Οικουμενικός Πατριάρχης: “Η κλιματική αλλαγή, ή μάλλον η κλιματική κρίσις, δεν είναι «μελλοντικό σενάριο», αλλά απτή και επώδυνος πραγματικότης.”
Η Α.Θ. Παναγιότης ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, τη Δευτέρα, 27 Ιανουαρίου, το απόγευμα επισκέφθηκε τον Καθεδρικό Ναό του Στρασβούργου, όπου τον καλωσόρισε με θερμούς λόγους ο ΡΚαθολικός Αρχιεπίσκοπος Σεβ. κ. Pascal Delannoy. Ο Παναγιώτατος, στην αντιφώνησή του, μεταξύ άλλων, ευχαρίστησε για την εγκάρδια και τιμητική υποδοχή.
Αμέσως μετά, ο Παναγιώτατος μετέβη στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, όπου τον υποδέχθηκε ο Πρύτανης Οσιολ. κ. Michel Deneken, πλαισιούμενος από τον Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής αυτού Οσιολ. κ. Marc Feix, από Καθηγητές και άλλα στελέχη του εκπαιδευτικού ιδρύματος.
Ο Παναγιώτατος ενώπιον πολυπληθούς ακροατηρίου, πραγματοποίησε βαρυσήμαντη ομιλία στα γαλλικά με θέμα, «Τό τρίπτυχον τῆς ἐλευθερίας. Οἰκολογία-Δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου-Εἰρήνη. Ὀρθόδοξος προσέγγισις», στην οποία, μεταξύ άλλων, είπε:
“Είμεθα υπερήφανοι, διότι το Οικουμενικόν Πατριαρχείον είναι η πρώτη Εκκλησία, η οποία ανέδειξε το οικολογικόν μήνυμα του Χριστιανισμού, κατενόησε και προέβαλε την εκκλησιαστικήν ζωήν ως «εφηρμοσμένην οικολογίαν». Το ενδιαφέρον του Οικουμενικού Πατριαρχείου διά το φυσικόν περιβάλλον δεν υπήρξεν απλώς μία περιστασιακή αντίδρασις εις την σύγχρονον οικολογικήν κρίσιν. Αυτή ήτο μόνον η αφορμή, όχι η αιτία, διά να αναπτύξη επικαίρως τας οικολοφιλικάς του παραδόσεις. Η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος είναι συνέπεια και προέκτασις όλων όσων βιούμεν εν τη Εκκλησία, ολόκληρος η ζωή της οποίας έχει οικολογικήν υφήν και αναφοράν. Καθ’ εαυτήν η Εκκλησία είναι νίκη εναντίον όλων εκείνων των στάσεων, αι οποίαι, ιδεολογικώς και εμπράκτως, παράγουν αλλοτριωτικάς τάσεις, όπως η πλεονεξία, η αυτοαποθέωσις του ανθρώπου, η αδιαφορία διά τον συνάνθρωπον και διά τας μελλοντικάς γενεάς κ. α..
Ο σύγχρονος άνθρωπος, παρά την πρωτόγνωρον πρόοδον εις πολλούς τομείς του πολιτισμού, εις την επιστήμην, την τεχνολογίαν και την οργάνωσιν της κοινωνικής ζωής, δεν είναι δυνατόν να αισθάνεται υπερήφανος διά την στάσιν του απέναντι εις την φύσιν. Εδημιούργησε το οικολογικόν πρόβλημα και, ενώ γνωρίζει το μέγεθος της περιβαλλοντικής απειλής, δεν συνετίζεται, δεν αλλάζει συμπεριφοράν, εξακολουθεί δε να πιστεύη ότι το πλανητικόν οικοσύστημα αντέχει και έχει την δύναμιν να αποκαθίσταται αφ’ εαυτού. Με ιδεολογικήν κάλυψιν αυτήν την ψευδαίσθησιν, συνεχίζεται η αλόγιστος γεωκτονία, εις την υπηρεσίαν γεωπολιτικών σχεδιασμών, οικονομικών συμφερόντων και μιας στρεβλής ιδέας περί αναπτύξεως και προόδου.
Η κλιματική αλλαγή, ή μάλλον η κλιματική κρίσις, η οποία αποτελεί το αποκορύφωμα του συγχρόνου οικολογικού προβλήματος, δεν είναι «μελλοντικό σενάριο», αλλά απτή και επώδυνος πραγματικότης. Το γεγονός ότι ανέκαθεν υπήρξαν εις τον πλανήτην γη κλιματικαί αλλαγαί δεν είναι λόγος εφησυχασμού, αφού είναι βέβαιον ότι τα σύγχρονα οικολογικά προβλήματα: η ραγδαία μείωσις της βιοποικιλότητος, η ρύπανσις των θαλασσών και της ατμοσφαίρας, η άνοδος της στάθμης των ωκεανών, τα ακραία καιρικά φαινόμενα, αι κοινωνικαί επιπτώσεις της οικολογικής κρίσεως όπως η λειψυδρία και η επισιτιστική κρίσις, αι μεταναστευτικαί ροαί διά κλιματικούς λόγους και πολλά άλλα συναφή, όλα αυτά έχουν ανθρωπογενή αίτια. Η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος αρχίζει μέσα εις τον νουν του ανθρώπου και, κατά συνέπειαν, από εκεί οφείλει να ξεκινά η θεραπεία. Προέχει μία «κοπερνίκεια στροφή» εις το πνευματικόν επίπεδον και εις την αξιολογίαν μας, μία ριζική αλλαγή νοοτροπίας. Άλλως, θα θεραπεύωμεν τα συμπτώματα της κρίσεως, ενώ η πηγή δεινών θα παραμένη ενεργός και αλώβητος.”
