10η ΑΠΡΙΛΙΟΥ: Αείμνηστος δόξης, Αείρροος πόνου, Αείζωος ιστορίας, Αειμακάριστος του Γένους, Αειφεγγής της ανθρωπότητος, ως Αειφανής του παραλόγου και Αεί διδάσκουσα την αδικίαν.
Ταπεινό κείμενο μνήμης της 10ης Απριλίου και αγάπης προς τον Παναγιώτατον Οικουμενικόν Πατριάρχην μας κ.κ. Βαρθολομαίο, «μαγειρεμένο» με την κορωνίδα της κράσης του Ευαγγελικού λόγου με εκείνο του ποιητικού, το οποίο επίσης είναι το αγαπημένο Του «μπαχαρικό» στο « μαγείρεμα» της αθάνατης Ρωμαίηκης γλώσσης. Είναι δημιούργημα «κεντήματος» ψυχής για την μαρτυρική στιγμή της Κλειστής Πύλης, την αιώνιο, την Πασχαλινή 10η Απριλίου. Οι «βελονιές» είναι μετρημένες με τον αμέτρητο στοχασμό της Σαρακοστιανής ησυχίας. Αν κάπου υπάρχει «στραβοβελονιά» ας την συγχωρέσει γιατί αφ ενός μεν αυτή στάζει πόνο και αφ ετέρου ο «κεντητής», είναι ερασιτέχνης κειμενογράφος και υπηρέτης Του. Είναι Αυτός εξάλλου ο εμπνευστής του, διότι ως νεανίας Χαλκίτης σπουδαστής ξεκίνησε να «μαγειρεύει» την ψυχή Του με αυτά τα δύο κατ΄ εξοχήν Ρωμαίηκα υλικά, την Χριστιανική υμνογραφία και την Νομπελική Ελληνική ποίηση, τα μόνα με τα οποία μπορούμε ν΄αγγίξουμε ανέγγιχτα την Θηλιά του μαρτυρικού Γεγονότος. Όπως πάντα θέτει υπό κρίση την δυσκολότροπο, δοκιμασία δημόσιας έκφρασης του εσωτερικού αληθινού κόσμου του σε εποχή που αυτή τίθεται εν αμφιβόλω με τις κάθε είδους σκόπιμες σιωπές, ύπουλες ομιλίες και κραυγές συμφέροντος.
Κωνστανίνος Β. Τερψίδης
Ακούραστα και υπερήφανα δηλών: Καππαδόκας Ρωμηός.

Μαρτυρικόν και κατά την 10η Απριλίου Φανάριον,
…«μία δὲ κλίνη κενὴ φέρεται ἐστρωμένη τῶν ἀφανῶν»… (1) στην Κεντρική Πύλη σου. «ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος, καὶ οὐ στηλῶν μόνον ἐν τῇ οἰκείᾳ σημαίνει ἐπιγραφή, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ μὴ προσηκούσῃ ἄγραφος μνήμη παρ᾽ ἑκάστῳ τῆς γνώμης μᾶλλον ἢ τοῦ ἔργου ἐνδιαιτᾶται.»(1)
Σεβαστή μοι Πολύπαθη και Μαρτυρική Αγία της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησία,
10η Απριλίου. Ήρθε και φέτος η από του αιώνος εις τους αιώνας Άγια ώρα, δυστυχώς μόνη, να τελέσεις την δέηση με το… «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος» στον Πρωτομάρτυρά σου, ο την του Αγίου Πάσχα 10η Απριλίου 1821 ανακαινισθέντος. Εκείνου ο οποίος ακολούθησε στον χορό της Σταυρικής ένδοξης αγχόνης σου τον πρωτοχορευτή σου, Κύριλλο Λούκαρη (1639), τους ακόλουθούς Του, Παρθένιο (1650) και Γαβριήλ (1652), για να κλείσει τον «χορό» Αυτός, ο την 10η Απριλίου «χορέψας» αρχάγγελος, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄, ο κατά κόσμον Αγγελόπουλος. Ο Αγέρωχος Αποχαιρετιστής της Κεντρικής Θρονικής Πύλης, του πρώτου Γολγοθά Του.
