ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ «SPECIAL COMMISSION»
ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ «ΕΙΔΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ»
ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟ «ΠΣΕ»
Τοῦ Μ. Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Τσέτση
Ὅσο καί ἄν σέ πολλούς ὀρθόδοξους κύκλους ὑπάρχει διάχυτη ἡ ἐντύπωση ὅτι ἡ Οἰκουμενική Κίνηση ξεκίνησε στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰῶνος μέσα ἀπό τά σπλάγχνα τῆς Διαμαρτυρήσεως, ὡς συνέπεια τῆς ἐσωτερικῆς κρίσεως τοῦ προτεσταντικοῦ κόσμου, καί ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι προσεχώρησαν στήν “παμπροτεσταντική” αὐτή Κίνηση ἐκ τῶν ὑστέρων, ὑπάρχει μιά ἀλήθεια πού δέν μπορεῖ νά ἀμφισβητηθεῖ. Ὅτι δηλαδή, ἡ ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, εἰδικώτερα δέ τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν (ΠΣΕ), εἶναι στενά συνυφασμένη μέ τήν Ὀρθοδοξία.
Καθώς εἶναι γνωστό, ἡ πρώτη ἐπίσημη πρότασις ἱδρύσεως μιᾶς “Κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν”, κατά τό πρότυπο τῆς “Κοινωνίας τῶν Ἐθνῶν” (League of Nations), προῆλθε ἀπό τήν καθ΄ἡμᾶς Ὀρθόδοξο Ἀνατολή. Ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τό ὁποῖο, ἐν ἔτει 1920, μέ τήν περιώνυμη Ἐγκύκλιό του “Πρός τάς Ἁπανταχοῦ Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ”, ἀφοῦ διατύπωνε τήν πεποίθηση ὅτι οἱ θεολογικές διαφορές δέν ἔπρεπε νά ἀποτελοῦν κώλυμα γιά τήν προσέγγιση καί συνεργασία τῶν Ἐκκλησιῶν, στόν ἠθικοκοινωνικό κυρίως τομέα, τασσόταν ὑπέρ τῆς θεσμικῆς ἐκφράσεως τῆς συνεργασίας αὐτῆς, στά πλαίσια, ἀκριβῶς, μιᾶς “Κοινωνίας Ἐκκλησιῶν”. Κοινωνίας, ὑπό τήν ἔννοια τοῦ “συνασπισμοῦ” (league), καί ὄχι ὑπό τήν ἐκκλησιολογική της σημασία, ὡς “κοινωνίας ἐν τοῖς μυστηρίοις”. Ὅπως παρατηροῦσε ὁ ἐκ τῶν πρωτοπόρων τῆς Κινήσεως αὐτῆς καί πρῶτος Γενικός Γραμματεύς τοῦ ΠΣΕ, Willem A. Visser t’ Hooft, “ἡ Ἐκκλησία Κωνσταντινουπόλεως ὑπῆρξε ἀπό τίς πρῶτες στήν νεώτερη ἱστορία πού ὑπέμνησε στήν χριστιανωσύνη ὅτι θά ἦταν αὐτή ἀπειθής στή βούληση τοῦ Διδασκάλου καί Σωτῆρος της, ἄν δέν ἐπιζητοῦσε νά δείξῃ στόν κόσμο τήν ἑνότητα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ…Ἡ Κωνσταντινούπολις, τόνιζε ὁ Visser t’ Hooft, ἐξήγγειλε τήν σύναξη τῶν χριστιανῶν”.