Το βράδυ ο Παναγιώτατος ευλόγησε το δείπνο που παρέθεσε προς τιμήν του στο κατάλυμα του Πατριάρχου ο Πρέσβυς της Μονίμου Αντιπροσωπείας της Κύπρου στο Συμβούλιο της Ευρώπης Εξοχ. κ. Γεώργιος Γιάγκου, στο οποίο παρεκάθησαν ο πρώην Πρωθυπουργός της Ελλάδος Εξοχ. κ. Γεώργιος Α. Παπανδρέου, μέλη της Κοινοβουλευτικής Συνελεύσεως του Συμβουλίου της Ευρώπης, πρώην Υπουργοί, ο Έλληνας Δικαστής στο ΕΔΔΑ Ελλογιμ. κ. Ιωάννης Κτιστάκις, διπλωμάτες και άλλες προσωπικότητες.
Το πρωί της ίδιας ημέρα, ο Παναγιώτατος παρέστη και μίλησε σε Διαχριστιανική συνάντηση που πραγματοποιήθηκε σε κτίριο της Ρωμαιοκαθολικής Αρχιεπισκοπής του Στρασβούργου με την ευκαιρία της εβδομάδας Οικουμενικής Προσευχής για την ενότητα των Χριστιανών.
Σήμερα, Τρίτη, 28 Ιανουαρίου, ο Παναγιώτατος, μαζί με την τιμία συνοδεία του, επέστρεψε αεροπορικώς το απόγευμα στην Πόλη, όπου στο αεροδρόμιό της τον υποδέχθηκε ο Πανοσιολ. Μ. Πρωτοσύγκελλος κ. Γρηγόριος.
Ὁμιλία τῆς Α. Θ. Παναγιότητος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου εἰς τό Πανεπιστήμιον τοῦ Στρασβούργου μέ τίτλον «Τό τρίπτυχον τῆς ἐλευθερίας. Οἰκολογία-Δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου-Εἰρήνη. Ὀρθόδοξος προσέγγισις». (Δευτέρα, 27 Ἰανουαρίου 2025)
Τιμιώτατοι ἀδελφοί Ἱεράρχαι,
Ἐλλογιμώτατοι, κύριε Πρύτανι τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Στρασβούργου, κύριε Κοσμῆτορ τῆς Σχολῆς Δικαίου, Πολιτικῶν Ἐπιστημῶν καί Διοικήσεως, κύριε Κοσμῆτορ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς,
Κύριοι καθηγηταί καί κυρίαι Καθηγήτριαι,
Ἐντιμότατοι ἐκπρόσωποι τῶν τοπικῶν Ἀρχῶν,
Ἀγαπητοί φοιτηταί, ἀγαπηταί φοιτήτριαι,
Κυρίαι καί Κύριοι,
Μετά πολλῆς χαρᾶς εὑρισκόμεθα εἰς τόν ἱστορικόν αὐτόν ἀκαδημαϊκόν χῶρον εἰς τήν Αἴθουσαν Pasteur τοῦ Palais Universitaire, ἀνταποκρινόμενοι εἰς τήν εὐγενῆ πρόσκλησιν ἐκ μέρους τοῦ Πρυτάνεως τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Στρασβούργου κ. Michel Deneken. Ἐκφράζομεν θερμάς εὐχαριστίας πρός ὑμᾶς διά τήν τιμήν, Ἐλλογιμώτατε κύριε Πρύτανι, πρός τόν Κοσμήτορα καί τό καθηγητικό σῶμα τῆς Σχολῆς Δικαίου, Πολιτικῶν Ἐπιστημῶν καί Διοικήσεως, καθώς καί πρός τόν Κοσμήτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς, δι᾿ ὅσα ἀνέφερε διά τό ταπεινόν ἡμῶν πρόσωπον. Ἐπιθυμοῦμεν νά ἐπαναλάβωμεν καί ἐνώπιόν σας αὐτό τό ὁποῖον τονίζομεν πάντοτε εἰς παρομοίας ἐκδηλώσεις: Ἡ τιμή πρός τόν Πατριάρχην διαβαίνει πρός τήν Ἁγίαν τοῦ Χριστοῦ Μεγάλην Ἐκκλησίαν, τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, τό ὁποῖον, μέ καθέδραν τήν Κωνσταντινούπολιν – Νέαν Ρώμην, τήν Χριστούπολιν, Θεοτοκούπολιν καί Ἁγιούπολιν, τήν Πόλιν Ἁγίων καί Μαρτύρων, τοῦ Πολιτισμοῦ καί πολιτισμῶν, διακονεῖ ἐπί δεκαεπτά αἰῶνας τόν λαόν τοῦ Θεοῦ. Ὅσα θά εἴπωμεν, ἀπευθυνόμενοι πρός ὑμᾶς, τούς ἐκπροσώπους τῆς ἀκαδημαϊκῆς κοινότητος καί τῶν ἐπιστημῶν, ἐκφράζουν τό πνεῦμα καί τήν ζωήν αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας, τήν μέριμναν καί τήν στοργήν της διά τόν ἄνθρωπον καί τήν δημιουργίαν. Αὐτήν τήν Ἐκκλησίαν διακονοῦμεν ὡς κληρικός ἀπό τό 1961 ἤδη περί τά 64 ἔτη, ἐξ ὧν σχεδόν 34 ἔτη ὡς Οἰκουμενικός Πατριάρχης.
