9.8 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Η απόφαση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου για τις «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»

Το πόνημα του καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. Στυλιανού Τσομπανίδη, με τίτλο Η Εκκλησιολογική Πρόκληση μετά την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, (εκδόσεις Ostracon, Θεσσαλονίκη 2018), είναι ίσως το σημαντικότερο εργαλείο κατανόησης της σημασίας της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. 
Στο οπισδθόφυλλο διαβάζουμε χαρακτηριστικά:
“Στην Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης τον Ιούνιο του 2016 η Ορθόδοξη Εκκλησία «συνήλθε». Συνήλθε με τη διπλή σημασία της λέξης: και συνάχθηκε διαλεγόμενη και ανέκτησε την αποστολική της συνείδηση και την οικουμενική της ευθύνη. Το ίδιο το γεγονός της συνάθροισης στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, όπως ομολόγησε η συναγμένη Ορθοδοξία στο βαρυσήμαντο «Μήνυμα» που απέστειλε προς τον κόσμο, άνοιξε τον ορίζοντά της στη σύγχρονη πολύμορφη οικουμένη και τόνισε την ευθύνη της μέσα στο χώρο και το χρόνο με προοπτική την αιωνιότητα. Το βιβλίο παρακολουθεί τις ενδιαφέρουσες και σοβαρές εξελίξεις στον εκκλησιολογικό προβληματισμό τόσο κατά την προσυνοδική πορεία όσο και κατά τη διάρκεια της Συνόδου και δίνει ιδιαίτερο βάρος στην ψηλάφηση των δυνατοτήτων που ανοίγονται, αν ανοίγονται, μετά τη Σύνοδο της Κρήτης για την αντιμετώπιση της «εκκλησιολογικής πρόκλησης» και τη συνέχιση της οικουμενικής πορείας της Ορθοδοξίας στον 21ο αιώνα.”
Ακολουθούν αναλυτικά τα περιεχόμενα του βιβλίου και το πρώτο κεφάλαιο από το δεύτερο μέρος του βιβλίου που αφορά στην απόφαση της Συνόδου για τις σχέσεις της Ορθοδοξίας με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο. 



Η απόφαση της Συνόδου
για τις «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας
προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον». 
Εισαγωγικός προβληματισμός 


«Η Οικουμενική Κίνηση είναι… το μέγιστο και πολυτιμότατο
εκκλησιαστικό κεκτημένο του περασμένου αιώνα· η δε τήρηση,
η εμβάθυνση, ο εμπλουτισμός και η στερέωσή του συνιστούν
το κυρίως οφειλόμενο των χριστιανών, πρώτιστα των ηγετών
και ποιμένων αυτών, καθώς και των πάσης φύσεως θεολογικών
Σχολών και Ιδρυμάτων κατά τον τρέχοντα 21ο αιώνα». Τα παραπάνω λόγια, προσώπου καταξιωμένου μέσα από την πολύχρονη
και ενεργό δράση του στον οικουμενικό διάλογο, δηλώνουν
ακριβώς αυτό που αποτέλεσε και το έργο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου όσον αφορά στο οικουμενικό καθήκον, αλλά και
το οφειλόμενο των Ορθοδόξων κατά τη μετασυνοδική πορεία.
Πριν από τη σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και
με το βλέμμα στραμμένο σε αυτή, οι προσδοκίες όσον αφορά
στο θέμα Ορθόδοξη Εκκλησία και Οικουμενική Κίνηση θα μπορούσαν να συνοψιστούν στα παρακάτω δύο σημεία:
1. μέσω της Συνόδου της η σύγχρονη Ορθοδοξία να επιβεβαιώσει τη βούλησή της να συμπορευθεί με τις άλλες
Εκκλησίες και Ομολογίες στο δρόμο που οδηγεί προς τη
χριστιανική ενότητα∙ σε σχέση με αυτό επίσης να επικυρώσει την υποχρέωση της Ορθοδοξίας να διαλέγεται με
τον «άλλον», με ανθρώπους άλλων πολιτισμών και άλλων
θρησκευτικών πεποιθήσεων.
2. η Σύνοδος να απαντήσει πιο συγκεκριμένα στο πώς βλέπει το εκκλησιολογικό status των Χριστιανών που βρίσκονται εκτός των κανονικών ορίων της Ορθοδοξίας, να
εξηγήσει δηλαδή σε αυτούς με τους οποίους χρόνια τώρα
διαλέγεται πώς βιώνει η Ορθοδοξία τη σχέση της μαζί
τους και τι είναι αυτοί για την Ορθοδοξία.