Κατηγορείται ως ανάξιος ο Υπεράξιος, ως βλάσφημος ο Ευλαβής, ως διαφθορεύς ο Προστάτης, ως καταχθόνιος ο Τίμιος, ως αχάριστος ο Ευγνώμων, ως ραδιούργος ο Σκεπτόμενος, ως αλόγιστος ο Φρόνιμος, ως αδιανόητος ο Εύλογος. Φυλακίζεται μα δεν εξοστρακίζεται. Του προτείνουν εξισλαμισμό, τον εμπτυσμό της Ιεράς Πίστης της Ρωμηοσύνης Του. «Κάμετε το έργο σας, ο Πατριάρχης των Χριστιανών αποθνήσκει Χριστιανός.» Τον μαστίγωσαν, τον κλώτσησαν, τον πλήγωσαν μα δεν τον πλησίασαν. Τον έβρισαν, τον χλεύασαν, τον πετροβόλησαν μ΄ Αυτός καθάριος από την Σαρακοστιανή νηστεία. «Ἀδάμας ὡς στεῤῥὸς, ὡς ἀκλόνητος πύργος, ὥς ἄκμων ἀκαμπὴς, προσβολαῖς τῶν ἀνόμων, ὑπήνεγκάς» στα μαρτύριά του. Τελευταία βαρκάδα στον Κεράτιο. Πλημμυρίδα τα πλεούμενα της αλλοπαρμένης συνοδείας του. Ο μόχθος τους προκαλεί ρόχθο μα το αποκαμωμένο κορμί ήρεμο οδηγείται στην μεγάλη δοκιμασία και πρόκληση· να τεντώσει το σχοινί του Γολγοθά Του. «Δοξάρι είμαι στα χέρια σου Κύριε, τέντωσέ με αλλιώς θα σαπίσω. Μη με παρατεντώσεις Κύριε θα σπάσω. Παρατέντωσέ με Κύριε κι ας σπάσω» (2). «…Τότε οἱ στρατιῶται τοῦ ἡγεμόνος παραλαβόντες τὸν Ἰησοῦν εἰς τὸ πραιτώριον συνήγαγον ἐπ᾿ αὐτὸν ὅλην τὴν σπεῖραν·…» (3). Αλλόθρησκοι, αλλοπρόσαλλοι συνθεατές με Αγγέλους που εξαγνίζουν την αγχόνη και συγχορεύουν με την ψυχή του. «Κρεμᾶν Πατριάρχην, ἐν τῶ ξύλῳ παραφρονούντες». Πράγματι, δεν ήξεραν τι έκαναν όταν Πασχαλιάτικα κρέμασαν στον Γολγοθά σου, στην Πύλη την αγίαν σου, τον Δεσπότη σου, αυτόν που αρνήθηκε να σε εγκαταλείψει. «Μη με προτρέπετε εις φυγήν, μάχαιρα θα διέλθη τας ρύμας της Κωνσταντινουπόλεως και των λοιπών πόλεων των χριστιανικών επαρχιών. Υμείς επιθυμείται, εγώ μετημφιεσμένος να καταφύγω… ουχί! Εγώ δια τούτω είμαι πατριάρχης, όπως σώσω το έθνος μου… ο θάνατός μου ίσως επιφέρει μεγαλυτέραν οφέλειαν από την ζωή μου…». Προφητικά θα συνεχίσει: «Ναι, ας μη γίνω χλεύασμα των ζώντων. Δε θα ανεχτώ ώστε εις τας οδούς της Οδησσού, της Κέρκυρας και της Αγκώνος, διερχόμενον εν μέσω των αγύιων, να με δακτυλοδεικτούσι λέγοντες, Ιδού έρχεται ο φονεύς πατριάρχης.» (4). Επί τρείς ημέρες με το εγκόλπιο της αιώνιας δόξης επί του τραχήλου του, την Θεόπλεκτο ΘΗΛΙΑ, και με παρέα τους αγγέλους τριγυρίζει στους τόπους που αγάπησε. «Προς τους ανθρώπους τα χέρια απλώνει, και κανείς δεν τη βοηθά.». Την τρίτη ημέρα θ΄αρχίσει τη πορεία από τα εγκόσμια προς τα υπερκόσμια, προς την ουράνια μονή. Οι άγγελοι τελούν το τριήμερο μνημόσυνο για να τον ανακουφίσουν, να τον προετοιμάσουν για την αχρείαστη γι αυτόν Κρίση. Αυτός όμως θα τους επικαλεστεί στην προσευχή του. «Κύριος, ο Θεός των δυνάμεων, ο μέγας και φοβερός, ο πλούσιος και υπεράγαθος, ο ελεήμων και εύσπλαγχνος, σκύψε και άκουσέ με τον αχρείο και αμαρτωλό… Να μη δη η ψυχή μου, Κύριε, τον ζόφο των δαιμόνων…ούτε όταν ψυχορραγώ, ούτε όταν ανεβαίνη η ψυχή μου στον αιθέρα… Αλλά την ώρα εκείνη του τέλους μου, βασιλιά μου άγιε, τρισάγιε, και δοξασμένε, στείλε μου το έλεος και την αλήθεια Σου. Στείλε κείνη τη μέρα, Θεέ μου…τους μεγάλους και λαμπρούς ταξιάρχες…για να συντρίψουν τον αχόρταγο δράκοντα του άδη…και ποθεί ν’ αρπάξη και να καταπιή όποιον ζη μ’ ευσέβεια… Μη μου αποστρέψης τη δέηση, εύσπλαγχνε. Αμήν.».