Παρά τά περί τοῦ ἀντιθέτου θρυλούμενα, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ποτέ δέν ὑπῆρξεν ἀκοσμική καί ἀδιάφορος διά τήν ἱστορίαν καί τόν πολιτισμόν. Ἡ κεντρική θέσις τῆς θείας λατρείας καί τοῦ μοναχισμοῦ καί ὁ ἐσχατολογικός προσανατολισμός τῆς ζωῆς της ὄχι μόνον δέν παρήγαγαν ἐσωστρέφειαν καί κλειστότητα, ἀλλά ὑπῆρξαν πηγή ἀνοικτοσύνης, καλῆς μαρτυρίας ἐν τῷ κόσμῳ, φιλανθρωπίας, κοινωνικῆς εὐαισθησίας καί ἀλληλεγγύης. Τό ἐνδιαφέρον τῆς Ἐκκλησίας διά τόν κόσμον εἶναι προέκτασις τῆς ἰδίας τῆς ἀληθείας τῆς ζωῆς της, διάστασις καί ἔκφρασις τῆς εὐχαριστιακῆς πραγματώσεώς της. Καθ᾿ ὅλην τήν ἱστορικήν της πορείαν, ἡ Ἐκκλησία εὑρίσκετο εἰς τό πλευρόν τῶν πτωχῶν καί τῶν ἐνδεῶν, τῶν «κοπιώντων καί πεφορτισμένων», χωρίς νά περιορίζεται εἰς τήν περιστασιακήν συμπαράστασιν πρός τούς πάσχοντας, ἀλλά μέ ὠργανωμένην καί πολυεπίπεδον κοινωνικήν δρᾶσιν, μέ κριτικήν κατά τῆς ἀδικίας καί τῆς ἐκμεταλλεύσεως. Ὀρθῶς ἐτονίσθη ὅτι ἡ κοινωνική μαρτυρία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας δέν ἦτο ἁπλῶς «μικροδιακονία», περιπτωσιακή καί βραχυπρόθεσμος παρέμβασις πρός ἀνακούφισιν τῶν ἐν ἀνάγκαις, ἀλλά εἶχε καί «μακροδιακονικόν» χαρακτῆρα, ἐν τῇ ἐννοίᾳ τοῦ μακροπροθέσμου σχεδιασμοῦ, τοῦ ἀγῶνος διά τήν ἀλλαγήν τῶν κακῶς κειμένων καί τήν ἀπάλειψιν τῶν αἰτίων τῆς ἀδικίας, τῆς ἀξιοποιήσεως τῶν προοπτικῶν τοῦ ἑκάστοτε παρόντος πρός οἰκοδόμησιν μιᾶς κοινωνίας ἀγάπης καί ἀδελφοσύνης. Ὁριστικῶς, ἡ ἄποψις ὅτι ἡ χριστιανική ἀγάπη πρός τόν πλησίον περιωρίζετο εἰς τήν ἐλεημοσύνην, ἐντός ἑνός κλειστοῦ δεδομένου κόσμου, ἄνευ ἐλπίδος ἀλλαγῆς τοῦ status quo, εἶναι ἄτοπος. Ἡ σύγχρονος συνειδητοποίησις τῆς δυνατότητος διαμορφώσεως τῶν θεσμῶν καί ἐπηρεασμοῦ τῆς πορείας τῶν ἱστορικῶν πραγμάτων θέτει μέν τήν Ἐκκλησίαν ἐνώπιον νέων προκλήσεων, δέν ἀποτελεῖ ὅμως δι᾿ αὐτήν εἴσοδον εἰς μίαν terra incognita. Δέν εἶναι τυχαῖον ὅτι ἡ κοινωνική παρουσία καί ἡ φιλανθρωπική δρᾶσις τῆς Ἐκκλησίας ἀφήνουν ἐνεούς ἀκόμη καί τούς πολεμίους τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Καί εἰς τήν ἐποχήν μας ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νά δίδῃ «ἐν τῷ κόσμῳ» τήν καλήν μαρτυρίαν περί τῆς «οὐκ ἐκ τοῦ κόσμου» ἀληθείας της, περί τῆς ἐλθούσης ἐν Χριστῷ χάριτος καί τῆς ἐν Αὐτῷ «ἀληθεστάτης ἐλευθερίας», νά λειτουργῇ ὡς τό «ἅλας τῆς γῆς» (Ματθ. ε΄, 13), ὡς τό «φῶς τοῦ κόσμου», νά εἶναι ἡ «πόλις», ἡ «ἐπάνω ὄρους κειμένη» (Ματθ. ε΄, 15).
Εἴμεθα ὑπερήφανοι, διότι τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον εἶναι ἡ πρώτη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀνέδειξε τό οἰκολογικόν μήνυμα τοῦ Χριστιανισμοῦ, κατενόησε καί προέβαλε τήν ἐκκλησιαστικήν ζωήν ὡς «ἐφηρμοσμένην οἰκολογίαν». Τό ἐνδιαφέρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου διά τό φυσικόν περιβάλλον δέν ὑπῆρξεν ἁπλῶς μία περιστασιακή ἀντίδρασις εἰς τήν σύγχρονον οἰκολογικήν κρίσιν. Αὐτή ἦτο μόνον ἡ ἀφορμή, ὄχι ἡ αἰτία, διά νά ἀναπτύξῃ ἐπικαίρως τάς οἰκολοφιλικάς του παραδόσεις. Ἡ προστασία τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος εἶναι συνέπεια καί προέκτασις ὅλων ὅσων βιοῦμεν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὁλόκληρος ἡ ζωή τῆς ὁποίας ἔχει οἰκολογικήν ὑφήν καί ἀναφοράν. Καθ᾿ ἑαυτήν ἡ Ἐκκλησία εἶναι νίκη ἐναντίον ὅλων ἐκείνων τῶν στάσεων, αἱ ὁποῖαι, ἰδεολογικῶς καί ἐμπράκτως, παράγουν ἀλλοτριωτικάς τάσεις, ὅπως ἡ πλεονεξία, ἡ αὐτοαποθέωσις τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀδιαφορία διά τόν συνάνθρωπον καί διά τάς μελλοντικάς γενεάς κ. ἄ..
Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, παρά τήν πρωτόγνωρον πρόοδον εἰς πολλούς τομεῖς τοῦ πολιτισμοῦ, εἰς τήν ἐπιστήμην, τήν τεχνολογίαν καί τήν ὀργάνωσιν τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, δέν εἶναι δυνατόν νά αἰσθάνεται ὑπερήφανος διά τήν στάσιν του ἀπέναντι εἰς τήν φύσιν. Ἐδημιούργησε τό οἰκολογικόν πρόβλημα καί, ἐνῷ γνωρίζει τό μέγεθος τῆς περιβαλλοντικῆς ἀπειλῆς, δέν συνετίζεται, δέν ἀλλάζει συμπεριφοράν, ἐξακολουθεῖ δέ νά πιστεύῃ ὅτι τό πλανητικόν οἰκοσύστημα ἀντέχει καί ἔχει τήν δύναμιν νά ἀποκαθίσταται ἀφ᾿ ἑαυτοῦ. Μέ ἰδεολογικήν κάλυψιν αὐτήν τήν ψευδαίσθησιν, συνεχίζεται ἡ ἀλόγιστος γεωκτονία, εἰς τήν ὑπηρεσίαν γεωπολιτικῶν σχεδιασμῶν, οἰκονομικῶν συμφερόντων καί μιᾶς στρεβλῆς ἰδέας περί ἀναπτύξεως καί προόδου.
Ἡ κλιματική ἀλλαγή, ἤ μᾶλλον ἡ κλιματική κρίσις, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τό ἀποκορύφωμα τοῦ συγχρόνου οἰκολογικοῦ προβλήματος, δέν εἶναι «μελλοντικό σενάριο», ἀλλά ἁπτή καί ἐπώδυνος πραγματικότης. Τό γεγονός ὅτι ἀνέκαθεν ὑπῆρξαν εἰς τόν πλανήτην γῆ κλιματικαί ἀλλαγαί δέν εἶναι λόγος ἐφησυχασμοῦ, ἀφοῦ εἶναι βέβαιον ὅτι τά σύγχρονα οἰκολογικά προβλήματα: ἡ ραγδαία μείωσις τῆς βιοποικιλότητος, ἡ ρύπανσις τῶν θαλασσῶν καί τῆς ἀτμοσφαίρας, ἡ ἄνοδος τῆς στάθμης τῶν ὠκεανῶν, τά ἀκραῖα καιρικά φαινόμενα, αἱ κοινωνικαί ἐπιπτώσεις τῆς οἰκολογικῆς κρίσεως ὅπως ἡ λειψυδρία καί ἡ ἐπισιτιστική κρίσις, αἱ μεταναστευτικαί ροαί διά κλιματικούς λόγους καί πολλά ἄλλα συναφῆ, ὅλα αὐτά ἔχουν ἀνθρωπογενῆ αἴτια. Ἡ καταστροφή τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος ἀρχίζει μέσα εἰς τόν νοῦν τοῦ ἀνθρώπου καί, κατά συνέπειαν, ἀπό ἐκεῖ ὀφείλει νά ξεκινᾷ ἡ θεραπεία. Προέχει μία «κοπερνίκεια στροφή» εἰς τό πνευματικόν ἐπίπεδον καί εἰς τήν ἀξιολογίαν μας, μία ριζική ἀλλαγή νοοτροπίας. Ἄλλως, θά θεραπεύωμεν τά συμπτώματα τῆς κρίσεως, ἐνῷ ἡ πηγή δεινῶν θά παραμένῃ ἐνεργός καί ἀλώβητος.
Πρός αὐτήν τήν κατεύθυνσιν ἐκινήθησαν κατά τάς τελευταίας δεκαετίας αἱ πολυδιάστατοι οἰκολογικαί πρωτοβουλίαι καί δράσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ἡ ὀργάνωσις περιβαλλοντικῶν συνεδρίων, ἡ συνεργασία μέ ἐκπροσώπους τῆς πολιτικῆς καί τῶν θρησκειῶν, μέ εἰδικούς ἐπιστήμονας καί πανεπιστήμια, μέ οἰκολογικά κινήματα καί κοινωνικούς φορεῖς, ἡ προσπάθεια προσεγγίσεως τῆς νεολαίας, μέ σταθερόν στόχον τήν εὐαισθητοποίησιν διά τήν ἀνάγκην σεβασμοῦ τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ. Αἱ προσπάθειαι τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας συνέβαλον εἰς τήν κινητοποίησιν τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου καί εἰς τήν ἔνταξιν τῆς οἰκολογικῆς θεματικῆς εἰς τούς οἰκουμενικούς διαλόγους. Ἡ οἰκολογική μαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπετέλεσεν ἔναυσμα διά τήν θεολογίαν νά μελετήσῃ τάς βαθυτέρας πνευματικάς, θρησκευτικάς καί ἠθικάς διαστάσεις τοῦ περιβαλλοντικοῦ προβλήματος καί νά προβάλῃ τό οἰκοφιλικόν περιεχόμενον τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας καί κοσμολογίας. Δέν ἀπηυθύνθημεν, βεβαίως, μόνον πρός τούς Χριστιανούς, ἀλλά καί πρός τούς πιστούς ἄλλων θρησκειῶν καί πρός κάθε ἄνθρωπον καλῆς θελήσεως, καλοῦντες εἰς συστράτευσιν διά τήν προστασίαν τῆς ἀκεραιότητος τῆς δημιουργίας.