Κατά τήν εἰκοσαετία πού ἀκολούθησε τήν ἐξαπόλυση τῆς Ἐγκυκλίου αὐτῆς, καί μετά τήν ἵδρυση τῶν διαχριστιανικῶν κινήσεων “Πίστις καί Τάξις” καί “Ζωή καί Ἐργασία”, – ἀπό τήν συγχώνευση τῶν ὁποίων προέκυψε ἐκ τῶν ὑστέρων τό ΠΣΕ-, ὅλες οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, μέ ἐξαίρεση τήν τότε ἐμπερίστατη καί ἀποκομμένη ἀπό τό λοιπό χριστιανικό κόσμο Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας, εἶχαν ἐνεργό συμμετοχή στήν νεοεμφανισθεῖσα Οἰκουμενική Κίνηση. Ἐνῶ, πολλοί διάσημοι ὀρθόδοξοι ἱεράρχαι καί θεολόγοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ὅπως οἱ Μητροπολῖται Θυατείρων Γερμανός καί Νόβι-Σάντ Εἰρηναῖος, καί οἱ καθηγηταί Χρυσόστομος Παπαδόπουλος (ὁ μετέπειτα Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν), Ἁμίλκας Ἀλιβιζᾶτος, Σέργιος Μπουλγκάκωφ, Γεώργιος Φλορόβσκυ καί Στέφανος Ζάνκωφ, ὑπῆρξαν ἀπό τούς κορυφαίους καί ἐπιφανεῖς ἡγέτες τῆς Κινήσεως αὐτῆς.
Ὡστόσο, κατά τήν ἱδρυτική Συνέλευση τοῦ ΠΣΕ στό Ἄμστερνταμ (1948), συμμετεῖχαν μόνο τρεῖς ἑλληνικές Ἐκκλησίες, συγκεκριμένα δέ, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο καί οἱ Ἐκκλησίες Κύπρου καί Ἑλλάδος. Καί τοῦτο διότι οἱ εὑρισκόμενες τήν ἐποχή ἐκείνη ἐπέκεινα τοῦ “Σιδηροῦ Παραπετάσματος” Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, περισσότερο ἀπό πολιτική σκοπιμότητα, παρά γιά θεολογικούς ἤ ἐκκλησιολογικούς λόγους, ἀρνήθηκαν νά παραστοῦν στήν Συνέλευση. (Νά μή λησμονηθῇ ὅτι κατά τήν μεταπολεμική ἐκείνη ἐποχή, ὁ ψυχρός πόλεμος μεταξύ Ἀνατολικῆς Εὐρώπης καί Δυτικοῦ Κόσμου βρισκόταν στό ἀπόγειό του). Σημειωτέον ὅτι τά πρεσβυγενῆ Πατριαρχεῖα Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καί Ἱεροσολύμων εἶχαν μέν ἀποδεχθεῖ τήν πρόσκληση συμμετοχῆς, χωρίς ὅμως νά στείλουν ἀντιπροσώπους.
Μέ τόν καιρό, τά ἐμπόδια παραμερίσθηκαν, οἱ παρεξηγήσεις διασκεδάσθηκαν, καί βοηθοῦντος τοῦ εὐνοïκοῦ ἀνέμου πού ἄρχισε νά πνέῃ βαθμιαία στίς σχέσεις Ἀνατολῆς-Δύσεως, ὅλες οἱ πέραν τοῦ Παραπετάσματος Αὐτοκέφαλες καί Αὐτόνομες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, μεταξύ τῶν ἐτῶν 1961 καί 1966, προσχώρησαν στό ΠΣΕ. Νά σημειωθῇ ὅτι ἡ Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία Ἀλβανίας, πού γιά τούς γνωστούς πολιτικούς καί ἰδεολογικούς λόγους, μέχρι τό 1990 ἦταν ἀποῦσα ἀπό τό διορθόδοξο καί διαχριστιανικό προσκήνιο, ἔγινε μέλος τοῦ ΠΣΕ, ὅπως καί τοῦ Συμβουλίου Εὐρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν (ΚΕΚ), τό 1994, λίγο μετά τήν, μερίμνῃ τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἐκ βάθρων ἀνασύστασή της.
Οἱ ὀρθόδοξοι ἀνέκαθεν εἶχαν ἐπιφυλάξεις ὡς πρός αὐτή ἤ ἐκείνη τήν δραστηριότητα τοῦ ΠΣΕ, καί ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν ἀσκοῦσαν κατ’αὐτοῦ ἐποικοδομητική κριτική. Ἄλλοτε ὑποτονισμένα καί ἄλλοτε πιό ἔντονα. Ἡ κριτική ὅμως αὐτή, κατά τήν δεκαετία τοῦ 1990 ἄλλαξε χαρακτῆρα καί πῆρε ἄλλες διαστάσεις, κυρίως στά Ἀνατολικά διαμερίσματα τῆς Εὐρώπης μετά τήν πτώση τοῦ Κομμουνισμοῦ, συγκεκριμένα δέ στήν Ρωσσία, τήν Σερβία, τήν Γεωργία καί τήν Βουλγαρία.