Πέρασε το τριήμερο ξεκινάει η περιήγηση στον Παράδεισο! Ενδύεται, με 800 Οβριά αργύρια, χλαμύδα μεταθανάτιου μαρτυρίου. «…Και αφού τον εγύμνωσαν από τα ενδύματά του, τον ενέδυσαν με κόκκινον μανδύαν, δια να τον εμπαίξουν…» (3). Σέρνουν αγκομαχώντας τον Δρομέα του μαρτυρίου. Βογγάει η αδικία, η ασπλαχνία, ο θάνατος. Το άψυχο αιμοσταγές Μανιάτικο κορμί σταλάσει ίδρωτα! αφήνοντας ζωντανό, ανεξίτηλο αιώνιο ίχνος ψυχικής δροσιάς και λεβεντιάς. Χορεύει αγέρωχο Τσάμικο χορό στα χιλιοπάτητα Ρωμαίηκα σοκάκια του μαρτυρικού πολυαγάπητου Φαναριού κτυπώντας με τα πόδια τις Ουράνιες Πύλες, ενώ οι αιμοδιψείς ακόλουθοι σέρνονται ως γυμνοσάλιαγκοι αφήνοντας ίχνος ανίχνευτο, ασυγχώρητο. Σύντομα θα τον ακολουθήσουν στον χορό και οι συνκυρηναίοι Ιεράρχες από την Αγχίαλο, την Έφεσο, την Νικομήδεια, τα Θεραπειά, την Θεσσαλονίκη, την Αδριανούπολη, τον Τύρναβο… Η Ρωμηοσύνη πρωτοθρηνεί μπροστά στην σπαραζοκράζουσα Θεόκλειστη Πύλη του Φαναριοφυλακίου της. «Που μ΄ αφήνεις μόνη;». Αυτός ήρεμος την καθησυχάζει: «Μη φοβάσαι! Θα ‘ρθουν άλλοι να κάτσουν στο στασίδι μου με αγάπη «τὸν Κύριον ὑμνοῦντες καὶ ὑπερυψοῦντες εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας». Της μοίρας γραφτό η Ρωμηοσύνη, να δευτεροθρηνήσει και στο ακολούθημα, στα άπονα περίγυρα ορθάνοικτα καλντερίμια του. Θρηνο-υμνεί Αυτόν που χαιρέτησε την Πύλη μελλοθάνατος, δεόμενος προς τον Κύριον και Θεόν του. Καρδιοσπαράζει γιατί πρέπει να την αποχαιρετήσει μεταθανάτιος ακολουθώντας τον Επιτάφιό Του με ακίνητη υψιτενή την κεφαλή. «…Καὶ ἐμπτύσαντες εἰς αὐτὸν… καὶ ὅτε ἐνέπαιξαν αὐτῷ,… οἱ παραπορευόμενοι ἐβλασφήμουν αὐτὸν κινοῦντες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν…». (3). Μαύρη καταιγίδα οι ύβρεις και οι χλεβασμοί απ΄ το αιμοβόρο «άγημα» της μοίρας Του μα τα πτύσματά τους δεν Τον αγγίζουν· «ὑπέμεινεν, ὑπὸ γένους ἀσεβοῦς, ἀθῶος ὡς ἐνοχος». Λιθοβολούν το κορμί, μα η ψυχή είναι αγγελοφύλακτη. Προσπαθούν να σβήσουν την κάτασπρη Αρκαδιότικη λαμπάδα, μα ο Θεός την κρατά στα χέρια Του. Άσβηστη, στάζει το αιώνιο χνάρι αίματος στο διάβα της ιστορίας της, αστραποφέγγει τα σκοτάδια, μοσχοβολά η αιώνια δόξα Του. Τον υμνεί με τα λόγια: «Σ΄ ευχαριστώ Θεέ μου γιατί μ΄ αξίωσες να πάω εκεί που με καλεί ο νους μου, ο μέγας κλήρος του έθνους κι Εσύ, ο πατήρ ο ουράνιος, ο μάρτυς των ανθρωπίνων πράξεων».