Ἐξ ἀρχῆς, προσηγγίσαμεν τήν οἰκολογικήν κρίσιν ὡς κοινωνικόν πρόβλημα καί ἀνεδείξαμεν τήν ἀλληλουχίαν περιβαλλοντικῶν, κοινωνικῶν καί οἰκονομικῶν θεμάτων. Ἐτονίσαμεν ὅτι τό κυρίαρχον πρότυπον οἰκονομικῆς ἀναπτύξεως ἀνήκει εἰς τά κύρια αἴτια τῆς οἰκολογικῆς κρίσεως. Ἐπαναλαμβάνομεν καί ἐνώπιόν σας, αὐτό τό ὁποῖον λέγομεν συχνάκις: Ἡ οἰκονομική δραστηριότης, ἡ ὁποία δέν σέβεται τόν οἶκον τῆς ζωῆς, τό φυσικόν περιβάλλον, δέν εἶναι «οἰκονομία», ἀλλά «οἰκο – ἀνομία». Δέν ἔχομεν μέλλον χωρίς τήν ὁλικήν στροφήν πρός μίαν οἰκολογικήν καί οἰκοφιλικήν οἰκονομίαν. Ἡ οἰκονομία δέν εἶναι ἁπλῶς διαχείρισις ἀριθμῶν καί μεγεθῶν, ἀλλά ζῇ καί αὐτή, ὅπως καί ἡ πολιτική, ἀπό ἀρχάς τάς ὁποίας δέν ἔχει δημιουργήσει ἡ ἰδία, ἀλλά ὀφείλει νά τάς σέβεται καί νά τάς ὑπηρετῇ. Εἴμεθα βέβαιοι, ὅτι αἱ σοβαραί σύγχρονοι προκλήσεις, καί εἰς τόν χῶρον τῆς οἰκονομίας, δέν εἶναι δυνατόν νά ἀντιμετωπισθοῦν ἐπί τῇ βάσει πραγματιστικῶν ἀποφάσεων καί τεχνοκρατικῶν ἐπιλογῶν. Ἡ βιώσιμος οἰκονομική ἀνάπτυξις περιλαμβάνει περισσότερα στοιχεῖα ἀπό τήν ἄνοδον τῶν οἰκονομικῶν δεικτῶν. Ἡ ἐκμετάλλευσις καί ἐξάντλησις τῶν φυσικῶν πόρων χάριν τῆς οἰκονομικῆς ἀναπτύξεως, τό κατεστραμμένον περιβάλλον, εἶναι καταστροφικά καί διά τήν ἰδίαν τήν πορείαν τῆς οἰκονομίας. Δέν ὑπάρχει βιώσιμος οἰκονομική πορεία πρός τό μέλλον χωρίς ἀκέραιον καί ὑγιές φυσικόν περιβάλλον.
Ἀπορρίπτομεν τό κυνικόν «Δέν ὑπάρχει ἄλλη λύσις», τήν ἀρχήν δηλαδή ὅτι ἡ μή συμμόρφωσις πρός τάς ἀπαιτήσεις τοῦ κυριάρχου μοντέλου οἰκονομικῆς ἀναπτύξεως καί τήν ἄτεγκτον νομοτέλειαν τοῦ οἰκονομισμοῦ, ὁδηγεῖ εἰς ἀνεξελέγκτους καταστάσεις, ἐξαθλίωσιν καί κοινωνικές συγκρούσεις. Εἶναι ἀδιανότητον νά ἀγνοῶνται καί νά δυσφημίζωνται αἱ ἐναλλακτικαί μορφαί ἀναπτύξεως καί ἡ ἰσχύς τῆς ἀλληλεγγύης. Ὁ ὅρος «βιώσιμος ἀνάπτυξις» ἐμπερικλείει τήν ἀλληλουχίαν περιβαλλοντικῶν, κοινωνικῶν, πολιτικῶν, οἰκονομικῶν, θρησκευτικῶν καί πολιτισμικῶν παραγόντων, ἀφοῦ δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξῃ ἀληθής πρόοδος ἐπάνω εἰς ἕνα κατεστραμμένον οἰκολογικῶς πλανήτην, μέ δεδομένας τάς φοβεράς κοινωνικάς ἐπιπτώσεις αὐτῆς τῆς καταστροφῆς, αἱ ὁποῖαι θίγουν πρωτίστως καί βαθέως τούς κοινωνικῶς καί οἰκονομικῶς ἀσθενεστέρους συνανθρώπους μας. Πρός αὐτήν τήν κατεύθυνσιν ἐκινήθη ἡ Παπική Ἐγκύκλιος Laudato si’ (2015), καθώς καί τό Κοινόν Μήνυμα τοῦ Πάπα Φραγκίσκου καί τῆς ἡμῶν Μετριότητος διά τήν προστασίαν τῆς δημιουργίας (1-9-2017). Κοινή θέσις μας εἶναι ὅτι προστασία τῆς φύσεως καί διακονία τοῦ συνανθρώπου, οἰκολογική δικαιοσύνη καί κοινωνική δικαιοσύνη, εἶναι ἀλληλένδετοι καί ἀχώριστοι.
Ἐν τῷ αὐτῷ πνεύματι προσεγγίζομεν καί τό θέμα τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, τά ὁποῖα ἐκπροσωποῦν τήν κατανόησιν καί τήν ἔκφρασιν τῆς ἰδέας τῆς ἐλευθερίας εἰς νομικόν καί πολιτικόν ἐπίπεδον εἰς τόν σύγχρονον κόσμον καί ἀνήκουν εἰς τάς σπουδαιοτέρας κατακτήσεις τῆς ἀνθρωπότητος. Ἡ Οἰκουμενική Διακήρυξις τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου ὑπό τοῦ ἑορτάζοντος ἐφέτος τήν ὀγδοηκοστήν ἐπέτειον ἀπό τῆς ἱδρύσεώς του Ὀργανισμοῦ Ἡνωμένων Ἐθνῶν (10 Δεκεμβρίου 1948), «τό πιθανῶς γνωστότερον νομικόν κείμενον εἰς τόν σύγχρονον κόσμον» (Μ. Βαbο, «Einleitung», ἐν: K. Bentele/ M. Heimback-Steins (ἐπιμ.), Theologie und Menschenrechte, Freiburg/Schweiz 2008, σ. 15), ἦτο ἕν «μανιφέστο ἀνθρωπισμοῦ», τό ὁποῖον προῆλθεν ἐκ τῆς μεγαλυτέρας ἀνθρωπιστικῆς καταστροφῆς εἰς τήν ἱστορίαν τῆς ἀνθρωπότητος. Εἶναι χαρακτηριστικόν ὅτι εἰς τό πρῶτον ἄρθρον τῆς Οἰκουμενικῆς Διακηρύξεως συναντῶμεν τάς τρεῖς βασικάς ἀρχάς τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως «Ἐλευθερία, ἰσότης, ἀδελφοσύνη»: «Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι γεννιοῦνται ἐλεύθεροι καί ἴσοι στήν ἀξιοπρέπεια καί τά δικαιώματα. Εἶναι προικισμένοι μέ λογική καί συνείδηση, καί ὀφείλουν νά συμπεριφέρονται μεταξύ τους μέ πνεῦμα ἀδελφοσύνης». Ἐδῶ τονίζεται τό ἀδιαίρετον τῶν τριῶν ἀρχῶν τῆς Tricolore: Οὔτε μόνον μία ἐλευθερία ἡ ὁποία, ἐάν χωρισθῇ ἀπό τήν ἱσότητα καί τήν ἀδελφοσύνην, καθίσταται ἀτομοκεντρική· οὔτε μόνον μία ἰσότης χωρίς τήν ἐλευθερίαν, πού τότε κινδυνεύει νά μετατραπῇ εἰς ὄχημα ἰσοπεδωτισμοῦ καί τάσεων ὁλοκληρωτισμοῦ· οὔτε ὅμως μόνον ἡ ἀδελφοσύνη, ἡ ὁποία θά ὡδηγεῖτο εἰς ἕνα κλειστόν κοινοτισμόν, χωρίς ἐπιρροήν εἰς τό εὐρύτερον πεδίον τῆς κοινωνίας.