Πράγματι στίς χῶρες αὐτές τοῦ τέως “Ἀνατολικοῦ Μπλόκ”, διάφοροι θεμελιοκρατικοί κύκλοι, κυρίως Παλαιοημερολογιτικοί, σέ μιά προσπάθεια προσηλυτισμοῦ τῶν πιστῶν καί ἑδραιώσεως τῆς δικῆς τους παρασυναγωγῆς, ἄρχισαν μιά ἔντονη ἐκστρατεία κατά τῆς ἡγεσίας τῶν κανονικῶν Ἐκκλησιῶν, ἐπικρίνοντας ἐπισκόπους καί θεολόγους των γιά “θεολογικές ὀλισθήσεις” καί “οἰκουμενιστικά ἀνοίγματα”, καί ἀπαιτῶντας τόν τερματισμό ὁποιασδήποτε ἐπαφῆς μέ τόν Δυτικό χριστιανικό κόσμο καί τήν ἀποχώρησή τους ἀπό τά θεσμικά ὄργανα τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως. Πρᾶγμα τό ὁποῖο ἐπετεύχθη στήν Βουλγαρία καί τήν Γεωργία, ὅπου οἱ ἐμπερίστατες καί εὐάλωτες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῶν χωρῶν αὐτῶν, πού βρίσκονταν ἀντιμέτωπες μέ ἀποσταθεροποιητικές ἐνέργειες ἐνδογενῶν καί ἐξωγενῶν πολιτικο-εκκλησιαστικῶν παραγόντων, ἀναγκάσθηκαν νά ἀποχωρήσουν ἀπό τό ΠΣΕ καί τό ΚΕΚ. Ἐξ οὗ, λοιπόν, καί τό αἴτημα τῶν Ἐκκλησιῶν Ρωσίας καί Σερβίας πρός τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, νά κινητοποιήσῃ τόν συνήθη διορθόδοξο μηχανισμό, προκειμένου ὅπως βοηθήσῃ στήν ἐξεύρεση τρόπων βελτιώσεως τῶν ὅρων συνεργασίας τῶν Ὀρθοδόξων μέ τό ΠΣΕ, καί συντελέσῃ τοιουτοτρόπως στήν διασφάλιση τῆς ἐκκλησιαστικῆς εἰρήνης καί τήν ἀναχαίτιση τῶν διαβρωτικῶν ἐνεργειῶν τῶν ἀντιδυτικῶν ἐκείνων παραγόντων, οἱ ὁποῖοι ὑπονόμευαν τό κῦρος τῆς κανονικῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἐπ’ ἐλπίδι προσεταιρισμοῦ τῶν πιστῶν της.
Χωρίς ἀμφιβολία, ἡ Διορθόδοξος Συνάντησις τῆς Θεσσαλονίκης ἀποτέλεσε σημαντικό σταθμό στήν ἱστορία τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, ἰδιαίτερα δέ τοῦ ΠΣΕ, καί συνετέλεσε ὅπως, γιά πρώτη φορά ἔπειτα ἀπό πέντε δεκαετίες, ἡ ἑτέρα πλευρά πράγματι τείνῃ εὐήκοον οὖς πρός τούς ὀρθοδόξους καί λάβῃ δρακόντεια μέτρα προκειμένου νά προλάβῃ μιά κρίση πού θά μποροῦσε νά ἀποβῇ μοιραία γιά τό Συμβούλιο.