Ολοκλήρωσε με το καλύτερο τον προορισμό Του. «…τὸ δ᾿ αὐτὸ καὶ οἱ λῃσταὶ οἱ συσταυρωθέντες αὐτῷ ὠνείδιζον αὐτόν…» (3). Δεν σταματά μήτε κοντοστέκεται. Προχωρεί. Κατεβαίνει προς της κορυφή του δεύτερου Γολγοθά Του. Προορισμός Του ν΄ ανάψει το ιερό καντήλι στην Κεράτιο ασημοκολυμβήθρα Του. Κατεβαίνει «τὴν εἰς ἅδου κάθοδον». Ποιος είδε νεκρό να σέρνει τον θάνατο στον πνιγμό με τον Αναστάσιμο Ύμνο; «Ότε κατήλθες πρός τον θάνατον, η ζωή η αθάνατος, τότε τόν άδην ενέκρωσας τη αστραπή της θεότητος». Κατεβαίνει με τον ολόθερμο Αγγελικό Ύμνο: «Άγιος ο Θεός, άγιος Ισχυρός, άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς.» στα παγωμένα του χείλη. Κατεβαίνει για να ξεπλύνει σ΄ αυτήν τις τελευταίες σταγόνες αίματος, ιδρώτα και… τα αμαρτήματα της ακολουθίας Του! Να εισέλθει στον πυθμένα της Καθάριος, με φωτοστέφανο φυκιάδας. Είναι η Διακαινήσιμος πρώτη εβδομάδα του Εκκλησιαστικού έτους, κατά την αρχαία εκκλησία, και ο Παντοκράτορας Θεός τον έχει προσκαλέσει σε πλούσιο τιμητικό γεύμα.
Η Αναστάσιμη πορεία του θα συνεχιστεί στην Ολβία Ποντική, το Φιλικό Μαυροθαλασσίτικο μαργαριτάρι της πονεμένης Οδησσού όπου τον περιμένει το σαρανταήμερο μνημόσυνο. Όλο το Γένος παρακαλεί τον Θεό ώστε η ψυχή του να μεταφερθεί στον Παράδεισο. «Δέσποτα Κύριο ο Θεός. Κατάταξέ τον εκεί όπου δεν υπάρχει λύπη και πόνος και στεναγμός αλλά κατοικία ετοιμασμένη για τους ευσεβείς.». Πώς να του αρνηθεί αυτή την παράκληση; Θα ησυχάσει για πενήντα έτη: «Πίσω αφήνοντας τον τρόμο, ουρλιαχτά και στάχτη μόνο. ό,τι θέλησε να ζήσει μ΄ ένα βήμα να χαρίσει, στους εκτελεστές που μέναν, ψύχραιμοι και περιμέναν». Αλλά και «τὴν μόνη ἁγνὴ καὶ ἄχραντο Παρθένο, νὰ πρεσβεύει ὑπὲρ τοῦ σωθῆναι τῶν ψυχῶν τὼν δούλων της… ἡ Θεὸν ἀφράστως κυήσασα. Θεὸν τῶν πνευμάτων καὶ πάσης σαρκός, ὁ τὸν θάνατον καταπατήσας, τὸν δὲ διάβολον καταργήσας, καὶ ζῶὴν τῷ κόσμῳ σου δωρησάμενος».
