆς ἐπιστήμης μεταλαμβάνει ἀπὸ τὴν ἀποφατικὴ γλώσσα τῆς ἐμπειρίας. Αὐτὴ ἡ περιχωρητικὴ κίνηση μεταξὺ ἐπιστητοῦ καὶ ἀρρήτου, διδασκαλίας καὶ ἐμπειρίας, λόγου καὶ σιωπῆς, παραπέμπει στὸ ἀρχέτυπο τῆς ἐκκλησιαστικῆς συνέχειας, ποὺ ἀκολουθεῖ τὸν ρυθμὸ τοῦ Τριαδικοῦ παραδείγματος. Ἡ θεσμικὴ ἀναγνώριση αὐτῆς τῆς θεολογικῆς συν-κίνησης, ποὺ ὑπερβαίνει τὰ ὅρια τῆς ἀκαδημαϊκῆς συμβατικότητας, ἀποτελεῖ κατάφαση στὸ θεμελιῶδες ἀξίωμα ὅτι, ἡ αὐθεντικὴ θεολογία εἶναι πάντοτε φιλοκαλικὴ—ἀγάπη τοῦ κάλλους ποὺ ἀντανακλᾶ τὴν ἀρχέγονη ὡραιότητα τῆς θείας δημιουργίας.

Μὲ τὴν κοινὴ πρόταση τῶν δύο Τμημάτων της, ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ δηλοποιεῖ ὅτι, ἡ θεολογικὴ παιδεία, ὅταν ὑπερβαίνει τὸν πειρασμὸ τῆς αὐτοαναφορικότητας, καθίσταται ἐκκλησιολογικὸ γεγονός. Ἐπιστρέφοντας στὴ μήτρα τῆς θεολογικῆς του διαπλάσεως, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος διαγράφει ἕναν κύκλο ποὺ ἐκφράζει τὴν πνευματικὴ ἐπιστροφὴ πρὸς τὶς πηγές—ὄχι ὡς ἀρχαιοδιφικὴ ἀναζήτηση τοῦ παρελθόντος ἀλλὰ ὡς ζωοποιὸς ἀνάδυση τῆς πατερικῆς παραδόσεως στὸ παρόν. Καὶ τοῦτο διότι ὁ αὐθεντικὸς θεολογικὸς λόγος δὲν συνιστᾶ εὐθύγραμμη διαδρομὴ διανοητικῆς κατάκτησης, ἀλλὰ μυστικὴ περιχώρηση ἀπὸ τὴ θεολογικὴ γνώση στὴν ὑπαρξιακὴ κένωση καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὴν θεοπτικὴ ἀνάβαση—ἕνας ἱερὸς κύκλος ποὺ οὐδέποτε ὁλοκληρώνεται, ἀλλὰ διανοίγεται πρὸς τὸ «ἄρρητον μυστήριον» τῆς θείας ἀγάπης, ποὺ ἀκατάπαυστα δημιουργεῖ, ἀνακαινίζει καὶ μεταμορφώνει, ἀναγγέλλοντας αἰωνίως, «Ἰδού καινὰ ποιῶ τά πάντα».

Σεβασμιώτατε, θερμὰ συγχαρητήρια!

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