Ἀναμφιβόλως, τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου φέρουν τήν σφραγῖδα τοῦ Χριστιανισμοῦ, χωρίς ὅμως νά ἀποτελοῦν ἄμεσον δημιούργημά του. Δυτικαί Ἐκκλησίαι καί δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου εὑρίσκοντο ἐπί μακρόν εἰς ὀξεῖαν ἀντιπαράθεσιν. Μόνον μετά τόν Β΄ Παγκόσμιον Πόλεμον, ἤλλαξεν ἡ στάσις τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ ἀπέναντι εἰς τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου, τά ὁποῖα πλέον ἀξιολογοῦνται ὡς πολύτιμα στοιχεῖα διά τήν χριστιανικήν μαρτυρίαν ἐν τῷ κόσμῳ.
Εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν δέν ὑπάρχει ἑνιαία θεώρησις καί ἀξιολόγησις τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου. Μία σχετική συμφωνία συναντᾶται κυρίως εἰς τήν θετικήν προσέγγισιν τῶν κοινωνικῶν δικαιωμάτων. Εἶναι βέβαιον ὅτι μία συνολικῶς ἀπορριπτική στάσις ἀπέναντι εἰς τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ θεώρησίς των ὡς ἀμέσου ἀπειλῆς διά τήν ταυτότητα τῆς Ὀρθοδοξίας πηγάζουν ἀπό τήν παρανόησιν τόσον τῶν δικαιωμάτων τοῦ ἀνθρώπου, ὅσον καί τοῦ Ὀρθοδόξου ἤθους. Ἡμεῖς θεωροῦμεν ὅτι ὁ διάλογος μέ τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου καί ὁ ἀγών διά τήν προστασίαν των πρέπει νά ἀποτελοῦν σημαντικήν διάστασιν τῆς Ὀρθοδόξου μαρτυρίας εἰς τόν σύγχρονον κόσμον. Ἀπορρίπτομεν τήν θέσιν τοῦ Samuel Huntington, ὁ ὁποῖος ὑπεστήριξεν ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἀσυμβίβαστος μέ τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου καί τάς ἀρχάς τῆς δημοκρατίας καί τοῦ φιλελευθερισμοῦ. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία τονίζει μετ᾿ ἐμφάσεως τό κοινωνικόν περιεχόμενον τῆς ἐλευθερίας καί τήν ἀξίαν τῶν κοινωνικῶν δικαιωμάτων χωρίς νά ἀγνοῇ τόν ρόλον τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων, τά ὁποῖα κακῶς χαρακτηρίζονται ὑπό διαφόρων ἡμετέρων ὡς ἀρχεγόνως συνδεδεμένα μέ τόν ἀτομοκεντρισμόν καί τόν δικαιωματισμόν.
Δυστυχῶς, αἱ μή χριστιανικαί θρησκεῖαι, μετά περισσῆς εὐκολίας χαρακτηρίζουν τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου ὡς «δυτικόν ἰδεολόγημα», ὡς ἔκφρασιν χριστιανικῶν ἀξιῶν, ὡς σύμβολον τοῦ δυτικοῦ ἀτομοκεντρισμοῦ καί τῆς ἐκκοσμικεύσεως, καί ἰσχυρίζονται ὅτι πρόκειται περί ἑνός «δουρείου ἵππου τῆς Δύσεως», μέ στόχον τήν διάβρωσιν τῶν κοινοτικῶν παραδόσεων τῶν μή δυτικῶν λαῶν. Βεβαίως, τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου δέν ἀποτελοῦν ἀπειλήν διά τήν ἰδιαιτέραν ταυτότητα τῶν θρησκειῶν καί τῶν πολιτισμῶν, δέν ἐκπροσωποῦν μίαν «τυραννίαν τοῦ γενικοῦ». Μᾶλλον ἐξασφαλίζουν τάς βασικάς προϋποθέσεις διά τήν ἐλευθέραν πολιτισμικήν ἔκφρασιν καί τήν εἰρηνικήν συνύπαρξιν τῶν ἑτεροτήτων ἐπί τῇ βάσει τῆς ἀποδοχῆς κοινῶν ἀξιῶν.
Προσωπικῶς, τρέφομεν τήν βεβαιότητα, ὅτι τά δικαιώματα τοῦ ἀνθρώπου, τά ὁποῖα, ἀπό τῶν κλασικῶν Διακηρύξεών των κατά τό δεύτερον ἥμισυ τοῦ 18ου αἰῶνος μέχρι σήμερον, ἀπεδείχθησαν μία δυναμική πραγματικότης, ἱκανή νά ἀπαντᾷ εἰς νέας προκλήσεις, νά ἀντιμετωπίζῃ νέας ἀπειλάς κατά τῆς ἐλευθερίας καί τῆς δικαιοσύνης, νά δίδῃ κανονιστικάς ἀπαντήσεις εἰς τάς ἀναδυομένας νέας κρίσεις, θά ἀποτελοῦν καί εἰς τό μέλλον ἐργαλεῖον πραγματώσεως καί προστασίας τῆς ἐλευθερίας, τῆς δικαιοσύνης καί τῆς εἰρήνης.