Καθώς τονίσθηκε ἀνωτέρω, προβλήματα στήν ὅλη πορεία τοῦ ΠΣΕ πάντοτε ὑπῆρχαν. Καί ἀσφαλῶς δέν θά λείψουν στό μέλλον, λόγῳ τῆς ἰδιαιτερότητος τοῦ ὀργανισμοῦ αὐτοῦ. Ὅπως δέν θά λείψουν καί ἀπογοητεύσεις μπροστά στή βραδυπορία τοῦ πολυμεροῦς θεολογικοῦ διαλόγου πού διαξάγεται στά πλαίσιά του. Ἐν τούτοις, πρέπει νά ὁμολογηθῇ ὅτι τό ΠΣΕ, παρά τίς δυσκολίες πού παρουσιάζει, εἶναι ἕνα πολύτιμο ὄργανο συμφιλιώσεως, ἕνας μοναδικός χῶρος, ὅπου παρέχονται εὐκαιρίες συναντήσεως, ἀλληλογνωριμίας καί ἀλληλοεκτιμήσεως τῶν χριστιανῶν. Σέ μιά ἐποχή δέ ραγδαίων κοσμογονικῶν ἀνακατατάξεων, κατά τήν ὁποία ἡ χριστιανική θρησκεία βάλλεται πανταχόθεν καί ἀπό παντοίου εἴδους πολέμιους, ἡ συμμετοχή τῆς Ὀρθοδοξίας στήν Οἰκουμενική Κίνηση καί τά θεσμικά της ὄργανα, ἀποτελεῖ ὄχι μόνο ἕνα εὐεργετικό κέντρισμα, ἀλλά καί ὑπόμνηση ὅτι ἄν πράγματι ἑμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι θέλουμε νά διαδραματίσουμε κάποιο ρόλο, στή διάπλαση τῆς κοινωνίας τοῦ μέλλοντος, (ρόλο τόν ὁποῖο εὐκαίρως- ἀκαίρως διεκδικοῦμε μέ ἐπίσημα κείμενα ἤ ἀνεπίσημες δηλώσεις), εἶναι ἀνάγκη νά βγοῦμε ἀπό τά στεγανά πλαίσια μέσα στά ὁποῖα ἐγκλωβίσαμε τόν ἑαυτό μας καί νά πλησιάσουμε τούς “ἄλλους”. Τούς χριστιανούς τῆς Δύσεως (ὁπουδήποτε καί ἄν εὑρίσκεται γεωγραφικά ἡ Δύση αὐτή), τούς ὁποίους, μέχρις ἐσχάτων, γνωρίζαμε μόνο ἀπό τά ἐγχειρίδια τῆς Ἀπολογητικῆς ἤ τῆς Πολεμικῆς, ὅπως εὔστοχα παρατηροῦσε κάποτε ὁ μακαριστός καθηγητής Ἰωάννης Καλογήρου.
Δέν χωρεῖ ἀμφιβολία ὅτι ἡ ὁδός ἡ ἄγουσα πρός τήν χριστιανική ἑνότητα εἶναι δύσβατος καί κοπιώδης, δοθέντος ὅτι δέν εἶναι εὔκολο νά παρακαμφθοῦν θεολογικές ἔριδες καί ποικίλες ἄλλες ἐκκλησιαστικο-πολιτικές διαμάχες πού συσσωρεύθηκαν διά μέσου τῶν αἰώνων. Μολαταῦτα, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δέν ἀποθαρρύνεται. Ἀλλά πιστεύοντας ὅτι, ὡς φορεύς καί μάρτυς τῆς πίστεως καί τῆς παραδόσεως τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, κατέχει κεντρική θέση στήν ὑπόθεση τῆς προωθήσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος, (Γ΄ Προσυνοδική Διάσκεψις), ἐπιδιώκει καί καλλιεργεῖ τόν διαχριστιανικό διάλογο, σέ μιά ἠθελημένη προσπάθεια ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, καί, καθώς ἔλεγε ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός στή Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας-Φερράρας, τῆς ἐπανόδου ὅλων “εἰς τόν καιρόν ἐκεῖνον, καθ’ὅν ἡνωμένοι ὄντες, τό αὐτό πάντες ἐλέγομεν καί οὐκ ἦν ἐν ἡμῖν σχίσμα.”