Απριλιάτικο Μεγαλοβδόμαδο του 1871. «Κυβερνήτης του Βυζάντιου» πλοίου αποχαιρετά την Εύξεινο των Ρωμηών του θάλασσα. Αγγελοσυνοδευόμενος θα αγναντέψει, περνώντας «στα γρήγορα» τον Βόσπορο, για τελευταία φορά. «Μέσα στο θολό ουρανοθάλασσο πρόβαλε κατάχλωμη η Πόλη. Οι κάτασπροι μιναρέδες και τα μαύρα κυπαρίσσια διατρυπούσαν την ομίχλη σαν κατάρτια βουλιαγμένης πολιτείας. Όλοι μας είχαμε στριμωχτεί στην πλώρα του βαποριού και μαχώμασταν να τρυπήσει η ματιά μας την πυκνή αντάρα και να δούμε… Μα εγώ ένιωθα την καρδιά μου ακίνητη. Άλλοτε να περνούσα τα μυθικά αυτά νερά, θα φούντωνε ο νους μου από παραμύθια και δημοτικά τραγούδια, από σφοδρές επιθυμίες, και θα ΄νιωθα απάνω στα χέρια μου, χοντρά, ζεστά, τα δάκρυα από το εικόνισμα της Παναγιάς. Όλα ετούτα καλά αρμονίζουνταν με την πικρή, πεισματωμένη διάθεση της ψυχής μου, με την καρδιά μου ζουρλοπερήφανη, που δεν ήθελε να φανερώσει τον πόνο της. Έβρεχε.» (2) «…Και τότε ένα παράπονο τον παίρνει… Τα πνεύματα επιστρέφουνε την νύχτα, Φωτάκια από αλύτρωτες ψυχές Κι εκεί ψηλά στις πολεμίστρες για δες τον κοιτάζουνε μορφές» (5), χαμογελαστές. Τρέχουν οι αναμνήσεις βλέποντας τα Ρωμαίηκα Βοσποροχώρια: το Μέγα Ρεύμα, τα Υψωμαθειά, το Κουζγκουντζούκ, τα Θεραπειά, το Διπλοκιόνιο Μπεσίκτας, το Τσεγκέλκιοϊ, το Μπαλάτ, το Μεσοχώρι Ορτάκιοϊ, το Νιχώρι, την Χαλκηδώνα, το Πασάμπαξε, το Μόδι. Γειά σας Πριγκηπόννησα, γειά σου Μπαλουκλί, γειά σας προκαθήμενοί μου πάω στην Ελλάδα. Ένα δάκρυ του θολώνει την τελευταία του ματιά στον Πατριαρχικόν Ιερώτατον Ναόν της Αγίας του Θεού Σοφίας. Βγαίνει στην άσπρη θάλασσα, για να καταλήξει Λεβέντης στο λιμάνι του Πειραιώς, κι από εκεί στην μαρμαρένια λάρνακα της Μητροπόλεως της περιδόξου των Αθηνών πόλεως. Αυτός, ο Εθνοϊερομάρτυρας, «…ποὺ ὑπῆρξε τῆς Ἑλλάδος ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ καταστροφὴ τῆς τυραννίας, ἡ τοῦ διεσπαρμένου Ἑλληνικοῦ Ἔθνους ἡ συναρμογὴ καὶ ἡ συνένωσις…». (6). Θα αναπαυθεί για πάντα έχοντας φρουρό ακοίμητο τον Μαρμαρομένο, «τον Κυρ Θεόφιλο Παλαιολόγο λέγοντα «Θέλω θανεῖν μᾶλλον ἢ ζῆν». Α Κυρ Θεόφιλε Παλαιολόγε, πόσον καημό του Γένους μας, και πόση εξάντλησι (πόσην απηύδησιν από αδικίες και κατατρεγμό) οι τραγικές σου πέντε λέξεις περιείχαν.» .(7)

Η Δημητσάνα τιμά «τὸν γόνον βυζαντίου τὸν πρόεδρον, καὶ τῆς Ἐκκλησίας ἁπάσης, γέρας θεῖον καὶ καύχημα». Η Αρκαδία σπαράζει για το «γεννοβόλι της», το Ελλήνων Γένος θρηνεί «Τον ἀνυψώσαντα, των προγόνων Του τὴν εὔκλειαν» με Τρισάγιο, «… Ὅτι σὺ εἶ ἡ ἀνάστασις, ἡ ζωή, καὶ ἡ ἀνάπαυσις τοῦ κεκοιμημένου δούλου σου…», του Μαρτυρούντα τα ατελείωτα πάθεια μου, η Μάνα, η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησιά τον μοιρολογά μ΄ αυτά που Της δίνει ο Πάνδωρος Θεός για να μπορεί να σηκώνει.