Ἀναφορικῶς πρός τό θέμα τῆς εἰρήνης, ἀσκεῖται σήμερον κριτική εἰς τάς θρησκείας, ἐπειδή ἀντί νά λειτουργοῦν ὡς δυνάμεις εἰρηνοποιΐας, τροφοδοτοῦν συχνάκις τόν φανατισμόν καί τήν βίαν. Διατυπώνεται μάλιστα τό ἐρώτημα κατά πόσον ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος, μέ τάς ἐκρήξεις θρησκευτικοῦ φονταμενταλισμοῦ, τούς θρησκευτικούς πολέμους, τήν καταστροφήν θρησκευτικῶν μνημείων ἐν ὀνόματι τῆς διαφορετικῆς θρησκευτικῆς τοποθετήσεως, τούς διωγμούς θρησκευτικῶν μειονοτήτων κ. ἄ., μᾶς ἐπιτρέπει νά ὁμιλῶμεν περί τῆς θρησκείας ὡς εἰρηνοποιητικῆς δυνάμεως. Εἶναι γεγονός ὅτι αἱ θρησκεῖαι δίδουν καί σήμερον εὐπρόσδεκτα ἐπιχειρήματα εἰς τούς ἀρνητάς τῆς πίστεως εἰς τόν Θεόν καί εἰς ὅσους ταυτίζουν τήν θρησκείαν μέ τάς ἀρνητικάς της ἐκφάνσεις.
Ἡ ἡμετέρα Μετριότης, ἐν ἀκλονήτῳ πεποιθήσει ὅτι ἡ εἰρήνη τῶν λαῶν καί τῶν πολιτισμῶν εἶναι ἀνέφικτος ἄνευ τῆς εἰρήνης μεταξύ τῶν θρησκειῶν καί τῆς εὐρυτέρας συμβολῆς αὐτῶν εἰς τόν παγκόσμιον ἀγῶνα διά τήν εἰρήνην, ἐπαινεῖ καί στηρίζει πᾶσαν εἰλικρινῆ πρωτοβουλίαν διά τήν εἰρήνην καί τήν καταλλαγήν, ἀγωνίζεται δέ ἀδιαλείπτως διά τήν ἀνάδειξιν καί τήν ἄσκησιν τοῦ εἰρηνοποιητικοῦ ρόλου τῶν θρησκειῶν. Θεωροῦμεν ἀπαράδεκτον νά ἀναρριπίζουν αἱ θρησκεῖαι τήν φλόγα τοῦ μίσους καί νά ἐπευλογοῦν τήν βίαν. Ἐνώπιον τῶν ἐκρήξεων θρησκευτικῆς μισαλλοδοξίας καί τῶν περιστατικῶν θρησκειογενοῦς βίας, ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (Κρήτη, Ἰούνιος 2016) κατεδίκασε τόν φονταμενταλισμόν ὡς «ἔκφρασιν νοσηρᾶς θρησκευτικότητος» (Ἐγκύκλιος, § 17). Ὄντως, πρόκειται περί ἐκπτώσεως τοῦ θρησκευτικοῦ βιώματος καί οὐδόλως περί συμφυοῦς μέ τήν πίστιν φαινομένου, ὡς ὑποστηρίζουν, κακῶς εἰδότες, οἱ ἀμφισβητίαι τῆς θρησκείας. Διά τοῦτο, ἡ γνησία πίστις εἰς τόν Θεόν εἶναι ὁ αὐστηρότερος κριτής τοῦ φονταμενταλισμοῦ καί τοῦ θρησκευτικοῦ φανατισμοῦ. Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης ἐξῇρε καί τήν ἀξίαν τοῦ «εἰλικρινοῦς διαθρησκειακοῦ διαλόγου» καί τήν συμβολήν του «εἰς τήν ἀνάπτυξιν ἀμοιβαίας ἐμπιστοσύνης καί εἰς τήν προώθησιν τῆς εἰρήνης καί τῆς καταλλαγῆς» (ὅ.π.).
Ἀναμφιβόλως, αἱ θρησκεῖαι ἐμπεριέχουν ἀξιόλογον δυναμικόν εἰρηνοποιΐας· ὑπάρχουν εἰς αὐτάς κίνητρα καί ὠθήσεις ὄχι μόνον διά μίαν ἐσωτερικήν εἰρήνην, ἀλλά καί διά τήν ὑπέρβασιν τῆς βίας εἰς τήν κοινωνίαν καί διά τόν ἀγῶνα ἐγκαθιδρύσεως εἰρήνης τῆς δικαιοσύνης, σεβασμοῦ τῆς ἀνθρωπίνης ἀξιοπρεπείας καί διά τήν προστασίαν τῆς δημιουργίας. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία προσεύχεται ἀδιαλείπτως ὑπέρ τῆς εἰρήνης τῆς «ὑπερεχούσης πάντα νοῦν» (Φιλιπ. δ’, 7), ἀλλά καί «ὑπέρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου», ἡ ὁποία συνδέεται ἀρρήκτως μέ τήν δικαιοσύνην.