Οι προσδοκίες δεν διαψεύσθηκαν. Η απόφαση της Αγίας και
Μεγάλης Συνόδου στην Κρήτη για τις «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» είναι
ιστορική και σημαντική: για πρώτη φορά η Ορθόδοξη Εκκλησία επισήμως με συνοδική πανορθόδοξη απόφαση δηλώνει με
σαφήνεια πως «πιστεύει ἀκραδάντως ὅτι κατέχει κυρίαν θέσιν
εἰς τήν ὑπόθεσιν τῆς προωθήσεως τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος
ἐντός τοῦ συγχρόνου κόσμου
και ταυτόχρονα επικυρώνει και εμπεδώνει -παρά τις αρνητικές φωνές και τη σκληρή κριτική
εκ των ένδον – τη βούληση της συνέχισης και ενδυνάμωσης
της ενεργού συμμετοχής της «εἰς τήν Οἰκουμενικήν Κίνησιν τῶν
νεωτέρων χρόνων, ἐν τῇ πεποιθήσει ὅτι διά τοῦ διαλόγου δίδει
δυναμικήν μαρτυρίαν τοῦ πληρώματος τῆς ἐν Χριστῷ ἀληθείας
καί τῶν πνευματικῶν αὐτῆς θησαυρῶν πρός τούς ἐκτός αὐτῆς,
μέ ἀντικειμενικόν σκοπόν τήν προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρός τήν ἑνότητα».
Εκτός από το κείμενο που αφορά στις σχέσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας προς τον λοιπό χριστιανικό κόσμο με το οποίο
ασχολούμαστε εδώ, για την εδραίωση του οικουμενικού διαλόγου αξιοπρόσεκτες είναι οι αναφορές της «Εγκυκλίου» και
του «Μηνύματος» της Συνόδου, κείμενα που συνοψίζουν τον
προβληματισμό, τα ενδιαφέροντα και τον οραματισμό της και
περικλείουν πολλές προτάσεις από τα 6 επίσημα κείμενά της.
Όπως δηλώνεται, «θεμέλιο τῶν θεολογικῶν μας ἀναζητήσεων
ὑπῆρξε ἡ βεβαιότητα ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν ζεῖ γιά τόν ἑαυτό της.
Μεταδίδει τή μαρτυρία τοῦ Εὐαγγελίου τῆς χάριτος καί τῆς
ἀληθείας καί προσφέρει σέ ὅλη την οἰκουμένη τά δῶρα τοῦ
Θεοῦ: τήν ἀγάπη, τήν εἰρήνη, τήν δικαιοσύνη, την καταλλαγή, τήν δύναμη τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως καί τήν
προσδοκία τῆς αἰωνιότητος». Στην προοπτική αυτή επισημαίνεται ότι «ἡ Ἐκκλησία μας ἀνταποκρινομένη στό χρέος νά
μαρτυρεῖ τήν ἀλήθεια και τήν ἀποστολική της πίστη, ἀποδίδει μεγάλη σημασία στόν διάλογο κυρίως με τούς ἑτεροδόξους
Χριστιανούς». Με αφετηρία τη θέση αυτή τονίζεται επίσης
και η αξία του νηφάλιου διαθρησκειακού διαλόγου, ο οποίος,
όπως αναφέρεται, συμβάλλει σημαντικά στην προώθηση της
αμοιβαίας εμπιστοσύνης, της ειρήνης και της καταλλαγής. Το
«Μήνυμα» καταλήγει με τη βαρυσήμαντη παραδοχή ότι η «Ἁγία
καί Μεγάλη Σύνοδος ἄνοιξε τόν ὁρίζοντά μας στή σύγχρονη
πολύμορφη οἰκουμένη. Τόνισε τήν εὐθύνη μας μέσα στόν χῶρο
καί τόν χρόνο, πάντοτε μέ προοπτική τήν αἰωνιότητα».
Ενώ όμως η Σύνοδος αποτελεί ένα μεγάλο βήμα ως προς την
εδραίωση του οικουμενικού διαλόγου και πραγματικά διαπνέεται από ουσιαστική κατάφαση των οικουμενικών επαφών και
της οικουμενικής πορείας, οριοθετώντας το εύρος τους, την
ποιότητα και τον προσανατολισμό τους, το βήμα αυτό έμεινε
μετέωρο ως προς το 2ο σημείο που αναφέρθηκε πιο πάνω.
Δηλαδή η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος δεν προχώρησε σε μία
ξεκάθαρη τοποθέτηση σε σχέση με τη μορφή εκκλησιαστικό-
τητας του λοιπού χριστιανικού κόσμου, θέμα που εμπίπτει στη
λεγόμενη «εκκλησιολογική πρόκληση». Το όλο εκκλησιολογικό
θέμα δεν αποσαφηνίζεται. Παρά ταύτα πολύ σωστά στο εκκλησιολογικό κείμενο της Συνόδου προβλέπεται ότι οι σχέσεις της
Ορθόδοξης Εκκλησίας προς τις άλλες ετερόδοξες Εκκλησίες
και Ομολογίες «πρέπει νά στηρίζωνται ἐπί τῆς ὑπ’ αὐτῶν ὅσον
ἔνεστι ταχυτέρας καί ἀντικειμενικωτέρας ἀποσαφηνίσεως τοῦ
ὅλου ἐκκλησιολογικοῦ θέματος».
Αυτή είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει στον 21ο αιώνα η Ορθόδοξη Εκκλησία σε σχέση με τη
στάση της έναντι του λοιπού χριστιανικού κόσμου.
Στον εκκλησιολογικό προβληματισμό ανήκει επίσης η εξέταση του σοβαρότατου κινδύνου από την αναρρίπιση του
φονταμενταλισμού εντός της Ορθόδοξης Εκκλησίας, με κύριο χαρακτηριστικό τον αντιοικουμενισμό, καθώς και της συνακόλουθης ευθύνης της να περιφρουρήσει την ενότητά της, προλαμβάνοντας αυτούς που καραδοκούν να καταφέρουν πλήγματα στο σώμα της.
Στις επόμενες ενότητες η μελέτη εξετάζει τις αδυναμίες
και τις δυνατότητες της δυναμικής εκκλησιολογικής διαδικασίας, στην οποία βρίσκεται η Ορθόδοξη Εκκλησία ήδη από την
έναρξη της προσυνοδικής φάσης. Προηγείται μια ενότητα στην
οποία επιχειρείται να αναδειχθεί η θεολογική θεμελίωση του
οικουμενικού διαλόγου από τη Σύνοδο και η μεγάλη σημασία
που έδωσε σε αυτόν.

Σημείωση Φως Φαναρίου: Το κείμενο παρατίθεται χωρίς τις σχετικές παραπομπές. 

Σχετικά άρθρα

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