Γιε μου, μη σ’ ήβρε ο Χάροντας
και κρεμάσφαξέ σε;
Αν σ’ ήβρε μες στην εκκλησιά
να μη τη λειτουργήσουν,…
Μάνα, λειτούργα τσ’ εκκλησιές
χαιρέτα τους γειτόνους
για μένα μ’ ήβρε ο Χάροντας
σ’ τσ’ αγάπης μου την πόρτα. (8)
Παναγιώτατε ακοίμητε Θυρωρέ της Πύλης των Πυλών. Οικουμενικέ Πατριάρχα του Μαρτυρικού και έδοξου Γένους μας, Κύριε Κύρη και Γενάρχη μας. Αρχιεπίσκοπε Κωνσταντινουπόλεως και Νέας Ρώμης. Ίμβριε Θεοσεβή Βαρθολομαίε.
10η Απριλίου. Ήρθε Η ΣΤΙΓΜΗ να τους «διατάξετε» να παραμερίσουν… Ήρθε Η ΣΤΙΓΜΗ της συνταρακτικής νεκρικής σιγής Σας. Ήρθε Η ΣΤΙΓΜΗ να επικαλεστείτε την «ευχή του για την ειρήνη του σύμπαντος κόσμου, για την ευστάθεια των Αγίων του Θεού Εκκλησιών και για την ένωση των πάντων, ανθρώπων, Εκκλησιών, λαών και εθνών της υφηλίου. Αυτή την ενότητα χρειαζόμεθα σήμερα ιδιαιτέρως και γι΄ αυτήν σας παρακαλώ να προσεύχεσθε και εσείς.» (Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος).
Ήρθε Η ΣΤΙΓΜΗ να προσκυνήσετε ευλαβικώς, να ανάψετε ένα κερί ελπίδος, συμπύκνωμα τις αείφωτης λάμψης τους, εκ μέρους του πονεμένου Γένους και να επαναλάβετε: «Νεκροί ήρωες, αδέλφια μας, έχουμε πολλά να σας πούμε, αλλά καταλαβαίνετε ότι με τις σημερινές συνθήκες αυτά που θέλουμε να σας πούμε δεν μπορούμε να τα πούμε δυνατά. Εσείς, όμως, δεν έχετε ανάγκη από φωνές και λόγια για να μας καταλάβετε. Ακούστε λοιπόν τι έχουμε να σας πούμε» (6) και μετά… η σιωπή… για τρία αιώνια λεπτά.
ΠρωτοΔέσποτά μας,
Ήρθε Η ΣΤΙΓΜΗ να επικρατήσει και πάλι η εκκωφαντική σιγή στην Πατριαρχική Αυλή Σας, για να καταλήξετε: «Τώρα σας είπαμε ό,τι θέλαμε να μάθετε. Είμαστε βέβαιοι ότι μας νιώσατε». (9) Κι όλοι εμείς Παναγιώτατε, είμαστε βέβαιοι ότι, με την βοήθεια του Θεού, υποσχεθήκατε να κάνετε ότι είναι υπερανθρωπίνως δυνατόν προκειμένου να συνεχίσουν οι μαρτυρικώς πεσόντες προκάτοχοί Σας· να Σας νιώθουν, να τους νιώθουμε μαζί Σας.