Ποτέ εἰς τήν ἱστορίαν τῆς ἀνθρωπότητος ἡ εἰρήνη δέν ὑπῆρξεν αὐτονόητος κατάστασις, ἀλλά ἦτο πάντοτε κατάκτησις, ἀποτέλεσμα ἐμπνευσμένων πρωτοβουλιῶν, γενναιότητος καί αὐτοθυσίας, ἀντιστάσεως εἰς τήν βίαν καί ἀπορρίψεως τοῦ πολέμου ὡς μέσου λύσεως διαφορῶν, διαρκής ἀγών διά τήν δικαιοσύνην καί τήν προστασίαν τῆς ἱερότητος τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, διά τήν οἰκοδομήν τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος βλέπει εἰς τόν συνάνθρωπόν του τόν ἀδελφόν καί ὄχι τόν ἀντίπαλον, τόν ἐχθρόν καί ἐπίβουλον. Ἡ προσδοκία, ἡ ὁποία ἐγεννήθη εἰς τήν ἐποχήν μας, ὅτι ἡ εἰρήνη καί ἡ δικαιοσύνη θά προκύψουν ὡς αὐτονόητον ἀποτέλεσμα τῆς ἀναπτύξεως τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας, τῆς ἀνόδου τοῦ βιοτικοῦ ἐπιπέδου καί τῆς διαδικτυακῆς ἐπικοινωνίας, διεψεύσθη ἀπό τάς ἐξελίξεις. Δέν ὑπάρχουν αὐτοματισμοί καθ᾿ ὁδόν πρός τήν εἰρήνην.
Ἐκλεκτή ὁμήγυρις,
Καί σήμερον, ὅπως πάντοτε, ἡ κυρίαρχος εἰκών διά τόν ἄνθρωπον, διά τήν προέλευσιν καί τόν προορισμόν του, διά τήν θέσιν του εἰς τόν κόσμον, διά τό νόημα τῆς ζωῆς του, διά τήν ἐλευθερίαν καί τήν εὐδαιμονίαν του, καθορίζει τήν στοχοθεσίαν καί τήν λειτουργίαν τοῦ πολιτισμοῦ. Ὅλοι γνωρίζομεν ὅτι ὁ ἀνθρωπισμός τοποθετεῖ τήν προστασίαν τοῦ ἀνθρώπου εἰς τήν κορυφήν τῆς ἱεραρχίας τῶν ἀξιῶν. Ὅμως, ἡ πεῖρα τῶν αἰώνων δεικνύει ὅτι καί τά ἀνθρωπιστικά ἰδεώδη ἔχουν ἀνάγκην πνευματικοῦ θεμελίου καί στηρίγματος, πέραν τοῦ «ἁπλῶς ἀνθρωπίνου» Αὐτό ὑπενθύμισε μετ᾿ ἐμφάσεως ὁ ὑψιπέτης ἀετός τῆς φιλοσοφίας Πλάτων κατά τῆς Πρωταγορικῆς ἀρχῆς «Πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος» διά τῆς ἀποφάνσεώς του «Πάντων χρημάτων μέτρον θεός». Αὐτή ἡ ἀλήθεια ἐκφράζεται, εἰς τό χριστιανικόν πλαίσιον, διά τῆς πίστεως εἰς τήν δημιουργίαν τοῦ ἀνθρώπου κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ καί καθ᾿ ὁμοίωσιν πρός Αὐτόν, ἀλλά καί διά τοῦ δόγματος τῆς προσλήψεως τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ὑπό τοῦ σαρκωθέντος Λόγου τοῦ Θεοῦ καί τῆς διανοίξεως εἰς τόν ἄνθρωπον τῆς ὁδοῦ τῆς κατά χάριν θεώσεως. Αὐτή ἡ θεώρησις τῆς ἀνθρωπίνης ἀξιοπρεπείας συνεπάγεται ἀπόλυτον σεβασμόν πρός αὐτόν καί ἀποκλείει κάθε ὑποτίμησιν, ἐκμετάλλευσιν καί ἐργαλειοποίησιν τοῦ ἀνθρώπου, συμφώνως καί πρός τό Πατερικόν «Οὐδέν ὡς ἄνθρωπος ἱερόν, ᾧ καί φύσεως ἐκοινώνησεν ὁ Θεός» (Νικόλαος ὁ Καβάσιλας). Καί ἡ θεώρησις τῆς φύσεως ὡς θείας δημιουργίας δίδει ἰδιαιτέραν ἀξίαν εἰς αὐτήν καί ἔμφασιν εἰς τήν προστασίαν της. Ὅταν φαλκιδεύεται τό ἀνθρώπινον πρόσωπον ἤ καταστρέφεται ἡ δημιουργία, τότε στρεφόμεθα κατά τοῦ Δημιουργοῦ. Ὅπου στηρίζομεν τόν συνάνθρωπον καί προστατεύομεν τήν κτίσιν, ἐκεῖ εἶναι παρών ὁ Θεός.
Ἐν τῇ ἐννοίᾳ ταύτῃ, ἡ θεώρησις τῆς ζωῆς μας ἄνευ ἀναφορᾶς εἰς τόν Θεόν δέν προωθεῖ οὔτε τόν σεβασμόν τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καί τῶν ἀναφαιρέτων δικαιωμάτων του, οὔτε τήν προστασίαν τῆς φύσεως, οὔτε τόν ἀγῶνα διά τήν κοινωνικήν δικαιοσύνην καί τήν εἰρήνην. Ἡ πίστις εἰς τόν Θεόν τῆς ἀγάπης ἀποτελεῖ πηγήν ἐμπνεύσεως, ὀξύνει τό αἰσθητήριόν μας διά τό δέον καί τό πρακτέον καί ἐνισχύει τήν ἀνθρωπίνην προσπάθειαν, ἀκόμη καί ὅταν αὐτή εὑρίσκεται ἐνώπιον δυσεπιλύτων προβλημάτων καί ἀνυπερβλήτων ἐμποδίων. Ὁ ἀγών διά τήν ἐλευθερίαν, τήν δικαιοσύνην καί τήν εἰρήνην, ἡ ἀλληλεγγύη μέ τόν συνάνθρωπον καί μέ τήν δημιουργίαν ἔχουν ἀνάγκην τῆς ἀναφορᾶς εἰς τό Ὑπερβατικόν. Τότε δέν ἀποτελοῦν πλέον ἁπλῶς ἠθικήν προστακτικήν, ἀλλά ἐντολήν τοῦ Θεοῦ, «ὅς ἀγάπη ἐστί τε καί λέγεται».
Εὐχαριστοῦμεν διά τήν προσοχήν σας!