10η Απριλίου. Ήρθε και πάλι η ΙΕΡΗ ΣΤΙΓΜΗ να προσκυνήσετε την γαλήνια κεφαλή Του Προκατόχου Σας, που την πρόσφερε στην ακτίνα του δεσμού της αγχόνης Του. Να προσκυνήσετε το χέρι που για πάντα θα δείχνει το σημείο προορισμού Σας, την κορυφή του Λόφου της Ελπίδος και την Ουράνια Βασιλεία Του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Να ανάψετε ένα κερί και για τους τέσσερεις μαρτυρικώς και ηρωϊκώς τελειοθέντας προκατόχους Σας. «Όλοι κλαύστε, αποθαμένος ο αρχηγός της Εκκλησιάς. Κλαύστε, κλαύστε, κρεμασμένος ωσάν νάτανε φονιάς. Έχει ολάνοικτο το στόμα π’ ώρες πρώτα είχε γευθή τ’ Άγιον Σώμα, λες πως θε να ξαναβγή. Η κατάρα που είχε αφήσει λίγο πριν να αδικηθή εις οποίον δεν πολεμήση και ημπορεί να πολεμή…» (10)
10η Απριλίου. Για όλη την Ρωμιοσύνη η μαρτυρική άκαυστη Κεντρική Πύλη του Μεγάλου Μοναστηρίου της, με το σκουρόμαυρο χρώμα της αιώνιας σιωπής, της μοναχικότητας, της πνευματικότητας, του πένθους του μυστηρίου με την κάτασπρη ολόλαμπρη Σκιά πάνω της, είναι και θα είναι, ορθάνοικτη στις προσευχές της δίπλα σ΄ εκείνη την νυν πλαϊνή καλωσορίζουσα είσοδό Του. Η σφραγισμένη με ξεψύχισμα Αγίου Θεόκλειστη μεσημβρινή Πύλη, σύμβολο της Μεγάλης Μονής, με Τον ανεξίτηλο Πασχαλινό Ίσκιο πάνω Της, τον ίσκιο του Φωτοστέφανου βρόγχου και του άψυχου Ιερού Θυρωρού Της, θα μαρτυρεί το ες αεί μαρτύριό Της αλλά και εις τους αιώνας των αιώνων ατελείωτη εναγώνιο αγωνία Της. Το μαρτύριο της αγωνίας του Γένους, που ηθελημένα ή και άθελα κάποιοι συντηρούν από το ίσιωμα της ζωής τους, αμφισβητώντας την ανηφοριά του προσκυνήματος «του σεβασμού της σκῆνός του», και που είναι ο αγώνας της αγωνίας της επιβίωσής Του.
«Επέλαμψεν ἰδοὺ, ἡ ἁγία ἡμέρα, τῆς θείας ἑορτῆς, τοῦ σοφοῦ Πατριάρχου, ἡρώων ἀπόγονοι, εύσεβέστατοι Ἕλληνες, ταύτην σήμερον, περιχαρῶς ὁμοὺ πάντες, ἑορτάσωμεν, τῆς γὰρ ἡμῶν σωτηρίας, ἡ πρόξενος γέγονε.» (Κάθισμα. Ἦχος α’. Τὸν τάφον Σου Σωτὴρ.)
ΚΙ ΑΥΤΗ Η ΘΥΣΙΑ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΠΟΤΕ ΝΑ ΞΕΧΑΣΤΕΙ.
Ποιός μπορεί να αμφισβητήσει την ΘΗΛΙΆ; Διότι είναι εύκολο το σταυροκόπι δια ζωήν αιώνιον των αναξίων Του, δύσκολη η σταύρωση δια το μέγα έλεός Του διά του βίου μας.
Ολοκλήρωση της καταγραφής της υπαγόρευσής Των.
«Θέλησα να πιω όλο το Βόσπορο, Αλλάζοντας εντός μου τα σύνορά του κόσμου», του άδικου και άσπλαχνου προς Εκείνον, «Την βρήκα και στις στροφές των ποιημάτων». (5)
Δόξα τὴ Ἀγάπη τοῦ Ἀναστάντος Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
1. Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, Β.34 και Β. 43.
2. «Αναφορά στον Γκρέκο» 1957. (Νίκος Καζαντζάκης)
3. Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον. Κεφ. 27.
4. Γεώργιος Τερτσέτης, 1853.
5. «Βόσπορος». (Ζούδιαρης Νίκος).
6. Λόγος του καθηγητή Πανεπιστημίου Νικηφόρου Καλογερά κατά την υποδοχή του λειψάνου του Γρηγορίου Ε΄ στην Μητρόπολη των Αθηνών. Αρχείο της εφημερίδος «Γορτυνία». 25-4-1871
7. «Θεόφιλος Παλαιολόγος», 1914, (Κωνσταντίνος Καβάφης).
8. «Φωνή και κλάμα άκουσα – 1988». Μοιρολόι. (Λουδοβίκος των Ανωγείων).
9. Τα λόγια του επικεφαλής των αναπήρων μπροστά στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου Αθήνας την 29η Οκτωβρίου 1941
(ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ. Σταύρος Γριμάνης, 03-04-2025)
10. «Ύμνος στην Ελευθερία».( 1823). (Διονύσιος Σολωμός).
Θέλω να πιω όλο το Βόσπορο